«Κάθε δύο ή τρία μέτρα έβλεπες ένα πτώμα στο έδαφος»



Χιλιάδες άνθρωποι έχουν ήδη δολοφονηθεί τις τελευταίες μέρες στη Συρία, η οποία μοιάζει να βυθίζεται ξανά στη βία


Η Συρία μπαίνει και πάλι στη δίνη της βίας και ενός αβέβαιου μέλλοντος. Ταραχές και εξεγέρσεις έχουν ξεσπάσει και πάλι στα παράλια της χώρας και υπολογίζεται ήδη ότι έχουν σκοτωθεί πάνω από 1.000 άνθρωποι, όπως ανέφερε νωρίς το πρωί της Κυριακής η ομάδα παρακολούθησης του πολέμου Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Είναι το πιο αιματηρό ξέσπασμα βίας από τότε που οι αντάρτες με αρχηγό τον Αχμέντ αλ Σαράα εκδίωξαν τον μακροχρόνιο δικτάτορα Μπασάρ αλ Άσαντ στις αρχές Δεκεμβρίου και στη συνέχεια προσπάθησαν να επιβάλουν την κυριαρχία τους σε μια χώρα που μετρά ήδη σχεδόν 14 χρόνια εμφυλίου πολέμου.

Η βία ξέσπασε την περασμένη Πέμπτη όταν ένοπλοι άνδρες πιστοί στον Άσαντ έστησαν ενέδρα στις κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας στην επαρχία Λατάκια. Η ενέδρα πυροδότησε πολυήμερες συγκρούσεις μεταξύ πιστών στον Άσαντ και κυβερνητικών δυνάμεων.

Στην περιοχή της Λατάκια βρίσκεται η πόλη αλ-Χάφα, στη μεσογειακή ακτή της Συρίας. Οι κάτοικοι  τα ξημερώματα Παρασκευής ξύπνησαν έντρομοι ακούγοντας πυροβολισμούς. Η Γουάλα, μια 29χρονη κάτοικος της πόλης που μίλησε στην εφημερίδα New York Times, ανέφερε ότι αρχικά πήδηξε από το κρεβάτι της, καθώς άκουσε τους πυροβολισμούς έξω από το παράθυρο του υπνοδωματίου της.

Όταν η φασαρία έγινε πιο δυνατή, είπε, σύρθηκε στο παράθυρο και τράβηξε πίσω την κουρτίνα. Έξω, δεκάδες άνθρωποι έτρεχαν προς το δρόμο, πολλοί με τις πιτζάμες τους, καθώς τέσσερις άνδρες με πράσινες στολές τους κυνηγούσαν. Τότε, οι ένστολοι άνοιξαν πυρ. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, τέσσερις από τους ανθρώπους που έτρεχαν για να σωθούν σωριάστηκαν στο έδαφος.

«Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που έβλεπα. Ήμουν τρομοκρατημένη, τρομοκρατημένη», δήλωσε η Γουάλα, η οποία ζήτησε να κατονομαστεί μόνο με το μικρό της όνομα για το φόβο της τιμωρίας.

Χιλιάδες οι νεκροί στη Συρία

Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο εδρεύει στη Βρετανία και παρακολουθεί τη συριακή σύγκρουση από το 2011, ανέφερε νωρίς την Κυριακή ότι περίπου 700 άμαχοι ήταν μεταξύ των περισσότερων από 1.000 νεκρών, οι περισσότεροι από τους οποίους σκοτώθηκαν από τις κυβερνητικές δυνάμεις. Τουλάχιστον 65 άμαχοι σκοτώθηκαν στην αλ Χάφα, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο.

Μια άλλη ομάδα παρακολούθησης του πολέμου, το Συριακό Δίκτυο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ανέφερε το Σάββατο ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας είχαν σκοτώσει περίπου 125 αμάχους. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ήταν δυνατόν να επαληθευτούν ανεξάρτητα.

Την ίδια στιγμή, οι αξιωματούχοι της νέας κυβέρνησης και ο ίδιος ο αλ Σαραά απορρίπτουν κάθε κατηγορία ότι οι δυνάμεις ασφαλείας της είχαν διαπράξει φρικαλεότητες. Δήλωσαν όμως ότι δεσμεύονται να διερευνήσουν τις κατηγορίες και να καταστήσουν υπεύθυνους όσους έβλαψαν αμάχους.

Σε τηλεοπτικό διάγγελμά του το βράδυ της Παρασκευής, ο μεταβατικός πρόεδρος της Συρίας, Άχμεντ  αλ-Σαραά, δήλωσε ότι οι δυνάμεις ασφαλείας δεν πρέπει να επιτρέψουν σε κανέναν να «υπερβάλει στην απάντησή του επειδή αυτό που μας διαφοροποιεί από τον εχθρό μας είναι η δέσμευσή μας στις αξίες μας».

Ακόμα, ο ίδιος πρόσθεσε μεταξύ άλλων: «Όταν εγκαταλείπουμε την ηθική μας, εμείς και ο εχθρός μας καταλήγουμε στην ίδια πλευρά. Οι άμαχοι και οι αιχμάλωτοι δεν πρέπει να κακομεταχειρίζονται».

Στο στόχαστρο η μειονότητα των Αλαουιτών

Η βία ενέτεινε την ευρύτερη θρησκευτική σύγκρουση που επικρατεί στη Συρία ειδικά στις παράκτιες επαρχίες της Λατάκιας και της Ταρτούς. Η περιοχή είναι η καρδιά της μειονότητας των Αλαουιτών της Συρίας (μια μυστικιστική θρησκευτική ομάδα με βάση το σιιτικό Ισλάμ), η οποία κυριαρχούσε στην άρχουσα τάξη και στα ανώτερα κλιμάκια του στρατού υπό την κυβέρνηση Άσαντ και από την οποία προερχόταν και η ίδια η οικογένεια Άσαντ.

Η νέα κυβέρνηση σχηματίστηκε από έναν συνασπισμό ανταρτών υπό την ηγεσία μιας ισλαμιστικής σουνιτικής μουσουλμανικής ομάδας.

Το Παρατηρητήριο δήλωσε ότι οι περισσότεροι από τους αμάχους που σκοτώθηκαν τις τελευταίες ημέρες ήταν αλαουίτες καθώς και χριστιανοί.

Το Σάββατο, ο αυτοκινητόδρομος που οδηγεί από την πρωτεύουσα Δαμασκό στην Ταρτούς ήταν σχεδόν άδειος, καθώς οι αρχές προσπαθούσαν να αποκλείσουν κάθε κυκλοφορία προς την παράκτια περιοχή. Οι κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας εγκατέστησαν σημεία ελέγχου κατά μήκος των κύριων δρόμων προς και σε όλη την πόλη Ταρτούς, την πρωτεύουσα της επαρχίας, όπου τα περισσότερα καταστήματα ήταν κλειστά και πολλοί κάτοικοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους.

Ο Σαντί Αχμέντ Χοντάρ, 47 ετών, καθόταν δίπλα στον αυτοκινητόδρομο που οδηγεί από την Ταρτούς βόρεια προς τη Λατάκια, παρακολουθώντας ασθενοφόρα ή τα κυβερνητικά οχήματα που περνούσαν περιστασιακά. Οι δρόμοι της γειτονιάς του είχαν αδειάσει καθώς η βία μαίνεται τις τελευταίες ημέρες, μετατρέποντας την Ταρτούς σε πόλη-φάντασμα, είπε. Είναι αλαουίτης, αλλά όπως πολλοί στην πόλη, είπε ότι δεν υποστηρίζει τους πιστούς στον Άσαντ που έχουν πάρει τα όπλα εναντίον των νέων αρχών της Συρίας.

Όπως λέει, φοβάται όμως ότι οι δυνάμεις ασφαλείας της νέας κυβέρνησης δεν θα κάνουν πλέον διάκριση μεταξύ των ένοπλων πιστών του Άσαντ και ανθρώπων όπως αυτός – ένας χειριστής γερανού που είχε εργαστεί για την κυβέρνηση Άσαντ.

«Ίσως απλά να έρθουν εδώ και να πουν ότι είμαστε εναντίον τους και να μας σκοτώσουν», είπε και τόνισε πως φοβάται ότι η χώρα οδεύει προς νέες συγκρούσεις.

«Είμαστε ακόμα απλά σε ρηχά νερά», είπε ο κ. Χοντάρ. «Δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο βυθό».

«Κάθε δύο ή τρία μέτρα, έβλεπες ένα πτώμα να κείτεται στο έδαφος»

Σε άλλες περιοχές, κάτοικοι της περιοχής έχουν πάρει τα όπλα και βρίσκονταν έξω από τα σπίτια τους για να προστατεύσουν τις οικογένειές τους, αφού άκουσαν αναφορές για κυβερνητικές δυνάμεις που σκοτώνουν αμάχους.

Στην Μπανίγια, μια πόλη στο βόρειο άκρο της επαρχίας Ταρτούς, ένοπλοι άνδρες που έμοιαζαν να ανήκουν στην κυβέρνηση είχαν εισβάλει στις κυρίως αλαουιτικές γειτονιές της πόλης αργά το βράδυ της Πέμπτης, σύμφωνα με τέσσερις κατοίκους.

Ο Γκαΐθ Μουστάφα, κάτοικος της Μπανίγιας, δήλωσε ότι πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της Παρασκευής και του Σαββάτου αγκαλιασμένος με τη σύζυγό του, Χάλα Χαμέντ, και τον δυο μηνών γιο τους πίσω από την μπροστινή πόρτα τους – το μόνο μέρος στο μικρό τους διαμέρισμα που δεν ήταν κοντά σε παράθυρα.

Νωρίς το πρωί της Παρασκευής, είπε ότι άκουσε τους πυροβολισμούς να γίνονται όλο και πιο δυνατοί καθώς ένοπλοι άνδρες έφταναν κοντά στο κτίριό του. Στη συνέχεια άκουσε φωνές ανδρών, πυροβολισμούς και κραυγές από το διαμέρισμα κάτω από το δικό του. Αργότερα έμαθε ότι οι γείτονές του στον κάτω όροφο είχαν δολοφονηθεί.

«Φοβήθηκα τόσο πολύ για το μωρό μου, για τη γυναίκα μου», δήλωσε ο κ. Μουστάφα, 30 ετών, σε τηλεφωνική συνέντευξη. «Φοβόταν τόσο πολύ. Δεν ήξερα πώς να μην της δείξω ότι φοβόμουν και εγώ».

Όταν οι πυροβολισμοί υποχώρησαν γύρω στις 2 μ.μ. του Σαββάτου, ο κ. Μουστάφα είπε ότι ο ίδιος και η οικογένειά του εγκατέλειψαν το διαμέρισμά τους και αναζήτησαν καταφύγιο στο σπίτι ενός φίλου τους σε μια κοντινή γειτονιά όπου δεν είχαν ξεσπάσει βίαια επεισόδια. Οδηγώντας μακριά από το σπίτι, ήταν τρομοκρατημένος.

«Κάθε δύο ή τρία μέτρα, έβλεπες ένα πτώμα να κείτεται στο έδαφος», είπε.

Το πεζοδρόμιο ήταν γεμάτο κηλίδες αίματος. Οι βιτρίνες των καταστημάτων ήταν σπασμένες και πολλά καταστήματα έμοιαζαν να έχουν λεηλατηθεί, είπε.

Το Συριακό Παρατηρητήριο ανέφερε το Σάββατο ότι τουλάχιστον 60 άμαχοι, μεταξύ των οποίων πέντε παιδιά, σκοτώθηκαν στα επεισόδια στη Μπανίγια.

«Είμαι σοκαρισμένος, είμαι απλά σοκαρισμένος», δήλωσε ο κ. Μουστάφα, φαρμακοποιός. Μέχρι το βράδυ του Σαββάτου, το μόνο που σκεφτόταν ήταν να φύγει. «Πρέπει να φύγουμε από εδώ το συντομότερο δυνατό», πρόσθεσε. «Δεν είναι ασφαλές, καθόλου ασφαλές».

Ο κ. Μουστάφα ήταν μεταξύ των εκατοντάδων ανθρώπων που εγκατέλειψαν την Μπανίγια το Σάββατο. Πολλοί αναζήτησαν καταφύγιο σε φίλους που δεν ήταν Αλαουίτες, με την ελπίδα ότι οι γειτονιές τους δεν γλίτωναν τα επεισόδια.

«Σας παρακαλώ μην κάνετε τίποτα σε αυτούς τους ανθρώπους»

Η Γουάλα, η κάτοικος της αλ Χάφα που είπε ότι είδε άνδρες με στολές να πυροβολούν ανθρώπους καθώς αυτοί έφευγαν, προσπαθούσε να προστατευτεί με φίλους και συγγενείς στο διαμέρισμά της όταν το προσωπικό ασφαλείας χτύπησε την εξώπορτα, περίπου μια ώρα αφότου οι κυβερνητικές δυνάμεις εισήλθαν στην πόλη της. Μαζί της βρισκόταν και μια φίλη που την επισκέφθηκε από τη βορειοδυτική περιοχή της Ιντλίμπ, απ’ όπου κατάγονται οι αντάρτες που ανέτρεψαν τον Άσαντ και παρακάλεσε τους άντρες να μην πυροβολήσουν.

«Είπε: ‘Είμαι από το Ιντλίμπ. Όλη η οικογένειά μου είναι από το Ιντλίμπ. Σας παρακαλώ μην κάνετε τίποτα σε αυτούς τους ανθρώπους. Είναι ειρηνική οικογένεια», αφηγήθηκε η Γουάλα στους New York Times.

Οι άνδρες απαίτησαν από τη φίλη να παραδώσει το τηλέφωνό της και φώναξαν στη Γουάλα να ανοίξει το χρηματοκιβώτιό της, πράγμα που έκανε. Απαίτησαν από τη μητέρα της Γουάλα να τους δώσει το χρυσό κολιέ και τα σκουλαρίκια της, είπε η ίδια.

Πριν φύγουν, οι άνδρες απηύθυναν αυστηρή προειδοποίηση: Μην φύγετε από το σπίτι. Εκείνη και οι συγγενείς της έσπευσαν πίσω στο δωμάτιό της, τρομοκρατημένοι.

Αλλά περίπου μια ώρα αργότερα, καθώς οι πυροβολισμοί υποχώρησαν, αψήφησαν αυτή την εντολή για να προσπαθήσουν να βοηθήσουν κάποιον που άκουγαν να παρακαλάει από το δρόμο.

Έξω, η Γουάλα είπε ότι βρήκε δύο άνδρες που είχαν πυροβοληθεί. Ο ένας ήταν γεμάτος αίματα και της ζήτησε με αδύναμη φωνή να σηκώσει λίγο το κεφάλι του από το έδαφος. Ο άλλος, πυροβολημένος στον μηρό, παρακαλούσε για νερό.

Πριν περάσει αρκετή ώρα ακούστηκαν ξανά πυροβολισμοί και η Γουάλα έτρεξε πίσω στο εσωτερικό. Μέχρι το βράδυ του Σαββάτου, είπε, δεν ήξερε αν κάποιος από τους δύο άνδρες είχε επιζήσει.