Η ζωή και το τέλος των Οθωμανών στρατηγών που πολέμησαν εναντίον των Ελλήνων, κατά την Επανάσταση του 1821
Ο γενίτσαρος που έγινε πασάς, το παιδί του ορθόδοξου παπά που έφτασε στη θέση του βεζίρη, το δεξί χέρι του Αλή Πασά που τον πρόδωσε και ο χαρισματικός Ιμπραήμ
Πέντε στρατηγοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πολέμησαν κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Οι ιστορίες τους είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και το τέλος όλων άδοξο. Ο Ομέρ Βρυώνης, ο Χουρσίτ Πασάς, ο Δράμαλης, ο Κιουταχής και ο Ιμπραήμ πολέμησαν κατά των Ελλήνων. Η πορεία τους ήταν παράλληλη με αυτή της Αυτοκρατορίας που βρισκόταν σε αποσύνθεση και αναζητούσε τρόπους να διατηρήσει έστω μέρος των κεκτημένων. Αυτή είναι η ιστορία των πέντε στρατηγών των Οθωμανών που επιχείρησαν ανεπιτυχώς να καταπνίξουν το ελληνικό όνειρο.
Ομέρ Βρυώνης – Η προδοσία του Αλή Πασά, ο ανασκολοπισμός του Αθανάσιου Διάκου και ο παραγκωνισμός
Ο Ομέρ Βρυώνης
(Vezir Ömer Vrioni Paşa στα τουρκικά) ήταν αλβανικής καταγωγής και γεννήθηκε
στο χωριό Βριόνι (Vrion) κοντά στο Μπεράτι. Μεγάλωσε στην Αυλή του Αλή Πασά στα
Ιωάννινα. Ξεκίνησε την καριέρα του ως διοικητής των δυνάμεων του προκρίτου του
Ελμπασάν. Συμμετείχε στην καταστολή της εξέγερσης του Πασβάνογλου, πασά του
Βιδινίου, το 1797, και αργότερα πήγε στην Αίγυπτο, όπου πολέμησε εναντίον του
Ναπολέοντα Βοναπάρτη μεταξύ των ετών 1798 και 1801. Στη συνέχεια βοήθησε τον
Μωχάμετ Άλη στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Μαμελούκων. Στις μάχες αυτές
ξεχώρισε και απέκτησε τη φήμη το ικανού στρατιωτικού. Διετέλεσε θησαυροφύλακας
(χαζνατάρης) του Αλή Πασά και του ανατέθηκε η υπεράσπιση των νοτίων συνόρων της
επικράτειας του Αλή όταν αυτός αποστάτησε κατά της Πύλης.
Αιχμαλώτισε
τον Ιμπραήμ Πασά Βλιόρα (του Αυλώνα) το 1810 και ενσωμάτωσε την επικράτειά του
σε εκείνη του Αλή Πασά. Προβλέποντας την ήττα του Αλή, το Σεπτέμβριο του 1820
τον πρόδωσε. Ήρθε σε μυστική συμφωνία με τον Ισμαήλ πασά και ανταμείφθηκε με τη διοίκηση του σαντζακίου
του Αυλώνα τον Ιανουάριο του 1821.
Μετά την έναρξη
της Ελληνικής Επανάστασης το 1821, πήρε εντολή να κατεβεί στην ανατολική Ελλάδα
και να συνεχίσει προς την Πελοπόννησο. Έφυγε από τα Ιωάννινα στις 9 Απριλίου
1821 και προσπάθησε να προσεταιριστεί-συνθηκολογήσει με μερικούς οπλαρχηγούς,
αλλά απέτυχε. Μετά απ' αυτό διέλυσε σε μάχη με ηρωική αντίσταση των Ελλήνων, τα
τμήματα του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά στη Χαλκομάτα, όπως και του Αθανασίου
Διάκου στην Αλαμάνα, τον οποίο, αφού αιχμαλώτισε, τον βασάνισε και τον
ανασκολόπισε. Στη συνέχεια προχώρησε προς τα Σάλωνα, για να περάσει με πλοία
στο Μοριά. Στο Χάνι της Γραβιάς όμως, συνάντησε τρομερή αντίσταση από ένα μικρό
τμήμα Ελλήνων υπό την αρχηγία του Οδυσσέα Ανδρούτσου, χάνοντας μεγάλο τμήμα του
στρατού του. Δεδομένης της τακτικής ήττας και του μεγέθους των απωλειών στη
μάχη αυτή, φοβήθηκε πλέον να προχωρήσει στο Μοριά, οπότε πέρασε στα ορεινά
χωριά της Γκιώνας, κατόπιν στη Λιβαδειά και έπειτα στην Εύβοια. Στα Βρυσάκια
Ευβοίας συνάντησε ισχυρή αντίσταση και υπέστη περαιτέρω σοβαρές απώλειες. Μετά,
επέστρεψε νότια βαδίζοντας κατά της Αθήνας, και στις 30 Ιουνίου διέλυσε την
πολιορκία της Ακρόπολης. Μετά την πτώση του Αλή Πασά, τον Ιανουάριο του 1822,
και έπειτα από ένθερμη σύσταση του Χουρσίτ Πασά, τα σαντζάκια των Ιωαννίνων,
Αυλώνα και Δέλβινου ενώθηκαν υπό τη διοίκηση του Ομέρ Βρυώνη.
Στο μεταξύ
είχε επαναστατήσει η δυτική Ρούμελη, οπότε ο Χουρσίτ Πασάς ανακάλεσε τον Βρυώνη
στα Ιωάννινα, όπου του ανέθεσε να διασπάσει τη συμμαχία των Σουλιωτών με
ορισμένα άτακτα τμήματα Αλβανών, και να αναγκάσει τους Σουλιώτες σε
συνθηκολόγηση (2 Σεπτεμβρίου 1822) μετά από αποκλεισμό. Μετά την πτώση του
Σουλίου ο Ομέρ Βρυώνης αποφάσισε να ακολουθήσει ανεξάρτητη πολιτική
αδιαφορώντας σε μεγάλο βαθμό για τις διαταγές της Υψηλής Πύλης. Ήρθε σε
σύγκρουση με κορυφαίους στρατιωτικούς και κληρονόμους της αριστοκρατίας της προ
του Αλή Πασά εποχής.
Το 1822
συμμετείχε, μαζί με τον Κιουταχή, στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Μετά την
αποτυχημένη απόπειρα κυρίευσης της πόλης τη νύχτα των Χριστουγέννων του 1822,
έλυσαν την πολιορκία, πράξη που προκάλεσε τη δυσμένεια του σουλτάνου. Κάποιες
πηγές υποστηρίζουν ότι ήταν οι ραδιουργίες του Ομέρ Βρυώνη που οδήγησαν στη
λύση της πολιορκίας κάτι που υπέπεσε στην αντίληψη της Πύλης.
Το 1824, κατέβηκε
πάλι στη δυτική Ρούμελη, αρνούμενος να επιτεθεί στην Αθήνα και μην υπακούοντας
στις διαταγές της Υψηλής Πύλης, ενώ δεν δίστασε να προκαλέσει την αποτυχία των
άλλων Οθωμανών αρχηγών για να δικαιολογήσει τη δική του. Τέλος, διέλυσε
οριστικά το στρατόπεδό του και γύρισε στα Ιωάννινα και από εκεί στο Μπεράτι. Το
Δεκέμβριο του 1824 διορίστηκε διοικητής της Θεσσαλονίκης, κυρίως για να
παραμείνει απομακρυσμένος από την Αλβανία, ώστε να μη μηχανορραφεί. Αρχικά
αντιστάθηκε στον διορισμό αυτό, αλλά καθώς δεν βρήκε υποστήριξη στην υπόθεσή
του μεταξύ των Αλβανών, αναγκάστηκε ν' αναλάβει το αξίωμά του το Φεβρουάριο του
1825.
Στα τέλη του
1827 ήταν φρούραρχος της Σόφιας, απ' όπου στάλθηκε στο Βιδίνιο ως διοικητής της
εμπροσθοφυλακής, με αποστολή ν' αντιμετωπίσει το ρωσικό στρατό. Το 1828, κατά
τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου, ηγήθηκε ενός στρατού και προσπάθησε,
αποτυχημένα, να διαλύσει την πολιορκία της Βάρνας. Στα τέλη της αυτής της
χρονιάς στάλθηκε πρώτα στην Καλλίπολη, και στη συνέχεια στην Κιουτάχεια, όπου
την ίδια χρονιά απεβίωσε.
Χουρσίτ Αχμέτ – Ο γενίτσαρος που έγινε πασάς. Το πάθος για τα χρήματα, η ιστορία με το χαρέμι και η αυτοκτονία
Γεννημένος στη
Γεωργία από Χριστιανούς γονείς πουλήθηκε ως δούλος στον Χασάν πασά Τζεζάερλη.
Εξισλαμίστηκε σε νεαρή ηλικία και κατατάχθηκε στο σώμα των Γενιτσάρων. Η ανέλιξη
του ήταν εντυπωσιακή και στάλθηκε από τον Σελίμ Γ΄ στην Αίγυπτο για να
καταστείλει την εκεί εξέγερση που βρισκόταν σε εξέλιξη μετά την αποχώρηση των
Γάλλων. Για τον σκοπό αυτό το 1804 διορίσθηκε αντιβασιλέας και Βεζίρης του
Καΐρου και στη θέση αυτή παρέμεινε έως την 21 Οκτωβρίου 1806. Έχοντας
καταστείλει την εξέγερση των Μαμελούκων στην Αίγυπτο τον Οκτώβριο του 1806,
διορίζεται από τον σουλτάνο Βαλής της Ρούμελης. Τον Ιούλιο του 1808 μετατίθεται
από τον νέο σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ στο Εγιαλέτι του Χαλεπίου (Συρία).
Αργότερα,
τον Μάρτιο του 1809 στάλθηκε στη Σερβία για να καταπνίξει την εξέγερση του
Καραγιώργη και έμεινε εκεί έως το 1813. Την ίδια χρονιά διορίστηκε βεζίρης της
Βοσνίας. Το 1812 διορίστηκε Μέγας Βεζίρης μέχρι και το 1813, όταν ηγήθηκε
εκστρατείας όπου και κατέστειλε βίαια τις υπό του Μίλος Ομπρένοβιτς σερβικές
εξεγέρσεις. Μετά την καταστροφή που υπέστη ο Σερβικός στρατός από τους
Οθωμανούς στην πόλη Νις, ο Χουρσίτ Αχμέτ Πασάς, για να εκφοβίσει τους άλλους
Σέρβους επαναστάτες, έδωσε την εντολή να χτιστεί ο Πύργος των Κρανίων με τα
κεφάλια των ανταρτών που σκοτώθηκαν.
Το 1815
κατέστειλε τη νέα εξέγερση των Σέρβων υπό τον Μίλος Οβρένοβιτς. Για την
επιτυχία του αυτή διορίσθηκε Μέγας Βεζίρης (πρωθυπουργός), όταν επέστρεψε στην
Κωνσταντινούπολη. Το 1816, διαβλέποντας ότι διατρέχει κίνδυνο λόγω δολοπλοκιών,
άφησε την θέση. Στη συνέχεια, το 1818, εστάλη στο Χαλέπι όπου και κατέπνιξε με
επιτυχία διάφορες εξεγέρσεις.
Τον Νοέμβριο
του 1820 εστάλη στην Πελοπόννησο και διορίστηκε πασάς της Πελοποννήσου («μόρα
βαλεσί») με έδρα την Τριπολιτσά. Σύμφωνα με τις αναφορές της εποχής ο Χουρσίτ
ήταν απάνθρωπος και εφάρμοσε τρομοκρατικές μεθόδους για να επιβληθεί. Είχε πάθος
με την πολυτέλεια και τις γυναίκες. Στις 6 Ιανουαρίου 1821 ταξίδεψε στα
Γιάννινα, προκειμένου να καταστείλει την ανταρσία του Αλή. Εκεί τον βρήκε η
είδηση της Ελληνικής Επανάστασης. Έδωσε εντολές για το πώς θα αντιμετωπιστεί η
εξέγερση και έστειλε τον επιτελάρχη του Κεχαγιάμπεη Μουσταφά με 3.000 άνδρες
για την ενίσχυση της Τριπολιτσάς, όπου βρισκόταν το χαρέμι και οι θησαυροί του.
Συνέχισε να πολιορκεί τα Γιάννενα και τον Άλη Πασά ενώ ήταν φανερό ότι είχε
υποτιμήσει την Ελληνική Επανάσταση. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 η Τριπολιτσά
πέφτει και η είδηση αποτελεί σοκ για τον Χουρσίτ.
Τον
Ιανουάριο του 1822 κατορθώνει να συλλάβει τον Αλή Πασά και να στείλει το κεφάλι
του πεσκέσι στον Σουλτάνο. Είναι πλέον ελεύθερος να επιστρέψει στην Πελοπόννησο
αλλά την ηγεσία της οθωμανικής αντεπίθεσης αναλαμβάνει ο Μαχμούτ πασάς (Δράμαλης).
Η πλειονότητα των ιστορικών συμφωνεί ότι αυτό συνέβη γιατί ο Χουρσίτ έπεσε στη
δυσμένεια της Πύλης καθώς κατηγορήθηκε ότι οικειοποιήθηκε μεγάλο μέρος της
περιουσίας του Αλή Πασά (έστειλε στην Πόλη 40εκατ. γρόσια και οι άνθρωποι του
σουλτάνου υπολόγιζαν ότι ο θησαυρός του Αλή έφτανε τα 500εκατ. γρόσια).
Ο Χουρσίτ έλαβε
διαταγές να παραμείνει στη Λάρισα και να φροντίζει την τροφοδοσία του στρατού
του Δράμαλη. Μετά τη καταστροφή στα Δερβενάκια ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ έδωσε
εντολή στον Χουρσίτ να εκστρατεύσει ο ίδιος. Παράλληλα όμως με διαταγή του σουλτάνου,
απεσταλμένοι του ταξιδεύουν στη Λάρισα με σκοπό να θανατώσουν τον Χουρσίτ ο
οποίος πλέον θεωρείται καταχραστής και ασεβής.
Ο Χουρσίτ
ενημερώνεται για τη διαταγή του Μαχμούτ Β’ και για να αποφύγει την ταπείνωση παίρνει
την κατάσταση στα χέρια του. Δίνει οδηγίες για την ταφή του και στις 30 Νοεμβρίου
1822 αυτοκτονεί πίνοντας δηλητήριο. Όταν οι δήμιοι της Πύλης φτάνουν στη Λάρισα
ο Χουρσίτ έχει πλέον ταφεί. Τον ξεθάβουν, κόβουν το κεφάλι του και το
μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη για να το παρουσιάσουν στον σουλτάνο.
Μια ιστορία
που σημάδεψε στη ζωή του Χουρσίτ πασά ήταν αυτή με το χαρέμι του. Στο σεράι του
στην Τριπολιτσά στεγαζόταν το χαρέμι με τις τέσσερις επίσημες συζύγους του και τις
δεκάδες δούλες τους. Οι σύζυγοι του Χουρσίτ ήταν η Εσμέ, η Ασίτσα, η Θατμέ και η
Αίσα. Ευνοούμενη του ήταν η Εσμέ, η οποία ήταν και αδελφή του σουλτάνου. Το χαρέμι
του Χουρσίτ επιβίωσε της Άλωσης και ακολούθησαν διαπραγματεύσεις, για να του
επιστραφούν οι σύζυγοι του. Σύμφωνα με κάποιες αναφορές η Εσμέ είχε ερωτευθεί
τον αδελφό του Πετρόμπεη και βρισκόταν σε εγκυμοσύνη, όπως και άλλες γυναίκες
του χαρεμιού. Οι Οθωμανοί ιστοριογράφοι υποστηρίζουν ότι βιάστηκαν.
Ο Χουρσίτ
πέτυχε την εξαγορά των συζύγων του αλλά όταν τις παρέλαβε (και διαπίστωσε ότι
κάποιες εγκυμονούσαν) τις δολοφόνησε όλες δίνοντας εντολή να τις κλείσουν σε
σακιά και να τις πετάξουν σε ποτάμι.
Μαχμούτ Αλή (Δράμαλης) – Η εκστρατεία, η καταστροφή και ο τύφος
Γεννήθηκε το
1770 στη Δράμα, γεγονός στο οποίο όφειλε την προσωνυμία του Δράμαλης. Ανήκει
στη δυναστεία Καβαλαλί που διοίκησε την Αίγυπτο από το 1805 έως το 1953. Γιος
του διοικητή της περιοχής, Χαλίλ Μεχμέτ, τον διαδέχθηκε μετά τον θάνατο του. Το
1820 διορίστηκε διοικητής της Λάρισας. Τον ίδιο χρόνο συμμετείχε μαζί με τον
Χουρσίτ Πασά στην εκστρατεία εναντίον του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Το 1821 αντιμετώπισε
με επιτυχία τις εξεγέρσεις των Ελλήνων στα Άγραφα και το Πήλιο. Όταν ο Χουρσίτ
έπεσε σε δυσμένεια του δόθηκε ο τίτλος του «Μόρα βαλεσή», δηλαδή διοικητής του Μωριά
(Πελοποννήσου). Με αυτή του την ιδιότητα το καλοκαίρι του 1822 ξεκίνησε την
εκστρατεία του στην Πελοπόννησο.
Επικεφαλής
μιας στρατιάς 30.000 περίπου ανδρών έφτασε την 1η Ιουλίου του 1822 στη Θήβα και
την πυρπόλησε. Στη συνέχεια κατέλαβε διαδοχικά την Αττική, την Κόρινθο και στις
12 Ιουλίου έφτασε στο Άργος. Πολιόρκησε το κάστρο της πόλης το οποίο κρατούσαν ο
Δημήτριος Υψηλάντης με 700 στρατιώτες. Όσο ο στρατός του Δράμαλη προσπαθούσε να
ρίξει το κάστρο, με εντολή του Κολοκοτρώνη καίγονται τα σπαρτά της πεδιάδας του
Άργους και μολύνονται οι πηγές με φλόμο. Τα τρόφιμα εξαντλούνται και τον στρατό
του Δράμαλη χτυπά τύφος. Αποφασίζει λοιπόν να επιστρέψει στην Κόρινθο περνώντας
από τα Δερβενάκια. Στις 26 Ιουλίου 1882 οι Τούρκοι επιχειρούν να περάσουν από
τα στενά των Δερβενακίων αλλά έχουν τεράστιες απώλειες από τους Έλληνες που
έχουν καταλάβει τους γύρω λόφους και οπισθοχωρούν. Δύο μέρες αργότερα επιχειρούν
να διαφύγουν από τα στενά του Αγιονορίου, αλλά κι εκεί βρήκαν μπροστά τους τον
ελληνικό στρατό. Τελικά ο Δράμαλης κατάφερε να επιστρέψει στην Κόρινθο με μόλις
6.000 από τους 30.000 στρατιώτες που ξεκίνησαν την εκστρατεία. Τον Οκτώβριο του 1822 πεθαίνει στην Κόρινθο χτυπημένος από τύφο.
Στη Δράμα είχε
χτιστεί σχολή στο όνομα του η οποία ανακαινίστηκε το 1858 και διατηρείται έως
σήμερα. Η απόγονοι του έφυγαν από την πόλη με την ανταλλαγή πληθυσμών.
Μεχμέτ Ρεσίτ (Κιουταχής) – Ο γιός του παπά που έγινε Βεζίρης.
Ήταν γιός
Έλληνα Ορθόδοξου ιερέα και γεννήθηκε στη Γεωργία το 1780. Αιχμαλωτίστηκε σε
μικρή ηλικία σε επιχείρηση του οθωμανικού στόλου υπό τον Καπουδάν Πασά (στόλαρχο)
Μεχμέτ Χοσρέφ Πασά ο οποίος και τον παρέδωσε στο Σαράι της Κωνσταντινούπολης.
Εκεί συνδέθηκε φιλικά με τον μετέπειτα Σουλτάνο, Μαχμούτ Β΄.
Σε ηλικία
μόλις 20 ετών έλαβε το αξίωμα του «Πεσκήρ Αγά» και εξετέλεσε πολλές
διπλωματικές αποστολές, μεταξύ των οποίων και στην Ύδρα προς συνεννόηση με τον
Ρώσο ναύαρχο Σενιάβιν. Το 1809 διορίστηκε Βαλής (κυβερνήτης) της Κιουτάχειας,
απ' όπου πήρε και το προσωνύμιο «Κιουταχής». Oι Έλληνες επαναστάτες τον αποκαλούσαν
υποτιμητικά και «Κιουτάγα», κάτι που τον εξόργιζε. Το 1820 συμμετείχε στην εκστρατεία
κατά του Αλή Πασά και στη συνέχεια διορίστηκε πασάς των Τρικάλων και το 1821 κατέπνιξε
στο αίμα την εξέγερση των Αγράφων.
Μετά και την
επικράτηση του στη μάχη του Πέτα ο Κιουταχής διορίστηκε Σερασκέρης της Ρούμελης
(διοικητής των στρατευμάτων της Ρούμελης). Το 1823 αφού κατέλαβε όλη τη Στερεά
Ελλάδα προχώρησε στο Μεσολόγγι το οποίο και πολιόρκησε. Η πόλη δεν έπεφτε και ο
Κιουταχής ζήτησε τη συμβολή του Ιμπραήμ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Μεσολογγίτες
να κάνουν την ηρωική έξοδό τους στις 10 Απριλίου του 1826.
Ακολούθησε η
πολιορκία της Αθήνας για έναν χρόνο (Φθινόπωρο του 1826 - τέλη Μαΐου του 1827).
Στις 24 Μαΐου του 1827 πέτυχε την παράδοση της Ακρόπολης. Τον επόμενο χρόνο ο
Κιουταχής ανέλαβε Σερασκέρης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες ενώ επέκειτο ο
Ρωσοτουρκικός πόλεμος. Στη συνέχεια διορίστηκε Μέγας Βεζίρης, θέση από την
οποία ηγήθηκε του τουρκο-οθωμανικού στρατού κατά των Ρώσων. Ο στρατός του
ηττήθηκε όμως στην Ανδριανούπολη. Η επόμενη αποστολή του ήταν αυτή της «αναμόρφωσης»
της Αλβανίας. Κατάφερε να συγκεντρώσει τους κυριότερους φύλαρχους στο
Μοναστήριο όπου και τους κατέσφαξε.
Το 1832
στράφηκε εναντίον του Ιμπραήμ Πασά που είχε εισβάλλει στη Συρία. Κοντά το
Ικόνιο συνετρίβη και αιχμαλωτίσθηκε μαζί με 5.000 στρατιώτες του. Ύστερα από
την παρέμβαση των Ρώσων και την καταβολή πλούσιων ανταλλαγμάτων, απελευθερώθηκε
τον επόμενο χρόνο. Έχασε τον τίτλο του μεγάλου Βεζίρη και έγινε διοικητής σε
διάφορες περιοχές. Απεβίωσε το 1839 στη Σεβάστεια σε ηλικία 59 ετών, από
εγκεφαλίτιδα, ενώ προσπαθούσε να καταστείλει εξέγερση των Κούρδων.
Καβαλαλί Ιμπραήμ – Ο άνθρωπος που παραλίγο να καταπνίξει την Επανάσταση και ταπείνωσε τον σουλτάνο
Σίγουρα η πιο
ισχυρή και ενδιαφέρουσα προσωπικότητα του οθωμανικού στρατοπέδου κατά την περίοδο
της Ελληνικής Επανάστασης. Γεννήθηκε στην Καβάλα, ή κατά μερικούς ιστορικούς
στο χωριό Νουσρατλί (σημ. Νικηφόρος) της Δράμας, όπου η οικογένεια του είχε
βρει προσωρινό καταφύγιο, κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης επιδημίας πανώλης που
είχε ξεσπάσει στην Καβάλα.
Αναφέρεται
ως ο μεγαλύτερος γιός του αλβανικής καταγωγής Μεχμέτ Άλη, αντιβασιλιά της
Αιγύπτου (1805-1848). Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο Ιμπραήμ υιοθετήθηκε από τον
Μεχμέτ Αλή και στην πραγματικότητα ήταν παιδί μιας χριστιανής η οποία αναφέρεται
ως χήρα Τουρματζή.
Έδειξε τις στρατηγικές του ικανότητες από πολύ μικρός και τον Σεπτέμβριο του 1816 τον
έστειλαν να καταστείλει την εξέγερση των Ουαχαμπιτών στη σημερινή Σαουδική
Αραβία. Τα κατάφερε και αιχμαλώτισε τον αρχηγό τους, Αμπντουλάχ μπιν Σαούντ. Τότε
ο Σουλτάνος τον ονόμασε Πασά της Μέκκας και βεζίρη με τρεις αλογοουρές καθιστώντας
τον ουσιαστικά ισότιμο του πατέρα του. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Κάιρο,
όπου ξεκίνησε την αναδιοργάνωση του στρατού και του ναυτικού σύμφωνα με
ευρωπαϊκά πρότυπα. Το 1821-1822 έλαβε μέρος στην εκστρατεία στο Σουδάν.
Με τις ελληνικές
νίκες σε Πελοπόννησο και Κρήτη να έχουν θορυβήσει τους Οθωμανούς, ο σουλτάνος
ζήτησε τη βοήθεια του Μεχμέτ Αλή. Αυτός έστειλε τον Ιμπραήμ με μια στρατιά 35.000
Αιγυπτίων.
Το σχέδιο
του Ιμπραήμ προέβλεπε τη συνδυασμένη επίθεση του Τουρκικού και Αιγυπτιακού
στόλου στα επαναστατημένα νησιά του Αιγαίου, ως απαραίτητη προϋπόθεση για
απόβαση στην Πελοπόννησο. Ο τουρκικός στόλος κατέστρεψε τα Ψαρά στις 20 Ιουνίου
1824, ενώ ο αιγυπτιακός προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταλάβει τη Σάμο. Ο Ιμπραήμ
αποφάσισε να ξεχειμωνιάσει στη Σούδα και να επαναλάβει τις στρατιωτικές
επιχειρήσεις την άνοιξη του 1825. Επέσπευσε την απόβαση στην Πελοπόννησο, όταν
πληροφορήθηκε την εμφύλια διαμάχη που μαίνονταν στην περιοχή. Στις 26
Φεβρουαρίου 1825 αποβιβάστηκε ανενόχλητος στη Μεθώνη με 4.000 πεζούς και 400
ιππείς και κατέλαβε το κάστρο της πόλης. Τις επόμενες μέρες ενισχύθηκε με νέες
δυνάμεις και ο συνολικός αριθμός του πεζικού του έφθασε τις 15.000. Μέχρι τα
τέλη Απριλίου είχε καταλάβει τα στρατηγικά κάστρα της Κορώνης και της Πύλου
(Νεόκαστρο), αφού προηγουμένως είχε νικήσει τους Έλληνες στα Κρεμμύδια (7
Απριλίου 1825).
Κατατρόπωσε και
σκότωσε τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι (19 Μαΐου 1825) και άνοιξε τον δρόμο για την
Τριπολιτσά, την οποία κατέλαβε και κατέστρεψε στις 11 Ιουνίου 1825. Την επομένη
βάδισε κατά του Άργους και του Ναυπλίου, αλλά ο Δημήτριος Υψηλάντης τον
σταμάτησε στους βάλτους των Μύλων (12 Ιουνίου 1825). Έκτοτε δεν επιχείρησε άλλη
εκστρατεία στην περιοχή. Τον Νοέμβριο του 1825 άφησε την Τρίπολη και μετέβη το
Μεσολόγγι για να βοηθήσει τον Κιουταχή που πολιορκούσε τη μαρτυρική πόλη. Μετά
την Έξοδο (10 Απριλίου 1826) επέστρεψε δριμύτερος στην Πελοπόννησο, αλλά
βρέθηκε αντιμέτωπος με τον κλεφτοπόλεμο του Κολοκοτρώνη, που του προκαλούσε
σημαντικές φθορές. Τον Ιούλιο του 1826 επιχείρησε να καταλάβει τη Μάνη, αλλά
απέτυχε παταγωδώς.
Το καλοκαίρι
του 1827, μη μπορώντας να εδραιώσει τη θέση του στην Πελοπόννησο, άρχισε να
εφαρμόζει την τακτική της «καμμένης γης», προκειμένου να κάμψει τους
επαναστάτες, ενώ προετοίμαζε απόβαση στην Ύδρα και τις Σπέτσες, γεγονός που θα
είχε ολέθριες συνέπειες για την Επανάσταση, αν γινόταν πραγματικότητα. Τον
πρόλαβαν, όμως, οι ναυτικές δυνάμεις Γαλλίας, Ρωσίας και Αγγλίας, που
κατέστρεψαν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου (8 Οκτωβρίου
1827).
Με τη
Συνθήκη της Αλεξάνδρειας (9 Αυγούστου 1828), που υπέγραψε ο Μοχάμετ Άλη με τον
Κόδριγκτον, ο Ιμπραήμ αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την Πελοπόννησο στις 10
Οκτωβρίου 1828.
Μετά την
επιστροφή του στο Κάιρο στράφηκε μαζί με τον πατέρα του κατά του Σουλτάνου. Κατέκτησαν
την Παλαιστίνη, τη Συρία και μέρος της Μικράς Ασίας. Το 1833 και το 1839 εκστράτευσε
κατά της Πόλης αλλά τον εμπόδισαν οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Αυτές ήταν που
το 1840 τον έπεισαν να υπογράψει τη Συνθήκη του Λονδίνου. Αποχώρησε από τη Συρία
και τα Άδανα και πήρε ως αντάλλαγμα το κληρονομικό δικαίωμα στη βασιλεία της Αιγύπτου.
Το 1848 ο
Ιμπραήμ έγινε για λίγους μήνες αντιβασιλέας της Αιγύπτου στη θέση του πατέρα
του, που προσβλήθηκε από γεροντική άνοια. Η φυματίωση που τον ταλαιπωρούσε
αποδείχθηκε ανίκητη και παρά τη θεραπεία που υποβλήθηκε στην Ιταλία, πέθανε
στις 10 Νοεμβρίου 1848 σε ηλικία 59 ετών. Άφησε πίσω του ένα γιο, τον Ισμαήλ, ο
οποίος διοίκησε αργότερα την Αίγυπτο και την κατέστησε σχεδόν ανεξάρτητη από
τον Σουλτάνο.