Ο μοναδικός σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που εκτελέστηκε με επίσημο διάταγμα και θρησκευτική έγκριση. Είχε πάθος με τις γυναίκες, τις γούνες και είχε απαγορεύσει τα κάρα
Η ιστορία αναγνωρίζει συνολικά 36 σουλτάνους στους έξι αιώνες ζωής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1299-1924). Από αυτούς πολλοί εκθρονίστηκαν, κάποιοι αποσύρθηκαν και άλλοι δολοφονήθηκαν. Μόνο ένα όμως εκτελέστηκε επίσημο διάταγμα και έγκριση από τον θρησκευτικό άρχοντα της αυτοκρατορίας. Ήταν ο Ιμπραήμ ο οποίος θα έμενε στην ιστορία ως Ντελί, δηλαδή ο τρελός.
Έγκλειστος
και τρομαγμένος
Ο Ιμπραήμ
γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1615 στο παλάτι Τοπκαπί στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν
γιός του Σουλτάνου Άχμεντ Α’ και της «χασεκί» του (επίσημη αυτοκρατορική
σύζυγος), Κιοσέμ Σουλτάν. Η «χασεκί» ήταν μια Ελληνίδα από την Τήνο που λεγόταν
Αναστασια και την είχαν απαγάγει Οθωμανοί σε ηλικία 14 ετών.
Όταν ο
Ιμπραήμ ήταν μόλις δύο ετών ο πατέρας του πέθανε ξαφνικά και τον διαδέχθηκε ο
θείος του Μουσταφά. Μαζί με την μητέρα του και τα αδέλφια του στάλθηκαν στο Παλιό
Παλάτι. Τον Σεπτέμβριο του 1623 ο Μουσταφά εκθρονίστηκε λόγω της κακής ψυχικής
του υγείας και τον διαδέχθηκε ο Μουράντ Ε’, αδελφός του Ιμπραήμ.
Ο Μουράντ, ασπαζώμενος
την άποψη ότι τ’ αδέλφια του σουλτάνου είναι μόνιμη απειλή, τα έκλεισε στο «καφές».
Η λέξη μεταφράζεται ως κελί και είναι ένα χώρος, μέρος του αυτοκρατορικού
χαρεμιού, στο οποίο κρατούνταν ουσιαστικά σε κατ’ οίκο εγκλεισμό και
φρουρούμενοι, όλοι οι πιθανοί διάδοχοι του θρόνου.
Για τον
Μουράντ όμως αυτό δεν ήταν αρκετό. Με διαταγές του εκτελέστηκαν τρεις αδελφοί
του, ο Μπαγεζίντ, ο Σουλεϊμάν και ο Κασίμ. Ο Ιμπραήμ ζούσε με τον μόνιμο φόβο
ότι θα είναι ο επόμενος που θα δολοφονηθεί. Οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι ο
Μουράντ ήθελε να εκτελέσει κι αυτόν αλλά δεν το έκανε μετά από παρέμβαση της μητέρας
του.
Ο εγκλεισμός
και το καθεστώς τρόμου μέσα στο οποίο ζούσε είχε σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική
υγεία του Ιμπράημ. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 1640, όταν ο Μουράντ πέθανε, και
κλήθηκε να τον διαδεχθεί δεν το πίστεψε. Θεωρούσε ότι ο Μουράντ δεν είχε
πραγματικά πεθάνει και του είχε στήσει παγίδα. Μόλις θα δεχόταν τον θρόνο θα εμφανιζόταν
και θα τον σκότωναν. Ο Ιμπραήμ κλείστηκε σε ένα δωμάτιο και αρνούνταν να βγει. Η μητέρα του και ο μεγάλος βεζίρης
του έφεραν μπροστά του το νεκρό σώμα του Μουράντ και το εξέτασε για να πειστεί
να αναλάβει την ηγεσία της αυτοκρατορίας.
Ένας ακατάλληλος σουλτάνος
Στα 25 του
και χωρίς να έχει καμία εμπειρία και γνώση σε θέματα διακυβέρνησης ο Ιμπράημ κάθισε
στον θρόνο (9 Αυγούστου 1640). Ουσιαστικά την αυτοκρατορία διοικούσε η μητέρα
του Κιοσέμ μαζί με τον μεγάλο βεζίρη Κεμανκές Καρά (Μαύρος Τοξότης) Μουσταφά
Πασά.
Τον πρώτο
χρόνο της βασιλείας του ο Ιμπραήμ κλήθηκε να αντιμετωπίσει την κρίση με τον
Εμριγκουνέογλου Γιουσούφ Πασά, ο οποίος είχε καταλάβει ένα σημαντικό κάστρο
στην Αρμενία. Η κόντρα οδήγησε στην εκτέλεση του Πασά γεγονός που δυσαρέστησε
πολλούς στην αυτοκρατορία. Το καλοκαίρι του 1645 έστειλε τον στόλο του και
πήραν τα Χανιά από τους Ενετούς. Αυτό θορύβησε της ευρωπαϊκές δυνάμεις και
δημιούργησε ένα μέτωπο κατά των Οθωμανών.
Εσωτερικά η
απόφαση για συγκέντρωση χρημάτων είχε επίσης δημιουργήσει δυσαρέσκεια. Για να
ενισχύσει το ταμείο του ο Ιμπράημ υποτίμησε το νόμισμα και επέβαλε φόρους.
Μια από τις αποφάσεις
του που κατακρίθηκαν σφοδρά ήταν απαγόρευση των κάρων εντός της Κωνσταντινούπολης.
Μια μέρα που περπατούσε στην Πόλη ένα κάρα που το έσερναν βόδια του έκλεισε τον
δρόμο. Τότε ανακοίνωσε την απαγόρευση. Η διαταγή του ουσιαστικά δεν είχε
εκτελεστεί και όταν, κατά τη διάρκεια επίσκεψης σε γιατρό, είδε ένα κάρο
διέταξε να εκτελέσουν τον Νεβεσινλί Σαλίχ Πασά. Τον δολοφόνησαν μπροστά του
στραγγαλίζοντας τον με σχοινί από πηγάδι.
Κρίση
προέκυψε ότι ο Ιμπραήμ έδωσε εντολή στον Βαρβάρ Αλί Πασά να του φέρει τη πανέμορφη
σύζυγο του Ιμπσίρ Μουσταφά Πασά, Περιχάν Χανίμ. Ο Βαρβάρ Αλί Πασά αρνήθηκε να
υπακούσει. Το απίστευτο είναι ότι τελικά τον αποκεφάλισε ο Ιμπσίρ Μουσταφά Πασά
του οποίου τη σύζυγο υπερασπίστηκε.
Εθισμένος στη λαγνεία
Σταδιακά ο Ιμπραήμ
παρουσίασε εμμονές και ήταν φανερό ότι η ψυχική του υγεία κατέρρεε. Είχε πάθος με
τις γούνες από σαμούρι και το κεχριμπάρι κι έφτασε στο σημείο να επιβάλει
ειδικό φόρο. Μέσα στο παλάτι κυκλοφορούσαν σαμούρια και γάτες στις οποίες είχε
φορέσει γούνες από σαμούρι.
Επιπλέον θρυλικό
είναι το πάθος του Ντελί Ιμπραήμ για τις γυναίκες. Κλεινόταν για μέρες στο
χαρέμι του και δεν ασχολούταν με τίποτα άλλο. Με εντολή του ένα δωμάτιο είχε
επενδυθεί με γούνες και εκεί υποδεχόταν παρθένες τις οποίες αγόραζε η μητέρα
του στα σκλαβοπάζαρα. Τα έξοδα για το χαρέμι είχαν εκτοξευθεί και αυτό
προκαλούσε μεγάλη δυσαρέσκεια.
Ο Μολδαβός
πρίγκιπας Ντεμέτριους Καντεμίρ γράφει χαρακτηριστικά: «Όπως ο Μουράτ ήταν
εθισμένο στο κρασί, έτσι ο Ιμπραήμ ήταν στη λαγνεία. Λένε ότι περνούσε όλο του
τον χρόνο σε σεξουαλικές απολαύσεις κι όταν εξαντλούταν προσπαθούσε να επαναφέρει
τη δύναμη του με φίλτρα. Έδινε εντολή στη μητέρα του να του φέρνει παρθένες και
είχε βάλει στους τοίχους του δωματίου καθρέφτες για να βλέπει από κάθε γωνία.
Ξάπλωνε πάνω σε γούνες από σαμούρι που άναβαν την λαγνεία του».
Σύμφωνα με
αναφορές κάποτε ο Ιμπράημ διέταξε να βρουν και να του φέρουν την πληθωρική
γυναίκα της Κωνσταντινούπολης. Ευχαριστημένος με τη γυναίκα που του
παρουσίασαν, έδωσε εντολή να της αποδοθούν όλα τα έσοδα από τη Δαμασκό.
Υποφέροντας
από χρόνιους πονοκεφάλους και μονίμως αδύναμος από τη σεξουαλική του
δραστηριότητα ο Ιμπραήμ έψαξε βοήθεια σε τσαρλατάνους που του υπόσχονταν ότι θα
λύσουν τα προβλήματα του. Ένας από αυτούς ήταν ο Τζίτζι Χότζα ο οποίος σε
συνεργασία με μια από τις αγαπημένες ερωμένες του Ιμπραήμ και δύο αξιωματικούς
του παλατιού χειραγωγούσαν τον σουλτάνο. Συγκέντρωναν τεράστια ποσά από δωροδοκίες
και τελικά έπεισαν τον Ιμπράημ ότι πρέπει να εκτελέσει τον μεγάλο βεζίρη Κάρα
Μουσταφά.
Εξέγερση
και εκτέλεση
Με την αυλή
του και τις ερωμένες του να έχουν αποκτήσει δύναμη και προνόμια ο Ιμπραήμ είχε
προκαλέσει οργή στον κόσμο. Δύο γεγονότα θεωρούνται καταλυτικά για τη μοίρα του
σουλτάνου. Ο φόρος που έβαλε για να ναυπηγηθεί αυτοκρατορική βάρκα στολισμένη
με πετράδια και ο πολυτελέστατος γάμος του γιού του μεγάλου βεζίρη, Τεζκερετσί
Αχμέτ Πασά. Το ποτήρι είχε πλέον ξεχειλίσει. Η μητέρα του Ιμπραήμ, την οποία
είχε διώξει πλέον από το παλάτι, προσπάθησε να τον προειδοποιήσει αλλά αυτός ήταν
ανίκανος να συνειδητοποιήσει τι ερχόταν.
Στις 7 Αυγούστου
1648 ο αρχηγός των Γενιτσάρων, Φατίχ και η ηγετική ομάδα τους συγκεντρώθηκαν
στο τέμενος Ορτά. Κάλεσαν τον υπεύθυνο του θησαυροφυλακίου, Σοφού Μεχμέντ Πασά
και του ανακοίνωσαν ότι θα γίνει ο νέος μεγάλος βεζίρης. Ο Τεζκερετσί τρόμαξε και
κρύφτηκε στο σπίτι του. Τον εντόπισαν όμως, τον έφεραν στο τέμενος Ορτά και τον
εκτέλεσαν δια στραγγαλισμού.
Ο Ιμπραήμ
έστελνε μηνύματα και ζητούσε από τους Γενίτσαρους να διαλυθούν χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Οι επαναστάτες διεμήνυσαν στην Κιομέσμ να στείλει στο Ορτά τον μικρό γιό της Μεχμετ.
Τους απάντησε ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει. Την επόμενη μέρα οι
γενίτσαροι και όσοι τους υποστήριζαν εισέβαλαν στο παλάτι. Δεν βρήκαν τον
σουλτάνο αλλά την Κιοσέμ στην οποία ξεκαθάρισαν ότι ο Ιμπραήμ δεν μπορεί να
παραμείνει στον θρόνο. Η Κιοσέμ συμφώνησε, πήρε από το χέρι τον 6χρονο Μεχμέτ και τον οδήγησε προς την
ενθρόνιση του. Ήταν 8 Αυγούστου 1648 και θα παρέμενε στη θέση του σουλτάνου έως
τον Νοέμβριο του 1687.
Ο νέος μεγάλος
βεζίρης ζήτησε από τον θρησκευτικό άρχοντα φετφά η οποία θα εγκρίνει την επίσημη
εκτέλεση του Ιμπραήμ. Η απάντηση ήταν: «Αν υπάρχουν δύο σουλτάνοι, σκοτώστε τον
ένα». Στις 18 Αυγούστου 1648 δύο δήμιοι
πήγαν στο δωμάτιο που είχαν κλειδώσει τον Ιμπράημ. Όταν τους είδε κατάλαβε τι
θα γινόταν και φώναξε: «Δεν υπάρχει κανείς από εκείνους που έτρωγαν το ψωμί μου
να με λυπηθεί και να με προστατέψει; Αυτοί οι σκληροί άνθρωποι ήρθαν με
σκοτώσουν. Έλεος, έλεος!». Οι δήμιοι τον στραγγάλισαν και έτσι έκλεισε το κεφάλαιο
του Ιμπραήμ του Τρελού στην οθωμανική ιστορία.