«Βρήκα ένα κομμένο κεφάλι στην ντουλάπα του γιού μου»


Ψάχνοντας την ντουλάπα του γιού της μια μητέρα βρέθηκε μπροστά σε ένα μακάβριο εύρημα. Ένα φρικτό έγκλημα αποκαλύφθηκε και οι αρχές θεωρούν ότι σταμάτησαν έναν εκκολαπτόμενο κατά συρροή δολοφόνο

Νωρίς το απόγευμα της 1ης Μαρτίου 2021 μια γυναίκα επικοινώνησε με το κέντρο έκτακτης ανάγκης της μικρή πόλης Γκραντ Τζάκσιον στο Κολοράντο. Ήταν φανερά αναστατωμένη και μιλούσε χαμηλόφωνα. «Βρήκα κάτι στην ντουλάπα του γιού μου τυλιγμένο σε πλαστική σακούλα. Νομίζω ότι είναι ένα ανθρώπινο κεφάλι. Είδα το αυτί. Το έβαλα στο νεροχύτη και υπάρχει και μια δεύτερη σακούλα που δεν την έχω ανοίξει» είπε. Η αστυνομία κινητοποιήθηκε άμεσα και πήγε στη διεύθυνση που της έδωσαν.

Φτάνοντας έξω από τι σπίτι ένας νεαρός τους πλησίασε. Ήταν ο 19χρονος Μπράιν Κόχι, στου οποίου την ντουλάπα είχε βρεθεί το κεφάλι και η δεύτερη σακούλα.

Με τρομακτική ψυχραιμία είπε στον αστυνομικό: «Στην ντουλάπα μου είχα ένα κεφάλι και χέρια ανθρώπου. Είναι του τύπου που εξαφανίστηκε πρόσφατα, του Γουόρεν Μπράουν. Τον δολοφόνησα με μαχαίρι. Πάντα αναρωτιόμουν πώς είναι να σκοτώνεις». Ο Κόχι ομολόγησε χωρίς καμία πίεση με τους γονείς τους να στέκονται πίσω του σοκαρισμένοι.

Συλλαμβάνεται και τον πηγαίνουν στο τοπικό τμήμα. Στη διαδρομή τους δείχνει μια γέφυρα και τους λέει: «Κάτω από αυτή τη γέφυρα έγινε. Εδώ το έκανα». Οι αστυνομικοί σταματούν και βρίσκουν ανθρώπινα μέλη.

Θύτης και θύμα

Από μικρή ηλικία ο Μπράιαν Κόχι αντιμετώπιζε προβλήματα. Διαγνώστηκε με ψυχολογικά προβλήματα, αυτισμό και ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας). Ανέπτυξε εμμονή με τους φόνους και τους κατά συρροή δολοφόνους. Στο σχολείο μάλιστα τον φώναζαν «Ντάμερ» λόγω του γεγονότος ότι έμοιαζε με τον «Κανίβαλο του Μιλγουόκι», Τζέφρι Ντάμερ.

«Ένιωθα μια τάση να σκοτώσω. Σκεφτόμουν ότι το θύμα μου πρέπει να είναι ένας άστεγος ή μια πόρνη καθώς η εξαφάνιση τους περνά απαρατήρητη. Η αστυνομία δεν ενδιαφέρεται πολύ για τέτοια άτομα» θα πει και θα αποκαλύψει ότι για έξι μήνες τα βράδια περνούσε από μέρη που ζουν άστεγοι και φαντασιωνόταν ότι σκοτώνει.

Ο Γουόρεν Μπαρνς (φωτό) ήταν μια μορφή της πόλης του Γκραντ Τζάκσον. Ο 69χρονος ήταν άστεγος και περνούσε τις περισσότερες ώρες της ημέρας διαβάζοντας. Καθόταν σε μια καρέκλα έξω από κατάστημα με είδη γάμου και απολάμβανε τα βιβλία του. Για αυτό τον αποκαλούσαν «Reading Man». Όσοι τον γνώριζαν ανέφεραν ότι ήταν ήσυχος και ευγενικός. Τον συμπαθούσαν όλοι και του έδιναν βιβλία και φαγητό.

Το έγκλημα

Το βράδυ της 27ης Φεβρουαρίου ο Κόχι έκανε βόλτες με το αυτοκίνητο του στην πόλη. «Οδηγούσα για μια-μιάμιση ώρα όταν είδα μια μορφή κάτω από τη γέφυρα, κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές. Είχε πανσέληνο και η ορατότητά μου ήταν καλή.

Σταμάτησα και κατέβηκα. Είδα ότι είναι ένας άντρας που κοιμάται σκεπασμένος με ένα πλαστικό. Από τη στιγμή που ήταν εκεί συμπέρανα ότι είναι άστεγος. Αποφάσισα να τον σκοτώσω. Φόρεσα μάσκα και τρία ζευγάρια χειρουργικά γάντια στο ένα χέρι και δύο στο άλλο. Πήρα το μαχαίρι που είχα το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Σήκωσα το πλαστικό και μαχαίρωσα πρώτα στον λαιμό. Ξύπνησε και μου είπε: Τι κάνεις, γιατί, γιατί;

Εγώ συνέχιζα να μαχαιρώνω τον λαιμό του. Δεν αντιστεκόταν, μου έκανε εντύπωση πόσο εύκολο ήταν. Όλη την ώρα της επίθεσης μούγκριζα κι ένα έκανα ζωώδεις ήχους. Ήμουν σε παροξυσμό. Σταμάτησα και μου είπε πάλι: Γιατί το κάνεις αυτό;  Ήθελα να το κάνω αυτό εδώ και πολύ καιρό, του απάντησα και συνέχισα να τον μαχαιρώνω. Πρέπει να διήρκησε ένα-ενάμισο λεπτό. Όταν τελείωσα τον άκουσα να αφήνει την τελευταία του πνοή. Το κεφάλι του ήταν μισοκομμένο. Αφού τον σκότωσα έλεγα συνέχεια: Βρώμικο, βρωμερό, βρώμικο.. Δεν ξέρω γιατί.

Πρέπει να ήταν λίγο μετά τις 11:00…

Στη συνέχεια τον αποκεφάλισα και έκοψα τα χέρια του. Το κεφάλι και τις παλάμες τα άφησα στο πορτ-μπαγκάζ. Πήγα στο σπίτι, έπλυνα το μαχαίρι καθάρισα το αυτοκίνητο, έβαλα τα ρούχα μου στο πλυντήριο, έβαλα το κεφάλι και τα χέρια σε σακούλες και τα έκρυψα. Προσπάθησα να κοιμηθώ αλλά σκέφτηκα ότι έχω αφήσει πολλά στοιχεία πίσω. Το σώμα έπρεπε να το ρίξω στο ποτάμι. Επέστρεψα λοιπόν και πήρα το σώμα. Το έβαλα στο πορτ μπακάζ και πήγα στο ποτάμι για να το αφήσω. Δεν τα κατάφερα όμως καλά. Παρκάρισα πολύ κοντά στη ράμπα και στο αυτοκίνητο μπήκαν νερά. Δεν μπορούσα να το βγάλω. Έριξα το σώμα στο ποτάμι και το έσπρωξα με το πόδι. Ήταν περίπου 01:00 πλέον».

Με το αυτοκίνητο κολλημένο  ο Κόχι πήρε τηλέφωνό τους γονείς του και σκαρφίστηκε μια ιστορία για το τι συνέβη. Οι γονείς του ειδοποίησαν την αστυνομία η οποία έφτασε στο σημείο και τράβηξε το όχημα του Κόχι από τη λάσπη. Παρότι όμως στο εξωτερικό μέρος του πορτ μπαγκάζ είδαν ίχνη αίματος δεν το ερεύνησαν περεαιτέρω και ικανοποιήθηκαν με την απάντηση του 19χρονου πώς δεν ξέρει πως βρέθηκαν εκεί.

Τελικά το έγκλημα αποκαλύφθηκε όταν η μητέρα βρήκε το κεφάλι και τα χέρια στην ντουλάπα. Ο Κόχι θα πει πως τα κράτησε για να μην βρει η αστυνομία αποτυπώματα και το πρόσωπο του θύματος. Οι αρχές θεωρούν ότι θέλησε να μιμηθεί δολοφόνους που θαύμαζε όπως ο Έντ Κέμπερ και ο Τζέφρι Ντάμερ.

Επίλογος

Στη δική ο δικηγόρος του Κόχι προσπάθησε να πείσει το δικαστήριο ότι ο 19χρονος είναι ψυχασθενής και δεν πρέπει να καταδικαστεί. Η ψυχρή και λεπτομερής ομολογία του όμως έκανε ξεκάθαρο ότι είχε σχεδιάσει τον φόνο και ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Στις 3 Φεβρουαρίου 2023 του επιβλήθηκαν ισόβια χωρίς τη δυνατότητα αναστολής. Θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στη φυλακή.

Στη ερώτηση τι θα συνέβαινε αν δεν τον είχαν πιάσει ο Κόχι υποστήριξε ότι «μάλλον δεν θα σκότωνα ξανά». Ειδικοί αναφέρουν ότι ο 19χρονος είχε όλο το «πακέτο» που εντοπίζεται στους κατά συρροή δολοφόνους. Θεωρούν δεδομένο ότι θα  αναζητούσε ξανά την έξαψη του πρώτου φόνου.

Τον Νοέμβριο του 2021, στο σημείο που καθόταν συνήθως ο Γουόρεν Μπαρνς, τοποθετήθηκε ένα γλυπτό για να τιμηθεί η μνήμη του