Θα μπορούσε ο Τραμπ να διεκδικήσει τρίτη θητεία;


Το αμερικανικό σύνταγμα το απαγορεύει αλλά υπάρχουν τρόποι να γίνει. Ήδη ο Τραμπ έχει αφήσει να εννοηθεί ότι θα το ήθελε

H δεύτερη θητεία Τραμπ, στον προεδρικό θώκο των ΗΠΑ, μόλις ξεκίνησε. Το αμερικανικό σύνταγμα δεν επιτρέπει τρίτη θητεία και θεωρητικά το 2028 κλείνει ο πολιτικός κύκλος του μεγιστάνα. Σύμφωνα με την 22η τροπολογία του συντάγματος των ΗΠΑ είναι σαφές ότι ο Τραμπ δεν μπορεί να διεκδικήσει για τρίτη φορά την προεδρία. Πιο συγκεκριμένα, «κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να αποκτήσει το αξίωμα του προέδρου περισσότερες από δύο φορές, όπως επίσης κανένα πρόσωπο που κατέχει το εν λόγω αξίωμα ή έχει ασκήσει τα καθήκοντα αυτά για περισσότερα από δύο χρόνια μιας τετραετούς θητείας άλλου προέδρου, δεν μπορεί να επανεκλεγεί για παραπάνω από μια φορές».

Η συγκεκριμένη νομοθεσία εγκρίθηκε ύστερα από τις τέσσερις θητείες του Φράνκλιν Ρούσβελτ. Από τότε που ο Τζορτζ Ουάσινγκτον παραιτήθηκε στο τέλος της δεύτερης του θητείας, κανένας άλλος πρόεδρος δεν έχει αποπειραθεί για τρίτη θητεία, πόσο μάλλον για τέταρτη. Η σχετική νομοθεσία εξάλλου αποσκοπούσε στο να εμποδίσει προέδρους από το να εκλέγονται παραπάνω από δύο φορές.

Μετά τη νίκη του τον Νοέμβριο του 2024 όμως, ο Τραμπ ουσιαστικά αμφισβήτησε αυτό το δεδομένο. «Φαντάζομαι πως δεν υπάρχει το ενδεχόμενο να επανεκλεγώ, εκτός κι αν πείτε πως ″αυτός (σ.σ. εννοώντας τον εαυτό του) είναι τόσο καλός, που πρέπει να ανακαλύψουμε κάτι άλλο″» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά.

Οπαδοί του υποστηρίζουν πως ο νόμος δεν τον επηρεάζει γιατί οι θητείες του δεν ήταν συνεχόμενες. Αυτό όμως δεν ισχύει καθώς η συγκεκριμένη τροπολογία δεν διαφοροποιείται μεταξύ της μιας ή της άλλης περίπτωσης.

Παρά το γεγονός όμως ότι η τροπολογία δεν επιτρέπει στο νυν πρόεδρο να εκλεγεί ξανά, δεν του απαγορεύει να υπηρετήσει το αξίωμα αυτό και ύστερα από τις 20 Ιανουαρίου 2029. Η τροποποίηση απαγορεύει σε ένα πρόσωπο να εκλεγεί περισσότερες από δύο φορές. Δεν αναφέρει όμως κάτι για το ενδεχόμενο προεδρίας κάποιου, με τρόπο διαφορετικό, πέραν της ψηφοφορίας.

Συνολικά εννέα πρόσωπα έχουν διατελέσει πρόεδροι των ΗΠΑ, χωρίς πρώτα να έχουν εκλεγεί. Ο λόγος για τους: Τζον Τάιλερ, Μίλαρντ Φίλμορ, Άντριου Τζόνσον, Τσέστερ Άρθουρ, Θίοντορ Ρούσβελτ, Κάλβιν Κούλιτζ, Χάρι Τρούμαν, Λίντον Τζόνσον και Τζέραλντ Φόρντ. Όλοι τους υπήρξαν αντιπρόεδροι, έως ότου οι προκάτοχοι τους είτε παραιτήθηκαν είτε πέθαναν.

Η 22η τροπολογία δεν αποκλείει σε έναν πρόεδρο με περιορισμένη θητεία από το να εκλεγεί αντιπρόεδρος. Από την άλλη πλευρά, η 12η τροπολογία αναφέρει πως «κανένα πρόσωπο που συνταγματικά δεν δύναται να είναι πρόεδρος, μπορεί να γίνει αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών».

Παρ′ όλα αυτά, δεν είναι ξεκάθαρο εάν αυτός ο περιορισμός έχει ισχύ σε έναν πρόεδρο που έχει ολοκληρώσει δύο τετραετίες και είναι μη διαθέσιμος για τρίτη, εξαιτίας της 22ης τροπολογίας, ή απλώς επιβάλλει στον αντιπρόεδρο τα άλλα κριτήρια του Συντάγματος για τη δυνατότητα προεδρίας. Για παράδειγμα, το να είναι γεννημένος στις ΗΠΑ, να έχει συμπληρώσει το 35ο έτος της ηλικίας του και να έχει ζήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες για τουλάχιστον 14 έτη.

Πρόεδρος μέσω αντιπροέδρου

Αυτό αποτελεί ένα ζήτημα που θα πρέπει να αποφασιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αμερικής. Σε περίπτωση που οι δικαστές αποφασίσουν υπέρ του συμφέροντος του Τραμπ, όπως έκαναν και πρόσφατα, τότε θα ανοίξουν το δρόμο ώστε το ζευγάρι Τραμπ-Βανς του 2024, να μετατραπεί σε Βανς-Τραμπ το 2028. Σε περίπτωση εκλογής τους, τότε ο Βανς θα μπορεί να δηλώσει παραίτηση και να κάνει τον Τραμπ πρόεδρο ξανά.

Στην πραγματικότητα, ο Βανς δεν θα χρειαστεί καν να παραιτηθεί, προκειμένου να δώσει την προεδρία στον υποθετικά αντιπρόεδρο Τραμπ. Η 25η τροποποίηση του Συντάγματος προβλέπει πως εαν ένας πρόεδρος δηλώσει πως αδυνατεί να ασκήσει τα καθήκοντα του, όλες οι εξουσίες και τα καθήκοντα του μεταφέρονται αυτόματα στον αντιπρόεδρο, ο οποίος από εκεί και ύστερα θα λογίζεται ως πρόεδρος.

Αυτό είναι κάτι το οποίο έχει συμβεί με τρεις αντιπροέδρους κατά το παρελθόν. Πρόκειται για τους Τζορτζ Μπους, Ντικ Τσένι και Καμάλα Χάρις. Όλοι ανέλαβαν προεδρικά καθήκοντα για μια σύντομη χρονική περίοδο, όταν ο εκλεγμένος πρόεδρος υπεβλήθη σε αναισθησία, κατά τη διάρκεια ιατρικών διαδικασιών. Ο Τσένι μάλιστα κλήθηκε να το κάνει δύο φορές.

Στο σενάριο αυτό, λίγο μετά την ανάληψη προεδρίας, στις 20 Ιανουαρίου 2029, ο πρόεδρος Βανς, επικαλούμενος την 25η τροπολογία, θα μπορούσε να ενημερώσει τόσο τον πρόεδρο της Βουλής, όσο και τον πρόεδρο της Γερουσίας ότι δεν δύναται να αναλάβει τα καθήκοντα του. Σημειώνεται πως δεν θα χρειαστεί να προσκομίσει οποιοδήποτε δικαιολογητικό για την εν λόγω ανικανότητα. Έτσι, ο αντιπρόεδρος Τραμπ θα αναλάβει καθήκοντα προέδρου, έως ότου ο πρόεδρος Βανς επανέλθει με νέο του αίτημα, σύμφωνα με το οποίο θα είναι και πάλι ικανός να αναλάβει προεδρικά καθήκοντα.

Το ρωσικό μοντέλο

Όπως έχει αποδειχθεί, η άσκηση της προεδρίας δεν προϋποθέτει απαραίτητα έναν εν ενεργεία πρόεδρο. Ο Τραμπ έχει επανειλημμένα δηλώσει τον θαυμασμό του για τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, οπότε ίσως θελήσει να ακολουθήσει το παράδειγμα των Μεντβέντεφ-Πούτιν.

Το 2008 τα χρονικά όρια προεδρίας στη Ρωσία απέτρεψαν τον Πούτιν από το να επανεκλεγεί ως πρόεδρος, ύστερα από δύο σερί θητείες. Αντ′ αυτού, επέλεξε έναν πιστό του υφιστάμενο, τον Ντμίτρι Μεντβέντεφ, να διεκδικήσει την προεδρία. Όταν ο Μεντβέντεφ εξελέγη, διόρισε τον Πούτιν ως πρωθυπουργό του. Για τους περισσότερους, ο Πούτιν ήταν εκείνος που παρέμεινε σταθερά στην εξουσία, λαμβάνοντας τις περισσότερες από τις σημαντικές αποφάσεις. Ακολουθώντας το παράδειγμα αυτό, ένας μελλοντικός Ρεπουμπλικανός πρόεδρος θα μπορούσε να προσλάβει τον Τραμπ σε μια εκτελεστική θέση, από την οποία θα μπορούσε ακόμη να ασκεί εξουσία.

Το 2012 ο Πούτιν μπόρεσε και πάλι να διεκδικήσει την προεδρία. Εκείνος και ο Μεντβέντεφ αντάλλαξαν για άλλη μια φορά ρόλους. ’Έκτοτε, ο Βλαντιμίρ Πούτιν κατάφερε να αλλάξει το ρωσικό Σύνταγμα, επιτρέποντας ουσιαστικά στον εαυτό του να παραμείνει πρόεδρος για το υπόλοιπο της ζωής του.

Ο πρόεδρος «πιόνι»

Ακόμη όμως και στην περίπτωση που ο Τραμπ προτιμήσει να αποφύγει όλες αυτά τα «παραθυράκια», θα μπορούσε να ακολουθήσει το παράδειγμα των Τζορτζ και Λαρλίν Γουάλας. Το 1996, το Σύνταγμα της Αλαμπάμα απέτρεψε τον Γουάλας από τη τρίτη σερί διακυβέρνηση. Όντας όμως ιδιαίτερα δημοφιλής και απρόθυμος να παραδώσει την εξουσία, επέλεξε την γυναίκα του, Λαρλίν, να θέσει υποψηφιότητα για τη κυβέρνηση. Εξ αρχής υπήρξε ξεκάθαρο πως η Λαρλίν αποτέλεσε το «πιόνι» του Τζόρτζ, ο οποίος υποσχέθηκε να είναι σύμβουλος της γυναίκας του, λαμβάνοντας ως μισθό ένα δολάριο τον χρόνο.

Το σύνθημα της καμπάνιας ήταν: «Δύο Κυβερνήτες, Ένας Σκοπός», καθιστώντας σαφές πως η ψήφος για τη Λαρλίν αποτελούσε στην ουσία ψήφο για τον Τζορτζ. Για την ιστορία, η Λαρλίν πέτυχε μια πανηγυρική νίκη. Σύμφωνα με αφηγήσεις της περιόδου, το ζεύγος Γουάλας είχε μια σχέση «Βασίλισσας-Πρωθυπουργού»: Η Λαρλίν χειρίστηκε τα τελετουργικά και επίσημα καθήκοντα του κράτους, ενώ ο Τζόρτζ καταπιάστηκε με την κρατική πολιτική, διασφαλίζοντας πως όλα κυλούν κατά γράμμα.

Η σύζυγος του Τραμπ, Μελάνια δεν γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, συνεπώς δεν έχει το δικαίωμα προεδρίας. Από την μεριά του όμως ο Τραμπ, ως επικεφαλής του Ρεπουμπλικανού κόμματος, θα μπορούσε να διασφαλίσει ότι ο επόμενος υποψήφιος πρόεδρος των Ρεπουμπλικανών θα είναι ένα μέλος της οικογένειας του ή κάποιο άλλο άτομο της εμπιστοσύνης του. Εάν το άτομο αυτό κερδίσει τις εκλογές του 2028, ο Τραμπ θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ανεπίσημος σύμβουλος, διατηρώντας έτσι την εξουσία στα χέρια του, χωρίς να είναι τυπικά πρόεδρος.