Το μεσημέρι της
Τετάρτης 4 Δεκεμβρίου 1872 το μπρίκι «Dei Gratia» έπλεε στον Ατλαντικό, ανάμεσα στις Αζόρες
και τις ακτές της Πορτογαλίας. Ο πηδαλιούχος ενημέρωσε τον καπετάνιο Ντέιβιντ
Μόρχαους ότι ένα πλοίο βρίσκεται σε απόσταση έξι μιλίων και τους πλησιάζει. Έπλεε
ακανόνιστα και τα πανιά του ήταν περίεργα τοποθετημένα. Ο Μόρχαους κατάλαβε ότι
κάτι δεν πήγαινε καλά και έδωσε διαταγή να προσεγγίσουν το πλοίο.
Όταν πλέον
βρίσκονταν δίπλα του διαπίστωσαν ότι ήταν το «Mary Celeste», ένα μπρίκι αμερικανικής
ιδιοκτησίας. Το κατάστρωμα του ήταν έρημο και κανείς δεν απάντησε στα σήματα
που έκανε το «Dei Gratia».
Ο καπετάνιος
έδωσε εντολή σε δύο αξιωματικούς να ανέβουν στο «Mary Celeste» και να ερευνήσουν. Αφού περιηγήθηκαν
σε εσωτερικά του πλοίου διαπίστωσαν ότι το είχαν εγκαταλείψει όλοι. Η σωστική
λέμβος έλειπε. Το πλήρωμα είχε για κάποιο λόγο εγκαταλείψει το πλοίο.
Ήταν φανερό,
από την κατάσταση των ιστίων και των σχοινιών, πως για μέρες το «Mary Celeste» έπλεε ακυβέρνητο. Ερευνώντας όμως οι
δύο αξιωματικοί δεν εντόπισαν κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Η τελευταία καταγραφή στο
ημερολόγιο ήταν στις 25 Νοεμβρίου. Ανέφερε το στίγμα του «Mary Celeste». Βρισκόταν κοντά στο νησί Σάντα
Μαρία (Αζόρες) περίπου 400 ναυτικά μίλια από εκεί που το συνάντησε τελικά το «Dei Gratia».
Το μυστήριο έγινε πιο πυκνό όταν οι αξιωματικοί μπήκαν στις καμπίνες και τα αμπάρια. Το πλήρωμα είχε αφήσει πίσω όλα τα υπάρχοντα του. Στην καμπίνα του καπετάνιου Μπέντζαμιν Μπριγκς (Αμερικάνος) βρήκαν το σπαθί του κάτω από το κρεβάτι. Τα πάντα ήταν βρεγμένα ενώ έλειπαν όμως τα περισσότερα έγγραφα του καραβιού και όργανα πλοήγησης.
Οι
αξιωματικοί διαπίστωσαν ότι στο «Mary Celeste» υπήρχαν αρκετές προμήθειες, δεν
εντοπίστηκαν ίχνη βίας ή πυρκαγιάς και το φορτίο τον 1.701 βαρελιών αλκοόλ ήταν
άθικτο.
Το πλήρωμα του
«Mary Celeste» είχε εγκαταλείψει το πλοίο συντεταγμένα
αλλά με μια ταχύτητα την οποία δεν δικαιολογούσαν τα στοιχεία. Δεν υπήρχε
κανείς προφανής λόγος που να οδηγήσει σε τόσο άμεση εγκατάλειψη. Το πλοίο ήταν
σε καλή κατάσταση, είχε εφόδια και δεν δέχθηκε επίθεση.
Στο «Mary Celeste», πέραν του καπετάνιου Μπέντζαμιν Μπριγκς (φωτό) επέβαιναν η σύζυγος του Σάρα, η κόρη τους Σοφία και επτά μέλη του πληρώματος. Τέσσερις ήταν Γερμανοί, δύο Αμερικάνοι και ένας Δανός.
Ο Μόρχαους
αποφάσισε να πάρει μαζί του το πλοίο-φάντασμα στο Γιβραλτάρ. Σύμφωνα με τον
νόμο της θάλασσας πλέον του ανήκε μέρος της αξίας του «Mary Celeste» και του φορτίου. Έδωσε εντολή σε
τρία μέλη του δικού τους πληρώματος να ανέβουν στο εγκαταλελειμμένο πλοίο και
να το πλοηγήσουν.
Στις 12
Δεκεμβρίου 1872 το «Dei Gratis» έφτασε στο Γιβραλτάτ και το πρωινό της επόμενης μέρες έδεσε
και το «Mary Celeste». Στις 17/12 ξεκίνησε η δικαστική διαδικασία για τη μοίρα
του πλοίου. Ο γενικός εισαγγελέας Φρέντερικ Σόλι Φλουντ θεωρούσε ότι ο Μόρχαους
και το πλήρωμα του ψεύδονταν. Πίστευε ότι δεν είχαν βρει το «Mary Celeste» στην περιοχή που είπαν και
πεποίθηση του ήταν ότι ήταν αδύνατο το πλοίο να έχει διανύσει τόσο μεγάλη
απόσταση χωρίς πλήρωμα. Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία του Φλουντ οι ιδιοκτήτες
είχαν πληρώσει μέλη του πληρώματος του «Mary Celeste» να σκοτώσουν τον καπετάνιο και τους
αξιωματικούς. Δεν βρέθηκαν στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτές τις εικασίες.
Στις 15
Ιανουαρίου 1873 έφτασε στο Γιβραλτάρ ο Τζέιμς Γουίντσεστερ, επικεφαλής της εταιρίας
στην οποία ανήκε το «Mary Celeste». Κατέθεσε ότι ο καπετάνιος Μπριγκς
δεν θα εγκατέλειπε το πλοίο του αν δεν συνέτρεχαν πολύ σημαντικοί λόγοι.
Τελικά στις 25 Φεβρουαρίου δόθηκε άδεια στην εταιρία να παραλάβει το πλοίο της. Η αποζημίωση που δόθηκε στον Μόρχαους ήταν πολύ μικρότερη από την αναμενόμενη με τον δικαστή σερ Τζέιμς Κόχρεϊν να αφήνει υπόνοιες ότι για την εξαφάνιση του πληρώματος του «Mary Celeste» ευθύνεται ο καπετάνιος του «Dei Gratis» και οι άντρες του.
Το τέλος
Το πλοίο
έφτασε τελικά τον Ιούνιο του 1873 στη Γένοβα (εκεί ήταν ο αρχικός του
προορισμός) και παρέδωσε το φορτίο του. Στη συνέχεια επέστρεψε στη Νέα Υόρκη απ’
όπου είχε σαλπάρει. Άμεσα άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορες ιστορίες και θεωρίες
για το τι συνέβη με το «Mary Celeste» να χαρακτηρίζεται… καταραμένο. Η εταιρία
τελικά αποφάσισε να το πουλήσει με ένα ποσό κάτω της αξίας του.
Το «Mary Celeste» συνέχισε τα ταξίδια και άλλαξε
πολλούς καπετάνιους. Τον Αύγουστο του 1884 το ανέλαβε ο Γκίλμαν Πάρκερ. Τον
Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς έστησε μια απάτη για να πάρει αποζημίωση. Κατάφερε
να ασφαλίσει το φορτίο του πλοίου για ένα ποσό πολύ μεγαλύτερο της αξίας του. Στις
3 Ιανουαρίου 1885 ο Πάρκερ έριξε το «Mary Celeste» σε έναν κοραλιογενή ύφαλο ανάμεσα
στο νησί Γκονάβε και το λιμάνι του Πορτ ο Πρενς στην Αϊτή. Ο Πάρκερ και το
πλήρωμα βγήκαν στην ακτή και διεκδίκησαν την αποζημίωση. Η απάτη τους αποκαλύφθηκε και δικάστηκαν. Ο Πάρκερ γλίτωσε την φυλακή αλλά
πέθανε τρεις μήνες μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας. Ο άμεσος συνεργάτης του
τρελάθηκε και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Και οι δύο τους θεωρήθηκαν θύματα της…
κατάρας του «Mary Celeste». Το πλοίο βυθίστηκε στο σημείο που το είχαν ρίξει και
εξαφανίστηκε. Τον Αύγουστο του 2001 έγινε έρευνα για να εντοπιστεί. Βρέθηκαν
κάποια αντικείμενα και κομμάτι από σκαρί. Η έρευνα έδειξε όμως ότι πιθανότατα
δεν ανήκαν στο «Mary Celeste».
Οι θεωρίες
Το γεγονός
ότι το πλήρωμα του πλοίου εξαφανίστηκε και ποτέ δεν βρέθηκαν στοιχεία για το τι
του συνέβη… εξασφαλίζει ότι το μυστήριο του «Mary Celeste» δεν θα διαλευκανθεί ποτέ. Μέσα στα
χρόνια η ιστορία του πλοίου-φαντάσματος διανθίστηκε με μύθους.
Η κατάσταση
στην οποία βρέθηκε το «Mary Celeste» αποκλείει την επίθεση από πειρατές.
Η θεωρία ότι ο Μόρχαους και οι άντρες του σκότωσαν το πλήρωμα του «Mary Celeste» επίσης διαψεύδεται. Το «Dei Gratia» ήταν πιο αργό από το «Mary Celeste» και ξεκίνησε οκτώ μέρες μετά από τη
Νέα Υόρκη. Αν το «Mary Celeste» δεν είχε μείνει για μέρες ακυβέρνητο δεν υπήρχε
περίπτωση να το έχει προλάβει.
Η κατάσταση
του πλοίου δεν δικαιολογούσε την άμεση εγκατάλειψη υπό τον φόβο βύθισης. Όταν
εντοπίστηκε το «Mary Celeste» ήταν αξιόπλοο και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός
ότι μέλη του «Dei Gratis» το οδήγησαν χωρίς πρόβλημα στο Γιβραλτάρ.
Τέλος σύμφωνα
με άλλη θεωρία το πλήρωμα του «Mary Celeste» πανικοβλήθηκε όταν λόγω κακής
λειτουργίας των οργάνων πίστεψε ότι το πλοίο είχε μπάσει πολλά νερά και θα
βυθιζόταν. Αν και οι καιρικές συνθήκες συνέβαλαν στο να δημιουργηθεί αυτή η
εσφαλμένη εικόνα τότε το πλήρωμα αποφάσισε να εγκαταλείψει άμεσα το πλοίο.
Επίλογος
Καμία από τις
εικασίες που έχει διατυπωθεί δεν δίνει μια λογική εξήγηση στο τι μπορεί να
συνέβη στο «Mary Celeste». Για κάθε μια υπάρχουν στοιχεία που την αποδυναμώνουν. Δεν μπορεί να εξηγηθεί για ποιο λόγο το
πλήρωμα το εγκατέλειψε τόσο γρήγορά αφήνοντας πίσω τα προσωπικά του
αντικείμενα. Το «Mary Celeste» θα αποτελεί για πάντα την πιο κλασική ίσως ιστορία
πλοίου-φαντάσματος.