Οι τελευταίες μέρες του Μεγάλου Αλεξάνδρου


Τα συμπόσια, ο πυρετός, οι τελευταίες στιγμές. Η αρπαγή του σώματος του και η αναζήτηση του τάφου του

Το καλοκαίρι του 323 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος βρισκόταν στη Βαβυλώνα (η ξακουστή πόλη της αρχαιότητας βρισκόταν στο σημερινό Ιράκ περίπου 85 χιλιόμετρα νότια της Βαγδάτης στην πόλη Χιλάχ). Ο Αλέξανδρος είχε ήδη σχεδιάσει τον περίπλου και την κατάκτηση της Αραβικής Χερσονήσου και στη συνέχεια θα ακολουθούσε εκστρατεία σε περιοχές της Βόρειας Αφρικής. Παράλληλα είχε δώσει εντολή για τον σχεδιασμό τεράστιων κτισμάτων και ναών αλλά και ενός νέου στόλου. Γίνεται ξεκάθαρο λοιπόν ότι λίγο πριν τον θάνατο του ο Έλληνας στρατηλάτης βρισκόταν σε εξαιρετική κατάσταση και σκόπευε να συνεχίσει τις εκστρατείες του. Δεν θα τα κατάφερνε όμως... 

Πυρετός μετά τα συμπόσια

Λίγο πριν την αναχώρηση για την Αραβία, ο Αλέξανδρος συμμετείχε σε συμπόσιο στο οποίο μάλιστα απήγγειλε μέρος της τραγωδίας Ανδρομέδα του Ευριπίδη. Την ώρα που θα αποχωρούσε για να κοιμηθεί, τα ξημερώματα της 2ας Ιουνίου 323 π.Χ., ο φίλος του Μήδιος, τού πρότεινε να συνεχίσουν τη διασκέδασή τους και την ερχόμενη ημέρα. Ο Αλέξανδρος δέχθηκε και το βράδυ της 2ας προς 3η Ιουλίου έδωσε το παρών και πάλι σε συμπόσιο το οποίο έγινε στο σπίτι του Μηδίου.

Κατάκοπος ο Αλέξανδρος εκδήλωσε υψηλό πυρετό ο οποίος επέμεινε και τις επόμενες μέρες με αποτέλεσμα να μετατεθεί η ημερομηνία αναχώρησης για την εκστρατεία. Ο Αλέξανδρος παρουσίασε μια σύντομη βελτίωση αλλά στη συνέχεια η επιδείνωση ήταν ραγδαία. Δεν μπορούσε καν να περπατήσει και να μιλήσει.

Στην πόλη κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Αλέξανδρος πέθαινε με αποτέλεσμα οι στρατηγοί και οι πιστοί του στρατιώτες να τον επισκεφθούν για να τον αποχαιρετήσουν. Ο Αλέξανδρος επικοινωνούσε μόνο κουνώντας τα μάτια του.

Οι αρχαίες αναφορές

Πήγες όπως ο Αριστόβουλος, ο Πτολεμαίος, ο Πλούταρχος και ο Αρριανός σκιαγραφούν τις τελευταίες μέρες του Έλληνα στρατηλάτη. Αναλυτικά αναφέρεται ότι τη νύκτα, μεταξύ 2ας και 3ης Ιουνίου, εκδηλώθηκε για πρώτη φορά πυρετός στον Αλέξανδρο ο οποίος έκανε μπάνιο και ξάπλωσε. Στη συνέχεια, παρότι ο πυρετός δεν είχε πέσει δέχθηκε τους στρατηγούς του και όρισε ως ημέρα αναχωρήσεως για τον παράπλου της Αραβίας την 22α και 23η του μηνός Δαισίου.

Ο πυρετός ανέβηκε το βράδυ και ο Αλέξανδρος ζήτησε να τον μεταφέρουν με το κρεβάτι του ως τον ποταμό και να τον περάσουν με πλοίο στην αντικρινή όχθη. Έκανε μπάνιο και αναπαύθηκε. Την άλλη ήμερα λούστηκε πάλι και έκανε την καθιερωμένη καθημερινή θυσία. Πέρασε την ήμερα του συζητώντας με τον Μήδιο. Παρήγγειλε στους στρατηγούς του να έλθουν το επόμενο πρωί και ύστερα δείπνησε ελαφρά. Όλη τη νύκτα ψήθηκε στον πυρετό. Την επομένη θυσίασε και λούστηκε πάλι. Έδωσε στον Νέαρχο και στους άλλους αξιωματικούς εντολές σχετικά με το ταξίδι: θα έφευγαν σε τρεις ήμερες. Την επομένη ο πυρετός συνεχιζόταν, ο Αλέξανδρος λούστηκε και θυσίασε. Κάλεσε τούς αξιωματικούς του και διέταξε να είναι όλα έτοιμα για τον απόπλου.

Το βράδυ ήταν πια σε πολύ κακή κατάσταση και την επόμενη ζήτησε να πάει κοντά στην κολυμβητική δεξαμενή. Ένιωσε λίγο καλύτερα και δέχθηκε τούς αξιωματικούς του, για να μιλήσουν σχετικά με τον απόπλου. Έτσι πέρασε και η επόμενη ημέρα. Στις 24 τού μηνός είχε πάλι υψηλό πυρετό. Έκανε τη συνηθισμένη θυσία της ημέρας, δεν μπορούσε όμως να κινηθεί μόνος του, τον μετέφεραν ως τον βωμό. Παρήγγειλε στους στρατηγούς να μείνουν στην αυλή και οι χιλιάρχες και οι πεντακοσιάρχες να περιμένουν μπροστά από τις θύρες. Επειδή όμως η υγεία του ήταν πια σε οικτρή κατάσταση, τον μετέφεραν πίσω στα ανάκτορα. Όταν μπήκαν στο δωμάτιό του οι στρατηγοί, τους αναγνώρισε, άλλα δεν ήταν πια σε θέση να μιλήσει. Δύο ακόμη μερόνυχτα είχε υψηλό πυρετό.

Εν τω μεταξύ κυκλοφορούσαν διάφορες διαδόσεις στο στράτευμα. Έτσι, οι στρατιώτες, ανήσυχοι, θέλησαν να τον δουν για τελευταία φορά. Οι περισσότεροι νόμιζαν πώς ο βασιλεύς είχε ήδη πεθάνει και τους το έκρυβαν. Ζήτησαν λοιπόν να τον συναντήσουν, αίτημα που έγινε αποδεκτό. Οι στρατιώτες περνούσαν εμπρός του, σε μια γραμμή, κι εκείνος τους χαιρετούσε μόνο, ανασηκώνοντας το κεφάλι του και τους έγνεφε με τα μάτια.

Ο Άτταλος, ο Πείθων, ο Δημοφών, ο Πευκέστας, ο Σέλευκος και άλλοι κοιμήθηκαν, σύμφωνα με την ελληνική συνήθεια, εκείνο το βράδυ στον ναό του Σαράπιδος (κατά τον Αρριανό  άλλα πιθανότερα σε κάποιο από τα Βαβυλωνιακά ιερά, όπως πιστεύει η σύγχρονη ιστορική έρευνα) για να μάθουν μήπως έπρεπε να μεταφέρουν στο ιερό τον άρρωστο βασιλέα, ώστε να τον θεραπεύσει ο θεός. Η απάντηση που πήραν ήταν να τον αφήσουν εκεί πού βρισκόταν. Λίγο αργότερα ο Αλέξανδρος πέθανε «ως τούτο άρα ήδη ον το άμεινον». Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, στην ερώτηση σε ποιον αφήνει τη βασιλεία του, αποκρίθηκε: «τω κρατίστω» (δηλαδή «στον ισχυρότερο» ) και προσέθεσε «ότι μέγαν επιτάφιον αγώνα ορά έφ’ αυτώ εσόμενον» (να διοργανώσουν αγώνες στη μνήμη του». Οι αναφορές ότι πριν αφήσει την τελευταία του πνοή εξέφρασε τρεις επιθυμείς είναι ψευδείς. Ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε το σούρουπο της 28ης του μηνός Δαισίου (10–11 Ιουνίου 323 π.Χ.).

Η αιτία θανάτου

Το μεγάλο ερώτημα που προέκυψε είναι το αίτιο θανάτου του Αλεξάνδρου σε ηλικία 32 ετών. Ο Αρριανός αναφέρει ότι κυκλοφόρησε η φήμη πώς είχε δηλητηριασθεί με φάρμακο που έστειλε ο Αντίπατρος το οποίο του το είχε δώσει ο Αριστοτέλης και το μετέφερε στη Βαβυλώνα ο Κάσσανδρος. Ο Αντίπατρος φοβόταν τον Αλέξανδρο μετά και τον θάνατο του Καλλισθένη. Η ιστορική και επιστημονική κοινότητα συμφωνεί πως η πιθανότερη αιτία θανάτου του Αλεξάνδρου είναι τυφοειδής ή ελώδης πυρετός. Στην αρχαία Βαβυλώνα η ελονοσία και ο τυφοειδής πυρετός ήταν συνηθισμένες ασθένειες. Την εβδομάδα πριν από τον θάνατό του, ιστορικές μαρτυρίες αναφέρουν ότι ο Αλέξανδρος εκδήλωνε ρίγη, ιδρώτες, εξάντληση και υψηλό πυρετό, τυπικά συμπτώματα διαφόρων μολυσματικών ασθενειών, συμπεριλαμβανομένου του τυφοειδούς πυρετού.

Στην Αίγυπτο αντί για τη Μακεδονία

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, το σώμα του Αλέξανδρου καθαρίστηκε και τοποθετήθηκε σε ένα γυάλινο φέρετρο γεμάτο μέλι. Ο Πλούταρχος υποστήριζε ότι το σώμα του περιποιήθηκαν Αιγύπτιοι ταριχευτές. Οι Αιγύπτιοι και οι Χαλδαίοι ταριχευτές που έφτασαν στις 16 Ιουνίου 323 π.Χ. στη Βαβυλώνα λέγεται ότι επιβεβαίωσαν ότι το σώμα του Αλεξάνδρου εμφανιζόταν σαν να ήταν ακόμη ζωντανός. Αυτό ερμηνεύτηκε σαν επιπλοκή του τυφοειδούς πυρετού.

Στόχος ήταν να μεταφερθεί το σώμα στη Μακεδόνια και για τη μεταφορά κατασκευάστηκε ειδική άμαξα. Το 321π.Χ. πήρε το δρόμο της επιστροφής για την Ελλάδα ώστε να ταφεί στη Μακεδονία. Κάπου κοντά στη Δαμασκό όμως ο Πτολεμαίος παρενέβη, πήρε το σώμα του Αλέξανδρου και το μετέφερε στην Αίγυπτο της οποίας ήταν ο κυβερνήτης.

Το σώμα του Αλεξάνδρου αρχικά τάφηκε στη Μέμφιδα στο κενοτάφιο του Νεκτανεβώ Β΄. Αργότερα, στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., το σώμα του Αλέξανδρου μεταφέρθηκε στην Αλεξάνδρεια από τον γιo και διάδοχο του Πτολεμαίου στην Αίγυπτο, τον Πτολεμαίο Β΄ Φιλάδελφο, ο οποίος και το ενταφίασε εκεί. Αργότερα, στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ., ο Πτολεμαίος Δ΄Φιλοπάτωρ τοποθέτησε το σώμα του Αλέξανδρου στο κοινοτικό μαυσωλείο της Αλεξάνδρειας,

Ο τάφος του Αλέξανδρου

Το 48 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρας επισκέφτηκε το σώμα του Αλέξανδρου στην Αλεξάνδρεια. Λίγα χρόνια αργότερα, μετά τον θάνατο της τελευταίας Φαραώ της Αιγύπτου, Κλεοπάτρας Ζ΄, το σώμα επισκέφτηκε και ο Οκταβιανός Αύγουστος, ο οποίος εναπόθεσε άνθη στον τάφο και ένα χρυσό διάδημα στην κεφαλή του Αλεξάνδρου.  Αφού, μάλιστα, παρατήρησε επί μακρόν το ταριχευμένο σώμα του Μακεδόνα βασιλιά, το άγγιξε στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να θρυματιστεί τμήμα της μύτης. Σύμφωνα με τον Σουητώνιο, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Καλιγούλας αφαίρεσε αντικείμενα από τον τάφο του Αλέξανδρου, ανάμεσα στα οποία και τον θώρακα του. Το 199 μ.Χ. ο τάφος του Αλέξανδρου σφραγίστηκε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο κατά την επίσκεψη του στην Αλεξάνδρεια. Αργότερα, το 215 μ.Χ., σύμφωνα με τον χρονικογράφο Ιωάννη της Αντιόχειας, ο Ρωμαίος αυτοκράτορα Καρακάλλας κατά την επίσκεψη του, αφαίρεσε τον μανδύα, το δαχτυλίδι και τη ζώνη του που ο ίδιος φορούσε, και τα εναπόθεσε στο φέρετρο του Αλέξανδρου. Με την πάροδο των αιώνων η Αλεξάνδρεια βρέθηκε υπό την Βυζαντινή αυτοκρατορία, η οποία και έχασε την Αλεξάνδρεια από τους Άραβες το 643. Μετέπειτα ιστορικοί όπως ο Ιμπν Αμντ αλ-Χακάμ, ο Αλ-Μασούντι, και ο Λέων ο Αφρικανός υποστηρίζουν πως είχαν δει τον τάφο του Αλέξανδρου. Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ έχει καταθέσει την πίστη πως τελικά η σορός του Αλέξανδρου μεταφέρθηκε στην Βεργίνα και θάφτηκε εκεί.