Τι λένε οι ιστορικές πηγές. Πόσοι επέζησαν από τη μονάδα των Σπαρτιατών και πώς αντιμετωπίστηκαν
Πίσω από τον
μύθο και τις κινηματογραφικές παρουσιάσεις η Μάχη των Θερμοπυλών παραμένει ένα
ιστορικό γεγονός. Τον Αύγουστο του 480 π.Χ. μια μικρή δύναμη Ελλήνων αντιμετώπισε
την τεράστια στρατιά του Ξέρξη και «κέρδισε» την αιωνιότητα πέφτοντας ηρωικά. Ένα
από τα ερωτήματα που θέτονται είναι αν υπήρξαν επιζώντες από τον ελληνικό
στρατό μετά την επική μάχη.
Ουσιαστικά
απ’ όσους πολέμησαν στις Θερμοπύλες κανείς δεν επέζησε. Το παιχνίδι της μοίρας οδήγησε
δύο άνδρες της σπαρτιατικής μονάδας, οι οποίοι βρέθηκαν στις Θερμοπύλες, να μην
βρίσκονται στο σημείο την ώρα της τελικής μάχης.
Ο
αγγελιοφόρος
Ο Ηρόδοτος
αναφέρει πως ο ένας ήταν ο Παντίτης. Ο βασιλιάς Λεωνίδας τον έστειλε ως πρέσβη
στη Θεσσαλία, πιθανώς για να ζητήσει βοήθεια για τη μάχη. Δεν κατάφερε να
επιστρέψει στις Θερμοπύλες έγκαιρα για να λάβει μέρος στη μάχη και όταν έφτασε
στην περιοχή είδε τους συντρόφους του νεκρούς. Όταν επέστρεψε στη Σπάρτη,
κατηγορήθηκε για δειλία. Μη υποφέροντας να ζει με αυτή τη κατηγορία αποφάσισε
να αυτοκτονήσει και κρεμάστηκε.
Ο… κιοτής
που ξέπλυνε το όνομα του
Ο δεύτερος
επιζών είναι ο Αριστόδημος. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο ο συγκεκριμένος Σπαρτιάτης,
μαζί με άλλον έναν ο οποίος λεγόταν Εύρυτος, ζήτησαν από τον Λεωνίδα να
επιστρέψουν στην Σπάρτη καθώς αντιμετώπιζαν σοβαρό πρόβλημα στα μάτια. Ο
Λεωνίδας ενέκρινε το αίτημα τους όμως στο δρόμο της επιστροφής ο Εύρυτος το
μετάνιωσε. Παρότι σχεδόν τυφλός επέστρεψε στις Θερμοπύλες, έλαβε μέρος στην
τελευταία μάχη και σκοτώθηκε. Ο Αριστόδημος επέστρεψε στη Σπάρτη όπου
χαρακτηρίστηκε δειλός και όλοι του φέρονταν περιφρονητικά. Για να ξεπλύνει το
όνομα του πολέμησε στη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.). Μπήκε στη μάχη με
αυτοκτονική απερισκεψία και μανία με αποτέλεσμα να τραυματιστεί βαριά. Επέζησε όμως
ως τη λήξη των Ελληνοπερσικών πολέμων. Στη Σπάρτη θεωρούσαν ότι έχει ξεπλύνει πλέον
το όνομα του αλλά είχε χάσει τα λογικά του στην προσπάθεια να αποδείξει ότι δεν
είναι «κιοτής», όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλούσαν.
Η αναφορά
του Ηροδότου
Ο Ηρόδοτος
στο βιβλίο του Πολύμνια αναφέρει για την ιστορία του Αριστόδημου και του Εύρυτου:
«Λέγεται
επίσης πως δυο απ᾽ αυτούς τους τριακοσίους, ο Εύρυτος κι ο Αριστόδημος, ενώ
μπορούσαν κρατώντας την ίδια στάση ή να σωθούν γυρίζοντας μαζί στη Σπάρτη,
καθώς ο Λεωνίδας τούς έδωσε άδεια να φύγουν απ᾽ το στρατόπεδο κι ήταν
κατάκοιτοι στους Αλπηνούς με πονόματο αβάσταχτο, ή, αν δεν ήθελαν να γυρίσουν
στην πατρίδα, να πεθάνουν μαζί με τους υπόλοιπους, ενώ λοιπόν μπορούσαν να
κάνουν το ένα ή το άλλο απ᾽ αυτά, δε θέλησαν να ᾿χουν την ίδια γνώμη, αλλά
πήραν διαφορετικές αποφάσεις: ο Εύρυτος απ᾽ τη μεριά του, μαθαίνοντας την
κυκλωτική κίνηση των Περσών, ζήτησε την πανοπλία του, τη φόρεσε και διέταξε τον
είλωτά του να τον οδηγήσει στους μαχόμενους, και μόλις τον οδήγησε, ο οδηγός
του σηκώθηκε κι έφυγε βιαστικά. Αυτός όμως ρίχτηκε μες στο σωρό και σκοτώθηκε·
αντίθετα ο Αριστόδημος, καθώς του έλειψε το κουράγιο, έσωσε τη ζωή του.
Τώρα, και στην περίπτωση που μόνο ο
Αριστόδημος θα ᾿νιωθε πονόματο και θα γύριζε πίσω στη Σπάρτη, και στην
περίπτωση που και οι δυο τους θα μεταφέρονταν εκεί, έχω τη γνώμη πως οι
Σπαρτιάτες δε θα εκδήλωναν καμιά οργή εναντίον τους· τώρα όμως που ο ένας τους
σκοτώθηκε, ενώ ο άλλος, έχοντας τον ίδιο λόγο απαλλαγής, δεν προτίμησε να
πεθάνει, δε γινόταν παρά ν᾽ αφήσουν να ξεσπάσει σφοδρή η οργή τους στον
Αριστόδημο.
Αυτοί λοιπόν
λένε πως ο Αριστόδημος σώθηκε κι έφτασε στη Σπάρτη μ᾽ αυτό τον τρόπο και μ᾽
αυτή τη δικαιολογία, άλλοι όμως πως τον είχαν στείλει αγγελιοφόρο από το
στρατόπεδο, κι αυτός, ενώ μπορούσε να προλάβει τη μάχη όσο αυτή κρατούσε ακόμα,
δεν το επιδίωξε, αλλά καθυστερώντας στο δρόμο σώθηκε, ενώ ο συνάδελφός του
αγγελιοφόρος πήγε στη μάχη και σκοτώθηκε.
Με το που
γύρισε στη Σπάρτη ο Αριστόδημος ζούσε μες στην ντροπή και την περιφρόνηση· νά
πώς εκδηλωνόταν η περιφρόνηση: κανένας Σπαρτιάτης δεν του έδινε ν᾽ ανάψει απ᾽
τη φωτιά του ούτε κουβέντιαζε μαζί του· και τον ακολουθούσε ο εμπαιγμός καθώς
του έβγαλαν τ᾽ όνομα «Αριστόδημος ο Κιοτής». Αλλά βέβαια στις Πλαταιές ξέπλυνε
από πάνω τη μομφή που του φόρτωσαν και ξανακέρδισε την τιμή του».