Η συνωμοσία του τέως βασιλιά: Σχεδίαζε την εξόντωση του Καραμανλή για να επιστρέψει και να επαναφέρει τη μοναρχία


Για πάνω από δύο χρόνια ο Κωνσταντίνος συνωμοτούσε με στόχο την «πολιτική ή φυσική εξόντωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή». Έκανε σχέδια και είχε επαφές ώστε να επιστρέψει σαν εγγυητής σταθερότητας και να επαναφέρει στην Ελλάδα τη μοναρχία

Μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 10 Ιανουαρίου 2023, ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος εμφανιζόταν πλήρως συμβιβασμένος με την κατάργηση της μοναρχίας και δήλωνε πως σε καμία περίπτωση δεν προσβλέπει στην αλλαγή του πολιτεύματος στην χώρα. Τα πράγματα όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Όπως έχει αποδειχθεί τα πρώτα χρόνια μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας ο Κωνσταντίνος του οίκου των Γκλύξμπουργκ συνωμοτούσε με στόχο να επανέλθει ως… εγγυητής της σταθερότητας. Στο τραπέζι είχε πέσει ακόμα και η επιλογή της δολοφονίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή ενώ από τις συζητήσεις που είχαν υποκλαπεί γίνεται φανερό πως ο τέως μονάρχης ζούσε σε ένα δικό του κόσμο θεωρώντας ότι έχει τον έλεγχο του στρατεύματος και της νεολαίας.

Τον Ιούλιο του 2021 η εφημερίδα «Καθημερινή» δημοσίευσε μια πραγματικά εκπληκτική έρευνα για τη συνωμοσία του Κωνσταντίνου Β’ και το σχέδιο επανόδου του. Από το φθινόπωρο του 1975 έως τις αρχές του 1978 ο τέως βασιλιάς και ο υπασπιστής του Μιχάλης Αρναούτης σχεδίαζαν και έκαναν μυστικές επαφές για την υλοποίηση πραξικοπήματος μέσα στο 1975. Μάλιστα οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες είχαν εγκαταστήσει σύστημα καταγραφής των συνομιλιών του Κωνσταντίνου και είχαν ενημερώσει τον Καραμανλή ο οποίος τελικά επέλεξε να μην αποκαλύψει την συνωμοσία.

Η συγκλονιστική έρευνα της Καθημερινής:

«Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ενημερώθηκε για πρώτη φορά για τις κινήσεις του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου προκειμένου να τον ανατρέψει από τον υπουργό του Γεώργιο Ράλλη στις αρχές Οκτωβρίου του 1975. Ο αξιωματικός του Ναυτικού Βασιλειάδης τον πληροφόρησε πως τον πλησίασε ο στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου, Αρναούτης, για να του πει ότι «οργανώνεται κίνημα στον Στρατό για την ανατροπή του Καραμανλή και την επαναφορά του τέως Βασιλέως». Ο Αρναούτης διαβεβαίωσε τον Βασιλειάδη ότι ο Κωνσταντίνος «έχει ήδη εξασφαλίσει την παρέμβαση του Σάχη για να συγκρατήσει την Τουρκία» και ότι, επίσης, «ο Σάχης θα τον ενισχύσει οικονομικά». Οπως έγραψε ο ίδιος ο Καραμανλής σε σημείωμα που συμπεριέλαβε στο αρχείο του, έπειτα από λίγες ημέρες ένας άλλος υπουργός του, ο Ευάγγελος Αβέρωφ πληροφορήθηκε μέσω του στρατηγού Ντάβου που ήταν ήδη αρχηγός του ΓΕΣ, ότι ο Αρναούτης είχε πλησιάσει και έναν στρατηγό για να τον μυήσει. Η ροή των πληροφοριών συνεχίστηκε με τον αρχηγό του Στόλου Σπύρο Κονοφάο να ενημερώνει τον Καραμανλή για παρόμοιες κινήσεις του υπασπιστή του Κωνσταντίνου.

Η αναφορά του αρχηγού Στόλου

Η συνωμοσία του Κωνσταντίνου για την «εξουδετέρωση Καραμανλή» – Η αποκάλυψη της «Κ»-3Σχετική αναφορά δόθηκε στον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή από τον διοικητή του Στόλου, αντιναύαρχο Σπύρο Κονοφάο (φωτό), ο οποίος ήταν από τις ηγετικές μορφές του αντιδικτατορικού κινήματος του Ναυτικού το 1973. Τον Κονοφάο ενημέρωσε ο αρχιμηχανικός του Στόλου, πλοίαρχος Παναγιωταρέας, ότι τον πλησίασε ο Αρναούτης τον Οκτώβριο του 1975. Ισχυρίσθηκε ότι η Ελλάδα είχε απομονωθεί από τη Δύση και πως η κυβέρνηση Καραμανλή έδειχνε «ανοχή εις τον διασυρμόν των Ενόπλων Δυνάμεων». Οι εξελίξεις αυτές «οδήγησαν σημαντικόν αριθμόν Αξιωματικών του Στρατού Ξηράς, υπηρετούντων κυρίως εις Ανατολικήν Μακεδονίαν και Θράκην, εις την απόφασιν όπως επέμβουν προκειμένου να διασώσουν την χώραν εκ της επαπειλούμενης καταστροφής», τόνισε ο Αρναούτης και πρόσθεσε πως «προς την ανάγκην τοιαύτης επεμβάσεως τάσσεται και ο τέως Βασιλεύς».

Ο Αρναούτης ξεκαθάριζε επίσης πως «η επέμβασις αυτή θα πραγματοποιηθή ανεξαρτήτως της συμμετοχής εις ταύτην του Ναυτικού και της Αεροπορίας, οιαδήποτε δε αντίδρασις θα αντιμετωπισθή διά των όπλων». Ο έμπιστος άνθρωπος του Κωνσταντίνου προέβλεψε ότι το πραξικόπημα θα εκδηλωνόταν τον Φεβρουάριο του 1976 και ότι «θα είχε προηγηθεί η πολιτική ή φυσική εξουδετέρωσις του Προέδρου της Κυβερνήσεως ή η σύναψις ατιμωτικής συμφωνίας διά την Κύπρον». Εκανε λόγο δηλαδή ακόμη και για δολοφονία του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Το σχέδιο προέβλεπε ότι θα διεξαγόταν δημοψήφισμα, προφανώς για την επαναφορά της μοναρχίας, εντός 15-30 ημερών και βουλευτικές εκλογές εντός περίπου οκτώ μηνών.

Ο Παναγιωταρέας και δύο ακόμη αξιωματικοί που παρευρέθηκαν στη συνάντηση με τον Αρναούτη διατύπωσαν αμφιβολίες για το αν ο τέως βασιλιάς συμφωνούσε με τα σχέδια του υπασπιστή του. Κατόπιν αυτού ο Κονοφάος έδωσε άδεια στον Παναγιωταρέα να πάει στο Λονδίνο και να συναντηθεί με τον Κωνσταντίνο, τη Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 1975. Στη συνάντηση αυτή, έγραφε ο Κονοφάος στο απόρρητο σημείωμά του προς τον Καραμανλή, «ο τέως Βασιλεύς επιβεβαίωσε βασικώς τα λεχθέντα υπό του Συνταγματάρχου ε.α. Αρναούτη». Υπήρχαν κάποιες διαφωνίες αλλά ήταν ελάσσονος σημασίας. Ο τέως βασιλιάς ανέθεσε στον Παναγιωταρέα να ενημερώσει τον Κονοφάο και να γνωστοποιήσει τις αντιδράσεις του στον Αρναούτη όταν αυτός θα πήγαινε πάλι στην Αθήνα.

Ο Αρναούτης δεν έφτασε όμως ποτέ στην Αθήνα με το πρόσχημα ότι παρακολουθείται και οργάνωσε νέα συνάντηση του Παναγιωταρέα με τον βασιλιά στο Λονδίνο, στις 16 Νοεμβρίου 1975. Εκεί του ξεκαθάρισε ότι ο αρχηγός του Στόλου δεν συζητάει καν τη συμμετοχή σε πραξικόπημα και ότι ο Στόλος θα αντιστεκόταν με κάθε μέσο σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ο Κωνσταντίνος απάντησε πως επειδή και η Αεροπορία διαφωνούσε «ο ίδιος ουδεμία περαιτέρω ανάμειξιν θα είχε» και ισχυρίσθηκε ότι τον «επεσκέφθη εκπρόσωπος της Αμερικανικής κυβερνήσεως, ο οποίος τόνισεν ότι κατά πληροφορίας του ο Στρατός προτίθεται να ανατρέψει την Ελληνικήν κυβέρνησιν, διεδήλωσε την εμπιστοσύνην με την οποία τον περιβάλλει η Αμερικανική κυβέρνησις και συνέστησεν όπως ηγηθή των Ενόπλων Δυνάμεων ώστε να μειωθούν οι κίνδυνοι οι οποίοι διαγράφονται».

Το σημείωμα Παναγιωταρέα

Στο ενημερωτικό σημείωμα που συνέταξε ο Παναγιωταρέας μετά τη συνάντηση με τον βασιλιά στο σπίτι του στο Λονδίνο, ανέφερε ακόμη ότι ο Κωνσταντίνος του είπε πως «συναντήθη με τον Βρετανό πρωθυπουργόν, ο οποίος του είπε ότι κατά την άποψίν του θα έχη να διαδραματίση εκ νέου σοβαρόν ρόλον εις την Ελλάδα, διότι δεν υφίσταται ετέρα πολιτική προσωπικότης εξαιρέσει Καραμανλή».

Ο βασιλιάς ήταν στενοχωρημένος γιατί είχε ταξιδέψει στο Ιράν και στη Σαουδική Αραβία για να εξασφαλίσει δάνειο 2 δισ. δολαρίων, τα οποία θα χρησιμοποιούσε αν κατάφερνε να επανέλθει στον θρόνο. Ο Παναγιωταρέας σχολίασε ότι ο «Βασιλεύς εφαίνετο απογοητευμένος και καταβεβλημένος, εν αντιθέσει προς την προηγούμενη συνάντησίν των καθ’ ην η στάσις του ήτο αποφασιστική».

Ο Καραμανλής έστειλε μετά από αυτές τις πληροφορίες ως απεσταλμένο, στις αρχές του 1976, τον Λεωνίδα Παπάγο, ο οποίος ήταν παλαιότερα συνεργάτης του Κωνσταντίνου. «Τον παρακάλεσα να μεταβεί στο Λονδίνο και να συστήσει στον τέως βασιλέα να πάψει να συνωμοτεί», έγραφε στο σημείωμά του ο Καραμανλής και συνέχιζε: «Ο κ. Παπάγος επανελθών μού είπε ότι πράγματι ο τέως βασιλέας συναντήθη με τον Παναγιωταρέα αλλά ότι η συζήτηση αφορούσε την γενική κατάσταση της Ελλάδος και δεν ήτο συνωμοτική. Εν συνεχεία ο τέως βασιλεύς εκάλεσε τον Αρναούτη και ζήτησε πληροφορίες για τα καταγγελλόμενα εις βάρος του. Ούτος τον εβεβαίωσε ότι είχε πράγματι στην Αθήνα τις επαφές που κατήγγειλε ο Παναγιωταρέας. Ο κ. Παπάγος μου είπε επίσης ότι ο τέως Βασιλεύς τη στιγμή που του μετέφερε το μήνυμά μου βρέθηκε σε κατάσταση αμηχανίας και απογοητεύσεως».

Οι Βρετανοί ενημερώνουν τον Καραμανλή

Λίγους μήνες αργότερα, στις 14 Οκτωβρίου 1976, ο Βρετανός πρέσβης στην Ελλάδα σερ Φράνσις Μπρουκς Ρίτσαρντς [4] επισκέφθηκε έπειτα από αίτημά του τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον ενημέρωσε πως ο Κωνσταντίνος ήταν σε επαφή με συνωμότες στην Αθήνα και πως ο ίδιος «δεν έχει την πρωτοβουλία της συνωμοσίας, τηρείται όμως ενήμερος και ασφαλώς δεν την αποθαρρύνει». Σε απόρρητο σημείωμα που έγραψε αργότερα ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου του πρωθυπουργού πρέσβης Πέτρος Μολυβιάτης ανέφερε πως, σύμφωνα με τον Βρετανό διπλωμάτη, «η Αγγλική κυβέρνησις δεν γνωρίζει ποίοι είναι οι συνωμοτούντες εις την Ελλάδα. Εκτιμά όμως, βάσει των πληροφοριών της, ότι σκοπός τους είναι η ανατροπή του καθεστώτος, ότι πρόκειται περί φανατικών και αδιστάκτων και ότι πιθανοτέρα μέθοδος ενεργείας των είναι πολιτικαί δολοφονίαι με πρώτον στόχον τον κ. Πρωθυπουργόν». Ο Βρετανός πρέσβης είπε τέλος στον πρωθυπουργό ότι αν το επιθυμούσε «η Αγγλική κυβέρνησις είναι πρόθυμος να προβή εις σχετικόν διάβημα προς τον τ. Βασιλέα». Από εκείνη τη συνάντηση άρχισε να εξελίσσεται ένα διπλωματικό και κατασκοπευτικό θρίλερ.

21 Οκτωβρίου 1976. Ο Βρετανός πρέσβης επισκέφθηκε πάλι τον Καραμανλή και του ανέφερε ότι ο αδελφός του εκδότη του «Ελεύθερου Κόσμου» Βασίλειος Κωνσταντόπουλος είχε επισκεφθεί τον βασιλιά στο Λονδίνο εκ μέρους Ιωαννιδικών αξιωματικών του Στρατού. Του δήλωσε ότι επίκειτο πραξικόπημα, πιθανότατα στις 13 Νοεμβρίου, καθώς αμέσως μετά επρόκειτο να αποστρατευθούν αξιωματικοί που ήταν αντίθετοι στην κυβέρνηση.

Το σχέδιο ήταν να μείνουν οι μονάδες στους στρατώνες και να συλληφθούν μόνο ανώτεροι αξιωματικοί. Οι συνωμότες ανησυχούσαν ότι «θα υπάρξουν δυσκολίαι εις την Πρωτεύουσαν διότι η Αριστερά θα προκαλέση λαϊκήν κινητοποίησιν».

Ο Κωνσταντόπουλος, κατά τον Βρετανό πρέσβη, είπε στον βασιλιά ότι «θα ειδοποιηθή ολίγας ημέρας προ του πραξικοπήματος και θα πρέπει να είναι έτοιμος εις το Λονδίνον ή άλλην Ευρωπαϊκήν πόλιν, όταν κληθή». Ο βασιλιάς από την πλευρά του είπε ότι θα ερχόταν σε επαφή με τον Κονοφάο για να εξακριβώσει τη στάση του Ναυτικού, προέβλεψε πως ΗΠΑ, Γαλλία, Δυτ. Γερμανία και Αγγλία θα αντιδρούσαν αρνητικά και πως ο ίδιος πίστευε ότι η καλύτερη ημερομηνία για το πραξικόπημα ήταν η 2α Νοεμβρίου, ημέρα των αμερικανικών εκλογών.

Ο Βρετανός πρέσβης έκανε όμως μια συγκλονιστική αποκάλυψη στο τέλος της συνάντησης με τον Καραμανλή γιατί τον διαβεβαίωσε πως «είναι απολύτως εξακριβωμένον ότι τα ανωτέρω διημείφθησαν μεταξύ του τ. βασιλέως και του Βασιλείου Κωνσταντόπουλου». Αυτό στη γλώσσα των διπλωματικών και μυστικών υπηρεσιών σήμαινε ότι οι βρετανικές υπηρεσίες είχαν μαγνητοφωνήσει μυστικά τη συνομιλία έχοντας τοποθετήσει, προφανώς, τον απαραίτητο εξοπλισμό στην κατοικία του τέως βασιλιά ή υποκλέπτοντας με κάποιον άλλο τρόπο τα τηλεφωνήματά του.

26 Οκτωβρίου 1976. Ο Μολυβιάτης έπειτα από εντολή του Καραμανλή πήγε στον Βρετανό πρέσβη και του ζήτησε περισσότερα στοιχεία για τις συναντήσεις του Κωνσταντίνου με τον Κωνσταντόπουλο. Ο πρέσβης τού αποκάλυψε ότι ο Κωνσταντόπουλος είπε πως «οι κινούμενοι εις Ελλάδα είναι κατώτεροι αξιωματικοί και ότι θα προέβαινον εις πολιτικάς δολοφονίας. Ο τ. Βασιλεύς εζήτησεν όπως χαρισθή η ζωή του κ. Αβέρωφ με τον οποίον τον συνέδεε παλαιά φιλία». Ο πρέσβης ανέφερε τέλος στον Μολυβιάτη ότι είχε ενημερώσει τους Αμερικανούς για τις πληροφορίες αυτές και πως «όλαι οι πληροφορίαι παρείχοντο κατόπιν προσωπικής εντολής του Πρωθυπουργού κ. Κάλαχαν».

Την ίδια ημέρα το απόγευμα ζήτησε να δει εκτάκτως τον πρωθυπουργό ο Νο 2 της αμερικανικής πρεσβείας Μιλς, ο οποίος του είπε ότι γνώριζαν για τις πληροφορίες των Βρετανών αλλά δεν μπορούσαν να τις εξακριβώσουν. Δήλωσε όμως πως οι Αμερικανοί ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν την ελληνική κυβέρνηση με ένα προειδοποιητικό διάβημα προς τον βασιλιά, αν το επιθυμούσε ο Ελληνας πρωθυπουργός.

27 Οκτωβρίου 1976. Ο Μολυβιάτης κάλεσε στο γραφείο του τον Βρετανό πρέσβη και τον ρώτησε αν η κυβέρνησή του θα συμφωνούσε στη δημοσιοποίηση των πληροφοριών για τις συνωμοτικές κινήσεις και την εμπλοκή του βασιλιά. Ρώτησε επίσης «εάν θα ηδύνατο προς διευκόλυνσίν μας να μας δώσουν τας μαγνητοταινίας εκ των οποίων υποθέτωμεν ότι προήρχοντο αι πληροφορίαι αυταί». Ο πρέσβης, έγραφε ο Μολυβιάτης στην έκθεσή του μετά, «επεφυλάχθη να ζητήση οδηγίας, παραδέχθη όμως ανεπισήμως ότι πράγματι υπήρχον μαγνητοταινίαι».

29 Οκτωβρίου 1976. Ο Βρετανός πρέσβης συναντήθηκε με τον Καραμανλή. Του είπε ότι αν και δεν είχε ακόμη οδηγίες, η απάντηση της κυβέρνησής του θα ήταν αρνητική τόσο για την παροχή των μαγνητοταινιών στις ελληνικές υπηρεσίες όσο και για τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών. Ο Καραμανλής ζήτησε τη συνδρομή του Κάλαχαν για να προχωρήσουν οι ελληνικές έρευνες.

Ο Βρετανός πρέσβης τηλεφώνησε λίγη ώρα αργότερα στον Μολυβιάτη και του είπε ότι εισηγήθηκε να έλθει στην Αθήνα ένας «ειδικός» για να δώσει όλα τα στοιχεία. Ξεκαθάρισε όμως ότι το Λονδίνο δεν ήθελε να δημοσιοποιηθούν οι πληροφορίες του, ούτε να μαθευτεί ότι ήταν αγγλικής προέλευσης, ενώ αρνητική ήταν η απάντηση στο αίτημα να δοθούν οι μαγνητοταινίες από την παρακολούθηση του βασιλιά.

1 Νοεμβρίου 1976. Ο «ειδικός», προφανώς στέλεχος της μυστικής υπηρεσίας ΜΙ6, Κένεθ Πάρσονς συμμετείχε σε σύσκεψη με τον υπουργό Δημοσίας Τάξεως Σταμάτη, τον γ.γ. του ίδιου υπουργείου Μπάλκο, τον Μολυβιάτη και τον Βρετανό πρέσβη. Ο πράκτορας έκανε πλήρη ενημέρωση και αποκάλυψε ότι ο Κωνσταντίνος με τον Κωνσταντόπουλο είχαν συζητήσει και τη δολοφονία του Καραμανλή. Πρωθυπουργός μετά το πραξικόπημα θα διοριζόταν ο Σπύρος Θεοτόκης, ενώ οι αξιωματικοί που συμμετείχαν σε αυτό ήταν κυρίως επιρροής του Ιωαννίδη.

2 Νοεμβρίου 1976. Ο Μολυβιάτης ξανακάλεσε τον Βρετανό πρέσβη και του ζήτησε να υπάρξει διάβημα της βρετανικής κυβέρνησης προς τον βασιλιά με το οποίο θα του ξεκαθαρίζει ότι οι «συνωμοτικαί του δραστηριότητες είναι ανεπίτρεπτοι επί του βρετανικού εδάφους». Ο πρέσβης απάντησε όμως ότι αν και το Λονδίνο είχε προσφερθεί να κάνει ένα τέτοιο διάβημα, «κατέληξε εις το συμπέρασμα ότι λόγω των συγγενικών δεσμών της βασιλικής οικογένειας της Αγγλίας με τον τέως Βασιλέα θα ήτο προτιμότερο να εγένετο το σχετικό διάβημα υπό των Αμερικανών». Ο Μολυβιάτης σχολίαζε στο σημείωμά του προς τον Καραμανλή ότι προφανώς για αυτό τον είχε επισκεφθεί ο Νο 2 της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα. Ο δε Βρετανός πρέσβης σύστησε να ζητήσει ο Καραμανλής από τον Αμερικανό πρέσβη να γίνει το διάβημα στον βασιλιά.

4 Νοεμβρίου 1976. Ο Βρετανός πρέσβης ανακοίνωσε στον Μολυβιάτη ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κάλαχαν συναντήθηκε με τον τέως βασιλιά «διά να του καταστήση σαφές πόσην σημασίαν αποδίδουν οι Αγγλοι εις τας καλάς σχέσεις των με την Κυβέρνησιν του κ. Καραμανλή και διά να τον προειδοποιήση να μην αναμειγνύεται εις οιανδήποτε συνωμοτικήν δραστηριότητα κατά της κυβερνήσεως Καραμανλή ενόσω παραμένη επί βρετανικού εδάφους».

8 Νοεμβρίου 1976. Ο Μολυβιάτης ανακοίνωσε στον Βρετανό πρέσβη ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε στείλει ειδικό απεσταλμένο στον τέως βασιλιά λέγοντάς του ότι «είναι ενήμερος των δραστηριοτήτων του και του συνεστήθη να απέχη αυτών εις το μέλλον. Ο τέως βασιλεύς ηρνήθη κατηγορηματικώς τα αποδιδόμενα εις αυτόν».

18 Νοεμβρίου 1976. Ο Βρετανός πρέσβης μίλησε με τον Μολυβιάτη και του είπε ότι ο Κάλαχαν έκανε το διάβημά του στον Κωνσταντίνο χωρίς να αναφέρει λεπτομέρειες.

Στο τέλος του σημειώματος Μολυβιάτη υπάρχει μία ιδιόχειρη σημείωση του Καραμανλή με τον τίτλο «Αποστολή Γ. Ράλλη εις Λονδίνο». Από αυτή φαίνεται ότι ο Καραμανλής έστειλε και τον Ράλλη να συναντήσει τον Κωνσταντίνο στη βρετανική πρωτεύουσα και πως αυτός «ηρνήθη τα πάντα».

Η απόφαση να μη δοθεί δημοσιότητα

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέλεξε να μη δημοσιοποιήσει εκείνη την περίοδο τις πληροφορίες που είχε από τις βρετανικές και ελληνικές υπηρεσίες για τις συνωμοτικές δραστηριότητες του Κωνσταντίνου και του Αρναούτη. Στο προσωπικό σημείωμα (φωτό) που κατέθεσε στο αρχείο του έγραφε: «Τη συνωμοτική αυτή δραστηριότητα του τέως Βασιλέως απέφυγα να τη φέρω στη δημοσιότητα, μολονότι είχα προς τούτο συμφέρον, τόσον από σεβασμό προς τη μνήμη του πατρός του, Παύλου, όσον και για να μη δημιουργηθεί διεθνώς η εντύπωση ότι η Δημοκρατία στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι επισφαλής».

Και ελληνική επιχείρηση μαγνητοφώνησης του Κωνσταντίνου

Πέρασαν δύο χρόνια και φαίνεται πως ο Κωνσταντίνος δεν… έβαζε μυαλό. Τον Οκτώβριο του 1978 ο Αρναούτης ήλθε σε επαφή με τον απόστρατο στρατηγό Τσιχλή για να του κανονίσει συνάντηση με τον βασιλιά στο Λονδίνο. Τον Τσιχλή συνόδευε συνεργάτης των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών, όπως έγραφε σε σχετικό απόρρητο σημείωμα ο γ.γ. του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως Αναστάσιος Μπάλκος. Ο άνθρωπος αυτός –όπως φαίνεται– κατέγραψε όλο τον διάλογο του Τσιχλή με τον Κωνσταντίνο στις 14 Νοεμβρίου 1978, χωρίς να το γνωρίζει ο Τσιχλής.

Κωνσταντίνος: Πώς πάει το έργον της επιτροπής; (σημείωση Μπάλκου: πρόκειται περί επιτροπής αποστράτων και πολιτικών με αποστολή τον προσηλυτισμόν). 

Τσιχλής: Πολύ καλά.

Κωνσταντίνος: Ποία η στάσις των υπουργών; Εχει μυηθεί κανείς; 

Τσιχλής: Είχα μίαν επαφήν με τον υπουργόν προεδρίας Στεφανόπουλον. Χωρίς αποτέλεσμα. 

Κωνσταντίνος: Ηλθατε εις επαφήν με τους Ντάβον και Γκράτσιον; 

Τσιχλής: Τους είδα, αλλά δυστυχώς άνευ αποτελέσματος (στο σημείωμα ο Μπάλκος γράφει: κατά την εκτίμησίν μας πάλιν εψεύδετο). 

Κωνσταντίνος (μονολογών): Και οι δυο τους δεν έχουν μυαλό. Ηλθατε εις επαφήν με τον αρχηγόν της Χωροφυλακής Αργιάννην; 

Τσιχλής: Οχι, δεν τον γνωρίζω ούτε κατ’ όψιν. 

Κωνσταντίνος: Η αποφασισθείσα κατά νομόν οργάνωσις έχει ολοκληρωθή; Αν όχι πρέπει να επισπευσθεί. Τον Ιανουάριον να είναι όλα έτοιμα. 

Τσιχλής: Τα πάντα βαίνουν καλώς (σημείωση Μπάλκου: πάλιν ψεύδεται) 

Κωνσταντίνος: Κατά την μετάβασιν της Επιτροπής εις ΗΠΑ, προς ενημέρωσιν και επηρεασμόν της ομογένειας επιθυμώ να συμπεριληφθείτε και εσείς.

Τσιχλής: Η επιτροπή έλαβε την απόφασιν δολοφονίας του Καραμανλή (σημείωση Μπάλκου: κατά την εκτίμησίν μας και ανεξαρτήτως των παγίων και πρόσθετων μέτρων, εψεύδετο κομπορρημονών). 

Κωνσταντίνος: Προς Θεού, όχι τέτοιες ενέργειες. 

Τσιχλής: Ο Στρατός είναι δικός μας. Επ’ αυτού έχω διαβεβαίωσιν του Ταξιάρχου ε.ε. Καμπουρίδη (κουνιάδος Τσιχλή) 

Κωνσταντίνος: Η Νεολαία; 

Τσιχλής:… 

Κωνσταντίνος: Δεν χρειάζεται απάντησις. Η Νεολαία της Ελλάδος είναι δική μου…».

Η επιστολή Βασιλειάδη στο Βήμα

Για τη συνωμοσία του Κωνσταντίνου έχει αποστείλει επιστολή στην εφημερίδα βήμα ο ναύαρχος ε.α. και πρώην υπουργός κ. Ι. Βασιλειάδης (φωτό - απεβίωσε το 2012). Στην επιστολή του αναφέρει:

Στο τελευταίο βιβλίο του ο πρέσβης κ. Λ. Παπάγος («Σημειώσεις ’67-’77», σελ. 584-591) αναφέρεται στις κινήσεις Αρναούτη, το τέλος του 1975, για ενδεχόμενο πραξικόπημα στην Ελλάδα.

Για λόγους σεβασμού της ιστορικής αλήθειας αλλά και επειδή αναφέρεται στο όνομά μου, απεφάσισα μετά από 24 έτη σιωπής να αναφερθώ στα όσα συνέβησαν τότε.

Μετά την πρόσκληση του πλοιάρχου Σ. Ταπίνη συναντήθηκα στο σπίτι του με τον Σύμβουλο του τέως Βασιλέως Κωνσταντίνου, (τον Μιχαήλ) Αρναούτη. Νομίζοντας ότι επρόκειτο για φιλική συναναστροφή επήγα ευχαρίστως γιατί είχα πολλά χρόνια να τον δω και ήθελα να ακούσω τις εμπειρίες του από όλα τα δραματικά χρόνια που πέρασαν

Αντί αυτού βρεθήκαμε μόνον οι τρεις μας και στη συνέχεια οι δύο, όταν ο Αρναούτης ζήτησε από τον Ταπίνη να μας αφήσει μόνους. Εκεί καθαρά και ξάστερα μου πρότεινε να λάβω μέρος στο κίνημα, «που ήταν σίγουρο ότι θα γίνει γρήγορα» και που «ο Στρατός του Εβρου μέχρι Ταινάρου είναι έτοιμος και αποφασισμένος» και άλλα παρόμοια.

Εξεπλάγην κυριολεκτικά γιατί ποτέ δεν φανταζόμουν τέτοιο ενδεχόμενο. Αρχικά προσπάθησα να του θέσω τους γενικότερους κινδύνους για τη χώρα. Τούρκοι, νέα Χούντα, δημοκρατικοί θεσμοί, πρόσφατη λαϊκή ετυμηγορία, ενδεχόμενο νέας εθνικής καταστροφής αλλά και ότι θα ήταν καταστρεπτικό και για τα απώτερα συμφέροντα του ίδιου του Βασιλέως.

Με αντιμετώπισε με επιχειρήματα της μορφής, «ο Βασιλεύς έχει εξασφαλίσει μέσω του Σάχη ότι οι Τούρκοι δεν θα κινηθούν», όπως επίσης και «δισεκατομμύρια δολάρια για την ανάπτυξη της χώρας». «Στους νέους κινηματίες πράγματι δεν υπήρχε απόλυτη εμπιστοσύνη γι’ αυτό ο Βασιλεύς θέλει ­ μια και το κίνημα είναι σίγουρο ότι θα γίνει ­ να έχει μέσα δικούς του ανθρώπους για να το ελέγχει. Γι’ αυτό μάλιστα εγώ θα γινόμουν Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού και ο Ναύαρχος Κονοφάος Αρχηγός του ΓΕΕΘΑ» (τον οποίο μου ζήτησε να ενημερώσω αλλά βέβαια ποτέ δεν έκανα).

Προσπάθησα να τον αποτρέψω από κάθε τέτοια ιδέα εξηγώντας του την πλήρη αδυναμία των επιχειρημάτων του. Και όταν κατάλαβα ότι δεν πείθεται, μετά συζήτηση αρκετής διάρκειας, του ζήτησα να κρατήσει σημειώσεις τις οποίες να μεταβιβάσει εκ μέρους μου στον Βασιλέα.

Πράγματι, σημείωσε ακριβώς τις αντιρρήσεις μου οι οποίες ήσαν:

α. Το ενδεχόμενο κινήματος θα ήταν ολέθριο και καταστρεπτικό για τον τόπο και δεν είχε πιθανότητα επικράτησης.

β. Εάν εκδηλωθεί, εγώ με όσες λίγες δυνάμεις θα τασσόμουν ενεργά αντίθετος.

γ. Νομίζω ότι είναι υποχρέωσις αλλά και συμφέρον του Βασιλέως:

(1) Να ενημερώσει απευθείας τον Πρωθυπουργό για τις κινήσεις στον Στρατό.

(2) Να καλέσει επίσημα τους δημοσιογράφους και να αποκηρύξει κάθε ενδεχόμενο ή παρόμοια κίνηση που γίνεται με εκμετάλλευση του ονόματός του.

(3) Να καλέσει δημόσια τους έλληνες αξιωματικούς να παραμείνουν πιστοί στον όρκο τους και να αντιδράσουν σε κάθε τέτοια κίνηση.

Επειδή από τη συζήτηση αντελήφθην ότι μετά την αντίδρασίν μου θα προσπαθούσε να συναντηθεί με άλλους Αξιωματικούς του Ναυτικού, έσπευσα να συναντήσω τον Αντιπλοίαρχο Α. Τριανταφυλλίδη, έναν εξ αυτών, λόγω προϋπηρεσίας του ως Υπασπιστού του Κωνσταντίνου όταν ήταν Διάδοχος. Του εξήγησα λεπτομερώς την κατάσταση, ήμουν βέβαιος ότι είχαμε πλήρη ταυτότητα αντιλήψεων, αλλά αυτό που του ζήτησα όπως θυμάμαι καλά ήταν «να του κρυώσετε την καρδιά, να τον απογοητεύσετε» ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος.

Επειδή από όλα αυτά είχα σοβαρότατα ανησυχήσει ­ συνέτεινε σ’ αυτό και το κλίμα της εποχής ­, θεώρησα απαραίτητο να ενημερώσω τον τότε υπουργό Προεδρίας και αρμόδιο για την ΚΥΠ κ. Γ. Ράλλη.

Ο κ. Ράλλης μου είπε ότι θα αναλάβει αυτός τις απαραίτητες ενέργειες για την αποτροπή κάθε ενδεχομένου και, όπως μετά από χρόνια πληροφορήθηκα, ενημέρωσε τον Πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή και επήγε κατ’ εντολήν του και στο Λονδίνο όπου ενημέρωσε τον τ. Βασιλέα.

Αυτά και μια μικρή παρατήρηση: Νομίζω ότι δεν έπρεπε να περιληφθεί στο βιβλίο του κ. Παπάγου το περιστατικό Αρναούτη. Ο κ. Παπάγος είχε οπωσδήποτε λόγους πολύ περισσότερους από εμάς, που επί 24 τώρα χρόνια σιωπάμε, να κάνει κι αυτός κάτι ανάλογο. Με τιμή Ι. Βασιλειάδης Ναύαρχος ε.α. – τ. Υπουργός Αθήνα