Σε ηλικία μόλις 14 ετών ο γιός του Τζον Γκότι σκοτώθηκε σε δυστύχημα. Ο «Τεφλόν Δον» ζήτησε εκδίκηση και ο οδηγός που χτύπησε το παιδί του χάθηκε από προσώπου γης
O Τζον
Φαβάρα ζούσε μια ήρεμη οικογενειακή ζωή στο Κουίνς της Νέας Υόρκης. Εργαζόταν
σε εργοστάσιο κατασκευής επίπλων και του άρεσε να περνά χρόνο με την σύζυγο του
και τα δύο παιδιά που είχαν υιοθετήσει.
Ένας φράχτης
κι ένα δρομάκι χώριζαν την πίσω αυλή του σπιτιού τους από εκείνη των γειτόνων τους.
Ήταν μια οικογένεια επίσης ιταλικής καταγωγής που ήδη ήταν διαβόητη στην
περιοχή και έμελλε να γίνει παγκοσμίως γνωστή.
Γείτονας του
Τζον Φαβάρα ήταν ο Τζον Γκότι. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ήταν πρωτοπαλίκαρο
της οικογένειας Γκαμπίνο, ένας άνθρωπος ικανός για τα πάντα. Θα το αποδείκνυε
άλλωστε όταν αργότερα εκτέλεσε τον «Νονό» Πολ Καστελάνο και πήρε τη θέση
του.
Ο Φαβάρα
γνώριζε ποιος είναι ο Γκότι αλλά δεν είχε προβλήματα μαζί του. Μάλιστα ο γιός
του Σκοτ ήταν κολλητός φίλος με τον γιό του Γκότι, Τζον τζούνιορ.
Ένα τραγικό
παιχνίδι της μοίρας θα άλλαζε τα πάντα, για πάντα…
To δυστύχημα
Στις 18
Μαρτίου 1980 ο 51χρονος τότε Τζον Φαβάρα, είχε τελειώσει τη δουλειά και επέστρεφε
στο σπίτι με το αυτοκίνητο του. Την ίδια ώρα ο 12χρονος γιός του Γκότι, Φρανκ (φωτό) βρισκόταν
με μια παρέα παιδιών σε πάρκο της περιοχής. Ο φίλος του, Κέβιν ΜακΜάχον είχε
πάρει ένα μικρό μηχανάκι (minibike) και το δάνειζε σε όλους για μια
βόλτα. Όταν ήρθε η σειρά του, ο Φρανκ δεν περίμενε για τις οδηγίες παρότι δεν
είχε οδηγήσει ξανά μηχανάκι. Ανέβηκε και ξεκίνησε αμέσως…
O Φαβάρα
οδηγούσε όταν είδε κάτι να πετάγεται πίσω από έναν κάδο απορριμμάτων. Στην
κατάθεση του θα υποστηρίξει ότι από την αντανάκλαση του Ήλιου πάνω στον σιδερένιο
κάδο δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι είχε πεταχτεί μπροστά στο αυτοκίνητο του. Ήταν
ο Φρανκ Γκότι που δεν ήξερε πώς να σταματήσει το μηχανάκι.
Ο Φαβάρα τον
χτύπησε και σύμφωνα με μαρτυρίες τον έσυρε για αρκετά μέτρα στην άσφαλτο. Το
παιδί σκοτώθηκε επί τόπου.
Η έρευνα της
αστυνομίας απέδειξε το αυτονόητο. Ο θάνατος του Φρανκ Γκότι οφειλόταν σε δυστύχημα
και ο Τζον Φαβάρα δεν θα μπορούσε να έχει κάνει για να το αποτρέψει. Η οικογένεια
Γκότι όμως δεν μπορούσε να το αποδεχθεί και ακολουθώντας τη λογική της Μαφία
ζητούσε εκδίκηση…
Η εξαφάνιση
Δύο μέρες
μετά το δυστύχημα μια γυναίκα, η οποία δεν αποκάλυψε την ταυτότητα της, πήρε
τηλέφωνο στην αστυνομία και είπε: «Ο οδηγός του αυτοκινήτου που σκότωσε τον Φρανκι Γκότι θα εξαλειφθεί». Ο Φαβάρα άρχισε να δέχεται απειλές για τη ζωή του.
Συνειδητοποιώντας
ότι οι Γκότι (φωτό) δεν έχουν αποδεχθεί ότι ήταν δυστύχημα και τον θεωρούσαν υπεύθυνο, ο
Φαβάρα αποφάσισε να τους επισκεφθεί και να τους μιλήσει. Η σύζυγος του Τζον
Γκότι, Βικτώρια τον υποδέχθηκε με ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ και τον χτύπησε στο
κεφάλι.
Ο Φαβάρα
κατάλαβε ότι έπρεπε να φύγει άμεσα από την περιοχή. Έβαλε το σπίτι του προς πώληση
και αποφάσισε να μετακομίσει σε άλλη πολιτεία. Ο χρόνος όμως έτρεχε εναντίον
του…
Στις 28 Ιουλίου
1980 ο Φαβάρα τελείωσε τη βάρδια του και περπατούσε προς το αυτοκίνητο του όταν
ένας μεγαλόσωμος άντρας τον πλησίασε και τον χτύπησε στο κεφάλι με ένα ρόπαλο. Ο
Φαβάρα έπεσε αναίσθητος στο πεζοδρόμιο. Ένα μπλε βαν εμφανίστηκε και από την
πλάγια πόρτα του βγήκε ένας άντρας. Μαζί με αυτόν που χτύπησε τον Φαβάρα τον
έβαλαν μέσα στο βαν κι έκλεισαν την πόρτα. Πίσω από το βαν περίμενε ένα πράσινο
αυτοκίνητο. Τα δύο οχήματα έφυγαν μαζί. Λίγο μετά ένας άντρας πλησίασε το στέισον βάγκον του Φαβάρα, μπήκε μέσα, το άναψε κι έφυγε. Κανείς δεν θα έβλεπε
ποτέ ξανά τον Τζον Φαβάρα και το αυτοκίνητο του. Έξι χρόνια μετά θα τον κήρυτταν
κι επίσημα νεκρό χωρίς να έχει υπάρξει κάποιο στοιχείο για τη μοίρα του.
Την ημέρα της
απαγωγής ο Τζον Γκότι και η οικογένεια του βρισκόταν στη Φλόριντα. Είχαν πάει
εκεί στις 25 Ιουλίου. Όταν οι αρχές ρώτησαν τον Τζον Γκότι για την εξαφάνιση
του Φαβάρα είπε: «Δεν λυπάμαι που ο τύπος εξαφανίστηκε. Δεν θα λυπηθώ αν ο
τύπος βρεθεί νεκρός». Η σύζυγος του Γκότι, Βικτώρια θα πει από την πλευρά της: «Δεν
ξέρω τι του έχει συμβεί αλλά δεν με στενοχωρεί που χάθηκε. Σκότωσε το αγόρι μου».
Οι θεωρίες
Περίπου μια
εβδομάδα από την απαγωγή του Φαβάρα, ο πληροφοριοδότης του FBI, Μπίλι Μπατίστα είπε στις αρχές να
μην τον αναζητούν. «Το σώμα του δεν θα βρεθεί ποτέ» τόνισε. Μέσα στα επόμενα
χρόνια κυκλοφόρησαν διάφορες θεωρίες για το τι ακριβώς συνέβη στον Τζον Φαβάρα.
Ο δημοσιογράφος Τζέρι Καπέτσι έκανε έρευνα για το ζήτημα και υποστηρίζει ότι οι
πηγές του μέσα στη Μαφία έλυσαν το μυστήριο. Σύμφωνα με τον Καπέτσι στην απαγωγή
έλαβαν μέρος συνολικά οκτώ άτομα (οι Άντζελο Ρουτζιέρο, Γουίλι Μπόι Τζόνσον,
Τζινι Γκότι, Τζον και Τσαρλς Καρνέλια (φωτό), Άντονι Ραμπίνο, Ρίτσαρντ Γκόμες και Ίγκι
Αλόνια).
Ο Καπέτσι λέει
ότι ο Φαβάρα είδε ότι τον περίμεναν και επιχείρησε να διαφύγει αλλά ο Τζον
Καρνέλια τον πυροβόλησε με πιστόλι με σιγαστήρα. Πεσμένος στο έδαφος ο Φαβάρα
είπε: «Όχί, όχι. Σας παρακαλώ, η γυναίκα μου». Στη συνέχεια ο Γκόμες τον
χτύπησε με ένα ξύλο στο κεφάλι και τον έβαλαν στο βαν. Ένας από την ομάδα πήρε
τα κλειδιά του αυτοκινήτου του Φαβάρα και έφυγαν όλοι μαζί.
Πήγαν σε μια
μάντρα αυτοκινήτων στη ανατολική Νέα Υόρκη η οποία ανήκε στους Καρνέλια. Έβαλαν
το σώμα του Φαβάρα σε ένα βαρέλι και το γέμισαν με τσιμέντο. Ο Τσαρλς Καρνέλια
έριξε το βαρέλι στη θάλασσα. Ο αδελφός του Τζον διέλυσε το αυτοκίνητο στην πρέσα
της μάντρας.
Τον Νοέμβριο
του 2004 ένας πληροφοριοδότης είπε στην αστυνομία ότι το σώμα του Φαβάρα είναι
θαμμένο σε ένα πάρκινγκ στη Νέα Υόρκη. Οι αρχές έσκαψαν στο σημείο και πράγματι
βρήκαν δύο λείψανα. Κανένα όμως δεν ανήκε στον Τζον Φαβάρα.
Τον Ιανουάριο
του 2009 ένας προστατευόμενος μάρτυρας κατέθεσε ότι ήταν ο Τσαρλς Καρνέλια που
εξαφάνισε το πτώμα του Φαβάρα. Υποστήριξε ότι ο Καρνέλια το έβαλε σε βαρέλι με
οξύ όπου και διαλύθηκε ολοκληρωτικά. Όπως αποδείχθηκε αργότερα ο
προστατευόμενος μάρτυρας ήταν ο Κέβιν ΜακΜάχον. Σε αυτόν ανήκε το μηχανάκι με
το οποίο σκοτώθηκε ο Φρανκ Γκότι.
Επίλογος
Μιλώντας για
τον θάνατο του αδελφού του και την εξαφάνιση του Φαβάρα, ο Τζον Γκότι τζούνιορ
θα πει: «Πιθανότατα εμπλέκεται ο πατέρας μου. Γνωρίζοντας τον Τζον Γκότι και
πώς έβλεπε τα πράγματα πιθανότατα εμπλέκεται στην εξαφάνιση. Δεν μπορώ να πω
κάτι με σιγουριά γιατί δεν το συζήτησε ποτέ μαζί μας. Δεν γινόταν όμως να
κάνεις κακό σε έναν άνθρωπο του πατέρα μου χωρίς να πάθεις κι εσύ κακό. Δεν
πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο. Αποκλείεται…».