Ο Τρέισι Έντουαρντς βρέθηκε στο διαμέρισμα του Τζέφρι Ντάμερ και επέζησε. Η αφήγηση αποτελεί ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο για το πώς λειτουργούσε ένα από τους πλέον ψυχοπαθείς κατά συρροή δολοφόνους. Ο Έντουαρντς επιβίωσε και έβαλε τέλος στη φρίκη του «Κανιβάλου του Μιλγουόκι», η ζωή του όμως καταστράφηκε για πάντα
Όταν το καλοκαίρι του 1992 ο δρόμος του Τρέισι Έντουαρντ συναντήθηκε με αυτόν το του Τζέφρι Ντάμερ το «Τέρας του Μιλγουόκι» είχε ήδη σκοτώσει, διαμελίσει και κανιβαλίσει 17 άτομα. Το διαμέρισμα ήταν γεμάτο από μέλη και… αναμνηστικά των θυμάτων του. Ο Έντουαρντς προοριζόταν να γίνει ο 18ος νεαρός που θα ικανοποιούσε την αρρωστημένη μανία του Ντάμερ. Βίωσε όλη τη διαδικασία που ακολουθούσε ο «Κανίβαλος» πριν σκοτώσει το θύμα του αλλά τελικά όχι μόνο επιβίωσε αλλά έβαλε και τέλος στη διαδρομή της φρίκης. Ο Έντουαρντς έγινε αυτός που επέζησε, αυτός που σταμάτησε το τέρας. Η αφήγηση του για τα όσα βίωσε εκείνη τη βραδιά παγώνει το αίμα και αποκαλύπτει το πώς λειτουργούσε ένα από τους πλέον άρρωστους κατά συρροή δολοφόνους.
Η συγκλονιστική αφήγηση του Τρέισι Έντουαρντς:
«Τον Τζέφρι Ντάμερ
τον είχα δει στη γειτονιά πολλές φορές, δεν ήξερα το όνομα του αλλά λέγαμε ένα
γεια. Φαινόταν σαν ένας κανονικός τύπος. Ένα απόγευμα μετά τη δουλειά
καθόμασταν στο Grand Avenue Mall μαζί με δύο φίλους μου. Μας προσέγγισε
και μας είπε ότι είναι από το Σικάγο και είχε έρθει για να προσέχει την άρρωστη
γιαγιά του. Είπε επίσης ότι έψαχνε για παρέα γιατί οι άνθρωποι στο Μιλγουόκι δεν
είναι τόσο φιλικοί. Παρουσιάστηκε σαν επαγγελματίας φωτογράφος που πληρώνει για
να του ποζάρουν γυμνοί. Τελικά μας είπε ότι έχει χρήματα και μπορούμε να πιούμε
μπίρες. Μας τα έδειξε μάλιστα. Θα κεράσω εγώ, είπε. Φύγαμε όλοι μαζί από το mall και πήγαμε σε μια κάβα όπου πήραμε
μπίρες, ρούμι και κόκα κόλα.
Έξω από την
κάβα συνάντησα τον δίδυμο αδελφό μου και μιλήσαμε. Ο Τζέφρι συζητούσε με τους φίλους
μου. Έμαθα μετά ότι τους είχε δώσει ψεύτικη διεύθυνση για το που βρίσκεται το
διαμέρισμα του.
Είχε πει ότι
θα δώσει 100 δολάρια σε όποιον ποζάρει γι’ αυτόν και σκέφτηκα να το κάνω.
Πήραμε οι δυο μας ένα ταξί και πήγαμε στην περιοχή που έμενε.
Το σχέδιο
ήταν ότι οι φίλοι μου θα μας συναντούσαν μετά τη φωτογράφιση αλλά όπως σας είπα
τους είχε δώσει ψεύτικη διεύθυνση. Να τονίσω ότι ο Τζέφρι δεν μας είπε τίποτα
σεξουαλικό.
Φτάσαμε κοντά
στο διαμέρισμα και μου είπε να πάμε από τα στενά δρομάκια για να μην μας ενοχλήσουν.
Μπήκαμε στο διαμέρισμα και αμέσως μύρισα αυτή την πολύ άσχημη οσμή (ο Ντάμερ
κρατούσε τα πτώματα των θυμάτων μέσα στο σπίτι του). Μου είπε ότι είχε σπάσει
μια σωλήνα αποχέτευσης. Τον πίστεψα. Άνοιξε τους συναγερμούς γιατί, όπως είπε, η
γειτονιά είναι επικίνδυνη.
Είδα δίπλα
στην είσοδο κουτιά με οξύ (το χρησιμοποιούσε για να λιώνει τα πτώματα των θυμάτων
του). Τον ρώτησα τι το θέλει τόσο οξύ και απάντησε ότι καθαρίζει τα τούβλα. Στο
καθιστικό υπήρχε ένας καναπές, ένα μικρό τραπέζι, ένα ενυδρείο, ένα ψυγείο και
μια μαύρη λάμπα.
Κάθισα στη
μια πλευρά του καναπέ και αυτός στην άλλη. Πιάσαμε κουβέντα για τον στρατό. Ο
πατέρας μου ήταν στρατιωτικός και έχω ζήσει σε πολλές βάσεις. Πίναμε λίγη μπίρα
αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήμασταν μεθυσμένοι. Με ρώτησε αν τελικά θα ποζάρω
και του απάντησα ότι το σκέφτομαι. Τότε έφερε ρούμι με κόκα κόλα. Ήπια δύο
γουλιές, δεν μου άρεσε η γεύση. Ο Τζέφρι έπινε μπίρα.
Ξαφνικά άρχισε να μιλάει για το ενυδρείο και μου είπε να το κοιτάξω. Ενώ είχε γυρίσει και το κεφάλι ξαφνικά εμφανίστηκε με χειροπέδες και ένα μεγάλο μαχαίρι. Έβαλε τις χειροπέδες στο αριστερό μου καρπό και ένιωθα το μαχαίρι στα πλευρά μου.
Τον ρώτησα
τι συμβαίνει. Μου είπε ότι δεν χρειάζεται να με απειλεί. 'Αν δεν κάνεις ό,τι σου
πω θα σε σκοτώσω', μου απάντησε. Ήταν σαν να μην έβλεπα πλέον το ίδιο πρόσωπο.
Έμοιαζε να έχει αλλάξει το πρόσωπο του, το σώμα του έδειχνε διαφορετικό. Δεν ήταν
ο ίδιος. Σαν να έβλεπα έναν εντελώς διαφορετικό άνθρωπο πλέον.
Ξαφνικά φάνηκε
σαν να ηρεμεί πάλι. Είπε ότι έχει το κλειδί από τις χειροπέδες στο υπνοδωμάτιο
και πήγαμε εκεί. Μόλις μπήκαμε στο δωμάτιο είδα ένα μεγάλο βαρέλι (έβαζε μέσα
τα σώματα των θυμάτων του και τα έλιωνε με οξυ). Το κρεβάτι ήταν μεγάλο και
είχε έναν λεκέ.
Με έβαλε να
καθίσω στο κρεβάτι και κάθισε κι αυτός κοντά μου. Προσπαθούσα να τον ηρεμήσω,
να του εξηγήσω ότι είμαι φίλος του. Στο δωμάτιο υπήρχε μια τηλεόραση και βίντεο.
Ήταν ανοιχτή και έπαιζε την τρίτη ταινία του «Εξορκιστή». Πρέπει να είχε βάλει
την ταινία μόλις φτάσαμε στο διαμέρισμα γιατί είχε πάει για λίγο στο δωμάτιο.
Ήταν σαν να
άλλαξε η ψυχολογία του. Τη μια στιγμή ήταν ήρεμος και μου έλεγε ότι δεν ήθελε οι
άνθρωποι να φεύγουν, να τον εγκαταλείπουν. Την άλλη γινόταν διαφορετικός.
Σκέφτηκα ότι είναι σαν έχω να αντιμετωπίσω δύο ανθρώπους.
Ξαφνικά
σταματούσε να μιλάει και έβλεπε σιωπηλός την ταινία. Μου έλεγε να την
παρακολουθήσω κι εγώ. Άρχισε να κουνιέται μπρος και πίσω και να τραγουδά κάτι
χαμηλόφωνα. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε, ακουγόταν μόνο ένα μμμ και συνέχιζε να
κουνιέται μπρος-πίσω.
Ένα σημείο της
ταινίας με έναν κήρυκα που έχει μπει μέσα του ένας δαίμονας τον ενθουσίασε.
Προσπαθούσε να μιμηθεί αυτό που έβλεπε. Ήταν σαν αυτό το σημείο να τον έκανε
επιθετικό και προσπάθησε να μου βάλει τις χειροπέδες και στο άλλο χέρι. Μου
είπε ότι έτσι θα νιώσει ότι έχει τον έλεγχο.
Μου ζήτησε να ξαπλώσω μπρούμυτα στο πάτωμα και
να βάλω πίσω τα χέρια μου ώστε να βάλει και τις δύο χειροπέδες. Είχε αλλάξει
και πάλι, είχε γίνει πιο επιθετικός.
Ξάπλωσα αλλά
πλάγια, δεν ήθελα να μου φορέσει τις χειροπέδες. Ξάπλωσε απέναντι μου και με
πλησίασε. Έβαλε το κεφάλι του στο στήθος μου και άκουγε την καρδιά μου να
χτυπά. Πίεσε το μαχαίρι πάνω μου και μου είπε: Σκοπεύω να φάω την καρδιά σου.
Έμεινε εκεί
για πάνω από ένα λεπτό. Πλέον ήμουν σίγουρος ότι κάτι θα συμβεί άμεσα και του
είπα ότι πρέπει να πάω στην τουαλέτα. Με σήκωσε και με πήγε στην τουαλέτα. Δεν
προσπάθησε να μην αγγίξει ή να με κοιτάξει. Είχε ηρεμήσει και πάλι.
Γυρίσαμε στο
δωμάτιο και αρχίσαμε να μιλάμε. Ήταν και πάλι ο άνθρωπος που μας πλησίασε στο mall. Μου έλεγε ότι οι άνθρωποι δεν
νοιάζονται γι’ αυτόν και προσπαθούσα να τον παρηγορήσω. Ξαφνικά όμως άλλαζε και
πάλι. Έμενε σιωπηλός κι εγώ δεν έλεγα τίποτα. Φοβόμουν μην πω κάτι λάθος και
τον προκαλέσω. Γυρνούσε και προσπαθούσε να μου δέσει και πάλι τα χέρια. Αυτό
κράτησε για αρκετή ώρα.
Κάποια
στιγμή μου είπε: Είτε πρέπει με σκοτώσεις, είτε να σε σκοτώσω.
Γινόταν και
πάλι πολύ επιθετικός και του ζήτησα να πάω και πάλι στο μπάνιο. Αυτή τη φορά
δεν περίμενε από πίσω μου. Όταν βγήκα του ζήτησα μια μπίρα και του είπα να καθίσουμε
και πάλι στον καναπέ στο καθιστικό όπου είχε air-condition. Κάθισα στον καναπέ και ήταν σαν να
μην μου έδινε πλέον σημασία. Άρχισε πάλι να τραγουδά και να κοιτάζει άλλου. Του
είπα ότι πρέπει να πάω και πάλι τουαλέτα και δεν με ακολούθησε. Ήταν σαν να μην
ήμουν καν εκεί…
Σηκώθηκα,
τον χτύπησα και έτρεξα προς την πόρτα. Προσπάθησε να με πιάσει αλλά κατάφερα
και βγήκα…».
Η σύλληψη
Ο Τρέισι
Έντουαρντς είχε περάσει πέντε ώρες στο διαμέρισμα του Ντάμερ και είχε επιζήσει.
Στις 23:30 της 22ας Ιουλίου 1991 ο Τρέισι Έντουαρντς συνάντησε δύο
αστυνομικούς. «Ένα φρικιό μου φόρεσε χειροπέδες» του είπε και τους έδειξε τον
αριστερό του καρπό στον οποίο βρίσκονταν ακόμα οι χειροπέδες του Ντάμερ.
Οι
αστυνομικοί πήγαν μαζί με τον Έντουαρντς στο διαμέρισμα. Ο Ντάμερ τους άνοιξε
και ήταν σιωπηλός. Τους είπε ότι το κλειδί για τις χειροπέδες βρίσκεται στο κομοδίνο
του υπνοδωματίου.
Ένας από τους
αστυνομικού πήγε στο δωμάτιο και άνοιξε το συρτάρι. Μέσα είδε δεκάδες
φωτογραφίες polaroid. Ο Ντάμερ είχε απαθανατίσει τον διαμελισμό των θυμάτων του. Όταν
ο αστυνομικός διαπίστωσε ότι οι φωτογραφίες είχαν τραβηχτεί μέσα στο διαμέρισμα
είπε: «Αυτές είναι αληθινές».
Ο Ντάμερ
προσπάθησε να διαφύγει αλλά οι αστυνομικοί τον σταμάτησαν του φόρεσαν χειροπέδες
και τον ανάγκασαν να ξαπλώσει στο πάτωμα. Όταν άνοιξαν το ψυγείο είδαν το
κεφάλι ενός νεαρού μαύρου άντρα. Ο Ντάμερ μουρμούρισε: «Για αυτά που έκανα
πρέπει να πεθάνω».
Η ζωή μετά τη συνάντηση με τον Ντάμερ
Εκείνο το
καλοκαιρινό βράδυ του 1991 ο Τρέισι Έντουαρντς έσωσε τη δική του ζωή αλλά κι όλων των θυμάτων που θα
τον ακολουθούσαν. Όπως έχει ομολογήσει ο ίδιος ο Τζέφρι Ντάμερ «δεν είχα σκοπό
να σταματήσω, θα συνέχιζα για όσο ήμουν ελεύθερος».
Ο 32χρονος
τότε Έντουαρντς μήνυσε την αστυνομία του Μιλγουόκι για το γεγονός ότι δεν είχαν
καταφέρει να συλλάβουν νωρίτερα τον Ντάμερ παρά τη σωρεία στοιχείων. Η μήνυση
απορρίφθηκε.
Ο Έντουαρντς
δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος όταν βγήκε από το διαμέρισμα του Ντάμερ. Δεν κατάφερε
ποτέ να ξεπεράσει το τραύμα και να επανενταχθεί στην κοινωνία. Έμεινε άνεργος,
ζούσε σε καταφύγια αστέγων και εθίστηκε σε αλκοόλ και ναρκωτικά. Το 2011 κατηγορήθηκε
ότι, μαζί με έναν φίλο του, πέταξαν έναν άντρα από τη γέφυρα του Μιλγουόκι και
τον σκότωσαν. Τελικά καταδικάστηκε σε μόλις 18 μήνες καθώς παρουσιάστηκαν
ελαφρυντικά στοιχεία.
Πέρασε ένα
διάστημα στη φυλακή και από το 2015 κανείς δεν γνωρίζει που βρίσκεται. Ο δικηγόρος
του Πολ Κσινκίσκι θα πει: «Ποτέ δεν έψαξε ψυχολογική ή ψυχιατρική βοήθεια για
αυτό που του συνέβη. Επέλεξε να αναζητήσει τη θεραπεία στο αλκόολ, τα ναρκωτικά
και τη ζωή στο δρόμο. Ο Τρέισι δεν επέλεξε να είναι θύμα του Ντάμερ. Κάθε
άνθρωπος αντιμετωπίζει διαφορικά τις τραυματικές εμπειρίες και τα γεγονότα που
βίωσε ο Τρέισι ήταν απίστευτα τραυματικά».
Ο Τρέισι
Έντουαρντς επιβίωσε από τον Τζέφρι Ντάμερ αλλά τελικά δεν κατάφερε να το
ξεπεράσει και να ζήσει χωρίς προβλήματα. Έγινε ένα ακόμα θύμα του «Κανιβάλου
του Μιλγουόκι».
*Ο Τζέφρι
Ντάμερ δολοφονήθηκε στη φυλακή από συγκρατούμενο του στις 28 Νοεμβρίου 1994.