Το κομμάτι που γράφτηκε για τα… σκουπίδια και απορρίφθηκε από τον θρυλικό Πατσιφά τελικά έκανε διπλή επιτυχία και οδήγησε σε μια μεγάλη κόντρα. Ποιος ήταν ο Γαρύφαλλος και ποιος το τραγούδησε πρώτος. Ο δημιουργός του κομματιού εξηγεί τα πάντα
«Γαρύφαλλε, κανείς μας δεν ξέρει ποιος είσαι…» λέει το ρεφρέν του εμβληματικού τραγουδιού. Κι όμως ο Γαρύφαλλος είναι υπαρκτό πρόσωπο αν και δεν έχει καμία σχέση με τον ήρωα του κομματιού των «Πελόμα Μποκιού». Η ιστορία πίσω από το τραγούδι περιέχει μεράκι, απόρριψη, παρεξηγήσεις και συγκρούσεις. Αλλά ας σας αφηγηθεί καλύτερα ο «πατέρας» του, Γιαννης Κιουρκτσόγλου, το «Κιου» της μπάντας που βαφτίστηκε από συλλαβές από τα επώνυμα των ιδρυτικών μελών του (Νίκος ΔαΠΕρης, Νίκος ΛΟγοθέτης, Τάκης ΜΑρινάκης, Βλάσης ΜΠΟνάτσος, Γιάννης ΚΙΟΥρκτσόγλου).
«Γράφτηκε
ως τραγούδι που θα το πετάξω στα σκουπίδια»
Όπως αποκαλύπτει ο Κιουρκτσόγλου ο «Γαρύφαλλος» ήταν… παιδί της ανάγκης να γράψει ένα τραγούδι
άμεσα. Σε συνέντευξη που παραχώρησε το 2011 στην ιστοσελίδα Rocking.gr θα αφηγηθεί: «Γυρνώντας το φθινόπωρο
του '69 από τις Σπέτσες, μου είχε ξαναξυπνήσει το μικρόβιο, έπρεπε να κάνω
κάτι, ένα γκρουπ, κάτι - θα έσκαγα! Είχα τόσα πολλά καινούρια ακούσματα, που
κάπου έπρεπε να τα βγάλω. Συνέβη και ένα πολύ ωραίο γεγονός, που πρέπει να σας διηγηθώ.
Χτυπάει ένα τηλέφωνο τον Οκτώβριο του '69 και ακούω: «Είσαι ο Γιάννης ο
Κιουρκτσόγλου;». Λέω «Nαι, είμαι.». «-Εγώ είμαι ο Τάσος ο Φαληρέας, χαίρω
πολύ». Αρχίζει να μου λέει: «Eσύ είσαι ταλέντο και γράφεις τραγούδια» και
τέτοια. «Ναι, ναι» απαντούσα εγώ, ενώ τραγούδι δεν είχα γράψει ούτε ένα από το
'67. Τα τελευταία μου ήταν αγγλόφωνα, από την εποχή των Loubogg. Ήταν και φίλος
του Πουλικάκου, δεν ξέρω κατά πόσο έπαιξε ρόλο αυτό, αλλά μου είπε αυτό:
«-Γράφεις τραγούδια;». «-Ναι», απάντησα - ψέματα! «Όχι, όμως, σαν κι αυτά που
έγραφες με τους Loubogg. Με ελληνικό στίχο;». «Βεβαίως», είπα, «γράφω!» -
ψέματα κι αυτό! Λέω, μέσα μου, αυτή την ευκαιρία δεν τη χάνεις. «Είμαι τώρα
παραγωγός στη Lyra, έχεις γράψει ελληνικά τραγούδια να μου παρουσιάσεις;». «Βεβαίως».
«Ωραία, αύριο το πρωί, δέκα η ώρα, με μια κασέτα στο γραφείο του κυρίου
Πατσιφά!». Ο Πατσιφάς ήταν το αφεντικό της εταιρίας. Μου κόπηκαν τα πόδια. Ποια
τραγούδια, τώρα; (γέλια) Εγώ περίμενα να μου πει να συναντηθούμε σε δέκα μέρες,
ας πούμε, να κάτσω να γράψω κανένα τραγούδι. Δεν του είπα όχι, όμως, και
κλείσαμε ραντεβού, δέκα το πρωί, στη Lyra, στην Κριεζώτου. Κάθισα μεσημεριάτικα
και σκεφτόμουν τι να κάνω. Η μία εκδοχή ήταν να μην πάω καθόλου. Η άλλη ήταν να
πάω και να πω: «Mε συγχωρείτε, χάλασε η κασέτα...». Η άλλη ήταν να κλέψω κανένα
τραγούδι άλλου και να το παρουσιάσω σαν δικό μου και βλέπουμε. Ήμουν στο
δωμάτιό μου, στο πατρικό μου, στο Κολωνάκι και βασανιζόμουν μέχρι το βράδυ, τι
απ' όλα αυτά να κάνω. Κατά τις οκτώ-εννιά το βράδυ, πήρα την μεγάλη απόφαση. Θα
πάρω την κιθάρα μου, θα γράψω δυο τραγούδια, ό,τι βλακεία μού βγει από το
κεφάλι, θα γράψω σε ένα χαρτί πέντε στίχους, θα τα βάλω σε μια κασέτα, θα πάω
και -μόνος μου ετοίμαζα το σενάριο- θα μου πούνε: «Βρε ηλίθιε, τι είναι αυτά;
Αυτά δεν είναι τραγούδια!», θα τους πω ότι έχω και κάτι άλλα καλύτερα, να
ξανάρθω σε καμιά βδομάδα. Να μη χάσουμε, δηλαδή, τη γνωριμία και βλέπουμε. Δε
θα το πιστέψετε, αν σας το πω τώρα, ότι το ένα κομμάτι από αυτά ήταν ο
«Γαρύφαλλος» (σ.σ.: το "Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε", η μετέπειτα μεγάλη
επιτυχία των Πελόμα Μποκιού). Σε όποιον το λέω, μου λέει: «Κάνεις πλάκα!».
Γράφτηκε σε πέντε λεπτά μέσα αυτό το τραγούδι. Γράφτηκε ως τραγούδι που θα το
πετάξω στα σκουπίδια μετά, για να πάω να δικαιολογήσω ότι δήθεν είμαι συνθέτης.
Το δε δεύτερο -για την ιστορία- ήταν ένα τραγούδι που λέγεται "Μη
Λυπηθείς" και έχει βγει σε δίσκο με τη Μαρίνα, την τραγουδίστρια.
Ηχογράφησα, λοιπόν αυτά τα δύο τραγούδια σε μια κασέτα. Μόνος μου με μια
ακουστική κιθάρα».
«Παιδί μου, εσύ είσαι τελείως ατάλαντος»
Ο
Κιουρκτσόγλου (φωτό) πηγαίνει στο ραντεβού με τον θρυλικό δισκογραφικό παραγωγό Αλέκο
Πατσιφά όπου τον περιμένει… ψυχρολουσία και μια αναπάντεχη συνάντηση. «Πήγα την
άλλη μέρα στο ραντεβού. Άλλη ωραία σκηνή αυτή! Ο Πατσιφάς ήταν ένας υπέροχος
τύπος, που παρότι ήταν άνθρωπος των γραμμάτων και της διανόησης, και έκανε
παρέα με τον Ελύτη και όλα αυτά, ήταν φοβερά ιδιόρρυθμο άτομο και οι αστείες
ιστορίες που υπάρχουνε για αυτόν γεμίζουν βιβλίο. Βρήκα, λοιπόν, εκεί πέρα μια
κοπέλα, με ρώτησε τι ήθελα, της είπα ότι είχα ραντεβού με τον κύριο Πατσιφά.
«Για περίμενε μια στιγμή.». Πήγε μέσα στο γραφείο του, επέστρεψε και μου είπε:
«Για πέρνα μέσα.». Έφτασα στην πόρτα, με είδε ο Πατσιφάς και μου είπε: «Εσύ
νεαρέ τι θες εδώ πέρα;». «Έχω ραντεβού μαζί σας...». «-Μαζί μου έχεις
ραντεβού; Δεν είσαι στα καλά σου που έχεις ραντεβού μαζί μου!». «-Εγώ έτσι
ξέρω...», είπα. «Από πού κι ως πού έχεις ραντεβού εσύ μαζί μου;». «Με πήρε
κάποιος Φαληρέας και μου είπε...». «Όχι», με έκοψε, «δεν έχεις κανένα ραντεβού
μαζί μου, αλλά εν πάση περιπτώσει, μια και ήρθες εδώ πέρα, έμπα μέσα!». Μέσα
στο γραφείο του ήταν ο Λευτέρης ο Παπαδόπουλος. (γέλια) Κάθισα και άρχισε μια
ατέλειωτη παρανοϊκή συζήτηση, που δεν ξέρω αν υπάρχει λόγος να την αναφέρω
ολόκληρη. Μεταξύ άλλων με ρώτησε: «Βυζαντινή μουσική ξέρεις;». «Όχι»,
απάντησα, «δεν ξέρω». «Ε, άμα δεν ξέρεις, είσαι άχρηστος! Όποιος δεν ξέρει
βυζαντινή μουσική δεν έχει μέλλον!». Ο Λευτέρης ο Παπαδόπουλος γέλαγε. «Σωστά
δεν τα λέω, Λευτέρη». «Ναι, ναι, πολύ καλά τα λες!
Καψώνι. Εγώ
αισθάνθηκα πάρα πολύ άσχημα και σηκώθηκα και είπα: «Με συγχωρείτε, θα φύγω. Δεν
έχω λόγο να είμαι εδώ μαζί σας, κάποιο λάθος θα έχει γίνει!». «Όχι», είπε o
Πατσιφάς, «κάτσε κάτω, πού πας; Τι έχεις φέρει μαζί σου;». Του εξήγησα, κράτησε
την κασέτα και τους στίχους, μου είπε πως θα με πάρουν τηλέφωνο και έφυγα. Μετά
από μια βδομάδα, με πήρε μια κοπέλα από τη Lyra και μου είπε: «Σε θέλει ο
Πατσιφάς.». Πήγα, μπήκα μέσα. «Παιδί μου, εσύ είσαι τελείως ατάλαντος», μου
είπε αμέσως, «γιατί δε βρίσκεις κάτι άλλο να κάνεις στη ζωή σου;». Του είπα:
«Δώστε μου, σας παρακαλώ, την κασέτα μου, θέλω να φύγω». «Όχι, κάτσε εδώ, δεν
έχεις να πας πουθενά». Είχα ενοχληθεί φοβερά, ήμουν έτοιμος να τα σπάσω όλα που λένε. «Δεν είναι ανάγκη», του απάντησα, «μόνο δώστε μου την κασέτα και
τους στίχους, σας παρακαλώ» - γιατί δεν είχα κρατήσει καν αντίγραφο, για να
θυμάμαι τι έγραψα. Μου είπε ότι οι στίχοι που είχα γράψει -για τον «Γαρύφαλλο»-
ήταν γελοίοι. «Τελείως γελοίοι!».
«Αν θες, να
δώσουμε τα τραγούδια να βάλει στίχους κάποιος άλλος», μου είπε. «Δε με
ενδιαφέρει τίποτα από αυτά που λέτε.», απάντησα, «Το μόνο που με ενδιαφέρει
είναι να μου τα δώσετε και να σηκωθώ να φύγω». «Όχι», μου είπε, «Θα πας μέσα,
στην Κατερίνα, τη γραμματέα μου, και θα κάτσετε στη γραφομηχανή, να της πεις τα
λόγια, να τα καθαρογράψετε, διότι με τα ορνιθοσκαλίσματα τα γράμματά σου, ίσως
και να μην τα διαβάζω πολύ καλά». Πράγματι, πήγα μέσα, τα υπαγόρευσα στην
Κατερίνα, τα έγραψε στην γραφομηχανή. «Θα τα αφήσεις εδώ και σε μια βδομάδα θα
σε πάρουμε τηλέφωνο». Για να μην σας κουράζω, αυτό συνεχίστηκε περίπου τρεις
μήνες.
Πάλι δεν του
άρεσαν οι στίχοι και μου έλεγε να το δώσει στον Βαγγέλη Γκούφα, τον θεατρικό
συγγραφέα. «Δεν με ενδιαφέρει, κύριε Πατσιφά, σας παρακαλώ πολύ, δώστε μου την
κασέτα πίσω». Μετά από τρεις μήνες, γύρω στο τέλος του '69, εγώ την είχα
«ψωνίσει» με τον Santana, με την ιδέα του latin rock, με τα conga κλπ. Είχε
γυρίσει και ο ξάδερφός μου, ο Νίκος ο Δαπέρης, από τον Καναδά, και συζητάγαμε
να κάνουμε ένα γκρουπ. Εκείνη την εποχή είχα γνωρίσει και τον Βλάσση τον
Μπονάτσο, που μου έλεγε: «Άμα κάνεις γκρουπ, να με πάρεις μαζί σου». «Τι να σε
κάνω εσένα;», του έλεγα, «αφού δεν κάνεις τίποτα εσύ». Με πήρε τηλέφωνο,
παραμονές Χριστουγέννων του '69, και μου είπε: «Έχω μια αρπακόλλα δουλειά, να
βγάλεις κανένα φράγκο, θέλεις; Να παίξεις με ένα συγκρότημα τις τέσσερις-πέντε
μέρες των γιορτών στο ABC στην Πατησίων».
«Εκείνο το τραγούδι δεν είναι τόσο κακό…»
Ο «Γαρύφαλλος» μένει στο συρτάρι του Πατσιφά αλλά είναι μοιραίο να βγει από την αφάνια. Οι «Πελόμα Μποκιού» κάνουν τις πρώτες τους πρόβες ως μπάντα όταν το τηλέφωνο χτυπάει. «Πάνω που κάναμε τις πρόβες, χτυπάει το τηλέφωνο: «Ο κύριος Πατσιφάς από τη Lyra θέλει να σας δει». Ποιος Πατσιφάς; Είχαμε να μιλήσουμε από το Δεκέμβριο και ήτανε Μάρτιος! Πήγα. «Εκείνο το τραγούδι που έχεις γράψει, το "Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε", δεν είναι τόσο κακό. Να το κάνουμε δίσκο. Να το δώσουμε σε μια τραγουδίστρια». Την Πόπη Αστεριάδη, αν θυμάμαι - μου έλεγε κάτι απίστευτα πράγματα. Του απάντησα ότι δε με ενδιέφερε κάτι τέτοιο και πως ήθελα να κάνω ένα καλό rock συγκρότημα. Μετά από λίγες μέρες, με πήρε τηλέφωνο ο Φαληρέας, πάλι! «Δε μου λες, ρε 'σύ, γιατί δεν τον κάνεις τον δίσκο με το συγκρότημα;». Του είπα: «Κάτσε να κάνουμε το συγκρότημα πρώτα και βλέπουμε!». Έτσι αρχίσαμε να μιλάμε με τον Φαληρέα, πλέον, προς το καλοκαίρι. Είχε έρθει και είχε ακούσει το συγκρότημα και μας θεωρούσε καλούς. Τότε δεν είχαμε όνομα και απόδειξη είναι ότι ο Αλεξίου, που ήταν τότε ο οργανίστας, δεν είναι μέσα στο «Πελόμα Μποκιού».
«Εκτέλεση
του Βλάσση με τους Πελόμα Μποκιού δεν υπάρχει»
Στη
συλλογική συνείδηση ο «Γαρύφαλλος» έχει μείνει ως ένα τραγούδι που ερμήνευσε ο Βλάσσης
Μπονάτσος. Το κομμάτι όμως κυκλοφόρησε και έκανε (την πρώτη του) επιτυχία με τη
φωνή του Νίκου Δεπέρη. Ήταν ο βασικός τραγουδιστής των «Πελόμα Μποκιού» και
πρώτος εξάδελφος του Κιουρκτσούγλου από την πλευρά της μητέρας του. «Ακόμα και
στις συναυλίες των Πελόμα Μποκιού, το τραγουδούσε ο Δαπέρης. Εκτέλεση του
Βλάσση με τους Πελόμα Μποκιού δεν υπάρχει» αναφέρει ο μουσικός και συνθέτης.
Η δεύτερη ζωή του «Γαρύφαλλου» και η κόντρα με τον Μπονάτσο
Το τραγούδι
απέκτησε το 1995 μια δεύτερη «ζωή». Το διασκεύασαν οι «Goin’ Through» σε συνεργασία με τον Βλάση
Μπονάτσο. Ήταν τόσο μεγάλη επιτυχία που ο «Γαρύφαλλος» καταγράφηκε στη
συνείδηση της πλειονότητας σαν τραγούδι του Μπονάτσου. Ο Κιούρκτσογλου δηλώνει
απογοητευμένος καθώς υποστηρίζει ότι ο Μπονάτσος είχε υποστηρίξει σε μια
συνέντευξη του πως είχε γράψει ο ίδιος το τραγούδι και το είχε ερμηνεύσει στο
δίσκο των «Πελόμα Μποκιού». Αυτό πλήγωσε και εξόργισε τον Κιούρκτσογλου και
ήταν η αιτία να χαλάσουν οι σχέσεις του με τον Βλάση Μπονάτσο. Μάλιστα αποκαλύπτει
πως δεν έδωσε άδεια για maxi single του κομματιού.
Στη
συνέντευξη του το 2011 αφηγείται περιστατικά σε σχέση με την κόντρα που
δημιουργήθηκε: «Κάποτε πήρα τηλέφωνο σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό, για να τους
εξηγήσω πως έκαναν λάθος λέγοντας ότι τραγουδάει ο Βλάσσης. Μίλησα με την
τηλεφωνήτρια, άφησα το μήνυμά μου στον παραγωγό και μετά τον άκουσα να λέει στο
ράδιο: «Κι όμως, φίλε Γιάννη, δεν τα ξέρεις καλά, το "Γαρύφαλλε,
Γαρύφαλλε" το τραγουδάει ο Βλάσσης Μπονάτσος με τους Πελόμα Μποκιού». Δεν
είχα αφήσει το επώνυμό μου! (γέλια) Μια φορά το έλεγα και σε κάποιον από κοντά
και μου απάντησε με ύφος: «Δεν τα ξέρετε καλά κύριε!». Με διορθώνουνε κιόλας, κατάλαβες;
(γέλια) Πάντως, εμένα αυτό με εκπλήσσει, γιατί ο Βλάσσης είχε μια πολύ
χαρακτηριστική φωνή - δεν είναι ανάγκη να είσαι κολλητός του για να
αναγνωρίσεις τη φωνή του. Απορώ, λοιπόν, με αυτούς που λένε ότι τραγουδάει ο
Βλάσσης, που δεν καταλαβαίνουν ότι -ασχέτως αν είναι ο Δαπέρης αυτός που
τραγουδάει- δε γίνεται να είναι ο Βλάσσης αυτός που τραγουδάει! Δεν έχει καμία
σχέση η φωνή αυτή με του Βλάσση! Δεν το ακούν; Εν πάση περιπτώσει, επιστρέφω
στο θέμα των Goin' Through. Μια μέρα, ήρθε ένα γράμμα στο σπίτι μου από την
ΑΕΠΙ, που έλεγε: «Αγαπητέ κύριε Κιουρκτσόγλου, η εταιρία FM Records» -χωρίς να
λέει τίποτα για συγκροτήματα και τέτοια- «ζητάει την άδειά σας για να βγάλει το
"Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε".». Πήρα την ΑΕΠΙ τηλέφωνο και μου είπαν ότι
πρόκειται για ένα συγκρότημα που λέγεται Goin' Through. Εγώ δεν τους είχα
ακούσει τότε καθόλου. Τους απάντησα ότι δεν έχω πρόβλημα να δώσουν το τηλέφωνό
μου στην εταιρία, για να επικοινωνήσουμε. Με πήρε τότε ο Μιχάλης Παπαθανασίου
και του είπα: «Αν δεν σου κάνει κόπο, έλα από το σπίτι να μου πεις τι κάνατε
και, αν έχεις κανένα demo, να το ακούσουμε». Το σκεφτόμουν εγώ, αν έρθει το
παιδί και δε μου αρέσει αυτό που έχουν κάνει, τι θα κάνω; Τελικά, είπα: «Έλα,
μωρέ, τα παιδιά, μετά από τόσα χρόνια, ό,τι και να είναι πες τους ναι, και τι
θα γίνει;». Κατ' αρχήν, εγώ δεν περίμενα ότι θα γίνει και επιτυχία. Κάποιος μου
ζήτησε το τραγούδι μου, ας το πάρει. Ήρθε, λοιπόν, αυτός εδώ, ευγενέστατος,
έφερε την κασέτα και την ακούσαμε. Το θεώρησα κάκιστο, όχι απλά κακό. Του είπα
όμως εντάξει. Με ρώτησε: «Επειδή θα είναι hip-hop χρειάζεται να πυκνώσουν λίγο
και τα λόγια, σας πειράζει να βάλουμε και λίγες παραπάνω λέξεις;». «Βάλτε»,
του είπα, «δε με πειράζει». Όμως επειδή αυτό που άκουσα στην κασέτα δε μου
άρεσε και μου άφησε την εντύπωση ότι αυτοί που παίζανε δεν είναι μουσικοί,
γιατί φαινόταν πολύ ερασιτεχνικό το παίξιμο, είπα από μέσα μου: «Τουλάχιστον να
μην κάνουν φαλτσαδούρες!». Έτσι του είπα ότι είχα μία μόνο απαίτηση, όταν θα
πάνε στο στούντιο να το ηχογραφήσουν να έρθω κι εγώ. Η απάντησή του ήταν: «Μα,
αν είναι δυνατόν! Δε χρειαζόταν να μου το πείτε, εννοείται ότι θα σας
ειδοποιήσουμε να έρθετε στο στούντιο!». Εν τω μεταξύ, πρέπει να σας πω σχετικά
με τον Βλάσση ότι η συνέντευξη που είχε δώσει, στην οποία έλεγε ότι είχε γράψει
τον «Γαρύφαλλο», είχε γίνει αιτία να ψυχρανθώ μαζί του, σε σημείο να μην του
μιλάω. Μάλιστα, είχε συμβεί και το εξής: ο Χρήστος ο Κυριαζής, που ήταν φίλος
του Βλάσση και δικός μου φίλος, μας κάλεσε σε μια δεξίωση σε ένα ξενοδοχείο με
αφορμή μια έκθεση επίπλων - αν θυμάμαι καλά. Πεισματάρης, όπως είμαι εγώ, είπα
να μην πάμε. Η γυναίκα μου είπε: «Άσε τις βλακείες, θα πάω εγώ τότε, γιατί δεν
είναι σωστό για τον Χρήστο!». Μας έχει μείνει, λοιπόν, μια φωτογραφία που είναι
η γυναίκα μου με τον Βλάσση σε αυτή την εκδήλωση! (γέλια) Δεν του μίλαγα καν
μετά από αυτά που είχαν συμβεί. Βεβαίως, δεν είχαμε παίξει μπουνιές,
πολιτισμένες ήταν οι σχέσεις μας, αλλά τον απέφευγα. Με παίρνανε φίλοι και μου
λέγανε: «Έλα, θα βγούμε με τον Βλάσση.». Ε, δεν πήγαινα. Κλείνω την παρένθεση
και θα καταλάβετε γιατί την έκανα. Πέρασαν περίπου δυο μήνες από τότε που ήρθε
το παιδί από τους Goin' Through και, γυρνώντας το βράδυ από τη δουλειά μου στο
Deree, όπου διδάσκω, μου είπε ο γιός μου ότι πήρε ο Μιχάλης από τους Goin'
Through και είπε να σου πούμε ότι μετανιώσανε και δε θα τον βάλουνε τον
«Γαρύφαλλο». «Εντάξει και τι έγινε;», σκέφτηκα και απλά μουρμουρώντας στον γιό
μου είπα: «Και θα του έκανε κόπο να ξαναπάρει να μου το πει εμένα;». «Μου είπε
να σου το πω εγώ.» είπε ο γιος μου. Το άφησα, λοιπόν, το θέμα. Πέρασαν κι άλλοι
δυο-τρεις μήνες και, μια Κυριακή πρωί, μου τηλεφώνησε ένα φίλος, παραγωγός
ραδιοφώνου και φανατικός θαυμαστής μου - αν μου επιτρέπετε την έκφραση. Αυτός
μισούσε τον Μπονάτσο και, από τον καιρό που είχε γίνει εκείνη η δήλωση στη
συνέντευξη ότι δήθεν είχε γράψει τον «Γαρύφαλλο», με καλούσε για συνεντεύξεις,
γιατί ο καημός του ήταν να διαδίδει ότι ο Βλάσσης δεν έχει γράψει τον
«Γαρύφαλλο» και δεν είναι εκείνος που τον τραγουδάει στο δίσκο. Εγώ του έλεγα,
κάθε φορά, να μην με πρήξει πάλι με αυτό το θέμα, αλλά αυτός εκεί! Τέλος
πάντων. Με πήρε τηλέφωνο εκείνη την Κυριακή το πρωί και μου είπε: «Είδες τι
μαλάκας είσαι;» -εγώ με την τσίμπλα και τις πιτζάμες- «Σήκω τώρα και πήγαινε
στο περίπτερο να αγοράσεις το Έθνος και, όταν γυρίσεις στο σπίτι, πάρε με!».
Πήγα, πράγματι, εδώ στην πλατεία, άνοιξα την εφημερίδα και είδα μια τεράστια
φωτογραφία -σχεδόν το ένα τέταρτο της σελίδας- που απεικόνιζε τον Βλάσση με
τους Goin' Through και είχε μια λεζάντα που έγραφε: «Οι Goin' Through στο
στούντιο ηχογραφούν το τραγούδι του Βλάσση Μπονάτσου, "Γαρύφαλλε,
Γαρύφαλλε".». Τον πήρα τηλέφωνο τον φίλο μου και άρχισε να μου λέει: «Αυτό
σου λέω! Έπρεπε να τον είχες κάνει ρεζίλι. Τον είδες τον παλιάνθρωπο που πάει
και βάζει στις εφημερίδες ότι εκείνος το έγραψε;» κλπ. Εγώ καταλαβαίνετε ότι
μούντζωνα τον εαυτό μου που έδωσα γραπτή άδεια στους Goin' Through - είχα πάει
στην ΑΕΠΙ και είχα δώσει έγγραφη άδεια να το βγάλουνε. Η όλη ιστορία ποια
ήτανε; Ο Βλάσσης προφανώς τους είπε: «-Ξέρετε, ο Κιουρκτσόγλου, αν ακούσει το
όνομά μου, δε σας δίνει άδεια». Προφανώς, θα τους είπε: «Κρύψτε του ότι θα
είμαι κι εγώ μέσα στην εκτέλεση αυτή». Έκαναν, λοιπόν, την απρέπεια να με
πάρουν μετά τηλέφωνο για να πουν -και στον γιό μου μάλιστα- ότι δεν θα το
βάλουνε. Την άδειά μου την είχανε γραπτώς στο χέρι και μου είπαν ότι δεν θα το
βάλουνε για να μη με καλέσουν στην ηχογράφηση στο στούντιο».
Ο Γαρύφαλλος υπάρχει αλλά…
Όσο για το
μεγάλο ερώτημα του αν ο «Γαρύφαλλος» ήταν πραγματικό πρόσωπο ο Κιουρκτσίδης
αποκαλύπτει μια πραγματικότητα που είναι (ως συνήθως) λιγότερο ρομαντική από τη
φαντασία: «Ο Γαρύφαλλος υπάρχει! Το όνομα μού ήρθε επειδή υπήρχε ένας κύριος
Γαρύφαλλος στη γειτονιά μου, ο οποίος βέβαια καμία σχέση δεν είχε με το
τραγούδι ο άνθρωπος. Ήταν τότε ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος, ογδοντάρης, που
ανεβοκατέβαινε στο Κολωνάκι, καλοντυμένος, πάντα κουστουμαρισμένος, με το παλτό
του, τη ρεπούμπλικα κλπ., και είχε πάντα τις τσέπες γεμάτες με καραμέλες που
τις έδινε στα παιδιά. Όλοι ξέρανε τον κύριο Γαρύφαλλο που μοιράζει καραμέλες.
Ουδεμία σχέση με τον Γαρύφαλλο του τραγουδιού, αλλά εγώ εκείνη τη στιγμή έψαχνα
ένα όνομα τετρασύλλαβο. Λέει «Γαρύφαλλε» το τραγούδι και όχι κάτι άλλο, γιατί
το είχα πρόχειρο το όνομα, αφού ο κύριος Γαρύφαλλος περνούσε μπροστά από το
σπίτι μου όλη τη μέρα. Ο στίχος βγήκε βιασμένα και πιεσμένα. Πώς βγήκαν αυτοί
οι στίχοι και τι σημαίνουν ούτε εγώ δεν ξέρω. Άρχισα να γράφω θεωρώντας ότι
γράφω βλακείες - γράφε τώρα, γιατί αύριο το πρωί πρέπει να πας στον Πατσιφά!
Δεν κάθισα καν να εξετάσω αν αυτά που γράφω βγάζουνε νόημα ή αν έχουν καμία
αξία».