Ο πυγμάχος του Άουσβιτς

Η συγκλονιστική ιστορία ενός νεαρού Εβραίου που αναγκάστηκε να παίζει μποξ στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, για να επιζήσει, ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι οι αντίπαλοί του θα έπρεπε να πεθάνουν

Ο Χέρσελ Χαφτ ήταν μόλις 14 ετών όταν είδε τα γερμανικά στρατεύματα να εισβάλουν στην πατρίδα του, την Πολωνία, το 1939. Λόγω της εβραϊκής του καταγωγής σύντομα έγινε στόχαστρο των Ναζί, όπως και χιλιάδες άλλοι συμπατριώτες του και στα 16 του οδηγήθηκε για πρώτη φορά σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκεί για να επιβιώσει αναγκάστηκε από τους Ναζί να δίνει αγώνες μποξ ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι οι αντίπαλοί του στο τέλος θα έπρεπε να πεθάνουν…

Παλεύοντας μέχρι θανάτου

Ανάμεσα στις όσο και τόσο γνωστές φρικαλεότητες που διέπραξαν οι Ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν οι αγώνες μποξ που διοργάνωναν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σε αυτούς ανάγκαζαν τους φυλακισμένους Εβραίους να παλεύουν μεταξύ τους ορισμένες φορές μέχρι θανάτου, για να διασκεδάσουν οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες των SS. Οι φυλακισμένοι δεν είχαν την επιλογή να αρνηθούν καθώς αυτό θα σήμαινε την τιμωρία τους με άμεσο θάνατο.

Όπως και οι αγώνες των μονομάχων στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τα ματς αυτά πολλές φορές συνεχίζονταν έως ότου ο ένας μαχητής να αφήσει τον άλλον αιμόφυρτο και αναίσθητο. Ο αδύναμος και βαριά τραυματισμένος αιχμάλωτος ήταν πια άχρηστος για τις βαριές δουλειές του στρατοπέδου εξόντωσης και συνήθως είτε θα τον πήγαιναν σε θάλαμο αερίων και στο κρεματόριο είτε θα τον πυροβολούσαν επί τόπου. Για τον νικητή το έπαθλό του -εκτός από τη ζωή του- ήταν συνήθως ένα επιπλέον πιάτο φαγητού κυρίως για να έχει τη δύναμη να πολεμήσει ξανά.

Ο νικητής όσο και αν ένιωθε την ικανοποίηση της νίκης και της ανταμοιβής με λίγο περισσότερο φαγητό έπρεπε ωστόσο να αντιμετωπίσει την ενοχή του καθώς ουσιαστικά οδήγησε έναν άλλο συγκρατούμενό του στο θάνατο. Ωστόσο, όπως και η ηρωίδα του «Sophie's Choice», ο νικητής είχε να αντιμετωπίσει ένα εξοντωτικό δίλημμα: Ή θα κέρδιζε ή θα έχανε και πιθανότατα θα πέθαινε ο ίδιος.

Ένας από αυτούς τους μποξέρ ήταν και ο Χέρσελ Χαφτ. Ο ίδιος μέσα από απίστευτες δυσκολίες επέζησε από το Άουσβιτς και τα άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου μεταφέρθηκε και κατέφυγε στις ΗΠΑ, όπου πήρε το όνομα Χάρι Χαφτ. Η ιστορία του δεν θα είχε γίνει ευρέως γνωστή αν ο ίδιος δεν την διηγούνταν λεπτομερώς στον γιο του, Άλαν Σκοτ, μόλις το 2003. Ο γιος του έγραψε τη βιογραφία του πατέρα του με βάση τις διηγήσεις του.

Ο Χαφτ στάλθηκε για πρώτη φορά σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ένα μήνα πριν κλείσει τα 16 του χρόνια και ενώ ο ίδιος σχεδίαζε να παντρευτεί με την αγαπημένη του Λία με την οποία είχαν μεγαλώσει μαζί στην πόλη Μπεουχάτουφ της Πολωνίας, 160 χιλιόμετρα από την Βαρσοβία. Ο πόλεμος όμως χώρισε τον Χαφτ και την Λία κάτι που δεν ξεπέρασε ποτέ ο ίδιος ο Χαφτ.


Από τη στιγμή της πρώτης του σύλληψης, ο Χαφτ μεταφέρθηκε σε έξι διαφορετικά στρατόπεδα συγκέντρωσης από τα οποία κατάφερε να επιζήσει επί πέντε χρόνια. Όταν μεταφέρθηκε στο ανθρακωρυχείο Γιαβόρσνο, το οποίο θεωρούνταν υποστρατόπεδο του Άουσβιτς, χρειάστηκε να δουλέψει πολύ σκληρά. Τα στοιχεία δείχνουν ότι λόγω των πολύ σκληρών συνθηκών που επικρατούσαν εκεί σχεδόν κάθε μήνα περίπου 200 Εβραίοι κρατούμενοι που δεν μπορούσαν πλέον να εργαστούν μεταφέρονταν από το εν λόγω στρατόπεδο στους θαλάμους αερίων στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου, για να θανατωθούν.

Ο Χαφτ όμως άντεξε έναν χρόνο  μέχρι που έφτασε εκεί ένας ο Γερμανός αξιωματικός των SS. Ο αξιωματικός (ο Χαφτ δεν θυμόταν το όνομά του, όταν διηγήθηκε την ιστορία του) παρατήρησε την στιβαρή σωματική δομή του Χαφτ και σκέφτηκε ότι θα ήταν ιδανικός για τους αγώνες μποξ που διοργάνωναν. Άλλωστε, πριν τον πόλεμο ο Χαφτ είχε κάποια βασική εκπαίδευση πυγμαχίας στην Πολωνία. Έτσι, τον πήρε υπό την «προστασία» του  με την έννοια ότι φρόντιζε να τρώει λίγο καλύτερα για να παχύνει και να δυναμώσει, ώστε να μπορεί να παλέψει. Παράλληλα, όταν ο Χαφτ κάποια στιγμή έσπασε το πόδι του, ενώ δούλευε στα ορυχεία, και επρόκειτο να σταλεί στους θαλάμους αερίων ως «άχρηστος» πια, ο αξιωματικός επενέβη και τον έσωσε.

Ο αξιωματικός διέβλεψε σωστά όταν «πόνταρε» στον Χαφτ καθώς αποδείχθηκε εξαιρετικά αποδοτικός στους αγώνες, οι οποίοι έδωσαν ταυτόχρονα την ευκαιρία στον κρατούμενο να συνεχίσει να επιβιώνει, ενώ ταυτόχρονα διασκέδαζε τους αξιωματικούς. Ως επιτυχημένος μποξέρ, του δόθηκε επίσης και πιο ελαφριά δουλειά στα ανθρακωρυχεία.

Ο ίδιος ο Χαφτ υπολογίζει ότι έδωσε συνολικά περίπου 76 αγώνες πυγμαχίας με γυμνά χέρια κατά την παραμονή του στο Γιαβόρσνο. Συνήθως έδινε τρεις ή τέσσερις αγώνες εναντίον άλλων κρατουμένων τις Κυριακές και οι αγώνες τελείωναν όταν ένας από τους δύο δεν μπορούσε πλέον να σηκωθεί.

«Στην πραγματικότητα ήταν πυγμαχία μέχρι τέλους», θυμόταν ο Χάφτ αργότερα στη ζωή του. «Ένας από εμάς έπρεπε να μείνει στο έδαφος. Δεν ήταν επαγγελματικός ή ερασιτεχνικός αγώνας. Απλώς διασκέδαζε τους Γερμανούς. Ήξερα πώς να το κάνω και επέζησα», ανέφερε. Οι κρατούμενοι που έχαναν αντιμετώπιζαν συχνά την εκτέλεση ως «άχρηστοι» πλέον εργάτες.

Ο ηττημένος που τραυματιζόταν οδηγούνταν στο νοσοκομείο και αν δεν γινόταν καλά μετά από λίγες μέρες, μεταφερόταν στο Άουσβιτς και στους θαλάμους αερίων. Φυσικά, αν τραυματιζόταν πολύ βαριά και δεν υπήρχε πιθανότητα ίασης συχνά δολοφονούνταν επί τόπου.

Χάρη στις νίκες του, ο Χαφτ απέκτησε από τους Γερμανούς αξιωματικούς το παρατσούκλι «The Jew Animal» (Το εβραϊκό ζώο). Οι νίκες αυτές χάρισαν τη ζωή στον Χαφτ, ωστόσο τον γέμισαν ταυτόχρονα με τύψεις από τις οποίες δεν μπορούσε να απαλλαγεί μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο ίδιος υπολογίζει ότι περίπου 70 άντρες μπορεί να πέθαναν εξαιτίας της ήττας τους από αυτόν, μια ιδέα που τον γέμισε με ενοχές για πάντα.

Μετά την ένταξη του Χάρι Χαφτ στο Εβραϊκό Αθλητικό Hall of Fame τον Απρίλιο του 2007, αρκετούς μήνες πριν από το θάνατό του, ο ίδιος ρωτήθηκε αν είχε μετανιώσει. Ο γιος του Άλαν είπε ότι ο πατέρας του κοίταξε τις γροθιές του και απάντησε ότι «οι τύψεις του ήταν οι ζωές που πέρασαν από τα χέρια του».

Διαφυγή με υψηλό κόστος

Καθώς ο Σοβιετικός Στρατός πλησίαζε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Γιαβόρσνο, οι Ναζί έκλεισαν το στρατόπεδο και ανάγκασαν χιλιάδες επιζώντες κρατούμενους του να βαδίσουν δυτικά προς τη Γερμανία. Σε αυτήν την πορεία θανάτου μόλις τριάντα κρατούμενοι από τους χιλιάδες κατάφεραν να φτάσουν ζωντανοί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Φλόσενμπεργκ στη Γερμανία, κοντά στα τσεχικά σύνορα. Ένας από αυτούς ήταν ο Χαφτ μαζί με τον αδερφό του Πέρετζ.

Εκεί, χρειάστηκε να βιώσουν πολλές τρομακτικές νύχτες κλεισμένοι σε έναν στρατώνα με αιχμάλωτους που λιμοκτονούσαν. Κάποια στιγμή μάλιστα, υπήρξαν περιστατικά που κρατούμενοι σκότωσαν κάποιους άλλους, ώστε να επιδοθούν σε κανιβαλισμό για να παραμείνουν ζωντανοί. Για να επιβιώσουν, ο Χάρι και ο Πέρετζ χρειάστηκε να μείνουν πολύ κοντά ο ένας στον άλλο. «Ο πατέρας μου ήθελε να κάνει γνωστό ότι σε αυτό καταφεύγουν οι άνθρωποι όταν λιμοκτονούν και αντιμετωπίζουν ακραίες συνθήκες. Πρόκειται για ολοκληρωτική κατάρρευση του πολιτισμού σε εκείνο το σημείο», ανέφερε ο γιος του Χαφτ, Άλαν.

Όμως κι εκεί δεν έμειναν πολύ καθώς το στρατόπεδο βομβαρδίστηκε από τους συμμάχους. Έτσι, οι Γερμανοί αξιωματούχοι φόρτωσαν τους κρατούμενους σε φορτηγά και μετά από ένα τετραήμερο ταξίδι έφτασαν στην Πολωνία και στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Γκρος-Ρόζεν. Μετά από αρκετές εβδομάδες, το Γκρος-Ρόζεν εκκενώθηκε και αυτό και ο Χάρι με τον αδερφό του έφτασαν μετά από ένα διήμερο ταξίδι με τρένο σε ένα μεγάλο αεροδρόμιο λίγο έξω από το Άμπεργκ της Γερμανίας, όπου εργάζονταν καθαρίζοντας αεροπλάνα και βοηθώντας επισκευαστές.

Τον Απρίλιο του 1945, εκδιώχθηκαν από το αεροδρόμιο, όταν οι σύμμαχοι άρχισαν να το βομβαρδίζουν. Στην πορεία άκουγαν πυροβολισμούς από το πίσω μέρος της γραμμής και ο Χάρι Χάφτ αποφάσισε ότι ήταν η κατάλληλη ώρα για να προσπαθήσει να δραπετεύσει. Προσπάθησε να πείσει τον αδερφό του να πάει μαζί του, αλλά αυτός αρνήθηκε. Τελικά, έφυγε μαζί με έναν άλλο άντρα, ο οποίος ενώ έτρεχαν έπεσε νεκρός από τα πυρά των Γερμανών αξιωματικών. Ο Χαφτ έπεσε κάτω από τον νεκρό άντρα και όταν οι Γερμανοί τους έφτασαν για να επιβεβαιώσουν ότι είναι νεκροί δεν κατάλαβαν ότι ο Χαφτ ήταν ζωντανός κάτω από τον νεκρό άντρα.  Προσποιήθηκε τον νεκρό και έτσι κατάφερε να επιβιώσει.

Στην πορεία του προς τη σωτηρία, αφού δραπέτευσε, συνάντησε έναν Γερμανό αξιωματικό, ο οποίος έκανε μπάνιο σε ένα ποτάμι. Χρησιμοποίησε το πιστόλι του ίδιου του Γερμανού, για να τον σκοτώσει. Η οργή του ήταν τόση που στη συνέχεια πήρε το τουφέκι του νεκρού Γερμανού και τον χτύπησε άγρια στο κεφάλι μέχρι που το συνέθλιψε.

Ο Χαφτ έκλεψε τα ρούχα του αξιωματικού και όταν βρέθηκε σε μια μικρή αγροικία ενός ηλικιωμένου ζευγαριού Γερμανών προσποιήθηκε ότι ήταν Γερμανός στρατιώτης που είχε τραυματιστεί στο μέτωπο και τους ζήτησε βοήθεια. Το ζευγάρι πράγματι τον βοήθησε, ωστόσο το επόμενο πρωί ο άντρας άρχισε να κάνει στο Χαφτ περισσότερες ερωτήσεις σχετικά με την κατάστασή του και ο νεαρός κρατούμενος φοβήθηκε ότι θα αποκαλυφθεί και ότι το ζευγάρι θα τον καταδώσει στις αρχές. Έτσι, τους σκότωσε έκλεψε όσο φαγητό μπορούσε από την κουζίνα τους και διέφυγε στο κοντινό δάσος, όπου κρύφτηκε για εβδομάδες μέχρι που του τελείωσαν τα τρόφιμα. Τότε, άρχισε να ψάχνει για μια νέα φάρμα σχεδιάζοντας να παρουσιαστεί και πάλι ως τραυματισμένος Γερμανός στρατιώτης που είχε χωριστεί από τη μονάδα του. Όταν χτύπησε την πόρτα του πρώτου σπιτιού που βρήκε, μια γυναίκα άνοιξε και όταν τον είδε κατάλαβε αμέσως ότι της λέει ψέματα και άρχισε να του φωνάζει: «Δεν είσαι στρατιώτης. Δεν είσαι καν Γερμανός». Φοβούμενος και πάλι ότι θα τον καταγγείλει στις αρχές, έβγαλε το περίστροφο που είχε κλέψει από τον Γερμανό αξιωματικό και πυροβόλησε τη γυναίκα. Πήγε στην κουζίνα για να κλέψει φαγητό, αλλά άκουσε έναν θόρυβο. Σε μια ντουλάπα στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού, βρήκε ένα αγόρι περίπου 12 ετών, πιθανώς τον γιο της γυναίκας, να κρύβεται. Ο Χάφτ είπε στο αγόρι να μείνει στην ντουλάπα και στη συνέχεια έφυγε γρήγορα από το σπίτι.

Στη συνέχεια βρήκε καταφύγιο σε μια εγκαταλελειμμένη, μισογκρεμισμένη αγροικία στα περίχωρα της πόλης Ρέγκενσμπουργκ. Κάποια στιγμή παρατήρησε μια ομάδα ανδρών να πλησιάζει το κτίριο. Έπιασε το πιστόλι του και ήταν έτοιμος να πεθάνει πολεμώντας, αλλά είδε ότι οι άντρες είχαν μαζί τους μια αμερικανική σημαία. Άφησε το πιστόλι στην αγροικία και σήκωσε τα χέρια του καθώς έβγαινε έξω. Έπεσε στο έδαφος και σχεδίασε με το δάχτυλό του το αστέρι του Δαβίδ στο χώμα, για να καταλάβουν οι Αμερικανοί ότι ήταν Εβραίος, ενώ έδειξε στους στρατιώτες τους αριθμούς που είχαν κάνει οι Ναζί τατουάζ στο χέρι του. Ήταν επιτέλους ασφαλής.

Μια νέα ζωή

Μετά την συνάντησή του με τους Αμερικανούς στρατιώτες, ο Χαφτ οδηγήθηκε σε ένα χώρο συγκέντρωσης προσφύγων που είχε δημιουργήσει ο αμερικανικός στρατός στην Αυστρία. Εκεί, όπως όλοι, προσπάθησε να χτίσει ξανά τη ζωή του. Μάλιστα, στη συνέχεια πυγμαχούσε συστηματικά κερδίζοντας ακόμα και το Ερασιτεχνικό Εβραϊκό Πρωτάθλημα Βαρέων Βαρών τον Ιανουάριο του 1947 σε έναν διαγωνισμό που διοργάνωσε ο στρατός των ΗΠΑ στο μεταπολεμικό Μόναχο. Ο στρατηγός Λούσιους Κλέι του απένειμε το βραβείο του μετά τον αγώνα, ένα κύπελλο για τη διεκδίκηση του τίτλου στα βαρέων βαρών και ένα χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα επειδή ψηφίστηκε ως ο καλύτερος πυγμάχος του τουρνουά.

Έχοντας όνειρα να γίνει επαγγελματίας πρωταθλητής πυγμαχίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Χαφτ έστειλε ένα γράμμα στον θείο του, Σάμιουελ, που ζούσε στις ΗΠΑ ζητώντας του να τον φιλοξενήσει. Έτσι, το 1948 σε ηλικία 23 ετών μετανάστευσε στην Αμερική και έμεινε αρχικά με την οικογένεια του Σάμιουελ στο Νιου Τζέρσεϊ. Όπως θυμόταν ο ίδιος, όταν η θεία του Σάντι τον ρώτησε γιατί ήθελε να γίνει πυγμάχος αφού είχε αναγκαστεί να κάνει όσα έκανε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της απάντησε: «Μετά από όλα όσα έχω περάσει, τι μπορεί να μου κάνει κάποιος τύπος με γάντια;».

Ο Χαφτ ασχολήθηκε επαγγελματικά με την πυγμαχία ως ελαφρύς βαρέων βαρών το 1948 και το 1949. Αν και ξεκίνησε επιτυχημένα με 12 σερί νίκες, η συνέχεια δεν ήταν ελπιδοφόρα. Συνολικά έπαιξε σε 21 αγώνες από τους οποίους νίκησε τους 13. Ο τελευταίος της καριέρας του ήταν με τον μετέπειτα παγκόσμιο πρωταθλητή Ρόκι Μαρσιάνο στις 18 Ιουλίου 1949. Ο Χαφτ άντεξε για δύο γύρους, ωστόσο ο νεαρός ακόμα Μαρσιάνο τον έβγαλε νοκ άουτ στον τρίτο. Ο Χαφτ υποστήριξε αργότερα στον γιο του ότι τρεις άντρες της Μαφία τον είχαν προσεγγίσει το βράδυ του αγώνα και τον είχαν απειλήσει ότι αν δεν χάσει θα τον σκοτώσουν. Ο γιος του Χαφτ πάντως ξεκαθαρίζει ότι δεν πίστεψε ιδιαίτερα τον πατέρα του σε αυτό και πιθανότατα η ιστορία αυτή ήταν περισσότερο μια δικαιολογία για την ήττα δεδομένης και της σχέσης του Μαρσιάνο (ΦΩΤΟ) με την μαφία.

Πόλεμος και έρωτας

Όταν οι Ναζί συνέλαβαν τον Χαφτ στα 16 του ο ίδιος ήταν ερωτευμένος με μια κοπέλα από το χωριό του, την Λία, με την οποία σχεδίαζαν να παντρευτούν. Ωστόσο, ο πόλεμος έφτασε καταστρέφοντας τα όνειρα κάθε ανθρώπου. Όλα αυτά τα χρόνια, ο Χαφτ δεν ξέχασε ποτέ τον πρώτο του έρωτα και αμέσως μετά τη σωτηρία του προσπαθούσε να εντοπίσει ξανά την αγαπημένη του. Η προσπάθεια ωστόσο έμοιαζε μάταιη καθώς δεν υπήρχε κανένας για να τον ενημερώσει τι έχει συμβεί στην Λία μετά τον πόλεμο, η οποία είχε φύγει από την πόλη,  όπου μεγάλωσαν.

Ο ίδιος ο Χαφτ μιλώντας στον γιο του το 2003 υποστήριξε ότι η επιλογή του να παλέψει με τον Ρόκι Μαρσιάνο ήταν μεταξύ άλλων μια προσπάθεια για να βρει την Λία. Όπως του είπε, πίστευε ότι οι εφημερίδες θα έγραφαν το όνομά του και έτσι θα υπήρχε μια περίπτωση - αν η Λία ζούσε- να το δει και να τον αναζητήσει. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε.

Μετά το τέλος της καριέρας του στην πυγμαχία, ο Χαφτ μετακόμισε σε ένα πιο μικρό διαμέρισμα από αυτό που ζούσε και αναγκάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές, για να επιζήσει. Στην πολυκατοικία αυτή γνώρισε την 20χρονη Μίριαμ Βοφσόνικερ, ερωτεύτηκαν και πολύ σύντομα παντρεύτηκαν. Το ζευγάρι έκανε τρία παιδιά και άνοιξαν ένα μανάβικο στην περιοχή.

Η ανάμνηση της Λίας όμως δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Έτσι, οι αναζητήσεις του που δεν έπαψαν ποτέ απέδωσαν καρπούς το 1963. Πάνω από είκοσι χρόνια από τότε που την είδε για τελευταία φορά, ο Χαφτ έμαθε ότι η Λία είναι ζωντανή και μένει στο Μαϊάμι. Έτσι, διοργάνωσε ένα ταξίδι-έκπληξη με την οικογένειά του και όλοι μαζί πήγαν με τρένο στο Μαϊάμι. Εκεί, από το ξενοδοχείο ο Χαφτ κάλεσε στο σπίτι της Λία και μίλησε με τον σύζυγό της, Μάικλ, λέγοντάς του ποιος είναι. Ο Μάικλ του είπε ότι η Λία δεν μπορούσε να του μιλήσει, αλλά λίγο αφού έκλεισαν το τηλέφωνο ο Μάικλ τον κάλεσε ξανά και του είπε ότι η γυναίκα του ήθελε να τον συναντήσει. Ο Χαφτ νοίκιασε ένα αυτοκίνητο και επισκέφτηκε την Λία μαζί με τον γιο του Άλαν την επόμενη μέρα.

Εκεί, ο Χάρι ανακάλυψε ότι η Λία και ο σύζυγός της Μάικλ είχαν δύο παιδιά, μια έφηβη κόρη ονόματι Σάρα και έναν γιο τον Ντέιβιντ. Ανακάλυψε επίσης ότι η Λία έπασχε από καρκίνο σε τελικό στάδιο. Ο Χάρι και η αδύναμη Λία έκατσαν στην πίσω αυλή του σπιτιού και μίλησαν μόνοι τους για αρκετή ώρα σε μια έντονα συναισθηματική συνάντηση που πρόσφερε και στους δύο μια ολοκλήρωση. Ήταν η τελευταία φορά που την είδε.

Δαίμονες

Η ζωή του Χάρι Χαφτ πήρε ένα τελείως διαφορετικό μονοπάτι από αυτό που θα μπορούσε να ήταν αν οι Ναζί δεν του είχαν κλέψει το μέλλον του. Τα σημάδια που άφησε η φρικαλεότητα των στρατοπέδων συγκέντρωσης στο σώμα του επουλώθηκαν γρήγορα, όμως αυτό δεν συνέβη ποτέ στα σημάδια της ψυχής του.

Ο γιος του Χάρι Χαφτ, Άλαν Σκοτ, αναφέρει ότι ο πατέρας του είχε πολύ συχνά κακοποιητική συμπεριφορά τόσο απέναντι στη σύζυγό του όσο και στα παιδιά του. Ο Άλαν λέει πως η μητέρα του ήταν ωστόσο πάντα προστατευτική  απέναντι στον Χαφτ καθώς καταλάβαινε ότι όλο αυτό ήταν αποτέλεσμα αυτών που είχε βιώσει. Είναι δεδομένο με τις σημερινές γνώσεις περί ανθρώπινης ψυχολογίας ότι ο Χαφτ υπέφερε από μετατραυματικό σύνδρομο.

Ο γιος του Χάρι λέει ότι όταν ήταν ακόμα παιδί τη δεκαετία του 1950 φοβόταν να μιλήσει στον πατέρα του γιατί αυτός μπορούσε να «εκραγεί ανά πάσα στιγμή». Είπε ότι ο πατέρας του είχε «ψυχωτικά επεισόδια» που μερικές φορές κατέληγαν σε βίαια ξεσπάσματα. «Μια φορά, έσπασε κάθε παράθυρο του σπιτιού, όταν η αδερφή μου του είπε ότι θα παντρευτεί έναν μη Εβραίο», λέει ο Άλαν. «Και δεν μπορούσα να φέρω αντίρρηση σε τίποτα, αλλιώς θα με χτυπούσε. Ήταν τρελό».

«Είχα το μερίδιό μου σε ξυλοδαρμούς. Η αδερφή είχε κι αυτή το μερίδιό της σε λεκτική κακοποίηση. Η μητέρα μου τα δικαιολογούσε όλα λέγοντας ‘φταίει το παρελθόν του’», λέει ο Άλαν.

Ο Άλαν παραδέχεται ότι τα στο βιβλίο του δεν παρουσίασε αυτή την πλευρά του Χαφτ, καθώς ο πατέρας του ήταν ακόμα ζωντανός εκείνη την εποχή. Ωστόσο, προσπαθεί να μην είναι πολύ επικριτικός με τον πατέρα του καθώς αντιλαμβάνεται τις εμπειρίες που είχε ζήσει.

«Δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει από τις αναμνήσεις των στρατοπέδων συγκέντρωσης», έγραψε ο Άλαν για τον πατέρα του. «Είχε παλέψει με εφιάλτες σε όλη του τη ζωή και ως απάντηση σε οποιαδήποτε προσωπική ή οικογενειακή κρίση, απειλούσε πάντα να αυτοκτονήσει... Με τα σημερινά δεδομένα, ήμουν ένα κακοποιημένο παιδί», λέει ο Άλαν.


Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Χάρι Χαφτ δεν μίλησε ποτέ στον γιο του για τις εμπειρίες του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2003, όταν έδωσε στον Άλαν μια λεπτομερή περιγραφή για το βιβλίο του. Ο Χαφτ είπε ότι ήλπιζε πως ο γιος του θα καταλάβαινε γιατί φερόταν τόσο άσχημα ως πατέρας αν μάθαινε τα όσα είχε υποφέρει.

Ο Άλαν Σκοτ Χαφτ έγραψε τη βιογραφία του πατέρα του με βάση τις διηγήσεις του από εκείνες τις δύο ημέρες του Σεπτεμβρίου του 2003, οι οποίες καταγράφηκαν σε 20 κασέτες. Χάρη σε αυτό το βιβλίο και ένα graphic novel που ακολούθησε, η ιστορία του Χαφτ μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τίτλο «The Survivor» υπό την σκηνοθεσία του Μπάρι Λέβινσον και με τον Μπεν Φόστερ στον ρόλο του Χαφτ.

Ο Χάρι Χαφτ πέθανε τον Νοέμβριο του 2007 από καρκίνο στο σπίτι του στη Φλόριντα, όπου μετακόμισε με τη σύζυγό του μετά τη συνταξιοδότησή του.