Η ιστορία του θανατοποινίτη από την Ιαπωνία που έζησε περισσότερα χρόνια στη φυλακή από κάθε άλλον στον κόσμο περιμένοντας να τον εκτελέσουν. Τελικά ήταν αθώος...
Σχεδόν μισός αιώνας ζωής χαμένος. Ένας άντρας από την Ιαπωνία πέρασε 46 χρόνια στη φυλακή ως θανατοποινίτης μέχρι που κρίθηκε τελικά αθώος.
Ο 88χρονος σήμερα Ιβάο Χακαμάντα καταδικάστηκε σε
απαγχονισμό το 1968, αφού είχε κριθεί ένοχος για τη δολοφονία του αφεντικού
του, της συζύγου του και των δύο έφηβων παιδιών τους και για την πυρπόληση του
σπιτιού τους δύο χρόνια νωρίτερα.
Ο πρώην επαγγελματίας πυγμάχος έμεινε έκτοτε 46 χρόνια στη
φυλακή μέχρι που αφέθηκε ελεύθερος το 2014, όταν προέκυψαν νέα στοιχεία και
διατάχθηκε εκ νέου δίκη. Σύμφωνα με τα στοιχεία πιστεύεται ότι ο Χακαμάντα
είναι ο άνθρωπος που έχει μείνει για τα περισσότερα χρόνια στη φυλακή ως θανατοποινίτης.
Αν και η αποφυλάκισή του έγινε το 2014, η πλήρης δικαίωσή
του ήρθε μόλις τώρα. Η υπόθεσή του εκδικάστηκε τον Σεπτέμβριο του 2024 στο
περιφερειακό δικαστήριο της Σιζουόκα και ο προεδρεύων δικαστής, Κόσι Κούνι,
αναγνώρισε ότι είχαν κατασκευαστεί τουλάχιστον τρία αποδεικτικά στοιχεία. Σε αυτά
συμπεριλαμβάνεται η «ομολογία» του Χακαμάντα καθώς και τα ρούχα που οι
εισαγγελείς ισχυρίστηκαν ότι φορούσε τη στιγμή των δολοφονιών.
Μετά τη σύλληψή του το 1968, ο Χακαμάντα αρχικά αρνήθηκε ότι
λήστεψε και μαχαίρωσε θανάσιμα τα θύματα, αλλά ομολόγησε μετά από αυτό που
αργότερα περιέγραψε ως βάναυση αστυνομική ανάκριση που περιελάμβανε σωματική
κακοποίηση. Από τότε υποστήριζε πάντοτε την αθωότητά του, ενώ οι δικηγόροι του
ισχυρίστηκαν ότι η αστυνομία είχε κατασκευάσει τα ενοχοποιητικά στοιχεία.
«Οι ερευνητές ενοχοποίησαν τον Χακαμάντα προσθέτοντας το
αίμα στα ρούχα του», ανέφερε η απόφαση και επέκρινε τη χρήση «απάνθρωπων
ανακρίσεων που είχαν σκοπό να εξαναγκάσουν μια δήλωση επιβάλλοντας ψυχικό και
σωματικό πόνο».
Όπως φαίνεται, η αστυνομία είχε παραποιήσει τα ρούχα που
υποτίθεται ότι φορούσε εκείνη την ημέρα της δολοφονίας ο Χακαμάντα. Οι
δικηγόροι υπεράσπισης είπαν ότι οι εξετάσεις DNA στα ρούχα απέδειξαν ότι το
αίμα δεν ήταν του Χακαμάντα.
«Η ομολογία αποκτήθηκε με την κατάφωρη παραβίαση του
δικαιώματος του κατηγορούμενου να σιωπά, υπό συνθήκες εξαιρετικά πιθανές να
προκαλέσουν ψευδή ομολογία», ανέφερε ο δικαστής.
Τον Οκτώβριο του 2024, ο αρχηγός της αστυνομίας στην Ιαπωνία
επισκέφτηκε τον 88χρονο Χακαμάντα και
του ζήτησε προσωπικά συγγνώμη για τα σχεδόν 50 χρόνια που πέρασε στη φυλακή,
αλλά και για τα επιπλέον χρόνια που χρειάστηκαν για να αθωωθεί πλήρως.
«Λυπούμαστε που σας προκαλέσαμε ανείπωτη ψυχική οδύνη και
επιβάρυνση επί 58 χρόνια» είπε ο ανώτατος αξιωματικός κάνοντας μια βαθιά
υπόκλιση κατά την επίσκεψή του στο σπίτι του Χακαμάντα.
Ο κ. Χακαμάντα, ο οποίος δυσκολεύεται να μιλήσει λόγω της επιβάρυνσης
της ψυχικής του υγείας από τις δεκαετίες που βρέθηκε στην πτέρυγα των
θανατοποινιτών, μπόρεσε μόνο να πει: «Τι σημαίνει να έχεις την εξουσία... Από
τη στιγμή που έχεις την εξουσία, δεν πρέπει να γκρινιάζεις».
Η 91χρονη αδελφή του Χακαμάντα, Χιντέκο, η οποία ήταν στο
πλευρό του αδελφού της όλα αυτά τα χρόνια στην προσπάθειά του να αποδείξει την
αθωότητά του και έδωσε σθεναρή μάχη γι’ αυτό, ευχαρίστησε τον αρχηγό της
αστυνομίας που τους επισκέφθηκε.
Όπως είπε στους δημοσιογράφους, δεν είχε νόημα να κάνουν
παράπονα μετά από τόσα χρόνια, καθώς ο εν λόγω αξιωματικός «δεν εμπλέκεται στην
υπόθεση και ήρθε εδώ μόνο ως καθήκον του».
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη δίκη του Σεπτεμβρίου, οι
εισαγγελείς είχαν ζητήσει και πάλι τη θανατική ποινή για τον Χακαμάντα, ωστόσο
στη συνέχεια δεν άσκησαν έφεση στην αθωωτική απόφαση.
Το ανώτατο δικαστήριο είχε αρχικά αποφασίσει να μην ξανανοίξει
την υπόθεση του Χακαμάντα, η οποία ήταν πάντα το «κόκκινο πανί» για τους πολέμιους
της θανατικής ποινής, αλλά αντέστρεψε την απόφασή του και διέταξε επανάληψη της
δίκης τον Μάρτιο του 2023.
Μάχη κατά της θανατικής
ποινής
Οι υπεύθυνοι της εκστρατείας για την αθώωση του Χακαμάντα είπαν
ότι η δοκιμασία του αποκάλυψε τα ελαττώματα στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης
της Ιαπωνίας και τη σκληρότητα της θανατικής ποινής.
Οι θανατοποινίτες στην Ιαπωνία –μία από τις δύο μόνο χώρες
της G7 μαζί με τις ΗΠΑ που διατηρούν τη θανατική ποινή– ειδοποιούνται για την
εκτέλεσή τους με απαγχονισμό, μόνο ώρες πριν από αυτή και δεν τους δίνεται η
ευκαιρία να μιλήσουν με τους δικηγόρους ή τις οικογένειές τους. Η τελευταία
τους συνομιλία είναι συνήθως με έναν βουδιστή ιερέα.
«Είμαστε πολύ χαρούμενοι για την απόφαση του δικαστηρίου να
αθωώσει τον Ιβάο Χακαμάντα. Μετά από σχεδόν μισό αιώνα άδικης φυλάκισης και
άλλα 10 χρόνια αναμονής για την εκ νέου δίκη του, αυτή η ετυμηγορία είναι μια
σημαντική αναγνώριση της βαθιάς αδικίας που υπέμεινε για το μεγαλύτερο μέρος
της ζωής του. Τερματίζει έναν εμπνευσμένο αγώνα από την αδερφή του Χιντέκο και
όλους όσους τον υποστήριξαν, για να καθαρίσει το όνομά του», δήλωσε ο Μποράμ
Τζανγκ, ερευνητής της Ανατολικής Ασίας στη Διεθνή Αμνηστία.
«Καθώς γιορτάζουμε αυτή την καθυστερημένη ημέρα δικαιοσύνης
για τη Χακαμάντα, μας υπενθυμίζεται η μη αναστρέψιμη βλάβη που προκαλεί η
θανατική ποινή. Καλούμε σθεναρά την Ιαπωνία να καταργήσει τη θανατική ποινή για
να αποτρέψει αυτό να συμβεί ξανά», τόνισε.
Ωστόσο, η θανατική ποινή έχει υψηλά επίπεδα δημόσιας
υποστήριξης στην Ιαπωνία. Μια κυβερνητική δημοσκόπηση του 2019 διαπίστωσε ότι
το 80% των ερωτηθέντων θεωρούσε τη θανατική ποινή ως «αναπόφευκτη», ενώ μόνο το
9% υποστήριξε την κατάργηση.
Η περίπτωση του Χακαμάντα είναι «ένα μόνο από τα αμέτρητα
παραδείγματα του λεγόμενου συστήματος «δικαιοσύνης των ομήρων» της Ιαπωνίας», λέει
ο Τεπέι Κασάι, υπεύθυνος προγράμματος για την Ασία από το Παρατηρητήριο
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. «Οι ύποπτοι αναγκάζονται να ομολογήσουν κατά τη
διάρκεια μακρών και αυθαίρετων περιόδων κράτησης» και συχνά υπήρχε «εκφοβισμός
κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων».