Πώς είναι να ζεις στη βορειότερη πόλη του πλανήτη


Οι ατέλειωτες πολικές νύχτες, οι αδιανόητες θερμοκρασίες και η… απαγόρευση του θανάτου. Καλώς ήρθατε στο Λόνγκγιερμπιεν 

Στο νορβηγικό αρχιπέλαγος Σβάλμπαρντ, σε απόσταση 1.316 χλμ από τον Βόρειο Πόλο βρίσκεται το Λόνγκιερμπιεν, η βορειότερη πόλη στον πλανήτη. Οι 1.753 κάτοικοι της ζουν μια εντελώς διαφορετική ζωή. Από τις 27 Οκτωβρίου έως τις 15 Φεβρουαρίου κάθε έτους το Λόνγκιερμπιεν βυθίζεται στο σκοτάδι. Μάλιστα από τις 12 Νοεμβρίου έως τις 29 Φεβρουαρίου η νύχτα είναι απόλυτη για ολόκληρο το 24ωρο. Λόγω των βουνών οι κάτοικοι της πόλης ουσιαστικά βλέπουν τον Ήλιο μετά τις 8 Μαρτίου. Εκείνη την εβδομάδα γίνεται το Φεστιβάλ του Ήλιου με τους κατοίκους να γιορτάζουν το γεγονός ότι βλέπουν το άστρο μας για πρώτη φορά μετά από μήνες. Ακολουθεί μια ατελείωτη ημέρα που διαρκεί από τις 18 Απριλίου ως τις 23 Αυγούστου.

Η πόλη είναι καλυμμένη από χιόνι από τον Νοέμβριο έως τον Ιανουάριο με τη θερμοκρασία να κυμαίνεται από -4 έως -15. Καλοκαίρι στο Λόνγκιερμπιεν σημαίνει μια θερμοκρασία από 4 έως 7 βαθμούς Κελσίου.

Τον Μάρτιο του 1986 καταγράφηκε ρεκόρ με -46,3 βαθμούς αλλά αυτό που «τρομάζει» τους επιστήμονες είναι το ρεκόρ του Ιουλίου του 2020 όταν καταγράφθηκε το αδιανόητο για την πόλη 21,7 βαθμοί. Ήταν η θερμότερη μέρα στην ιστορία του Λόνγκιερμπιεν του οποίο η θερμοκρασία από το 1991 έως το 2020 έως ανέβει 3,6 βαθμούς κατά μέσο όρο. Το 2021 επιστήμονες ανακοίνωσαν ότι το Λόνγκιερμπιεν είναι η πόλη με την ταχύτερη αύξηση θερμοκρασίας στον πλανήτη.

Η ιστορία

Το 1901 ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζον Μουνρό Λόγκγιαρ επισκέφθηκε την περιοχή μαζί με μια ομάδα που αναζητούσε κοιτάσματα άνθρακα. Πέντε χρόνια μετά ίδρυσε μαζί με τον Φρέντερικ Έιγερ μια εταιρία εξόρυξης και άνοιξαν το πρώτο ορυχείο. Έχτισαν προβλήτες, κοιτώνες για τους εργάτες και μια σιδηροδρομική γραμμή που μετέφερε το κάρβουνο από το ορυχείο στο λιμάνι. Έτσι γεννήθηκε η Λόνγκγιαρ Σίτι όπως ήταν το αρχικό της όνομα. Σταδιακά άνοιξε και δεύτερο ορυχείο και η πόλη μεγάλωσε. Το 1920 χτίστηκε το πρώτο σχολείο και έναν χρόνο μετά η πρώτη εκκλησία. Το 1926 η Λόνγκγιαρ Σίτι μετονομάστηκε σε Λόνγκιερμπιεν.

Κατά τη διάρκεια του Β’Παγκοσμίου η πόλη εκκενώθηκε και εκεί τοποθετήθηκε μια γερμανική φρουρά η οποία αποχώρησε μετά τη βρετανική επιχείρηση Fritham. Τον Σεπτέμβριο του 1943 δύο πολεμικά πλοία των Ναζί βομβάρδισαν το Λόνγκιερμπιεν και ουσιαστικά το ισοπέδωσαν. Μόνο τέσσερα κτίρια επέζησαν και η πόλη ερημώθηκε. Ο πληθυσμός επέστρεψε σταδιακά μετά το τέλος του Πολέμου. Τοποθετήθηκαν τηλεφωνικές γραμμές και άνοιξε ραδιοφωνικός σταθμός. Το 1969 η πόλη απέκτησε και τηλεοπτική κεραία και πλέον μπορούσε να παρακολουθήσει τηλεόραση βλέποντας όμως το πρόγραμμα με δύο εβδομάδες καθυστέρηση. Ζωντανό πρόγραμμα οι κάτοικοι είδαν μετά το 1989. Το πρώτο δημοτικό συμβούλιο εκλέχθηκε το 1971 και τέσσερα χρόνια μετά άνοιξε το αεροδρόμιο. Στα 90s η πόλη «άνθισε» καθώς χτίστηκε ένα mall, ξενοδοχείο και πολλά καταστήματα. Η νορβηγική κυβέρνηση τοποθέτηση εκεί πολλά επιστημονικά ιδρύματα και τον Σεπτέμβριο του 1993 άνοιξε τις πύλες του το τοπικό πανεπιστήμιο. Το 2004 η πόλη απέκτησε σύνδεση οπτικών ινών.

Ταϊλανδοί στον Βόρειο Πόλο

Στην απογραφή του 2020 η πόλη είχε 1.753 κατοίκους, το 60% άνδρες. Η πλειονότητα ανήκε στην ηλικιακή ομάδα 25-44 και σχεδόν κανείς πάνω από 66 ετών. Οι 300 δεν ήταν Νορβηγοί πολίτες. Πρόκειται κυρίως για Ταϊλανδούς, Σουηδούς, Ρώσους και Ουκρανούς που εργάζονται στα ορυχεία. Συγκεκριμένα οι Ταϊλανδοί είναι η δεύτερη σε αριθμό πληθυσμιακή ομάδα. Οι πρώτοι ήρθαν τη δεκαετία του ’70 και στη συνέχεια έφεραν και τις οικογένειες τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην πόλη υπάρχει κατάστημα με ταϊλανδέζικα προϊόντα.

Η ζωή

Η ζωή στο Λόνγκιερμπιεν είναι ιδιαίτερα δύσκολη λόγω των συνθηκών με αποτέλεσμα ο μέσος όρος διαμονής του κάθε πολίτη είναι 6,3 χρόνια. Αναλυτικά είναι 6.6 για τους Νορβηγούς και μόλις 4,3 για τους αλλοδαπούς. Ουσιαστικά μιλάμε για μια κοινωνία «περιστρεφόμενης πόρτας» που ανανεώνεται μόνιμα. Η πλειονότητα εργάζεται στη βιομηχανία των εξορύξεων και ακολουθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι. Το 70% των νοικοκυριών αποτελούνται από ένα άτομο με μέσο όρο 1,6 ανά νοικοκυριών. Η πλειονότητα των οικογενειών που εργάζονται στο Λόνγκιερμπιεν δεν μένουν στην πόλη.

Αναγκαστικά δεν γίνονται υπαίθρια αθλήματα. Στην πόλη υπάρχει ένα κλειστό γήπεδο όπου πραγματοποιούνται αγώνες χάντμπολ και μπάντμιντον.

Τέλος να τονίσουμε ότι κοντά στην πόλη βρίσκεται το ραντάρ EISCAT που συλλέγει πληροφορίες από δορυφόρους αλλά  και η Παγκόσμια Τράπεζα Σπόρων.

Η πόλη στην οποία απαγορεύτε να πεθάνεις

Λόγω των ιδιομορφιών στην περιοχή στην πόλη ισχύουν κάποιοι ξεχωριστοί νόμοι σε σχέση με την υπόλοιπη Νορβηγία. Το Λόνγκιερμπιεν είναι γνωστό ως η πόλη στην οποία «απαγορεύεται να πεθάνεις». Αυτό συμβαίνει γιατί από το 1950 έχουν απαγορευθεί οι ταφές στην περιοχή. Υπάρχει μόνο η δυνατότητα καύσης των σορών. Η στάχτη μπορεί τα ταφεί μετά επίσημη έγκριση από τις τοπικές αρχές.

Η ταφή των σωμάτων απαγορεύτηκε όταν το 1950 διαπίστωσαν ότι σοροί που είχαν θαφτεί στην πανδημία γρίπης του 1918 παρέμειναν άθικτες λόγω της θερμοκρασίας. Αυτό σημαίνει ότι στα σώματα τους ίσως είχε διατηρηθεί ο θανατηφόρος ιός. Έτσι αν κάποιος είναι πολύ ηλικιωμένος ή πάσχει από κάτι σοβαρό μεταφέρεται σε άλλη περιοχή. Γι’ αυτό και οι κάτοικοι άνω των 66 είναι ελάχιστοι.

Πέραν της απαγόρευσης ταφής στο Λόνγκιερμπιεν απαγορεύονται επίσης και οι γάτες. Υπάρχει όριο στο αλκοόλ που μπορεί να αγοράσει κάποιος κάθε μήνα και επιβάλλεται να έχεις μαζί σου ισχυρό όπλο όταν θέλεις να περπατήσεις εκτός της πόλης. Η πιθανότητα να δεχθείς επίθεση από πολικές αρκούδες είναι μεγάλες.

Το Λόνγκιερμπιεν γίνεται όλο και ελκυστικότερο για τους τουρίστες που το χρησιμοποιούν ως βάση για να κάνουν εκδρομές στην τούντρα και να δουν το Βόρειο Σέλας. Η πόλη συνδέεται καθημερινά με πτήσεις από το Όσλο και το Τρόμσο. Το πιο δημοφιλές μέσο μετακίνησης στο Λόνγκιερμπιεν είναι το snowmobile.


«Όσοι δεν αποδέχονται το σκοτάδι δεν μένουν για πολύ»

Η Σεσίλια Μπλόμαντλ ζει εδώ και περίπου οκτώ χρόνια στο Λόνγκιερμπιεν και έγραψε το βιβλίο «Life on Svalbard: Finding Home on a Remote Island Near the North Pole». Η συγγραφέας από τη Σουηδία αναφέρει για τη ζωή στη βορειότερη πόλη στον πλανήτη:

«Την περίοδο της ατέλειωτης νύχτας η σελήνη, τ’ αστέρια και η περιστασιακή εμφάνιση που κάνει το Βόρειο Σέλας ήταν το μοναδικό φυσικό μας φως. Αν και θα θεωρήσετε ότι αυτή η περίοδος είναι η πιο δύσκολη για εκείνους που αποκαλούν την πόλη σπίτι τους, γρήγορα έμαθα ότι οι περισσότεροι την εκτιμούν. Η μεγάλη διαφορά είναι όλοι κυκλοφορούν με έναν φακό μόνιμα δεμένο στο κεφάλι τους.

Όσοι δεν μπορούν να αποδεχθούν το εκτεταμένο σκοτάδι συνήθως δεν μένουν για πολύ. Πρέπει να εκτιμήσεις τη φύση και να προσαρμοστείς. Ο ρόλος των δυνάμεων της φύσης εδώ είναι τόσο ισχυρός που διαμορφώνει την καθημερινότητα.

Το Λόνγκιερμπιν είναι τόσο βόρεια που βιώνει στον μέγιστο βαθμό τα αποτελέσματα της πολικής νύχτας. Κάθε περίοδος όμως έχει τη μαγεία της. Δεν λέω ότι όλοι εδώ αγαπούν την πολική νύχτα αλλά από τη στιγμή που επιλέξαμε να μείνουμε πρέπει να το αποδεχθούμε.

Πολλοί κάτοικοι θα σου μιλήσουν για την ηρεμία που φέρνει η ατέλειωτη αυτή νύχτα. Πώς οι ρυθμοί είναι πιο αργοί. Πλέον δεν μου αρέσουν τόσο οι μήνες του ήλιου του μεσονυχτίου. Αντιμετωπίζω τον χειμώνα σαν μια εποχή γεμάτη ευκαιρία. Ο κόσμος γίνεται πιο ήσυχος με μια παχιά στρώση χιόνι παντού. Απολαμβάνω τις βόλτες με τον σκύλο μου σε απολυτό σκοτάδι παρότι οι συνθήκες είναι δύσκολες.

Ξέρω πολύ καλά ότι δεν είναι όλα τέλεια. Οι έντονες χιονοπτώσεις σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν τα παράθυρα σου θα αντέξουν. Οι μετακινήσεις είναι πολύ δύσκολες. Όταν όμως επιστρέφεις σπίτι με μια κούπα καφέ, ένα αναμμένο κερί και το αγαπημένο σου βιντεοπαιχνίδι απολαμβάνεις την ομορφιά των απλών όμορφων πράγματων».