«Αν μ’ αγαπάς θα την σκοτώσεις»


Ο πατέρας που έπεισε την κόρη του να σκοτώσει τη μητριά της για να τον… σώσει. Η απίστευτη ιστορία της Σίναμον Μπράουν

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 19ης Μαρτίου 1985 η 14χρονη τότε Σίναμον Μπράουν (κεντρική φωτό) μπήκε στο υπνοδωμάτιο της μητριάς της, Λίντα (23 ετών). Στάθηκε από πάνω της και σιγουρεύτηκε ότι κοιμάται. Είχε μαζί της ένα πιστόλι κι ένα μαξιλάρι. Έβαλε το μαξιλάρι κοντά στη κοιλιά της Λίντα και πυροβόλησε. Η γυναίκα ξύπνησε και άρχισε να βογκά. Η Σίναμον πυροβόλησε πάλι και η μητριά της έμεινε ακίνητη. Στη συνέχεια η 14χρονη κατάπιε μια χούφτα χάπια επιχειρώντας να αυτοκτονήσει. Όταν η αστυνομία έφτασε στο σπίτι βρήκε τη Σίναμον μέσα στο σπιτάκι των σκύλων. Ήταν αναίσθητη και είχε κάνει εμετό, Αυτό την κράτησε στη ζωή. Στο χέρι της βρέθηκε ένα σημείωμα που έγραφε: Θεέ μου σε παρακαλώ συγχωρέσε με, δεν ήθελα να της κάνω κακό.

Η υπόθεση έμοιαζε απολύτως ξεκάθαρη. Η Σίναμον ομολόγησε υποστηρίζοντας ότι σκότωσε την μητριά της γιατί τη μισούσε. Ο πατέρας της, Ντέιβιντ Μπράουν κατέθεσε ότι είχε φύγει από το σπίτι τη στιγμή της δολοφονίας. «Δεν άντεχα τους ατέλειωτούς καβγάδες της Λίντα με τη Σίναμον» θα πει.

Την ώρα που η Σίναμον πυροβόλησε τη Λίντα στο σπίτι βρίσκονταν δύο ακόμα άτομα. Η αδελφή της Λίντα Μπράουν, Πάτι (17 ετών) και η Κρίσταλ, το μωρό της οικογένειας.

Με την ομολογία της και όλα τα στοιχεία να μην εμπλέκουν κάποιον άλλο η Σίναμον καταδικάστηκε σε 27 χρόνια φυλάκισης.

Η κοπέλα μεταφέρθηκε στη φυλακή όπου σε επικοινωνία με τον δικηγόρο της άρχισε να λέει ότι τα πράγματα δεν έπρεπε να εξελιχθούν έτσι. Όταν σταδιακά ο πατέρας της άρχισε να μην την επισκέπτεται και έμαθε ότι πλέον έχει σχέση με την 17χρονη αδελφή της μητριάς της, η Σίναμον «έσπασε» και αποκάλυψε τη σκοτεινή αλήθεια.

Κακοποίηση, χειραγώγηση, δολοφονία

Η οικογένεια Μπράουν έμοιαζε να είναι μια τυπική μεγαλοαστική οικογένεια της Καλιφόρνια. Ο 36χρονος Ντέιβιντ Μπράουν είχε μια επιτυχημένη επιχείρηση με υπολογιστές και με την 23χρονη σύζυγο του είχαν αποκτήσει πρόσφατα μια κόρη, την Κρίσταλ. Η Σίναμον είναι παιδί του Μπράουν από τον προηγούμενο γάμο και ζούσε μαζί τους. Στο ίδιο σπίτι έμενε και η αδελφή της Λίντα, η 17χρονη Πάτι Μπέιλι. Είχε μετακομίσει εκεί απ’ όταν ήταν 11 ετών.

Η Πάτι είχε βιώσει την κακοποίηση από τον πατέρα και τον αδελφό της και πίστευε ότι στο σπίτι των Μπράουν θα βρει ηρεμία. Λίγο αφότου μετακόμισε, ο Ντέιβιντ Μπράουν άρχισε να την κακοποιεί σεξουαλικά. «Με αυτά που είχα ζήσει θεωρούσα ότι έτσι είναι τα πράγματα, έτσι είναι ένα κανονικό σπίτι. Ερωτεύτηκα τον Ντέιβιντ, πίστευα ότι μου προσφέρει τα πάντα» θα πει η Πάτι (φωτό κάτω).

Για δύο χρόνια ο Ντέιβιντ Μπράουν έκανε πλύση εγκεφάλου στα κορίτσια. Τους έλεγε ότι η Λίντα και ο αδελφός της σχεδιάζουν να τον σκοτώσουν για να του πάρουν την επιχείρηση. Για να τον σώσουν έπρεπε να σκοτώσουν την Λίντα.

«Εγώ δεν έχω τα κότσια να το κάνω. Αν μ’ αγαπάς θα το κάνεις εσύ για εμένα. Είσαι ανήλικη και δεν θα πας στη φυλακή. Θα περάσεις λίγο χρόνο στο ψυχιατρείο και θα επιστρέψεις στο σπίτι» έλεγε συνέχεια στη Σίναμον.

Την ίδια ώρα ο Μπράουν έκανε ασφάλειες ζωής για την Λίντα. Σε περίπτωση θανάτου της θα έπαιρνε ένα ποσό κοντά στις 850.000 δολάρια.

Το βράδυ της δολοφονίας ξύπνησε τα κορίτσια και τους είπε: «Πρέπει να γίνει απόψε!». Έδωσε στη Σίναμον ένα πιστόλι και τα χάπια που θα έπαιρνε για να φανεί ότι αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Αυτό που δεν ήξερε το κορίτσι είναι ότι τα χάπια θα την σκότωναν. Επέζησε γιατί έκανε εμετό.

Στη συνέχεια ο Ντέιβιντ Μπράουν έφυγε από το σπίτι και πήγε σε ένα κοντινό κατάστημα. Μίλησε για αρκετή ώρα με τον υπάλληλο για να εξασφαλίσει άλλοθι. Στο σπίτι η Πάτι κρατούσε στην αγκαλιά της το μωρό και η Σίναμον έκανε αυτό που της είχε ζητήσει ο πατέρας της.

Η αποκάλυψη

Όταν η Σίναμον μπήκε στη φυλακή ο πατέρας της (φωτό) παντρεύτηκε σε ιδιωτική τελετή την Πάτι. Αγόρασαν καινούργιο σπίτι και αυτοκίνητα. Το 1987 απέκτησαν μια κόρη και δήλωσαν ένα ψεύτικό όνομα για το ποιος είναι ο πατέρας. Οι επισκέψεις στην Σίναμον ήταν σπάνιες και πάντα ο Ντέιβιντ Μπράουν της τόνιζε ότι κάνει προσπάθειες για να βγει με αναστολή.

Τελικά ο δικηγόρος της Σίναμον επικοινώνησε με τον εισαγγελέα και τον ενημέρωσε για την αλήθεια πίσω από τη δολοφονία. Πλέον η κοπέλα φορούσε συσκευή καταγραφής όταν την επισκεπτόταν ο πατέρας της. Τον μαγνητοφώνησαν να ομολογεί τα πάντα και να υπόσχεται στη Σίναμον ότι θα αναγκάσει την Πάτι να ομολογήσει ότι έκανε τη δολοφονία.

Ο Ντέιβιντ Μπράουν συνελήφθη και η Πάτι συμφώνησε να συνεργαστεί με τις αρχές και να καταθέσει εναντίον του. Ενώ ήταν προφυλακισμένος ο Μπράουν προσέφερε 500.000 δολάρια στον Ρίτσαρντ Στέινχαρτ, έναν συγκρατούμενο του που θα αποφυλακιζόταν άμεσα, για να σκοτώσει την Πάτι και δύο μέλη του εισαγγελικού γραφείου. Ο Στέινχαρτ ενημέρωσε τις αρχές και κατέγραψε την τηλεφωνική του συνομιλία με τον Μπράουν. Του είπε ψευδώς ότι είχε δολοφονήσει τα τρία άτομα και ο Μπράουν του απάντησε: «Θαυμάσια! Είσαι καλός άνθρωπος».

Το 1990 έγινε νέα δίκη και ο Ντέιβιντ Μπράουν καταδικάστηκε σε ισόβια χωρίς αναστολή. Πέθανε στη φυλακή το 2014. Η Πάτι πέρασε ένα διάστημα σε αναμορφωτήριο και αφέθηκε ελεύθερη ενώ η ποινή της Σίναμον μειώθηκε σε επτά χρόνια και αποφυλακίστηκε το 1992.

«Τον αγαπούσα. Δεν ήθελα να χάσω τον πατέρα μου. Γιατί να μου ζητούσε να κάνω κάτι που δεν θα ήταν σωστό;» θα καταθέσει η Σίναμον στη δεύτερη δίκη.