Ένας Σέρβος και μια Μουσουλμάνα ερωτεύονται στο Σαράγεβο. Όταν ο πόλεμος και το μίσος διαλύουν την πόλη προσπαθούν να επιβιώσουν. Μια ιστορία από τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας που θυμίζει αρχαία τραγωδία
Την Πρωτοχρονιά του 1984 ο Μπόσκο και η Αντμίρα έδωσαν το πρώτο τους φιλί. Ήταν 16 ετών και ζούσαν στο περήφανο για τη θρησκευτική και πολιτιστική ποικιλομορφία του Σαράγεβο. Ο Μπόσκο ήταν Σέρβος χριστιανός και η Αντμίρα μουσουλμάνα αλλά αυτό δεν θα μπορούσε να μπει εμπόδιο στον μεγάλο τους έρωτα.
«Μόνο η
γιαγιά είχε στην αρχή αντιρρήσεις, αλλά όταν γνώρισε τον Μπόσκο τον αγάπησε όπως
όλοι μας» λέει η μητέρα της Αντμίρα, Νέρα.
Ζούσαν
ευτυχισμένοι και σχεδίαζαν ένα κοινό μέλλον όταν ήρθε το τέλος της περίφημης «γιουγκοσλαβικής
αδελφότητας και ενότητας» του Τίτο.
«Όταν
ξεκίνησε ο πόλεμος κανείς δεν περίμενε ότι θα έρθει και σε εμάς. Όλοι πιστεύαμε
ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί σε εμάς, να συμβεί στο Σαράγεβο μας. Εδώ όλοι
ζούσαμε σαν αδέλφια χωρίς κανένα πρόβλημα. Πόσο λάθος είχαμε κάνει όμως»
τονίζει η μητέρα του Μπόσκο, Ράντα.
Το Σαράγεβο
έγινε ένας τόπος μαρτυρίου, μια πόλη υπό πολιορκία όπου ο κάθε πολίτης της ήταν
εν δυνάμει θύμα. Στους λόφους που το περιστοιχίζουν συγκεντρώθηκαν δυνάμεις
Σέρβων εθνικιστών. Σφυροκοπούσαν καθημερινά το Σαράγεβο με όλμους, οβίδες και
σφαίρες. Ελεύθεροι σκοπευτές εκτελούσαν αδιακρίτως αμάχους.
«Στην αρχή
όλοι μας πιστεύαμε ότι δεν θα κρατήσει πολύ. Λέγαμε θα τελειώσει σε 15 μέρες,
άντε το πολύ δύο μήνες. Τα πράγματα εξελίχθηκαν αλλιώς…» λέει ο πατέρας της
Αντμίρα, Ζίγιο.
Η φρίκη
δηλητηρίασε την πόλη με μίσος και η εποχή της αδελφότητας έμοιαζε πλέον τόσο
μακρινή.
Ο Μπόσκο
βρέθηκε μπροστά σε μια πολύ δύσκολη απόφαση. «Μου έλεγε ότι δεν μπορούσε να
πυροβολήσει Σέρβους. Αν τον καλούσαν στον μουσουλμανικό στρατό δεν θα πήγαινε.
Από την άλλη έλεγε ότι δεν μπορούσε να ανέβει στα βουνά και να ρίχνει στο
Σαράγεβο. Δεν μπορώ να ρίχνω στην πόλη που ζει η Αντμίρα και η οικογένεια της,
μου έλεγε» θυμάται η μητέρα του.
Ο Μπόσκο
έμεινε στο υπό πολιορκία Σαράγεβο και προσπαθούσε να κάνει όσο συχνότερα
γινόταν τη διαδρομή χιλιομέτρων από τη γειτονιά Κόσεβο, που έμενε, ως τα
προάστια της πόλης για να βλέπει την αγαπημένη του.
Ο Τσέλο
Η ζωή στην
πόλη γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Οι γείτονες του χθες έγιναν οι εχθροί του
σήμερα. Ο Μπόσκο όμως είχε μια… ασφάλεια ζωής. Ήταν ένας παιδικός φίλος του
αδελφού του Μπάνια.
Ο
μουσουλμάνος Ισμέτ Μπαϊράμοβιτς (ΦΩΤΟ) είχε μεγαλώσει μαζί με την οικογένεια του
Μπόσκο. «Με τον Μπάνια ήμασταν όλη μέρα μαζί, ήμασταν αχώριστοι. Η Ράντα ήταν
σαν μητέρα μου και ο Μπόσκο σαν μικρότερος μου αδελφός» λέει ο Μπαϊράμοβιτς.
Μεγαλώνοντας
έγινε αρχηγός συμμορίας, ο διαβόητος στο Σαράγεβο «Τσέλο». Οι φήμες λένε πως
στη φυλακή προστάτευσε τον μετέπειτα πρόεδρο της Βοσνίας, Αλίγια Ιζετμπέκοβιτς, και αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του. Μετά την έναρξη της πολιορκίας
ο «Τσέλο» εξελίχθηκε σε ηρωική φιγούρα για το Σαράγεβο. Έγινε ο υπερασπιστής
της πόλης αλλά και αυτός που ήλεγχε τη μαύρη αγορά και την ασφαλή έξοδο από το
Σαράγεβο.
Ο «Τσέλο»
είχε ξεκαθαρίσει σε όλους ότι ο Μπόσκο βρίσκεται υπό την προστασία του και
μάλιστα του είχε δώσει την άδεια να εμπορεύεται λαθραίο πετρέλαιο που αγόραζαν
παράνομα από τις δυνάμεις του ΟΗΕ. Ο Μπόσκο είχε βρει τρόπο να επιζήσει μέσα
στην κόλαση του Σαράγεβο και να είναι μαζί με την αγαπημένη του.
Μόνο οι… σφαίρες
«Η Αντμίρα
φοβόταν πολύ. Δεν άντεχε να βλέπει το αίμα. Ήταν όμως ευτυχισμένη που βρισκόταν
μαζί με τον Μπόσκο. Θυμάμαι καθόμασταν μια μέρα μαζί και τη ρώτησα: Μπορεί
αυτός ο πόλεμος να σας χωρίσει;
Μου
απάντησε: Αγαπημένη μου Ράντα, μόνο οι σφαίρες μπορούν να το κάνουν», θυμάται η
μητέρα του Μπόσκο.
Η πίεση
στους Σέρβους που είχαν μείνει στην πόλη είχε γίνει πλέον ασφυκτική και η Ράντα
ζήτησε τη βοήθεια του «Τσέλο» για να διαφύγει. «Μου είπε ότι θα το κανονίσει και
να μην ανησυχώ για τον Μπόσκο. Θα τον προστάτευε αυτός. Όταν έφτασε η μέρα είπα
στην Αντμίρα να προσέχει στον Μπόσκο. Θα το κάνω, μου είπε» λέει.
Ο Μπόσκο και
η Αντμίρα ήταν αποφασισμένοι να μείνουν μαζί στο Σαράγεβο. «Ήθελε να
παντρευτούν από σεβασμό στην οικογένεια μας αλλά η Αντμίρα έλεγε όχι. Οι γάμοι
μεταξύ μουσουλμάνων και Σέρβων εκείνη την περίοδο γίνονταν αντικείμενο
προπαγάνδας. Δεν ήθελε να τους εκμεταλλευτούν. Γιατί δεν το κάνετε μόνοι σας,
τη ρωτούσα και μου απαντούσε πως θα ήταν πολύ λυπηρό να παντρευτούν χωρίς
βρίσκεται εκεί κανείς από την οικογένεια του Μπόσκο. Ήθελε να γίνει σωστά και
όμορφα» θυμάται η μητέρα της Αντμίρα.
Η προδοσία του Μίσα
Την μοίρα
του ζευγαριού θα άλλαζε μια απόφαση ενός τρίτου προσώπου. Ο Μίσα ήταν φίλος και
συνεργάτης του Μπόσκο, Σέρβος κι αυτός. Τον Απρίλιο του 1993 προσφέρθηκε να
μεταφέρει τον Μπόσκο και την Αντμίρα στο κέντρο του Σαράγεβο. Ο «Τσέλο»
παντρευόταν και τους είχε καλέσει.
Κατά τη
διάρκεια του γαμήλιου πάρτι ο Μίσα εξαφανίστηκε. Πέρασε στη σερβική πλευρά και
τους παρέδωσε κωδικούς επικοινωνίας του βοσνιακού στρατού. «Αν ο φίλος σου, ο
συνεργάτης σου γίνεται προδότης τότε ο κόσμος σκέφτεται ότι μπορεί να τον
ακολουθήσεις κι εσύ. Ειδικά αν είσαι Σέρβος στο Σαράγεβο εκείνης της εποχής. Η
πίεση στον Μπόσκο αυξήθηκε. Άρχισαν να του επιτίθονται, ακόμα και να τον
χτυπούν. Αν δεν ήμουν εγώ θα τον σκότωναν», λέει ο «Τσέλο».
«Περίμενε
στην ουρά για ψωμί και πήρε την τελευταία φρατζόλα. Δεν είχε μείνει άλλο. Μια
γυναίκα άρχισε να φωνάζει: Δίνετε ψωμί στους τσέτνικ (Σέρβους) και εμάς μας
αφήνετε πεινασμένους. Ο Μπόσκο γύρισε και της έδωσε το ψωμί. Όταν επέστρεψαν
στο σπίτι η Αντμίρα έκλαιγε και ο Μπόσκο ήταν σε κακή ψυχολογική κατάσταση», θυμάται η μητέρα της κοπέλας.
Όταν οι
αρχές της πόλης τον κάλεσαν να εμφανιστεί σε 72 ώρες για ανάκριση ο Μπόσκο
αποφάσισε ότι έπρεπε να φύγει άμεσα από το Σαράγεβο. Η Αντμίρα θα τον
ακολουθούσε.
«Ήμουν
τρομοκρατημένη. Φαντάζεστε όμως πόσο δυνατός ήταν αυτός ο έρωτας, πόσο δύσκολο
ήταν για μια μουσουλμάνα να περάσει στη σερβική πλευρά; Δεν καταλάβαινα πώς
είχε τόσο θάρρος να το κάνει», λέει η μητέρα της.
Μέσω του
«Τσέλο» κανόνισαν την ημέρα και την ώρα της διαφυγής τους. Ο «Τσέλο»
επικοινώνησε με τη σερβική πλευρά ώστε να μην πυροβολήσουν. Το πρωί της 19ης
Μαΐου 1993 η Αντμίρα πήγε στο σπίτι των γονιών της και άφησε τη γάτα της. Η
μητέρα της προσπάθησε να την μεταπείσει αλλά της είπε: «Δεν μπορώ να κάνω
τίποτα άλλο μαμά, μόνο να πάω μαζί του. Γύρνα 30 χρόνια πίσω και σκέψου, εσύ θα
άφηνες τον μπαμπά;».
Δύο πυροβολισμοί
Το απόγευμα
της 19ης Μαΐου 1993 πήραν από έναν σάκο ο καθένας και ξεκίνησαν.
Στις 17:00 έφτασαν στην γέφυρα Βρμπάνια για να περάσουν στην υπό σερβικό έλεγχο
περιοχή της Γκρμπάβιτς. «Τους είχα πει να το κάνουν όταν θα είναι πλέον
σκοτεινά αλλά ο Μπόσκο βιαζόταν. Ήταν όμως αδύνατο να συμφωνήσεις με όλους
όσοι βρίσκονταν στην περιοχή εκείνη την περίοδο» θυμάται ο «Τσέλο».
Ο Σάσα
Μπογκοντάνοβιτς ήταν ένας από τους Σέρβους στρατιώτες που είχαν μιλήσει με τον
«Τσέλο» ώστε το ζευγάρι να περάσει τη γέφυρα με ασφάλεια. «Με είχε πάρει
τηλέφωνο και μου είχε εξηγήσει τι συμβαίνει. Το είχαμε κανονίσει και την
επόμενη μέρα θα περνούσε η θεία μου με τον ίδιο τρόπο. Όταν τους είδα τους
σφύριξα και μου απάντησε και ο Μπόσκο με τον ίδιο τρόπο. Περπατούσαν και
έσκυβαν» λέει.
Ο Ντίνο Κάπιν
ήταν διοικητής σε κροατική μονάδα που βρισκόταν στην περιοχή. Το απόγευμα της
19ης Μαΐου παρακολουθούσε τη γέφυρα και θυμάται: «Περίπου στις πέντε
ένας άντρας και μια γυναίκα πλησίασαν την γέφυρα. Καθώς τη διέσχιζαν ένας
πυροβολισμός ακούστηκε και μετά άλλος ένας».
Ελεύθερος
σκοπευτής πυροβόλησε πρώτα τον Μπόσκο και τον σκότωσε επί τόπου. Με τη δεύτερη βολή
πέτυχε την Αντμίρα η οποία σύρθηκε ουρλιάζοντας προς το σώμα του αγαπημένου
της, τον αγκάλιασε και ξεψύχησε.
Ο Αμερικάνος
φωτογράφος Μάρκ Μίλσταϊν βρισκόταν σε διαμέρισμα κοντά στην γέφυρα Βρμπάνια:
«Ήμουν μαζί με Βόσνιους στρατιώτες. Ένας από αυτούς μου είπε να κοιτάξω από το
παράθυρο. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι έτρεχαν στην γέφυρα. Έπιασα τη μηχανή αλλά
ήταν πολύ αργά. Τους πυροβόλησαν. Έβγαλα φωτογραφίες τα αγκαλιασμένα σώματα
τους. Αργότερα έμαθα ότι ήταν ο Μπόσκο Μπρκιτς και η Αντμίρα Ίσμιτς. Ήταν μόλις
25 ετών».
Οκτώ μέρες
Στο λεγόμενο
«μονοπάτι των ελεύθερων σκοπευτών» κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει για να
περισυλλέξει τα πτώματα των δύο νεαρών. Όπως φαίνεται όμως από τις φωτογραφίες
που τραβήχτηκαν με διαφορά ημερών, κάποιοι κατάφεραν να τραβήξουν με γάντζους
και σχοινιά τους δύο σάκους και να τους κλέψουν.
Τα σώματα
του Μπόσκο και της Αντμίρα έμειναν στη γέφυρα για οκτώ ολόκληρες μέρες. Από τη
βοσνιακή πλευρά τους έριξαν εμπρηστικές σφαίρες για να τα κάψουν αλλά δεν τα
κατάφεραν. Τελικά οι Σέρβοι ανάγκασαν Βόσνιους αιχμαλώτους να τραβήξουν τα
σώματα με γάντζους και σχοινιά. Ο Μπόσκο και η Αντμίρα θάφτηκαν αρχικά στο
νεκροταφείο Λουκάβιτσα αλλά το 1996 μεταφέρθηκαν στο Σαράγεβο, στο νεκροταφείο
Λαβ όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα.
Η μια πλευρά
κατηγορεί την άλλη για το ποιος πυροβόλησε το ζευγάρι. Έως σήμερα δεν έχει
αποδειχθεί ποιος ήταν ο δολοφόνος. Δεν υπήρχε κίνητρο ή λογική πίσω από αυτό το
έγκλημα αλλά έτσι ακριβώς συμβαίνει στον πόλεμο.
«Δεν μπορείς
να το εξηγήσεις, ήταν απλά δολοφονία. Κάποιος τους είδε και είπε ας τους ρίξω
δεν με νοιάζει ποιοι είναι. Τόσο απλή είναι τρέλα του πολέμου» λέει ο «Τσέλο» ο
οποίος το 2008 αυτοκτόνησε σε ηλικία 42 ετών.
Επίλογος
Η μητέρα της
Αντμίρα βρήκε μια επιστολή της κόρης κρυμμένη μέσα στη σακούλα με τροφή για τον
γάτο που της είχε αφήσει. Στο γράμμα έγραφε:
«Αγαπημένη
μου μητέρα: Φεύγουμε απόψε και ό,τι κι αν συμβεί θα σε πάρω τηλέφωνο μόλις
περάσουμε στην άλλη πλευρά. Θα ανησυχώ για εσένα και τον Ζούτσα (ο γάτος της).
Ο Μπόσκο κι εγώ αποφασίσαμε πως όταν τελειώσει ο πόλεμος θα γυρίσουμε στο
Σαράγεβο. Όλα θα πάνε καλά, σαν να μην έγινε ποτέ ο πόλεμος. Μην ανησυχείς για
εμένα, να προσέχεις τον εαυτό σου, θα είναι πιο εύκολο για εμένα. Σ’ αγαπώ τόσο
πολύ, η Αντμίρα σου».