Ο τραγουδιστής ήταν στην πίστα όταν ο Νίκος Κοεμτζής ανέβηκε και ζήτησε ένα τραγούδι. Έγινε αυτόπτης μάρτυρας ενός από τα πλέον διαβόητα εγκλήματα στη ιστορία της Ελλάδας
Ο τραγουδιστής Κώστας Καρουσάκης έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών. Έκανε τεράστιες επιτυχίες τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 και ήταν πρώτο όνομα σε νυχτερινά μαγαζιά της εποχής. Πέραν από την πορεία του ως τραγουδιστής ο Κώστας Καρουσάκης συνέδεσε το όνομα του με την υπόθεση της «Παραγγελιάς», το έγκλημα του Νίκου Κοεμτζή. Ήταν στην πίστα όταν ο Κοεμτζής ανέβηκε να ζητήσει ένα τραγούδι για να χορέψει αυτός και ο αδελφός του. Στο βιβλίο της συζύγου του Γιούλης Καρουσάκη: «Κώστας Καρουσάκης - Τα λερωμένα… τ’ άπλυτα… της Νύχτας» (εκδόσεις Δρόμων) ο ίδιος ο τραγουδιστής εξιστορεί τα όσα βίωσε το βράδυ του τριπλού φονικού και πώς βρέθηκε τετ α τετ με τον Κοεμτζή αμέσως μετά το έγκλημα.
Αναλυτικά όλα
όσα λέει ο Κώστας Καρουσάκης:
« Το ίδιο
πρόγραμμα μεταφέρθηκε στη «Νεράιδα της Αθήνας», στην Κυψέλη, Αγίου Μελετίου και
Δροσοπούλου, όπου έγινε η μεγάλη σφαγή με τον Νίκο Κοεμτζή. Το μαγαζί το είχαν
δύο - τρείς συνέταιροι, δε θυμάμαι τα ονόματά τους, ο ένας πάντως απ’ αυτούς
λεγόταν Τάκης Σχίζας. Την εποχή εκείνη
μάζευα τραγούδια για τον πρώτο μου μεγάλο δίσκο. Το κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας»
ήταν πολύ γνωστό στη νυχτερινή ζωή της πόλης και το σχήμα με τον Τάκη
Αθανασιάδη κι εμένα γνώρισε εκεί μεγάλη επιτυχία. Δυστυχώς όμως το όνομα του
μαγαζιού αυτού δέθηκε μ’ ένα από τα πιο τραγικά γεγονότα της Αθηναϊκής νύχτας.
Ένα
Σαββατόβραδο, Απόκριες του 1973, το μαγαζί ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Δεν έβρισκες
καρέκλα να καθίσεις. Είθισται σε όλα τα νυχτερινά κέντρα να κρατούν ένα τραπέζι
μπροστινό, σε περίπτωση που κάποιος επώνυμος έρθει ξαφνικά και ζητήσει «πρώτο
τραπέζι πίστα».
Έτσι κι
εκείνο το βράδυ, όπως ουσιαστικά και κάθε βράδυ, γιατί το μαγαζί πήγαινε πολύ
καλά, ο μετρ κρατούσε ένα τραπέζι ρεζερβέ. Μπήκε ξαφνικά μια παρέα πέντε
ατόμων, τρεις άντρες και δυο γυναίκες. Αυθαίρετα, πήγαν και κάθισαν σ’ εκείνο
το ρεζερβέ, πλαϊνό μπροστινό τραπέζι. Ο μετρ δεν έφερε αντίρρηση και ο
σερβιτόρος έβαλε το ουίσκι στο τραπέζι. Εκείνη την ώρα ήμουν στην πίστα και
τραγουδούσα την επιτυχία μου, το «Όχι το λένε οι δυνατοί» (στίχοι Τάκη Κωλέττη
- μουσική δική μου).
Μετά το slow τραγούδι μου άρχισα να τραγουδάω τσιφτετέλια και ζεϊμπέκικα, γιατί οι πελάτες ήθελαν να χορέψουν. Ο κόσμος εκείνη τη βραδιά του Σαββάτου ήταν στα μεγάλα του κέφια, χόρευε και διασκέδαζε με την ψυχή του. Τότε ο ένας από την παρέα των πέντε ατόμων, που στη συνέχεια απεδείχθη πως ήταν ο αδερφός του Νίκου Κοεμτζή, με φώναξε κοντά του για να μου πει κάτι. Όλοι γνωρίζουν πως όταν ο τραγουδιστής είναι πάνω στην πίστα, έχει καλύτερη επαφή με τους πελάτες που κάθονται στα μπροστινά τραπέζια, λόγω της μικρής απόστασης μεταξύ τους. Τώρα βέβαια με τα μικρόφωνα τελευταίου τύπου ο καλλιτέχνης έχει πρόσβαση σε όλο το μαγαζί, τότε όμως μπορούσε να κάνει τόσα βήματα προς τα τραπέζια, όσα του επέτρεπε το καλώδιο του μικροφώνου.
Θα μου πεις παραγγελιά τις «Βεργούλες» για να χορέψω.
Για όσους
δεν ξέρουν, «παραγγελιά» είναι η επιθυμία ενός πελάτη να ακούσει ένα
συγκεκριμένο τραγούδι το οποίο χορεύει ο ίδιος στην πίστα μόνος του. Τις
περισσότερες φορές η «παραγγελιά» είναι ζεϊμπέκικο και οι δικοί του φίλοι τον
ραίνουν με λουλούδια, σπάζοντας πιάτα και χτυπώντας του παλαμάκια γονατιστοί,
ενώ εκείνος φέρνει τις βόλτες του. Όταν όμως η πίστα είναι γεμάτη κόσμο που
χορεύει, είναι πολύ δύσκολο να τον απομακρύνεις για να ικανοποιήσεις την
επιθυμία του ενός πελάτη να χορέψει την «παραγγελιά».
Δεν μπορώ,
του απάντησα σκύβοντας προς το τραπέζι του. Κοίτα τι γίνεται!... Χορεύουν τόσοι
άνθρωποι. Είναι δύσκολο να τους κατεβάσω Σαββατιάτικα απ’ την πίστα…
Μου γνέφει
απειλητικά με τη γνωστή χειρονομία, βάζοντας το δείκτη του χεριού του στα χείλη
του. «Όταν κατέβεις θα τα πούμε…»
Από ένστικτο
για να αποφύγω μια πιθανή φασαρία, ύστερα από την απειλητική διάθεση του
συγκεκριμένου πελάτη, είπα το σλόου - λεζάντα τραγούδι μου «Ήταν κι αυτή μια
περιπέτεια», για να σταματήσει ο κόσμος να χορεύει και να κατέβει από την
πίστα. Τελείωσα το πρόγραμμά μου γρηγορότερα και πήγα στην κουζίνα του κέντρου
να πιω λίγο νερό. Στο διάδρομο συνάντησα τον Τάκη Αθανασιάδη και εν ολίγοις του
είπα το περιστατικό που πριν λίγο είχε συμβεί. Του ζήτησα να τραγουδήσει
εκείνος την «παραγγελιά» αν τη ζητήσουν ξανά.
Η παρέα του Νίκου Κοεμτζή ζήτησε το συγκεκριμένο τραγούδι και από τον Τάκη Αθανασιάδη, που της έκανε το χατίρι. Ο αδερφός του Νίκου σηκώθηκε για να χορέψει την «παραγγελιά». Όμως η πίστα ήταν γεμάτη. Με την έναρξη του τραγουδιού ο κόσμος άρχισε να χορεύει μαζί του το συγκεκριμένο ζεϊμπέκικο. Εκείνος πλησίασε τον τραγουδιστή και τον πίεζε να πει στο μικρόφωνο πως οι «Βεργούλες» είναι «παραγγελιά» και ήθελε να χορέψει μόνος του. Ο Τάκης αρνήθηκε λέγοντάς του «Πέστο εσύ στο μικρόφωνο να φύγουν απ’ την πίστα, γιατί εγώ δεν το λέω. Ζήτησέ το εσύ από τον κόσμο, για να χορέψεις όπως γουστάρεις…».
Εγώ ήμουν
στην άκρη του διαδρόμου, κοντά στην πίστα, παρακολουθώντας τα δρώμενα.
Πράγματι, εκείνος δεν δίστασε, και πήρε το μικρόφωνο στα χέρια του φωνάζοντας
δυνατά:
Κατεβείτε
όλοι κάτω ρε για να χορέψω εγώ! «Παραγγελιά», δεν ακούτε ρε… εεεεε;
Φυσικά οι
πελάτες δεν υπάκουσαν. Από τη μια το ποτό και η ωραία διάθεση που είχαν, από
την άλλη ο χορός που απολάμβαναν, δεν κατάλαβαν περί τίνος επρόκειτο και
συνέχισαν να χορεύουν. Τότε εκείνος άρχισε να τους σπρώχνει βίαια. Σπρώξιμο στο
σπρώξιμο τυχαία έπεσε πάνω σε δύο αστυνομικούς με πολιτικά που κι εκείνοι
χόρευαν.
Ο Νίκος
Κοεμτζής βλέποντας τη βαβούρα πάνω στην πίστα, ανέβηκε, έβγαλε το μαχαίρι του
κι άρχισε να μαχαιρώνει όποιον έβρισκε μπροστά του. Είχε πάθει αμόκ. Δεν ξέρω
τι θα μπορούσε να τον είχε επηρεάσει τόσο πολύ, ώστε ν’ ανέβει στην πίστα και
να «καρφώνει» τους πελάτες που χόρευαν. Είναι μια σκηνή που δεν θα ξεχάσω ποτέ
στη ζωή μου. Το μαχαίρι του έσταζε αίμα από αυτούς που είχε μαχαιρώσει. Στην
προσπάθειά του να ξεφύγει, μαχαίρωνε και όποιον συναντούσε στο διάβα του μέχρι
να φτάσει στην έξοδο του κέντρου, προτείνοντας το μαχαίρι του δεξιά και
αριστερά, αριστερά και δεξιά, προφανώς για να μην μπορεί κανείς να τον
πλησιάσει και τον εμποδίσει μέχρι να ξεφύγει.
Οι άνθρωποι
έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο πανικόβλητοι, ουρλιάζοντας, προσπαθώντας να βγουν
έξω από το κέντρο, βλέποντας τους νεκρούς πεσμένους στην πίστα και τους
τραυματισμένους να βογκούν από τον πόνο. Αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι που πριν λίγο
έπιναν, γλεντούσαν και χόρευαν ήταν άλλοι νεκροί και άλλοι βαριά
τραυματισμένοι. Δεν μπορώ με λόγια να περιγράψω τη σκηνή του τρόμου. Οι
σερβιτόροι, όλοι οι άνθρωποι του κέντρου, οι καλλιτέχνες προσπαθούσαμε να
βοηθήσουμε εκείνους που είχαν τραυματιστεί.
Στην
προσπάθειά μου να βρω κάποιον να ειδοποιήσει τα ασθενοφόρα έφθασα στην έξοδο,
την ίδια ακριβώς στιγμή με τον Νίκο Κοεμτζή. Ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του.
Τον κοίταξα και με κοίταξε. Έμεινα ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα απ’ όσο
μπορώ να θυμηθώ και να συνειδητοποιήσω το χρόνο εκείνες τις μοιραίες στιγμές.
Κοντά μου ήρθε ο Γιώργος Γιαλούρης, χρόνια επιχειρηματίας νυχτερινών κέντρων
και φίλος μου. Αντελήφθη τον κίνδυνο που διέτρεχα και μ’ έσπρωξε προς τον τοίχο
για να φύγω από το οπτικό πεδίο του Κοεμτζή και από την τροχιά του μαχαιριού
του. Ο Κοεμτζής κρατώντας πάντα το μαχαίρι του χάθηκε μέσα στη νύχτα.
Οι υπόλοιποι
της παρέας, μόνο οι άντρες, ανακατεύτηκαν με τον κόσμο, ενώ οι γυναίκες για
λόγους που δεν γνωρίζω, είχαν αποχωρήσει από το κέντρο πριν το φονικό. Ανάμεσα
στους θαμώνες στο πρώτο τραπέζι ήταν ο πολιτικός μηχανικός Κώστα Ξύπας με τη
σύζυγό του και τη συντροφιά της. Ένας απ’ την παρέα ήταν και ο φίλος μου ο
Φάνης που ο Κοεμτζής τον μαχαίρωσε στην προσπάθειά του να φύγει προς την έξοδο.
Ευτυχώς ο φίλος μου ήταν τυχερός, γιατί αν και τα χτυπήματα ήταν σοβαρά, τη
γλίτωσε. Κατά τη διάρκεια του μακελειού, σύμφωνα και με άλλους αυτόπτες
μάρτυρες, το αίμα των ανθρώπων πεταγόταν τόσο μακριά που τα ρούχα των
περισσότερων θαμώνων του κέντρου είχαν γεμίσει αίματα. Όλοι οι τραγουδιστές
είχαμε πάθει σοκ και καθίσαμε σ’ ένα πεζούλι, έξω από το κέντρο κλαίγοντας μ’
αναφιλητά οι περισσότεροι, κυρίως οι γυναίκες. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει
πως μια βραδιά Σαββατιάτικου αποκριάτικου γλεντιού είχε μετατραπεί σε τραγωδία.
Ήρθαν τα ασθενοφόρα . Ο ήχος από τις σειρήνες τους σκορπιζόταν στον αέρα. Γιατροί, νοσοκόμοι προσπαθούσαν να σώσουν όποιον μπορούσαν.
Τρεις
νεκροί, εκ των οποίων οι δύο ήταν αστυνομικοί, και εφτά τραυματίες ο
απολογισμός του αιματηρού φονικού. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως υπήρχε μια κοπέλα
σε αναπηρική καρέκλα που είχε έρθει εκείνο το βράδυ για να με ακούσει. Δυστυχώς
έχασε τον αδελφό της, που ήταν μηχανικός αυτοκινήτων, από το φονικό μαχαίρι.
Έκλαιγε απαρηγόρητα πάνω από το σώμα του νεκρού αδελφού της που έμελλε να χάσει
μέσα σε μια κακιά στιγμή. Και τι τραγική ειρωνεία. Δεν μπορούσε να σηκωθεί από
την αναπηρική καρέκλα για να τον αγκαλιάσει!
Η πίστα ήταν γεμάτη αίματα. Κανείς δεν άντεχε να καθαρίσει το χώρο από το αίμα τόσων αθώων. Ακόμη ακούω στ’ αυτιά μου τα βογκητά των τραυματισμένων και τις κραυγές απόγνωσης των φίλων και των συγγενών των θυμάτων.
Την άλλη
μέρα οι εφημερίδες έγραφαν από τρομερές ανακρίβειες έως ψέματα. Ότι το τραγούδι
που ζητήθηκε ως «παραγγελιά» ήταν το «Ο χάρος βγήκε παγανιά». Αλλά πώς μπορούσε
να είναι αυτό το συγκεκριμένο τραγούδι; Αυτό είναι χασαποσέρβικο και δεν
χορεύεται ζεϊμπέκικο, όπως ήθελε να χορέψει ο Κοεμτζής. Ενώ το τραγούδι της
παραγγελιάς ήταν «Οι Βεργούλες», ένα καθαρόαιμο ζεϊμπέκικο του Μάρκου
Βαμβακάρη.
Στη δίκη
ήμουν ένας από τους βασικούς μάρτυρες. Ορκίστηκα στο Ευαγγέλιο να πω την
αλήθεια και την είπα χωρίς φόβο και πάθος. Περιέγραψα όλα όσα είδα, όλα όσα
βίωσα εκείνη την εφιαλτική νύχτα. Πολλά βράδια από τότε δεν μπορούσα να
κοιμηθώ.
Το μαγαζί
έκλεισε ένα τριήμερο για να ολοκληρωθεί η ανάκριση. Προσωπικά παρακάλεσα τον
τότε Διοικητή του αστυνομικού τμήματος της Κυψέλης, τον Γιώργο Μπακογιάννη, να
μας αφήσει να δουλέψουμε, γιατί αν παρέμενε μεγάλο χρονικό διάστημα κλειστό,
μέχρι να τελειώσουν οι ανακρίσεις, θα έμεναν στο δρόμο σαράντα οικογένειες
εργαζομένων. Πράγματι το μαγαζί άνοιξε για όλη την υπόλοιπη σεζόν.
Κάθε βράδυ
γινόταν το αδιαχώρητο. Οι περισσότεροι έρχονταν να δουν από κοντά όχι μόνο το
πρόγραμμα αλλά και τον χώρο που συνέβη το φονικό. Κανένας από όλους εμάς που
δουλεύαμε εκεί δεν μπορούσε να το ξεχάσει. Όλοι ήμασταν μουδιασμένοι, σα
χαμένοι. Η επιθυμία μας ήταν, να μετακομίζαμε σε άλλο χώρο, να μην «πατάμε» την
πίστα που άφησαν την τελευταία τους πνοή οι συνάνθρωποί μας. Αλλά αυτό δεν ήταν
δυνατόν να γίνει. Συνεχίσαμε να ζούμε, να δουλεύουμε, χωρίς όμως να ξεχάσουμε
το τραγικό γεγονός που σημάδεψε τη ζωή όλων μας. Αιωνία η μνήμη αυτών των
ανθρώπων που τόσο άδικα έφυγαν από τη ζωή».