Με απήγαγαν Σομαλοί πειρατές. Για 93 μέρες ήμουν σίγουρη ότι θα πεθάνω


Η Τζέσικα Μπουτσάναν μιλάει για την τρομακτική της εμπειρία στη Σομαλία. Για τρεις μήνες ήταν αιχμάλωτη Σομαλών πειρατών. Ήταν σίγουρη ότι θα πεθάνει μέχρι το βράδυ που έφτασαν οι «Seals»

«Τις πρώτες στιγμές το μυαλό μου άδειασε αλλά το σώμα μου ήξερε. Η εμπειρία του τρόμου ήταν περισσότερο σωματική. Πάγωσα και ήταν ίδια ώρα ένιωθα ότι καιγόμουν ενώ δυσκολευόμουν να αναπνεύσω. Σκεφτόμουν συνέχεια: Αυτό είναι πολύ κακό, αυτό είναι κακό. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω από αυτό. Τίποτα δεν σε προετοιμάζει για κάτι τέτοιοι γιατί ποτέ δεν σκέφτεσαι ότι θα σου συμβεί. Δεν παίζει ρόλο που βρίσκεσαι, πάντα σκέφτεσαι ότι θα είσαι η εξαίρεση, έτσι επιζούν πνευματικά οι άνθρωποι. Ξαφνικά λοιπόν σε χτυπάει σαν ρόπαλο στο κούτελο. Δεν είσαι πια η εξαίρεση, το ζεις και δεν έχεις τη δυνατότητα να κάνεις τίποτα» τονίζει η Τζέσικα Μπουτσάναν.

Τον Οκτώβριο του 2011 η 32χρονη τότε Αμερικανίδα εργαζόταν στη σομαλική πόλη Χαργκέισα. Μαζί με τον Σουηδό σύζυγο της Έρικ Λάντεμαλμ δούλευαν σε μια μη κυβερνητική οργάνωση. Η Τζέσικα δίδασκε στα παιδιά πώς να αποφεύγουν τις νάρκες και τι να κάνουν όταν βρίσκουν πυρομαχικά. «Στην Αφρική υπάρχει πάντα κάτι νέο παρατηρήσεις, κάποια νέα εμπειρία. Εκτιμούσα πολύ και την απλότητα. Ο κόσμος υπέφερε αλλά την ίδια στιγμή ήταν χαρούμενος. Το ζήλευα αυτό. Ένιωθα ότι η δουλειά μου σημαίνει κάτι. Είναι αμφισβητήσιμο αν οι εθελοντές βοηθούν πραγματικά αλλά τότε ήμουν απολύτως αφελής, ένιωθα ότι έκανα καλό στον κόσμο» λέει η Τζέσικα.

Τον Οκτώβριο του 2011 πήγε σε με εκπαιδευτική αποστολή 770χλμ μακριά από την Χαργκέισα. Η περιοχή ήταν επικίνδυνη, βρισκόταν στο κέντρο τοπικών συγκρούσεων και ήταν έδρα Σομαλών πειρατών. «Δεν ήθελα να πάω και το είχε αναβάλει τρεις φορές. Εκείνη την ημέρα ταξιδεύαμε με ένα 4Χ4 με τον Δανό συνεργάτη μου Πόουλ Χάγκεν Θίστεντ. Ένα όχημα μας πλησίασε και μας ανάγκασε να σταματήσουμε. Ακούστηκαν πυροβολισμοί και άνοιξαν τις πόρτες μας. Οπλισμένοι άντρες μπήκαν μέσα και μας διέταξαν να οδηγήσουμε. Ένας από τους άντρες που έβαλε το καλάσνικοφ του στο κεφάλι μου. Μετά άρχισε να ψάχνει την τσάντα μου. Πέταξε όλα τα πράγματα έξω και τελικά την άφησε. Ήταν φτιαγμένος με χατ (ένα φυτό με ψυχοτρόπες ουσίες που μασούν στη Σομαλία. Το έβλεπες στα μάτια του, στα δόντια του και στον τρόπο που μιλούσε.

Κάποια στιγμή ένας ζήτησε από τον Πόουλ τον στυλό του. Δεν του τον έδινε και τον απείλησε με το όπλο. Όταν τον πήρε τον διέλυσε σε κομματάκια και τον πέταξε έξω από το παράθυρο. Δεν ξέρω γιατί αλλά εκείνη τη στιγμή σκέφτηκαν ότι θα πεθάνω» θυμάται η Τζέσικα.

Οδηγούσαν για ώρες κάνοντας στάσεις για να αλλάξουν οχήματα και οδηγούς. Οι πρώτοι απαγωγείς έφυγαν και ανέλαβαν άλλοι. Κουβαλούσαν τεράστια όπλα και σφαίρες. Τη νύχτα σταμάτησαν στην έρημο και τους είπαν να βγουν και να περπατήσουν. «Πίστεψα ότι θα μας εκτελέσουν. Ήθελα σε αυτές οι τελευταίες στιγμές να είναι αξιοπρεπείς. Σκεφτόμουν ότι είναι σημαντικό ακόμα κι αν δεν θα με έβλεπε κανείς που με αγαπάει. Σκεφτόμουν τη μητέρα μου, η οποία είχε πεθάνει έναν χρόνο πριν. Την ένιωθα τόσο κοντά μου. Σκεφτόμουν ότι δεν ήμουν κοντά της στις τελευταίες τις στιγμές. Ένιωθε όπως κι εγώ τώρα; Θα είμαι πλέον μαζί της;

Τελικά σταματήσαμε και μας είπαν να γονατίσουμε. Περίμενα και σκεφτόμουν αν θα πονέσω. Τελικά όμως αυτοί μας έσπρωξαν στο έδαφος και μας είπαν: Κοιμηθείτε!

Το σώμα μου κατέρρευσε. Κοιμήθηκα και ξύπνησα λίγες ώρες μετά. Όταν άνοιξα τα μάτια μου είπα: Ωωω είμαι στην κόλαση.

Μετά θυμήθηκα την εκπαίδευση μου. Μας είχαν πει πως αν ζήσεις τις 24 πρώτες ώρες οι πιθανότητες επιβίωσαν αυξάνονται. Ποιος ξέρει αν είναι αλήθεια αλλά ήταν κάτι για να κρατηθώ» τονίζει.

Με τον Θίστεντ μιλούσαν ελάχιστα καθώς οι απαγωγείς δεν τους το επέτρεπαν. Ζήτησαν να κάνουν ένα τηλεφώνημα και τους το αρνήθηκαν. Έτσι όμως έμαθαν ότι κουμάντο έκανε κάποιος τον οποίο αποκαλούσαν «πρόεδρο». Πέντε μέρες τους έβαλαν να μιλήσουν με την ΜΚΟ στην οποία εργάζονταν. Ζήτησαν 45εκατ. δολάρια για να τους ελευθερώσουν. «Το ποσό δεν ήταν ρεαλιστικό. Δεν είμαι καράβι» λέει η Τζέσικα.

Ο καιρός περνούσε και συνέχεια τους μετακινούσαν. Πέρασαν μέρες και βράδια στην έρημο αντιμετωπίζοντας τη ζέστη του ήλιου και την παγωνιά της νύχτας. «Ξυπνούσαμε το πρωί παγωμένοι και γεμάτοι σκόνη» τονίζει.

Ως η μοναδική γυναίκα η Τζέσικα είχε μόνιμα τον φόβο της σεξουαλικής κακοποίησης. Ακόμα και σήμερα κοιμάται με χέρια σταυρωμένα στο στήθος της. «Ένιωθα ότι έτσι προστατεύομαι» λέει γελώντας.

Είπε στους απαγωγείς ότι είναι παντρεμένη και έχει έναν γιό (δεν ήταν αλήθεια). Το έκανε γιατί οι μητέρες είναι σεβαστές στη σομαλική κοινωνία. Προσπαθούσε να μην δείξει τα συναισθήματα της και να αποφύγει συγκεκριμένα άτομα.

«Ο Τζαμπρίλ ήταν ο διερμηνέας. Τις νύχτες ξάπλωνε δίπλα μου και με άγγιξε. Του έλεγα: Όχι είμαι παντρεμένη. Δεν ξέρω πώς δεν με βίασαν τελικά. Ήμουν σίγουρη ότι θα γίνει και ένιωθα τυχερή κάθε φορά που το απέφευγα. Ίσως να βοήθησε και το χατ. Είναι γνωστό ότι η κατανάλωση του σε κάνει ανίκανο» λέει.

Μετά από ένα διάστημα οι απαγωγείς της επέτρεψαν να μαγειρεύει και αυτό τη βοήθησε πάρα πολύ πνευματικά. Μάθαινε αγγλικά στους φρουρούς αλλά σύντομα της το απαγόρευσαν οι ανώτεροι τους.

«Μέχρι τότε δεν είχε ιδέα πόσο δυνατό ήταν το μυαλό μου, πόσο μπορούσαν να ελέγξω τις σκέψεις μου. Συνήθιζα να παραπονιέμαι πολύ όμως άλλαξα ριζικά. Έπρεπε πλέον να βρω κάτι καλό για να κρατηθώ. Όσο όμως περνούσε ο χρόνος περνούσε γινόταν πιο δύσκολο. Μια ουρολοίμωξη με ταλαιπώρησε πάρα πολύ. Την ίδια ώρα οι διαπραγματεύσεις είχαν κολλήσει και οι απαγωγείς μας απειλούσαν ότι θα μας πουλήσουν για 5εκατ. στην Αλ Σαμπάαμπ (τρομοκρατική οργάνωση ακραίων ισλαμιστών)».

Η διάσωση

Η Τζέσικα δεν γνώριζε όμως ότι το FBI τους είχε ήδη εντοπίσει. Ήξερε ακριβώς πόσοι ήταν οι απαγωγείς και είχε οργανώσει αποστολή διάσωσης. Το βράδυ της 25ης Ιανουαρίου 2012 η Μπουτσάναν και ο Θίστεντ ήταν πλέον αιχμάλωτοι για 93 μέρες. Μια ομάδα 24 ανδρών των «Seals» έπεσε με αλεξίπτωτο κοντά στο σημείου που κρατούνταν.

«Ξαφνικά ένας από τους φρουρούς σηκώθηκε και προσπαθούσε να ξυπνήσει τους υπόλοιπους. Μετά ακούστηκαν πυροβολισμοί. Ήταν σαν τον Αρμαγεδδώνα. Έμεινα στο έδαφος κα σκέφτηκα ότι κάποια άλλοι ομάδα ήθελα να μας αρπάξει. Δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι είχαν έρθει να μας σώσουν. Όταν ένας άντρας εμφανίστηκε μπροστά μου και είπε το όνομα μου έπαθα σοκ. Δεν είχε προφορά. Το μόνο που κατάφερα να του απαντήσω ήταν: Είσαι Αμερικάνος;»

Οι «Seals» σκότωσαν και τους εννέα φρουρούς και έβαλαν την Τζέσικα και τον Θίστεντ σε ένα ελικόπτερο. Προσγειώθηκαν σε στρατιωτική βάση στο Τζιμπουτί και μετά μεταφέρθηκε με βαν σε νοσοκομείο. «Μέσα στο βαν θυμάμαι που έβαλα το κεφάλι μου στον ώμο του Πόουλ και ξέσπασα σε κλάματα. Επιζήσαμε, ήταν το μόνο που του έλεγα».

Surviving Survival

Η Τζέσικα λέει πως μετά ξεκίνησε ένα αγώνας που ήταν τεράστια πρόκληση. «Το αποκαλώ surviving survival. Πάθαινα κρίσεις πανικού, ήμουν σίγουρη ότι κάποιος με παρακολουθεί και όταν πλέον γέννησα τον γιό μου πίστευα ότι κάποιος θα τον απαγάγει. Ακόμα μου είναι πολύ δύσκολο να ταξιδεύω με αυτοκίνητο. Πρέπει να έχει απόλυτη ησυχία και κάνω στάσεις όταν δεν νιώθω καλά.

Πρόσφατα είχαμε πάει για διακοπές σε ένα ράντσο στη Μοντάνα. Ξύπνησαν και ένιωσαν σκόνη και άμμο στα σεντόνια. Άρχισαν να κλαίω υστερικά. Χρειάστηκε πολύ θεραπεία αλλά δεν έχω ξεπεράσει τα πάντα».

Πλέον η Τζέσικα τονίζει ότι η απαγωγή της έμαθε ποια πραγματικά είναι. «Όταν συνέβη ήμουν ανώριμη και αφελής. Άφηνα ανθρώπους να παίρνουν αποφάσεις για εμένα. Έμαθα όμως να εμπιστεύομαι το ένστικτο μου, να εμπιστεύομαι τον εαυτό μου. Να είμαι υπεύθυνη για τη ζωή μου και να βρίσκω τρόπους. Σκέφτομαι ότι εκεί πέρα συνάντησα τον εαυτό μου».