Νεκροψία-νεκροτομή, μια ιατροδικαστής εξηγεί


Σε ποιες περιπτώσεις γίνεται, πότε είναι ελάχιστα επεμβατική και τι συμβαίνει όταν υπάρχει ανάγκη για λεπτομερή έρευνα

Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε μια απολύτως κινηματογραφική εικόνα για τις νεκροψίες και νεκροτομές. Όλα όσα έχουμε σε ταινίες και σειρές. Τι όμως συμβαίνει στην πραγματικότητα και πότε χρειάζεται να πραγματοποιηθεί η συγκεκριμένη διαδικασία; Η ιατροδικαστής Χέιλι Γκριν, κείμενο της στην ιστοσελίδα The Conversation, εξηγεί:

Να τονίσουμε πως εάν κάποιος πεθάνει από φυσικά αίτια και δεν υπάρχουν ενδείξεις ύποπτων περιστάσεων ή πρόσφατο ιατρικό ιστορικό, ο θάνατος πιστοποιείται από γιατρό. Στη συνέχεια, το πτώμα παραδίδεται στο γραφείο τελετών.

Όταν όμως παραμένουν ερωτηματικά σχετικά με τον θάνατο, εξειδικευμένοι γιατροί και βοηθητικό προσωπικό καλούνται να εξετάσουν το πτώμα περαιτέρω.

Ανάλογα με τις συνθήκες θανάτου, υπάρχουν δύο τύποι νεκροψίας: Η νεκροψία από ιατροδικαστή και η νεκροψία από γιατρό ανατομικής παθολογίας, όταν η αιτία θανάτου είναι γνωστή, αλλά χρειάζονται περισσότερες πληροφορίες.

Για παράδειγμα, μία οικογένεια μπορεί να επιθυμεί να μάθει για την έκταση της ιατρικής πάθησης που οδήγησε το συγγενικό τους πρόσωπο στον θάνατο, πόσο αποτελεσματικές ήταν τελικά οι θεραπείες που προηγήθηκαν ή αν υπάρχουν ενδείξεις για πιθανή μη διαγνωσμένη ιατρική πάθηση που μπορεί να συνέβαλε στον θάνατο.

Οι μη ιατροδικαστικές νεκροψίες διενεργούνται σε νεκροτομείο νοσοκομείου ή σε ιατροδικαστική μονάδα από ανατομικό παθολόγο, ο οποίος είναι ειδικός στην ανίχνευση και διάγνωση ασθενειών σε όργανα και ιστούς.

Ένας ιατροδικαστής-ανατομικός παθολόγος συμμετέχει σε ιατρικο-νομικές έρευνες και εξετάζει το σώμα και τα όργανά του για να αναζητήσει ασθένειες ή τραυματισμούς που μπορεί να προκάλεσαν τον θάνατο.

Η νεκροψία από ιατροδικαστή γίνεται όταν ο θάνατος είναι ξαφνικός, βίαιος, αφύσικος ή αποτέλεσμα ατυχήματος. Σε τέτοιες περιπτώσεις, βάσει νόμου, τα πτώματα πρέπει να εξετάζονται από τον ιατροδικαστή, ο οποίος είναι δικαστικός λειτουργός με νομική κατάρτιση. Οι εκθέσεις της αστυνομίας και η νομοθεσία κάθε κράτους οδηγεί τον ιατροδικαστή να αποφασίσει για τον τύπο της νεκροψίας.

Μπορεί να πραγματοποιήσει μια ελάχιστα επεμβατική εξωτερική εξέταση, μια εσωτερική εξέταση μιας μόνο σωματικής κοιλότητας ή μια επεμβατική νεκροψία πολλαπλών κοιλοτήτων.

Τα πρώτα βήματα

Εφόσον ο ιατροδικαστής διατάξει νεκροψία, το σώμα υποβάλλεται πρώτα σε αξονική τομογραφία, η οποία μπορεί να είναι αρκετή ώστε να προσδιορίσει η ακριβής αιτία θανάτου χωρίς περαιτέρω έρευνα.

Εάν από την αξονική δεν αποσαφηνιστεί η αιτία θανάτου τότε το σώμα τοποθετείται σε ειδικό τραπέζι. Θα ακολουθήσει εξωτερική εξέταση, με τον ιατροδικαστή να ερευνά την επιφάνεια του σώματος και να καταγράφει τυχόν ορατά σημάδια αιτίας θανάτου ή αναγνωριστικά σημάδια.

Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν τατουάζ ή ουλές που μπορούν να καθορίσουν ή να επιβεβαιώσουν την ταυτότητα του θανόντος, σε περίπτωση που αυτή δεν είναι ακόμα γνωστή.

Παράλληλα, οι ειδικοί τραβούν φωτογραφίες του πτώματος και λαμβάνονται δείγματα σωματικών υγρών, όπως ούρα, αίμα και υαλοειδές υγρό από τα μάτια, τα οποία εξετάζονται για δηλητήριο και ναρκωτικές ουσίες.

Σε πολλές περιπτώσεις, η αιτία θανάτου μπορεί να προσδιοριστεί μόνο από την εξωτερική εξέταση και δεν είναι απαραίτητος κανένας περαιτέρω έλεγχος. Άλλε φορές, βέβαια, απαιτούνται πιο επεμβατικές μέθοδοι.

Τομή «Υ» και εκσπλαχνισμός

Αν τα πρώτα βήματα δεν δώσουν απαντήσεις ο ιατροδικαστής και η ομάδα του προχωρούν σε τομή και εκσπλαχνισμό. Είναι η διαδικασία αφαίρεσης των οργάνων για να τα εξετάσει λεπτομερώς ο ιατροδικαστής, ώστε να βοηθήσει στον προσδιορισμό της αιτίας θανάτου.

Η πιο συνηθισμένη τεχνική εκσπλαχνισμού είναι γνωστή ως μέθοδος Letulle. Το πρώτο βήμα αυτής της διαδικασίας περιλαμβάνει τη χρήση ενός νυστεριού για τη διενέργεια μιας μεγάλης τομής στο δέρμα, γνωστής συνήθως ως «τομή Υ».

Αυτή η τομή εκτείνεται από πίσω από κάθε αυτί ή, μερικές φορές, από τα κόκαλα της κλείδας, μέχρι τη μέση γραμμή του θώρακα, ακριβώς πάνω από το στέρνο. Η τομή επεκτείνεται μέσω του κέντρου του θώρακα προς την κοιλιά, σταματώντας στο μπροστινό μέρος του πυελικού οστού.

Το δέρμα, το λίπος και τα στρώματα των μυών τραβιούνται προς τα πίσω για να αποκαλυφθούν οι δομές του λαιμού, τα όργανα της κοιλιάς και ο θώρακας. Στη συνέχεια, ο θώρακας κόβεται σε κάθε πλευρά με τη χρήση ειδικού ψαλιδιού για να επιτραπεί η αφαίρεση του μπροστινού μέρους της θωρακικής πλάκας, αποκαλύπτοντας την καρδιά και τους πνεύμονες.

Μετά από επιθεώρηση της θέσης των οργάνων στο θώρακα και την κοιλιά, μπορεί να αφαιρεθεί το έντερο και τα γύρω όργανα. Μόλις αφαιρεθεί, ο παθολόγος μπορεί να κάνει λεπτομερή εξέταση, ζυγίζοντας κάθε όργανο ξεχωριστά. Στη συνέχεια τα τεμαχίζει για να διαπιστώσει εάν υπάρχουν ορατά σημάδια ασθένειας ή τραύματος που θα μπορούσαν να έχουν συμβάλει στην αιτία θανάτου.

Επιπλέον, λαμβάνονται δείγματα ιστών από κάθε όργανο για ιστολογική εξέταση προκειμένου να αναζητηθούν στοιχεία για την αιτία θανάτου.

Η εξέταση του εγκεφάλου

Ο ιατροδικαστής μπορεί επίσης να ζητήσει την εξέταση του εγκεφάλου. Αυτό περιλαμβάνει μια τομή στο τριχωτό της κεφαλής εντός της γραμμής των μαλλιών, όπου είναι δυνατόν, ώστε το δέρμα να μπορεί να αποκολληθεί για να αποκαλυφθεί το κρανίο. Η κορυφή του κρανίου θα αφαιρεθεί με τη χρήση ενός πριονιού ταλάντωσης για να αποκτήσει πρόσβαση στον εγκέφαλο, ο οποίος στη συνέχεια θα αφαιρεθεί, αφού διαχωριστεί από το εγκεφαλικό στέλεχος.

Ο ιατροδικαστής αναζητά ενδείξεις θρόμβων αίματος, τραύματος ή ασθένειας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να δώσει εντολή να κρατηθεί ο εγκέφαλος για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για πιο λεπτομερή εξέταση.

Η έκθεση

Μετά το πέρας της νεκροψίας, τα όργανα επιστρέφονται στην κοιλιακή κοιλότητα και όλες οι τομές κλείνουν με ράμματα. Στη συνέχεια, το πτώμα δίνεται στους συγγενείς για να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες για την κηδεία. Μια ενδιάμεση έκθεση σχετικά με την αιτία θανάτου συντάσσεται και τίθεται στη διάθεση της οικογένειας.

Αυτή θα επικαιροποιηθεί με τον τελικό προσδιορισμό της αιτίας θανάτου μετά την επιστροφή των αποτελεσμάτων των εξετάσεων. Δυστυχώς ορισμένες φορές, η αιτία θανάτου αναφέρεται ως «μη εξακριβωμένη».