Είναι τελικά τα πεύκα το «καύσιμο» των πυρκαγιών και είναι σωστό να τα ξεφορτωθούμε; Μια Καθηγήτρια Δασολογίας του ΑΠΘ απαντά και εξηγεί
Η χώρα μας τα τελευταία χρόνια βιώνει μια σειρά από πυρκαγιές κάθε καλοκαίρι, οι οποίες σε συνδυασμό με την συνεχόμενη ξηρασία, τις υψηλές θερμοκρασίες και τους δυνατούς ανέμους μετατρέπονται σε απόλυτη καταστροφική δύναμη. Πολλοί υποστηρίζουν ότι τα πεύκα, τα οποία φύονται στα περισσότερα δάση αλλά και οικισμούς της χώρας, αποτελούν ένα βασικό «καύσιμο» της φωτιάς και σε συνδυασμό με τα κουκουνάρια δημιουργούν έναν εκρηκτικό συνδυασμό που δεν επιτρέπουν στις δυνάμεις της Πυροσβεστικής να κατασβέσουν άμεσα τις πυρκαγιές.
Ωστόσο, η Ομότιμη Καθηγήτρια Δασολογίας και Φυσικού
Περιβάλλοντος ΑΠΘ, Θέκλα Τσιτσώνη, απαντώντας στο ερώτημα αν τα πεύκα είναι το
πρόβλημα κι αν μπορούμε να τα… ξεφορτωθούμε έθεσε το ζήτημα στη σωστή του βάση.
Συγκεκριμένα, μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό του MEGA ανέφερε
αρχικά:
«Οι πυρκαγιές είναι μέσα στην λειτουργία των μεσογειακών
οικοσυστημάτων. Το θέμα είναι πως τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε συχνότερες
και μεγαλύτερης έκτασης πυρκαγιές. Εκεί μπορούμε να επέμβουμε. Δηλαδή με τα
μέτρα πρόληψης που έχουμε πάρει κάθε φορά να προλάβουμε αυτή την έκταση και την
συχνότητα. Η κλιματική αλλαγή δημιούργει μέρες υψηλής θερμοκρασίας και ξηρασία.
Εάν υπάρχει πρόληψη και η έγκαιρη πυρανίχνευση μπορεί να μας βοηθήσει και να
μην έχουμε αυτή την έκταση και την συχνότητα των πυρκαγιών που έχουμε τα
τελευταία χρόνια».
Απαντώντας στο ερώτημα εάν η χώρα ήταν προετοιμασμένη για τις
φετινές πυρκαγιές, η κ. Τσιτσώνη τόνισε πως «ένα ακόμη πρόβλημα που πρέπει να
αντιμετωπιστεί είναι η θωράκιση των οικισμών που ακουμπούν σε δασικές εκτάσεις.
Εμείς που κάναμε και την μελέτη αναδάσωσης της βόρειας Εύβοιας, έχουμε
προτείνει ένα σύστημα 3 κύκλων γύρω από τους οικισμούς ανάλογης βλάστησης, ώστε
να μπορέσουν οι οικισμοί να προστατευθούν από την πυρκαγιά ή τουλάχιστον να
έχουμε τον χρόνο να τους προστατεύσουμε. Χρειάζεται ειδικός τρόπος για να
προστατευθούν οι οικισμοί όταν καίγεται το παρακείμενο δάσος.
«Αυτό απαιτεί μία γυμνή έκταση κοντά στον οικισμό ώστε να
μπορούν να κινούνται τα οχήματα της Πυροσβεστικής. Μία δεύτερη ζώνη που να
αποτελείται από πυράντοχα είδη, δηλαδή κάποια πλατύφυλλα, και τέλος μία τρίτη
ζώνη που θα ακουμπά στο δάσος και πρέπει να είναι πιο αραιό το δάσος και να
έχει κλαδευτεί μέχρι το ύψος των 3 μέτρων ώστε να μπορούν και τα οχήματα να
κινηθούν και να μπορούμε πιο εύκολα να αναστείλουμε την πυρκαγιά», συνέχισε.
Απενοχοποίηση του
πεύκου
Στην ερώτηση αν είναι εφικτό να φύγουμε από το πεύκο ή είναι
μία συζήτηση που «γίνεται για να γίνεται;» η κ. Τσιτσώνη εξήγησε με σαφή και
κατηγορηματικό τρόπο τι συμβαίνει με τα πεύκα και για το εάν είναι αυτά που
διαδίδουν την πυρκαγιά ή δημιουργούν νέες εστίες.
«Μου δίνετε την ευκαιρία να απενοχοποιήσω το πεύκο, διότι η
φύση επιλέγει το κατάλληλο είδος στην κατάλληλη θέση. Τα μεσογειακά πεύκα
φύονται σε εκτάσεις και περιοχές που είναι υποβαθμισμένα τα εδάφη και είναι το
μόνο είδος που είναι τόσο λιτοδίαιτο και μπορεί να αναπτυχθεί σε αυτές τις
περιοχές.
Τα πλατύφυλλα έχουν περισσότερες απαιτήσεις και απαιτούν
ιδιαίτερες συνθήκες. Είναι μεγάλο σφάλμα να πιστεύουμε ότι τα κουκουνάρια είναι
αυτά που δημιουργούν την πυρκαγιά ή τις νέες εστίες. Τα κουκουνάρια ειδικά των
μεσογειακών πεύκων –τραχεία και χαλέπιος πεύκη εκ των οποίων η Αττική έχει την
χαλέπιο πεύκη- δεν φεύγουν από το δέντρο, ούτε καίγονται. Παραμένουν κλειστά 48
ώρες και μετά το πέρας της πυρκαγιάς ανοίγουν για να δώσουν τους σπόρους και να
έχουμε αυτή την έντονη φυσική αναγέννηση.
Επομένως αυτό που δημιουργεί το πρόβλημα, είναι ότι λόγω των
υψηλών θερμοκρασιών δημιουργείται ένα κυκλωνικό σύστημα και ένα ανοδικό ρεύμα
αέρος που μεταφέρει τα αποκαΐδια σε πάρα πολύ μεγάλη έκταση και δημιουργούνται
αυτές οι νέες εστίες».
Και συμπλήρωσε: «Δεν είναι τα κουκουνάρια αυτά που
εκτινάσσονται από το δέντρο. Τα πεύκα έχουν τη ρητίνη, που καίγεται πιο εύκολα
από τα πλατύφυλλα, αλλά και τα πλατύφυλλα καίγονται σε μια τέτοια πυρκαγιά. Η
φύση η ίδια επιλέγει την ανάπτυξή των πεύκων γιατί το επιτρέπουν οι οικολογικές
συνθήκες».
Τι γίνεται με την
αναδάσωση;
Όσον αφορά την αναδάσωση, η κ. Τσιτσώνη ανέφερε πως «η
αναδάσωση είναι το τελικό στάδιο. Η Πεντέλη αποτελείται από την χαλέπιο πεύκη
που έχει την ικανότητα να αναγεννιέται πάρα πολύ εύκολα αρκεί να μην έχει διπλοκαεί.
Η προηγούμενη πυρκαγιά στην Πεντέλη ήταν το 2008 αν δεν κάνω
λάθος. Έχουν περάσει τα χρόνια – 15-20 χρόνια δηλαδή – που τα δέντρα έχουν τους
ώριμους κώνους για να αναπτυχθούν. Πιστεύω ότι θα έχουμε αυτή την φυσική
αναγέννηση. Ως προς τα πλατύφυλλα αυτά αναβλαστάνουν επίσης μετά την πυρκαγιά.
Πρέπει να περιμένουμε 1-2 χρόνια για να δούμε σε ποια φάση η φύση θα ανταποκριθεί
σε αυτή την κρίση».
Καταλήγοντας τόνισε: «Το πρώτο πράγμα που πρέπει να γίνει
είναι τα αντιπλημμυρικά και αντιδιαβρωτικά έργα μέχρι τον επόμενο Σεπτέμβριο.
Μία πυρκαγιά αυξάνει 7 φορές τον κίνδυνο πλημμυρών και 4 φορές τον κίνδυνο
διάβρωσης. Τα δέντρα είναι οι αποθήκες του διοξειδίου του άνθρακα. Είναι ο
πνεύμονας της Αττικής και είναι σημαντικό για την ποιότητα ζωής μας».