Καγιάκιοϊ: Το πλούσιο ελληνικό χωριό των 10.000 κατοίκων στη Μ. Ασία που σήμερα έχει γίνει χωριό-φάντασμα

Ένα οδοιπορικό σε ένα κάποτε ακμάζον αστικό κέντρο του ελληνισμού που εγκαταλείφθηκε πριν από έναν αιώνα και φέρει μέχρι σήμερα τα σημάδια της θλίψης

Απέναντι από την πόλη της Ρόδου στην νοτιοδυτική Μικρά Ασία στην επαρχία Μούγλα στις πλαγιές ενός λόφου για αιώνες ανθούσε ένα χωριό με το όνομα Λίβισι, το οποίο μετατράπηκε σύντομα  σε έναν από τους σημαντικότερους ελληνικούς οικισμούς. Ένα πλούσιο ελληνικό χωριό με θέα το Αιγαίο, γεμάτο ζωή που οι Τούρκοι το αποκαλούσαν Καγιάκιοϊ.

Σήμερα εκεί δεν έχουν μείνει παρά μόνο ερείπια. Οι τελευταίοι Έλληνες κάτοικοί του έφυγαν με τους διωγμούς και την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, ενώ ελάχιστοι ήταν οι Τούρκοι που εγκαταστάθηκαν στα σπίτια που άδειασαν. Το «χωριό-φάντασμα» όπως πλέον αποκαλείται το Καγιάκιοϊ επισκέφτηκε ο δημοσιογράφος του CNN, Μπάρι Νιλντ, για ένα μοναδικό οδοιπορικό ανάμεσα στα χαλάσματα που αναδίδουν ακόμα την δόξα του παρελθόντος, αλλά και τις σκοτεινές στιγμές της ιστορίας που διαδραματίστηκε και εκεί.


Όπως περιγράφει ο Νιλντ, στο οδοιπορικό του συνάντησε ένα μεγάλο και επιβλητικό σχολείο. Περιπλανήθηκε σε στενά δρομάκια, γεμάτα με σπίτια που ανέβαιναν και στις δύο πλευρές της απόκρημνης κοιλάδας. Βρήκε μια αρχαία κρήνη στη μέση της πόλης, ενώ παντού συναντούσε εκκλησίες με μια να δεσπόζει στην κορυφή ενός λόφου έχοντας μοναδική θέα στο γαλάζιο του Αιγαίου. Εκεί, οι Έλληνες για αιώνες διέπρεψαν και ο πλούτος τους αλλά και το αυξημένο θρησκευτικό αίσθημα τους οδήγησε στο χτίσιμο συνολικά 21 εκκλησιών και παρεκκλησίων μέσα στο χωριό και στη γύρω περιοχή.

Όμως εδώ και περίπου 100 χρόνια αυτό που λείπει από το χωριό είναι οι άνθρωποι έχοντας μείνει στοιχειωμένο από το παρελθόν, ένα μνημείο παγωμένο στο χρόνο, μια υπενθύμιση των σκοτεινών εποχών που έζησαν οι Έλληνες στην Τουρκία.

Μόνο έναν αιώνα πριν, το Καγιάκιοϊ για τους Τούρκους ή Λίβισι για τους Έλληνες ήταν μια πόλη που έσφυζε από ζωή με τους περισσότερους από 10.000 Έλληνες Ορθόδοξους Χριστιανούς κατοίκους, πολλοί από τους οποίους ήταν τεχνίτες που είχαν αναπτύξει μια πολιτισμικά πλούσια κοινότητα,  να ζουν ειρηνικά δίπλα στους μουσουλμάνους Τούρκους αγρότες της περιοχής.

Οι δύο κοινότητες ζούσαν μαζί μέχρι που ξέσπασε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος που κατέληξε στην Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία ανάγκασε εκατομμύρια Έλληνες της Μικράς Ασίας να ξεριζωθούν από τον τόπο που ζούσαν οι πρόγονοί τους για χιλιάδες χρόνια.

Όταν το 1923 υπογράφηκε η Συνθήκη της Λωζάνης, όσοι Έλληνες κάτοικοι δεν είχαν ήδη εκδιωχθεί από τους Νεότουρκους μετά το 1914, αναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια τους με την  ανταλλαγή των πληθυσμών και να έρθουν στην Ελλάδα. Την θέση τους υποτίθεται ότι θα έπαιρναν Μουσουλμάνοι από την περιοχή της Καβάλας. Ωστόσο, οι νέοι κάτοικοι που έφτασαν εκεί δεν ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένοι με τον τόπο που βρήκαν, καθώς το χωριό είχε ήδη υποστεί πολλές καταστροφές και έτσι σύντομα άρχισαν ο ένας μετά τον άλλον να φεύγει για άλλα μέρη αφήνοντας το Καγιάκιοϊ σιγά σιγά να καταρρεύσει.



Μεταξύ των πολύ λίγων Τούρκων που παρέμειναν εκεί ήταν οι παππούδες της Αϊσούν Εκίζ, η οποία σήμερα έχει ένα μικρό εστιατόριο στην είσοδο του χωριού και σερβίρει αναψυκτικά στους τουρίστες που έρχονται να περιηγηθούν στην πόλη και πουλά χειροποίητα κοσμήματα. Η ίδια αφηγήθηκε στο CNN τα δύσκολα εκείνα χρόνια του πολέμου και της ανταλλαγής, όπως της τα είπαν οι παππούδες της.

«Οι Έλληνες έκλαιγαν και φώναζαν, γιατί δεν ήθελαν να φύγουν, μου είπαν οι παππούδες μου. Μερικοί μάλιστα άφησαν πίσω ακόμη και τα παιδιά τους για να τα φροντίζουν Τούρκοι φίλοι γιατί πίστευαν ότι θα επέστρεφαν. Αλλά δεν το έκαναν ποτέ», αναφέρει.

Η Εκίζ λέει ότι η οικογένεια των παππούδων της ήταν βοσκοί και προσαρμόστηκαν εύκολα στη ζωή στην άκρη της πόλης. Οι περισσότεροι όμως από τους Μουσουλμάνους που μεταφέρθηκαν εκεί λέει, δεν ήθελαν να ζουν στο Καγιάκιοϊ, επειδή μεταξύ άλλων οι τοίχοι των σπιτιών ήταν βαμμένοι μπλε, υποτίθεται για να διώχνουν τους σκορπιούς ή τα φίδια σύμφωνα με τις δοξασίες της περιοχές.

Ίχνη αυτού του μπλε χρώματος εξακολουθούν να φαίνονται στους σωζόμενους τοίχους των 2.500 περίπου σπιτιών που απαρτίζουν το Καγιάκιοϊ. Όσα μένουν όρθια αποτελούν σήμερα ένα μνημείο ενός παλιότερου τρόπου ζωής που άρχιζε να εκσυγχρονίζεται.

Η Τζέιν Ακατάϊ, η συν-συγγραφέας του βιβλίου «Οδηγός στο Καγιάκιοϊ», λέει ότι ένας λόγος που εγκαταλείφθηκε η πόλη ήταν ίσως η βαριά, σχεδόν απτή, θλίψη που επικρατούσε στον τόπο μετά τα τραγικά γεγονότα της δεκαετίας του 1920. Και καθώς οι άνθρωποι άφηναν το μέρος, αυτό παραδόθηκε στη φύση και τη δύναμή της.

«Έγιναν σεισμοί, υπήρξαν πλημμύρες. Το κλίμα, ο καιρός, οι καταιγίδες… όλα έχουν επηρεάσει αυτό το ενδιαφέρον μέρος», λέει η Ακατάϊ. «Και με τα χρόνια, η κλωστή που κρατούσε ενωμένους τους ανθρώπους με την πόλη έσπασε και κατ’ επέκταση τα πράγματα καταρρέουν αν δεν τα φροντίζει κανείς».

Σήμερα, όποιος θέλει να επισκεφτεί το μέρος πληρώνει ένα εισιτήριο των 3 ευρώ πριν μπει στο Καγιάκιοϊ, για να περιηγηθεί στην «πόλη-φάντασμα». Με τους επισκέπτες να μην είναι συνήθως πάρα πολλοί, μπορεί κανείς εύκολα να βυθιστεί μέσα σε αυτό το μέρος και να φανταστεί εκείνες τις εποχές που το Καγιάκιοϊ έσφυζε από ζωή, κυρίως στην πλατεία της παλιάς πόλης, όπου κάποτε μαζεύονταν ντόπιοι για να πιουν τον καφέ τους και να πουν τα νέα τους.

Τα περισσότερα σπίτια, που χτίστηκαν πριν την εγκατάλειψη, έχουν πλέον χάσει τις στέγες τους και οι κατεστραμμένοι τοίχοι τους έχουν γεμίσει με φυτά. Στο εσωτερικό μερικών σπιτιών έχουν δημιουργηθεί μεγάλοι λάκκοι καθώς το πάτωμα κατέρρευσε ως το υπόγειό τους, το οποίο οι ντόπιοι το χρησιμοποιούσαν για τη βυρσοδεψία δερμάτων μιας και η υποδηματοποιία ήταν ένα από τα πιο συνηθισμένα επαγγέλματα των κατοίκων.


Σε πολλά σπίτια μπορεί να βρει κανείς ακόμα τις δεξαμενές που είχαν, για να αποθηκεύουν το νερό, καθώς δεν υπήρχε δίκτυο ύδρευσης στην πόλη.

«Μετέφεραν το πόσιμο νερό με γαϊδούρια», λέει η Εκίζ, η οποία επίσης αναφέρει την έλλειψη βασικών υποδομών υγιεινής τότε με τους κατοίκους να χρησιμοποιούν κομμένα παλιά ρούχα αντί για χαρτί υγείας, τα οποία στη συνέχεια καίγονταν ή διασκορπίζονταν στους κήπους ως λίπασμα.

Παρόλο που μπορεί να υπήρχαν τέτοιες δυσκολίες, το Καγιάκιοϊ ήταν κάποτε ο εμπορικός κόμβος της περιοχής, πιο σημαντικός ακόμη και από το γειτονικό λιμάνι της Φετιγιέ (Μάκρη ή Τελμησσός στα ελληνικά), που σήμερα είναι ένα ακμάζον αστικό κέντρο και δημοφιλής τουριστικός προορισμός. Η Εκίζ επισημαίνει ότι παρόλο που ήταν μια φανερά στενά δεμένη κοινότητα, κάθε σπίτι στο Καγιάκιοϊ ήταν κατασκευασμένο έτσι ώστε να έχει απόσταση από αυτό του γείτονα. «Κάθε σπίτι ήταν χτισμένο έτσι, ώστε μην εμποδίζει το φως του ήλιου από τα γειτονικά σπίτια», αναφέρει.

Ένα από τα πιο εντυπωσιακά κτίρια του χωριού είναι η Άνω Εκκλησία, ένα μεγάλο κτίριο με ροζ τοίχους και καμπυλωτές οροφές. Δυστυχώς, το κτίριο είναι σφραγισμένο λόγω της επικίνδυνης κατάστασης στην οποία βρίσκεται, ωστόσο οι επισκέπτες μπορούν να απολαύσουν το εξωτερικό του από διάφορες γωνίες του χωριού. Στο ψηλότερο σημείο του χωριού, από τα ερείπια του παλιού σχολείου μπορεί κανείς να απολαύσει τη θέα προς την κεντρική εκκλησία και τα σπίτια που την περιβάλλουν. Σήμερα, μια τουρκική σημαία κυματίζει πάνω από το κτίριο, σύμβολο της νέας εποχής που διαδέχθηκε την καταστροφή και τον ξεριζωμό των Ελλήνων.

Ο Τζαν Ουλάς Οζτιμούρ, ένας επισκέπτης από την Άγκυρα που συνάντησε ο Νιλντ κατά το οδοιπορικό του, τού ανέφερε ότι το Καγιάκιοϊ αποτελεί «έναν σκοτεινό καθρέφτη του παρελθόντος μας».

«Αυτό ήταν κάποτε ένα χριστιανικό χωριό. Τώρα αυτό που βλέπουμε είναι μια πικρή αντανάκλαση αυτού που συνέβη. Και επειδή τα περισσότερα κτίρια είναι άθικτα, μπορείς να νιώσεις πώς ήταν η ζωή εδώ», σημειώνει.

Αν και υπάρχουν σημαδεμένα μονοπάτια που μπορούν να ακολουθήσουν οι επισκέπτες του Καγιάκιοϊ, ο δημοσιογράφος σημειώνει ότι όποιος θέλει μπορεί να περιπλανηθεί στα σοκάκια, πολλά από τα οποία καταλήγουν σε αδιέξοδο, και να βρεθεί μπροστά σε σκάλες σπιτιών και ανοιχτές πόρτες που μοιάζουν να σε καλούν στο εσωτερικό τους, αν και οι αρχές ζητούν από τους επισκέπτες να αποφεύγουν να εισέρχονται σε αυτά καθώς υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης.

Ο Νιλντ σημειώνει ότι αξίζει να περπατήσει κανείς μέχρι την μικρότερη εκκλησία του χωριού, η οποία βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου. Η ανάβαση είναι δύσκολη, ανάμεσα σε βράχους και πεύκα, αλλά η θέα από την κορυφή αξίζει την προσπάθεια. Η εκκλησία, μικρή και λιτή, θυμίζει τα παραδοσιακά εκκλησάκια που συναντάμε στα ελληνικά νησιά, με τον χαρακτηριστικό τρούλο και τα μικρά παράθυρα. Το εσωτερικό της εκκλησίας είναι πλέον άδειο, ενώ μια τουρκική σημαία κυματίζει στην κορυφή.

Κάτω από την εκκλησία, η πλαγιά είναι καλυμμένη με πυκνά δέντρα που καταλήγουν στα γαλανά νερά του Αιγαίου, η ίδια θέα που θα έβλεπαν και οι Έλληνες κάτοικοι του Καγιάκιοϊ πριν από έναν αιώνα.