Τελικά, τίποτα δεν μένει κρυφό. Έστω κι αν περάσουν τέσσερις χιλιετίες...
Ένα μεγάλο σκοτεινό δωμάτιο φωτίζεται από τις φλόγες μιας φωτιάς που καίει στο κέντρο του μέρα και νύχτα χωρίς να σβήνει ποτέ «φυλάσσοντας» έναν γιγάντιο μονόλιθο που στέκεται εκεί.
Γύρω από αυτήν την αίθουσα, δεκάδες άνθρωποι δουλεύουν
γνέφοντας, υφαίνοντας και βάφοντας υφάσματα για να τα ανταλλάξουν με όλο τον
τότε γνωστό κόσμο. Είναι μια ακόμα συνηθισμένη ημέρα σε ένα ιερό της Κύπρου,
μόνο που διαδραματίστηκε πριν από 4.000 χρόνια.
Οι αρχαιολόγοι του ιταλικού πανεπιστημίου της Σιένα που ανασκάβουν
εδώ και πολλά χρόνια την Κύπρο προχώρησαν σε μια σημαντική αρχαιολογική
ανακάλυψη στην Ερήμη, κοντά στη Λεμεσό. Οι επιστήμονες κατάφεραν να φέρουν στο
φως έναν ναό 4.000 ετών, ο οποίος είχε δημιουργηθεί σε χώρο όπου βρίσκονταν τα
εργαστήρια τεχνιτών του υφάσματος.
Όπως δήλωσε στο ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων Ansa o
αρχαιολόγος της επιστημονικής ομάδας, Λούκα Μπομπαρντιέρι, πρόκειται για «τον
αρχαιότερο ιερό χώρο που έχει ανακαλυφθεί έως τώρα στη Μεγαλόνησο».
Ο Μπομπαρντιέρι τα τελευταία 15 χρόνια διευθύνει τις ανασκαφές,
οι οποίες διεξάγονται σε συνεργασία με την Υπηρεσία Αρχαιοτήτων της Κύπρου και
το υπουργείο Εξωτερικών και Διεθνούς Συνεργασίας.
Όπως εξήγησε ο επιστήμονας «πρόκειται για ένα μεγάλο
δωμάτιο, όπου ένα μεγάλο μαγκάλι φώτιζε, μέρα-νύχτα, ένα μεγάλο μονόλιθο».
Είναι, στην πραγματικότητα, ένα είδος «ναού που
δημιουργήθηκε πριν από τους ναούς που γνωρίζουμε συνήθως», ο οποίος ρίχνει περισσότερο
«φως» στις συνθήκες ζωής αυτής της κοινότητας τεχνιτών που έζησε τέσσερις
χιλιετίες πριν από εμάς και μας δείχνει «πόσο πολυσύνθετη και πλούσια» ήταν η
ζωή τους, λίγους μόλις αιώνες πριν γεννηθούν οι πρώτες πόλεις στη Μεγαλόνησο.
Η αποκάλυψη ενός εγκλήματος
Ωστόσο, το αρχαιολογικό αυτό εύρημα έκρυβε και ένα μεγάλο
μυστικό, ένα έγκλημα που πιθανότατα δεν αποκαλύφθηκε ποτέ παρά 4.000 χρόνια
μετά.
Ο Ιταλός επιστήμονας ανέφερε ότι «στην τελευταία αυτή επιχείρηση
ανασκαφών, βρέθηκε και ο σκελετός μιας κοπέλας ηλικίας περίπου είκοσι ετών. Η
κοπέλα, σύμφωνα με τα στοιχεία, φαίνεται ότι δολοφονήθηκε και στη συνέχεια το
πτώμα της «χτίσθηκε» μέσα στους τοίχους του κτιρίου πιθανότατα για να μην
ανακαλυφθεί το έγκλημα.
Η δολοφονία αυτή «μπορεί να συνδέεται με άλλες περιπτώσεις
που έχουν καταγραφεί στο παρελθόν σε άλλες περιοχές της Κύπρου», λέει ο
αρχαιολόγος. Τα θύματα ήταν πάντα νεαρές γυναίκες. Τις σκότωναν και τις κρατούσαν
μακριά από τις κοινότητές τους, μακριά ακόμα και από τους νεκρούς τους,
πιστεύει ο ειδικός, «ίσως για θέματα που σχετίζονται με εγκυμοσύνες», σαν
τιμωρία όταν αυτές συνέβαιναν εκτός γάμου.
Το κορίτσι της Ερήμης δεν ήταν πάνω από 20 χρονών, όταν
ζούσε στην Εποχή του Χαλκού, μεταξύ 2000 και 1600 π.Χ. Οι δολοφόνοι τής έσπασαν
το κρανίο με ένα ξίφος ή με έναν λίθο και στη συνέχεια την τοποθέτησαν στο
πάτωμα, ακουμπώντας μια πολύ βαριά πέτρα πάνω στο στήθος της «σαν να ήθελαν να
την κρατήσουν ακίνητη», λέει ο Μπομπαρντιέρι. Δεν βρέθηκε κανένα πολύτιμο
αντικείμενο ή κτέρισμα να έχει θαφτεί μαζί της, κάτι που σημαίνει ότι δεν
τηρήθηκε η συνήθης ιεροτελεστία. Η πόρτα της μικρής κατοικίας, από την άλλη,
ήταν σφραγισμένη με προσοχή, όπως αυτή ενός τάφου.
Η περιοχή αυτή στην Ερήμη καταλάμβανε πάνω από 1.000
τετραγωνικά μέτρα εργαστηρίων, αποθηκών και μεγάλων δεξαμενών βαφής υφάσματος
καλύπτοντας όλη την κορυφή ενός λόφου στη νότια ακτή της Κύπρου, όχι μακριά από
τη σύγχρονη πόλη της Λεμεσού. Η επιλογή της τοποθεσίας δεν ήταν τυχαία για τη
δουλειά που έκαναν εκεί καθώς ο χώρος αεριζόταν πάντα και ήταν σε απόσταση
αναπνοής από το γλυκό νερό ενός ποταμού. Στη γύρω περιοχή φύτρωναν από μόνα
τους φυτά που χρησίμευαν για να βάψουν τα υφάσματα σε ένα χαρακτηριστικό
κόκκινο χρώμα που τα έκανε μοναδικά και πολύτιμα.
Λίγο πιο κάτω, στριμωχτά το ένα δίπλα στο άλλο, υπήρχαν τα
σπίτια. Ακόμα πιο χαμηλά σε αρκετή απόσταση, οι κάτοικοι αυτής της περιοχής έθαβαν
τους νεκρούς τους: οι πλουσιότεροι σε μεγάλους θαλαμωτούς τάφους γεμάτους με κτερίσματα
και οι φτωχοί σε ρηχούς τάφους στη γη.
Ο ναός βρισκόταν στο πιο εσωτερικό μέρος των εργαστηρίων και
για να φτάσεις σε αυτόν έπρεπε να περάσεις από τα εργαστήρια. Στο κέντρο του
ιερού δωματίου υπήρχε ένας μονόλιθος πάνω από δύο μέτρα ύψος. Μπροστά του υπήρχαν
μόνο το μαγκάλι και ένας μεγάλος αμφορέας, γεμάτος νερό ίσως, ο οποίος πρέπει
να χρησιμοποιούνταν για τις τελετουργίες που συνδέονταν με τη λατρεία, σύμφωνα
με τον Μπομπαρντιέρι. Δεν είναι ξεκάθαρο αν υπήρχε κάποιος ιερέας και έτσι
είναι πιθανό ότι αυτοί που φρόντιζαν για τη «σύνδεση» των ανθρώπων με το θείο
να ήταν οι ίδιοι που ηγούνταν των παραγωγικών δραστηριοτήτων και ολόκληρης της
κοινότητας.
Χάρη σε αυτά τα υφάσματα με το πορφυρό χρώμα, η Ερήμη είχε
αποκτήσει φήμη και δύναμη. Και ίσως, ποιος ξέρει, μαζί με τον νέο πλούτο, ήρθαν
και εχθροί εσωτερικοί και εξωτερικοί. Αυτό για το οποίο οι αρχαιολόγοι είναι
βέβαιοι είναι ότι η ιστορία τους τελείωσε ξαφνικά, το χωριό εγκαταλείφθηκε και τα
εργαστήρια σφραγίστηκαν μαζί με όλα τα πολύτιμα αντικείμενα τους,
συμπεριλαμβανομένου του ναού με τον μονόλιθο. Μια πυρκαγιά, που ίσως ξεκίνησε
από τους χωρικούς καθώς έφευγαν, οδήγησε στην κατάρρευση της στέγης του. Και
παραδόξως, ακριβώς αυτή η πράξη της εγκατάλειψης μας μεταφέρει μέχρι σήμερα την
περιπετειώδη ιστορία αυτών των επιδέξιων υφαντών.
«Η κατάρρευση της σκεπής ουσιαστικά εγκλώβισε από κάτω όσα
βρίσκονταν σε αυτά τα ερείπια και επέτρεψε σε εμάς τους αρχαιολόγους να τα
ανακαλύψουμε ξανά μετά από τέσσερις χιλιάδες χρόνια», λέει ο Μπομπαρντιέρι.
Οι ανασκαφές συνεχίζονται οι αρχαιολόγοι ελπίζουν ότι θα
βρεθούν κι άλλα ευρήματα που εκτός των άλλων θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε
περισσότερα για το μυστήριο της δολοφονημένης κοπέλας και των άλλων γυναικών,
τουλάχιστον 15, που περίπου την ίδια εποχή, είχαν την ίδια μοίρα σε διάφορα
μέρη του νησιού.