Η απαγωγή και δολοφονία της Ντόροθι Τζέιν Σκοτ είναι ένα έγκλημα που δεν έχει εξιχνιαστεί έως σήμερα. Τα τηλεφωνήματα, οι συνθήκες και τα στοιχεία κάνουν την υπόθεση να θυμίζει αστυνομικό θρίλερ
Το βράδυ της 28ης Μαΐου 1980 η Ντόροθι Τζέιν Σκοτ είχε πάει σε μια έκτακτη συνάντηση στην επιχείρηση που εργαζόταν στο Άναχαϊμ στην Καλιφόρνια. Όπως αποδείχθηκε από τις καταθέσεις είχε μαζί της και τον 4χρονο γιό της. Λίγο μετά την έναρξη της συνάντησης ήταν φανερό ότι ο συνάδελφος της Κόνραντ Μπόστρον δεν αισθανόταν καλά. Το χέρι του είχε πρηστεί από κάποιο τσίμπημα. Η Ντόροθι προσφέρθηκε να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο, ενώ μαζί τους πήγε και η 18χρονη Παμ Χεντ.
Στο δρόμο για
το UC Irvine Medical Center η Ντόροθι σταμάτησε στο σπίτι των γονιών της για
να αφήσει τον γιο της. Εκεί η μητέρα της επέμεινε να πάρει ένα πιο ζεστό φουλάρι.
Άλλαξε λοιπόν το ελαφρύ μαύρο που φορούσε με ένα πιο βαρύ κόκκινο (το οποίο θα
παίξει τον ρόλο του στην υπόθεση).
Στο
νοσοκομείο οι γιατροί είπαν στον Κόνραντ ότι τον έχει δαγκώσει «μαύρη χήρα» και
χρειάζεται αγωγή. Καθ’ όλη τη διάρκεια της εξέτασης η Ντόροθι περίμενε μαζί με
την Παμ. Στην κατάθεση της η δεύτερη τόνισε πως «δεν ήταν δίπλα μου μόνο όταν
πήγε στην τουαλέτα». Ο Κόνραντ βγήκε από τον γιατρό μετά τις 23:00 και έπρεπε να
πάρει κάποια φάρμακα εντός του νοσοκομείου.
Η Ντόροθι
είπε ότι θα κατέβει στο πάρκινγκ και θα φέρει το λευκό στέισον-βάγκον Toyota της στην είσοδο ώστε ο Κόνραντ να μην
χρειαστεί να περπατήσει. Αφούν πήραν τα φάρμακα η Παμ και Κόνραντ βγήκαν στην
είσοδο. Περίμεναν για λίγο αλλά η Ντόροθι δεν φάνηκε. Αποφάσισαν λοιπόν να περπατήσουν ως το πάρκινγκ.
Ενώ περπατούσαν
βλέπουν να τους πλησιάζει και να τους προσπερνά με ταχύτητα ένα αυτοκίνητο που
μοιάζει με αυτό της Ντόροθι. «Πιστεύαμε ότι ήταν αυτή και δεν μας είδε και
κουνούσαμε τα χέρια μας. Το αυτοκίνητο όμως πέρασε χωρίς να σταματήσει στο Stop και συνέχισε την πορεία του» λέει η
Παμ η οποία δεν είναι σίγουρη αν τα φώτα ήταν ανοιχτά ή κλειστά (κατέθεσε ότι
ήταν ανοιχτά αλλά σε συνέντευξη της λέει ότι ήταν κλειστά).
Σκέφτονται
ότι ίσως συνέβη κάτι και η Ντόροθι έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι των γονιών της. Αφού
περιμένουν λίγο τηλεφωνούν εκεί και απαντά ο πατέρας της Ντόροθι. Τον γνωρίζουν
πολύ καλά γιατί ήταν ο πρώην εργοδότης τους. Ο Τζέικομπ Σκοτ τους λέει ότι η
κόρη του δεν έχει επιστρέψει και άμεσα η Παμ τηλεφωνεί στην αστυνομία. Της λένε
ότι θα το ελέγξουν αλλά δεν κάνουν τίποτα.
Στις 04:30 της
29ης Μαΐου 1980 οι αρχές ενημερώνονται ότι ένα αυτοκίνητο καίγεται
σε ένα στενό. Είναι το Toyota της Ντόροθι. Φτάνοντας στο σημείο διαπιστώνουν ότι αυτός που
άφησε το αυτοκίνητο βιαζόταν πάρα πολύ. Έχει αφήσει τα φώτα αναμμένα και την
πόρτα του οδηγού ανοιχτή. Στο κάθισμα συνοδηγού έχει ρίξει βενζίνη. Το
εσωτερικό του αυτοκινήτου έχει καταστραφεί πλήρως. Η αστυνομία πείθεται ότι
κάτι πολύ κακό έχει συμβεί στην Ντόροθι…
Ποια ήταν η Ντόροθι Τζέιν Σκοτ
Τη νύχτα της εξαφάνισης της η Ντόροθι Τζέιν Σκοτ ήταν 32 ετών. Είχε έναν γιο 4 ετών, τον
Σάντι τον οποίο φώναζε Σον. Πατέρας του Σον ήταν ο Ντένις Τέρι ο οποίος ζούσε
στο Φέαργκροουβ του Μιζούρι. Το πρώην ζευγάρι βρισκόταν σε διαμάχη καθώς ο Τέρι
ζητούσε να έχει την κηδεμονία του παιδιού.
Η Ντόροθι ζούσε
με τη θεία της στο Στάντον της Καλιφόρνια, 20 λεπτά με αυτοκίνητο από το Άναχεϊμ
όπου έμεναν οι γονείς της. Εργαζόταν ως λογίστρια στα καταστήματα Swinger’s Psych Shop και Custom John’s Head Shop τα οποία ανήκαν στον Τζον Καϊόλα.
Πρόκειται για καταστήματα που εμπορεύονταν προϊόντα σχετικά με την κουλτούρα της
ψυχεδέλιας και της κάνναβης. Ο Καϊκόλα είχε αγοράσει τα μαγαζιά από τον πατέρα της
Ντόροθι, Τζέικομπ με τον οποίο διατηρούσε καλή σχέση.
Όσοι γνώριζαν την Ντόροθι μιλούν για ένα άτομο χαμηλών τόνων που προτιμούσε να μένει σπίτι και να περνά χρόνο με τον γιό και την οικογένεια της. Ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενη και δεν έπινε ούτε κάπνιζε. Όλες οι μαρτυρίες συμφώνησαν ότι την περίοδο της εξαφάνισης δεν είχε κάποια ερωτική σχέση. «Η Ντόροθι ήταν βαρετή, σαν τηλεφωνικός κατάλογος» θα πει ένας φίλος της.
Ο άνδρας
στο τηλέφωνο
Από τον Οκτώβριο
του 1979, λίγους μήνες πριν το βράδυ στο νοσοκομείο, η Ντόροθι άρχισε να
λαμβάνει περίεργα τηλεφωνήματα τόσο στο σπίτι όσο και στη δουλειά. Της τηλεφωνούσε
ένας άντρας με την Ντόροθι να έχει πει στη μητέρα της Βέρα πως «η φωνή του μου μοιάζει
γνωστή αλλά δεν μπορώ να τη συνδέσω με κάποιο πρόσωπο». Ο άντρας γνώριζε το
πρόγραμμα της Ντόροθι και κάποιες φορές ακόμα και το τι φοράει. Άλλες φορές
ήταν γλυκός και άλλες ιδιαίτερα απειλητικός. Της έλεγε ότι είναι όμορφη και την
αγαπά αλλά και ότι αν την πετύχει μόνη της θα την κόψει κομμάτια ώστε κανείς να
μην τη βρει. Λίγο πριν την εξαφάνιση ο μυστηριώδης άντρας την πήρε τηλέφωνο και
της ζήτησε να βγει από το σπίτι γιατί της είχε αφήσει ένα δώρο. Πάνω στο καπό
του αυτοκινήτου της βρήκε ένα αποξηραμένο τριαντάφυλλο. Τα τηλεφωνήματα την
είχαν τρομοκρατήσει και σύμφωνα με έναν συνεργάτη της άλλαξε σπίτι τρεις φορές από
τότε που ξεκίνησαν. Είχε σκεφτεί μάλιστα να αγοράσει όπλο αλλά φοβόταν μην το
βρει ο γιός της. Μια εβδομάδα πριν την εξαφάνιση είχε ξεκινήσει μαθήματα αυτοάμυνας.
«Ήταν η αγάπη μου… Τη σκότωσα!»
Στο πάργκινγκ
του νοσοκομείου, στο σημείο που είχε αφήσει το όχημα η Ντόροθι, η αστυνομία
βρίσκει ένα πακέτο Marlboro και ένα με χαρτομάντιλα. Ζητά από την οικογένεια να κρατήσουν την υπόθεση
μυστική εν αναμονή κάποιου τηλεφωνήματος για λύτρα.
Περίπου μια εβδομάδα
μετά την εξαφάνιση ένας άντρας τηλεφωνεί στο σπίτι των γονιών της Ντόροθι. Το σηκώνει η μητέρα της. «Είσαι συγγενής της Ντόροθι Σκοτ;» τη ρωτά. Όταν του απαντά θετικά της λέει
«εγώ την έχω» και το κλείνει.
Αφού έχουν
περάσει 15 μέρες, χωρίς κάποια εξέλιξη, ο Τζέικομπ Σκοτ αποφασίζει να
απευθυνθεί στον Τύπο. Μιλά με έναν ρεπόρτερ της τοπικής εφημερίδας «The Santa Ana Register» η οποία την επόμενη μέρα δημοσιεύει
εκτενές ρεπορτάζ για την εξαφάνιση της 32χρονης και ανακοινώνει ότι η οικογένεια
προσφέρει 2.500 δολάρια για πληροφορίες που θα οδηγήσουν στον εντοπισμό της.
Την ημέρα που δημοσιεύθηκε το άρθρο ένας άντρας τηλεφωνεί στην εφημερίδα.
Μιλάει με τον συντάκτη Παρ Ράιλι και του λέει: «Απήγαγα την Ντόροθι Τζέιν Σκοτ.
Ήταν η αγάπη μου… Την έπιασα να με απατά με έναν άλλο άντρα. Αρνήθηκε ότι έχει
κάποιον άλλο. Τη σκότωσα!». Ο άντρας θα να πείσει τον Ράιλι ότι λέει αλήθεια
του τονίζει ότι ήξερε ότι η Ντόροθι ήταν στο νοσοκομείο με έναν συνάδελφο που
τον δάγκωσε αράχνη και ότι η 32χρονη φορούσε κόκκινο φουλάρι. Υποστηρίζει επίσης
ότι μίλησε με την Ντόροθι ενώ αυτή βρισκόταν στο νοσοκομείο.
Το πρώτο
ερώτημα που τίθεται είναι πώς ήξερε ο άντρας αυτές τις πληροφορίες; Το δεύτερο είναι
πότε του τηλεφώνησε η Ντόροθι; Η Παμ κατέθεσε ότι ήταν συνέχεια μαζί εκτός απ’
όταν πήγε στην τουαλέτα. Μιλάμε για μια εποχή που δεν υπήρχαν κινητά. Πολλοί πίστεψαν ότι ο άντρας που τηλεφώνησε
στην εφημερίδα ήταν ο δολοφόνος. Η αστυνομία έκρινε ότι ήταν απάτη.
Μετά το τηλεφώνημα
στην εφημερίδα ξεκίνησαν και αυτά στο σπίτι των Σκοτ. Κάθε Τετάρτη απόγευμα για
τέσσερα (!) ολόκληρα χρόνια. Η αστυνομία τοποθέτησε συσκευή εντοπισμού αλλά ο
άντρας ποτέ δεν έμενε για ώρα στη γραμμή. Μιλούσε πάντα με την Βέρα Σκοτ και της
έλεγε είτε ότι κρατά την Ντόροθι, είτε ότι την σκότωσε. Ένα απόγευμα Τετάρτης
τον Απρίλιο του 1984 ήταν ο Τζέικομπ Σκοτ που σήκωσε το τηλέφωνο. Ο άντρας δεν
μίλησε, έκλεισε και σταμάτησε να τηλεφωνεί.
Η εξέλιξη
αυτή δημιούργησε υποψίες. Μήπως ο άντρας φοβόταν ότι ο Τζέικομπ Σκοτ μπορεί να
αναγνωρίσει τη φωνή του; Μήπως ήταν κάποιος γνωστός του; Όσοι έχουν ασχοληθεί
με την υπόθεση βέβαια θέτουν κι ένα ακόμα εύκολο ερώτημα. Γιατί ο Τζέικομπ Σκοτ
δεν επέλεξε νωρίτερα να σηκώσει αυτός το τηλέφωνο και περίμενε τόσα χρόνια;
Η τραγική αποκάλυψη
Στις 6 Αυγούστου
1984 η τραγική μοίρα της Ντόροθι αποκαλύφθηκε. Ένας εργοδηγός ετοιμαζόταν να
ανοίξει ένα αυλάκι για να τοποθετηθούν τηλεφωνικά καλώδια. Εντόπισε καμένα
κόκκαλα και σύντομα διαπίστωσε ότι σίγουρα κάποια ήταν ανθρώπινα. Στο σημείο βρέθηκαν
τελικά κόκκαλα σκύλου, μέρος ανθρώπινου σκελετού και ένα κρανίο. Η οδοντιατρική
ανάλυση επιβεβαίωσε πως ανήκε στην Ντόροθι Τζέιν Σκοτ. Δίπλα στα λείψανα βρέθηκε
ένα τιρκουάζ δαχτυλίδι που φορούσε και το ρολόι της που ήταν σταματημένο στις 00:30
της 29 Μαρτίου 1980. Περίπου μια ώρα μετά από την τελευταία φορά που την είδαν
ζωντανή. Η κατάσταση του σκελετού, που είχε καεί από μια πρόσφατη πυρκαγιά στην
περιοχή, δεν έδινε τη δυνατότητα να αποσαφηνιστεί ο τρόπος που δολοφονήθηκε η
Ντόροθι. Οι αρχές δεν θεώρησαν τυχαίο ότι μαζί της βρέθηκαν και τα κόκκαλα
σκύλου. Πιστεύουν ότι ο δράστης του έθαψε μαζί είτε την ίδια στιγμή, είτε με
χρονική διαφορά.
Αφού έγινε
γνωστό ότι βρέθηκε μέρος των λειψάνων της κοπέλας οι Σκοτ άρχισαν να δέχονται
και πάλι τηλεφωνήματα. «Είναι η Ντόροθι σπίτι;» ρωτούσε μια αντρική φωνή και
έκλεινε.
Οι γονείς της
Ντόροθι Τζέιν Σκοτ πέθαναν χωρίς να πάρουν απαντήσεις. Ο Τζέικομπ το 1994 και η
Βέρα το 2002. Ο γιός της, Σον ακόμα ψάχνει την αλήθεια και τον δολοφόνο της μητέρας
του.
O βασικός ύποπτος
Οι αρχές συμφωνούν
ότι κάποιος περίμενε την 32χρονη στο πάρκινγκ του νοσοκομείου, την ανάγκασε να
μπει στο αυτοκίνητο της μαζί του και έφυγαν. Στη συνέχεια τη σκότωσε, έκαψε το
αυτοκίνητο και έθαψε το πτώμα. Όλα συνηγορούν ότι δολοφόνος ήταν ο άντρας που
έπαιρνε τηλέφωνο την Ντόροθι και την απειλούσε. Ο πρώην σύντροφος Ντένις Τέρι
αποκλείστηκε καθώς επιβεβαιώθηκε πως τη νύχτα της εξαφάνισης ήταν στο Μιζούρι.
Η αστυνομία ερεύνησε και το αφεντικό της Ντόροθι, τον Τζον Καϊκόλα. Δεν βρήκε
στοιχεία που να τον ενοχοποιούν αλλά παραμένει στο κάδρο.
Το όνομα που
προέκυψε ως του βασικού υπόπτου είναι αυτό του Μάικ Μπάτλερ. Εργαζόταν σε ένα
συνεργείο απέναντι από την δουλειά της Ντόροθι ενώ μια από τις αδελφές του ήταν
συνάδελφος της. Η 32χρονη τον γνώριζε και μιλούσαν. Κατά την ανάκριση ο Μπάτλερ
παραδέχθηκε στην αστυνομία ότι ήταν ερωτευμένος με την Ντόροθι και ήθελε να την
παντρευτεί. Παράλληλα ο Μπάτλερ ήταν ασταθής ψυχολογικά, ζούσε μόνος του σε
ορεινή περιοχή και σύμφωνα με πληροφορίες ασχολούταν με τον μυστικισμό.
Το προφίλ
ταίριαζε και έδινε εξήγηση στο γεγονός ότι ο δολοφόνος γνώριζε τόσα πολλά για
την Ντόροθι και ήξερε την οικογένεια της. Ίσως ακόμα και το θαμμένο σκυλί να
είχε σχέση με τα μυστικιστικά πιστεύω του Μπάτλερ.
Στοιχεία όμως
που να τον ενοχοποιούν δεν βρέθηκαν ποτέ. Ο Μπάτλερ τελικά πέθανε το 2014. Ο
ντετέκτιβ Μπομπ Ταφτ που έχει αναλάβει πλέον την υπόθεση έχοντας διαβάσει όλους
τους φακέλους λέει πως «αν μπορούσε να ανακρίνω κάποιον για την υπόθεση σίγουρα
αυτός θα ήταν ο Μάικ Μπάτλερ». Σχετικά με το συγκεκριμένο όνομα στο διαδίκτυο
υπάρχει και μια ακόμα ενδιαφέρουσα αναφορά. Υποστηρίζει ότι είναι αδελφός της διάσημης
Αμερικανίδας τραγουδίστριας Ρόουζμαρι Μπάτλερ. Παρότι έχει ερωτηθεί για το
ζήτημα η 77χρονη σήμερα καλλιτέχνιδα δεν έχει θελήσει να σχολιάσει.