Το 2006 πραγματοποιήθηκε σε προάστιο του Μπουένος Άιρες μια ληστεία τράπεζας με απολύτως κινηματογραφικό τρόπο. Τα όσα έγιναν θυμίζουν το σενάριο της ισπανικής σειράς
Ένας ποδοσφαιρικός αγώνας μεταξύ της αργεντίνικης Ροσάριο Σεντράλ και της Πενιαρόλ από την Ουρουγουάη, για το Κύπελλο Λιμπερταδόρες, έγινε η αιτία για να επανέλθει στο προσκήνιο μια από της πλέον διαβόητες ληστείες στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής. Ο Λουίς Βιτέτε ήταν ένα από τα μέλος της ομάδας που λήστεψαν την τράπεζα του Ρίο ντε Ακασούσου στις 13 Ιανουαρίου 2006. Ο Βιτέτε ζει πλέον στην Ουρουγουάη και δεν έχει δικαίωμα να ταξιδέψει στην Αργεντινή. Παρακολούθησε όμως το παιχνίδι της Ροσάριο με την Πενιαρόλ μέσα από το γήπεδο της πρώτης. Οι δύο ομάδες συναντήθηκαν στις 5 Απριλίου 2024 και το ματς σημαδεύτηκε από επεισόδια. Ο Βιτέτε ανέβασε φωτογραφίες μέσα από τις εξέδρες και σχολίαζε τον αγώνα στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όταν ακόλουθοι του τον ρώτησαν πώς πέρασε τα σύνορα και βρέθηκε στο «Χιχάντε ντε Αρογίτο» ο Βιτέτε απάντησε: «Τα σύνορα της Αργεντινής είναι ψωμί με βούτυρο για εμένα που είμαι σαν ένα καυτό μαχαίρι. Χαιρετίσματα στους φίλους από το Antena 3 στο Ροσάριο». Ποιος είναι όμως ο Βιτέτε και τι συνέβη στη ληστεία του αιώνα η οποία μοιάζει εκπληκτικά με τη σειρά «Casa de Papel»;
Η ιδέα
και η προετοιμασία
Τον
Σεπτέμβριο του 2004 ο 36χρονος τότε καλλιτέχνης και δάσκαλος καράτε, Φερνάνδο
Αραούχο άρχισε να σχεδιάσει τη ληστεία τράπεζας στην πόλη του Ακασούσο
(βρίσκεται στα προάστια του Μπουένος Άιρες) όπου και ζούσε. Ο Αραούχο μίλησε
για το σχέδιο του με τον Σεμπαστιάν Γκαρσία Μπολστέρ ο οποίος είχε τεχνικές
γνώσεις. Για μήνες παρατηρούσαν κτίρια τραπεζών και έκαναν σχέδια. Τελικά
κατέληξαν ότι δεν υπάρχει πλάνο με μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας και αποφάσισαν
να τα παρατήσουν.
Είχαν
περάσει λίγες εβδομάδες όταν ο Αραούχο παρατήρησε έναν τεράστιο σωλήνα όμβριων υδάτων που
κατέληγε στο ποτάμι, δέκα οικοδομικά τετράγωνα μακριά από την τράπεζα Ρίο. Ακολούθησε τα φρεάτια
και έφτασε έξω από την τράπεζα. Σκέφτηκε ότι μπορούν να φτάσουν έτσι μέχρι τον
τοίχο, να τον γκρεμίσουν και να μπουν στο χρηματοκιβώτιο. Το σχέδιο όμως
απαιτούσε χρήματα και χέρια. Ζήτησε λοιπόν της βοήθεια του διαβόητου στο
οργανωμένο έγκλημα της Αργεντινής «Ελ Ντοκ» και μέλος της συμμορίας «Super Banda». Αυτός έβαλε στον κόλπο τον
συνεργάτη του Αλμπερτο «Μπέτο» Ντε λα
Τόρε αλλά η δουλειά χρειαζόταν και έναν «επενδυτή». Τον βρήκαν στο πρόσωπο ενός
διαβόητου Ουρουγουανού ληστή. Πρόκειται για τον Λουίς Μάριο Βιτέτε Σεγιάνες. Στην
ομάδα μπήκαν επίσης ο Χουλιάν «Ελ Πάισα» Σαγιοετσεβαρία, ο οποίος ανέλαβε τον
ρόλο του οδηγού, και ένας Ουρουγουανός, φίλος του Βιτέτε γνωστός ως Λουίς «Ελ
Νένε».
Ένα ερώτημα βασάνιζε την ομάδα: Πως θα απενεργοποιήσουν τον συναγερμό στο θησαυροφυλάκιο; «Δεν χρειάζεται. Θα το κάνουμε όταν η τράπεζα είναι ανοιχτή και ο συναγερμός είναι απενεργοποιημένος. Θα στήσουμε μια ψεύτικη ληστεία για αντιπερισπασμό. Όλοι θα ασχολούνται με το τι γίνεται πάνω και εμείς θα κάνουμε τη δουλειά μας στο υπόγειο» απάντησε ο Αραούχο.
Η ομάδα δούλεψε για περίπου έναν χρόνο. Αγόρασαν εργαλεία, ένα φουσκωτό, εξοπλισμό κατάδυσης, ψεύτικα όπλα, ειδικό τρυπάνι για να ανοίξουν τις θυρίδες και ένα παλιό λευκό βαν Volskwagen. Ο «Μηχανικός» Σεμπαστιάν Γκαρσία Μπολστέρ εντόπισε το σημείο που συνδέεται η αποχέτευση με το χρηματοκιβώτιο και ξεκίνησε να σκάβει. «Ήθελα να δουλεύω μόνος για να μην μας υποπτευθούν. Πήγαινα το βράδυ στην παραλία και έμπαινα στον αγωγό. Μου έπαιρνε μισή ώρα να φτάσω στο σημείο και να αρχίσω να σκάβω. Το έκανα σχεδόν κάθε βράδυ και η γυναίκα μου ποτέ δεν με ρώτησε. Μάλλον ήταν σίγουρη ότι είχα ερωμένη» θα πει ο Μπολστέρ. Το σχέδιο ήταν η ομάδα να πάει με τη φουσκωτή βάρκα μέχρι το σημείο εισόδου στην τράπεζα και να φύγει με αυτή. Το βάρος ήταν όμως πολύ μεγάλο και το νερό ρηχό.
Ο Μπολστέρ (φωτό) όμως έδωσε τη λύση. Έφτιαξε ένα μικρό φράγμα που θα ανέβαζε τη στάθμη του νερού στη διαδρομή που θα έκαναν. Παράλληλα ο Αραούχο κατέστρωσε και σχέδιο Β’ για τη διαφυγή μέσω των φρεατίων. Ένα αυτοκίνητο θα τους περίμενε σε ένα συγκεκριμένο σημείο της πόλης, δίπλα σε φρεάτιο.
Η ψεύτικη
και η αληθινή ληστεία
Την ημέρα της
ληστείας (13/1/2006) η συμμορία χωρίστηκε σε δύο ομάδες. Η μία πήγε στην
τράπεζα και η άλλη οργάνωσε το ριφιφί. Ο Σαγιοετσεβερία πήρε το λευκό βαν και
περίμενε σε προκαθορισμένο σημείο.
Στις 12:20 ο
Μπέτο, ντυμένος γιατρός, μπήκε πρώτος στην τράπεζα και τον ακολουθούσε ο «Ντοκ»
ο οποίος φορούσε μάσκα του σκι. Κρατώντας ένα ψεύτικό όπλο, που είχε πάρει από
τον γιό του, ο Μπέτο φώναξε: «Ληστεία, όλοι στο πάτωμα». Εκείνη τη στιγμή μέσα
στο κτίριο βρίσκονταν 23 άτομα.
Την ίδια ώρα
ο Βιτέτε και ο Λουίς (η πραγματική του ταυτότητα δεν έγινε ποτέ γνωστή) απέκλεισαν
με το αυτοκίνητο τους την είσοδο του γκαράζ της τράπεζας και ανέβηκαν και αυτοί
πάνω.
Ο Αραούχο
άφησε ένα αυτοκίνητο έξω από την τράπεζα για να δώσει την εντύπωση ότι με αυτό
υπολόγιζαν να ξεφύγουν οι ληστές και μπήκε στην τράπεζα. Φορούσε καπέλο, περούκα και γυαλιά ηλίου και ακόμα
και οι συνεργάτες του δεν τον αναγνώρισαν στην αρχή.
Το σχέδιο
εξελίχθηκε όπως το είχαν σχεδιάσει. Ο Βιτέτε θα αναλάμβανε την αστυνομία, ο
Λουίς με τον Μπέτο τους ομήρους και ο «Ντοκ» κατέβηκε για να συναντήσει τον Μπολστέρ.
Γκρέμισε τον λεπτό τοίχο που είχε απομείνει και συνάντησε τον «Μηχανικό».
Πάνω η
παράσταση συνεχιζόταν. Ο Βιτέτε, φορώντας ψεύτικο μουστάκι και γκρι σακάκι,
συστήθηκε ως Βάλτερ στους ομήρους. Η αστυνομία είχε φτάσει ήδη έξω από το
κτίριο και ο «Βάλτερ» ξεκίνησε διαπραγματεύσεις μαζί τους. Ελευθέρωσε τον φρουρό
και είπε ότι «είναι η απόδειξη ότι είμαστε καλοί άνθρωποι». Στην πραγματικότητα
ο Αραούχο είχε ξεκαθαρίσει πως δεν ήθελε κανέναν με πραγματικό όπλο μέσα στην
τράπεζα.
Συνέχισαν να
ελευθερώνουν ομήρους για να δώσουν στην αστυνομία την εντύπωση ότι έχει το πάνω
χέρι. «Πρέπει να δείχνουμε νευρικοί και αφελείς. Να φαίνεται ότι χάνουμε τον
έλεγχο και κάποια στιγμή θα παραδοθούμε. Να μας συμπαθήσει ο κόσμος που θα
βλέπει από τις τηλεοράσεις» είχε τονίσει ο Αραούχο και τους ξεκαθάρισε ότι
πρέπει να θυμίζουν συνέχεια τι είχε γίνει στο Ραμάγιο.
Σε μια
ληστεία στις 17 Σεπτεμβρίου 1999 οι ειδικές δυνάμεις είχαν σκοτώσει κατά λάθος
δύο ομήρους. Ο «Βάλτερ» επαναλάμβανε στον διαπραγματευτή ότι σε καμία περίπτωση
δεν θέλουν ένα νέο Ραμάγιο και του τόνιζε ότι είναι οπλισμένοι και
αποφασισμένοι. «Θέλουμε μια ειρηνική κατάληξη προς όφελος όλων» έλεγε. Την ίδια ώρα ο Αραούχο είχε καταφέρει
να καταφέρει να μπει στη συχνότητα της αστυνομίας και να ακούει τι σχεδιάζουν.
Από τις 12:50 κάμερες είχαν στηθεί έξω από την τράπεζα και ολόκληρη η χώρα παρακολουθούσε τις εξελίξεις. Ο Βιτέτε (φωτό) ήταν ο «Άντρας με το γκρι κοστούμι» και ο τρόπος που συμπεριφερόταν είχε μαγνητίσει το κοινό. Θα υποστηρίξει μάλιστα ότι έκανε μαθήματα υποκριτικής για τον ρόλο του «Βάλτερ».
Στο υπόγειο ο
Μπολστέρ προχωρούσε γρήγορα. Άνοιξε 143 θυρίδες και συγκέντρωσε τα μετρητά και
τα κοσμήματα. Ο Αραούχο είχε ξεκαθαρίσει ότι όλη η επιχείρηση δεν μπορεί να
διαρκέσει πολλές ώρες. Όταν πλέον είχε συγκεντρωθεί ένα… ικανοποιητικό ποσό ο Αραούχο
έδωσε το σύνθημα αποχώρησης.
Στις 16:30 ο
Βιτέτε μίλησε με τον διαπραγματευτή της αστυνομίας και τους ζήτησε να
παραγγείλουν έξι πίτσες. Άφησε στην άκρη τον ασύρματό του και είπε στους ομήρους
ότι πρέπει να κάνουν μια σύσκεψη για να αποφασίσουν τι θα γίνει. «Όποιος κουνηθεί,
θα πεθάνει» τους είπε και έφυγε.
Στο υπόγειο ο
«Ντοκ» και ο Αραούχο υλοποιούσαν ένα ακόμα μέρος του σχεδίου. Η συμμορία είχε
βάλει κόλλα στιγμής στα δάχτυλα για να μην αφήνει αποτυπώματα αλλά ο Αραούχο
έλαβε κι άλλο μέτρα. Έριξε χλωρίνη παντού και γέμισαν τον χώρο με τρίχες που
είχαν συγκεντρώσει από κουρείο. Έτσι οι αρχές δεν θα μπορούσαν να βρουν δικές
τους, που τυχόν θα είχαν πέσει.
Στις 16:55 η
ομάδα μπήκε στο τούνελ και στην τρύπα τοποθέτησαν ψεύτικες βόμβες. Οι πέντε άντρες
(Αραούχο, Βιτέτε, Ντοκ, Λουίς και Μπολστέρ) ανέβηκαν στη βάρκα μαζί με τα
κλοπιμαία. Η μηχανή όμως δεν άναβε. Ο Αραούχο είχε προβλέψει και αυτό το
ενδεχόμενο. Είχαν φέρει μαζί τους κουπιά. Κωπηλάτησαν για περίπου δέκα οικοδομικά
τετράγωνα και μετά βγήκαν από ένα φρεάτιο όπου περίμενε το βαν. Χρησιμοποιώντας
τροχαλίες ανέβασαν τα κλοπιμαία και έφυγαν. Υπολογίζεται ότι από την τράπεζα
είχαν φύγει με 20εκατ. δολάρια σε μετρητά και εκατοντάδες πολύτιμα αντικείμενα.
Στις 19:00 ένας
όμηρος τηλεφώνησε στην αδελφή του και της είπε ότι εδώ και αρκετή ώρα δεν ακούγεται
τίποτα. Οι αρχές ενημερώθηκαν και μπήκαν στο κτίριο. Στο χρηματοκιβώτιο βρήκαν ένα
σημείωμα που έγραφε: «Στις γειτονιές των πλουσίων, χωρίς όπλα και συγκρούσεις, υπάρχουν
μόνο λεφτά και όχι αγάπες».
«Όταν οι
ειδικές δυνάμεις μπήκαν στην τράπεζα το βλέπαμε στην τηλεόραση τρώγοντας πίτσα
και μετρώντας τα χρήματα. Τα κανάλια το έδειχναν με μισή ώρα καθυστέρηση», θα
πει ο Βιτέτε. Στις 20:30 οι αρχές εντόπισαν την… παγιδευμένη με εκρηκτικά έξοδο
διαφυγής. Χρειάστηκαν περίπου δύο ώρες για να φτάσει ειδική ομάδα πυροτεχνουργών
και να αποκαλυφθεί ότι οι βόμβες είναι ψεύτικες.
Την επόμενη
μέρα ο Μπολστέρ πέταξε τις κάρτες που είχαν βρει σε δεκάδες διαφορετικά σημεία.
«Όποιος έβρισκε μια κάρτα καλούσε την αστυνομία. Αυτό τους ανάγκασε να στραφούν
εκεί και μας έδινε πλεονέκτημα» τονίζει. Ο Αραούχο είχε ξεκαθαρίσει πως μετά τη
μοιρασιά ο καθένας θα έπαιρνε τον δρόμο του και δεν θα βρίσκονταν ποτέ ξανά.
Οι
συλλήψεις
Όλα άρχισαν
να στραβώνουν από μια απατημένη σύζυγο. Ο Μπέτο είχε ερωμένη και η σύζυγος του Αλίσια
για να τον εκδικηθεί τον κατέδωσε. Πέντε μήνες μετά τη ληστεία συνελήφθη. Μέσα
σε μια βαλίτσα του βρέθηκαν 700.000 δολάρια. Ακολούθησε η σύλληψη του «Μηχανικού»
Σεμπαστιάν Μπολστέρ, ο οποίος ομολόγησε τα πάντα, και στη συνέχεια εντοπίστηκε
ο Χουλιάν Σαγιοετσεβερία. Ο Βιτέτε παραδόθηκε μόνος του στην αρχές.
Μαθαίνοντας τις
εξελίξεις ο Φερνάνδο Αραούχο κρύφτηκε σε ένα βουνό. Εκεί τον εντόπισε δασοφύλακας
αλλά δεν τον αναγνώρισε. Τον ρώτησε τι κάνει εκεί και ζήτησε να ψάξει τη σκηνή
του. Ενώ έψαχνε, ο εγκέφαλος της «ληστείας του αιώνα» του είπε: «έλα μην χάνουμε
χρόνο, είμαι ο Φερνάνδο Αραούχο». Ο «Ντοκ» και ο Λουίς δεν συνελήφθησαν ποτέ
και δεν αποκαλύφθηκε η πραγματική τους ταυτότητα. Το 2022 κυκλοφόρησε ένα
βιβλίο στο οποίο ο «Ντοκ» υποστηρίζει ότι σχεδίαζαν να κλέψουν και πάλι την
ίδια τράπεζα λίγους μήνες μετά.
Στις 15
Φεβρουαρίου 2010 η δίκη ξεκίνησε. Οι αρχικές ποινές ήταν 15 χρόνια για τον Μπέτο
ντε λα Τόρε, 14 για τον Αραούχο, 10 για τον Σαγιοετσεβερί και 9 για τον
Μπλοστέρ. Ο Βιτέτε είχε καταδικαστεί νωρίτερα σε 21 χρόνια αλλά έμεινε ελάχιστα
στο κελί. Του απαγορεύτηκε όμως η είσοδος στην Αργεντινή. Τελικά όλοι τους εξέτισαν
πολύ λιγότερο και μέχρι τα μέσα του 2014 κανείς από τους συμμετέχοντας στη «ληστεία
του αιώνα» δεν ήταν στη φυλακή.
Από τα
κλοπιμαία εντοπίστηκε μόνο ένα μικρό μέρος. Όλα τα γνωστά μέλη της συμμορίας
έδωσαν συνεντεύξεις ενώ κάποιοι έγραψαν βιβλία. Το 2020 βγήκε στους κινηματογράφους
η ταινία «El robo del siglo» η οποία παρουσιάζει την υπόθεση και στη
συγγραφή του σεναρίου συμμετείχε ο Φερνάνδο Αραούχο.
«Ήταν ένα έργο τέχνης»
Ο Αραούχο (φωτό) αποκαλεί το σχέδιο του «Donatello Project». «Ήταν από τον καλλιτέχνη της Αναγέννησης
αλλά και από το αγαπημένο μου χελωνονιτζάκι. Ήταν πράσινο σαν την κάνναβη την
οποία λατρεύω, ήξερε καράτε όπως εγώ και κινούνταν κάτω από την πόλη μέσω των
τούνελ. Έχω κάνει και τατουάζ τον Ντονατέλο» λέει ο εγκέφαλος της ληστείας, σε
συνέντευξη που έδωσε στο περιοδικό GQ το 2020, και συνεχίζει: «Έφτασα στο συμπέρασμα ότι το έκανα
για το καλλιτεχνικό κομμάτι του πράγματος. Ήταν ένα έργο τέχνης». Ο δημοσιογράφος
θυμάμαι ότι , μετά το τέλος της συνέντευξης, προσφέρθηκε να κεράσει τα ποτά και
το φαγητό και ο Αραούχο κούνησε το δάχτυλο και είπε: «Όχι, όχι! Κερνάει η
τράπεζα Ρίο».