Η Ελένη Μπούμπουλη έγινε πρωταγωνίστρια σε μια υπόθεση που λίγο έλειψε να τινάξει το νεοσύστατο ελληνικό κράτος στον αέρα. Κολοκοτρώνης και Γρίβας έφτασαν στα πρόθυρα γενικευμένης σύρραξης
Η Ελληνική Επανάσταση είναι γεμάτη από ιστορίες ηρωισμού αλλά ποτέ δεν έλειψε η ίντριγκα και τα προσωπικά πάθη. Τα όσα συνέβησαν με πρωταγωνίστρια της κόρη της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, Ελένη θυμίζουν τηλεοπτική σειρά όμως είναι χαρακτηριστικά της εποχής.
Η Ελένη ήταν
ένα από τα επτά παιδιά της Μπουμπουλίνας. Ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα που
απέκτησε η Λασκαρίνα με τον Δημήτριο Μπούμπουλη (Σκεύω, Ελένη, Ιωάννης και Νικόλαος).
Την
Μπουμπουλίνα συνέδεε στενή φιλία με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Αποφάσισαν λοιπόν
να παντρέψουν τα παιδιά τους Ελένη και Πάνο. Ο αρραβώνας έγινε κατά τη διάρκεια
της πολιορκίας του Ναυπλίου και δυο μέρες μετά την πτώση της πόλης στα χέρια
των Ελλήνων πραγματοποιήθηκε ο γάμος.
Μάλιστα
σύμφωνα με αναφορά στην πομπή των νικητών που μπήκαν στο Ναύπλιο, η
Μπουμπουλίνα έφιππη συνοδευόταν από την κόρη της Ελένη και τον γαμπρό της Πάνο ο
οποίος είχε οριστεί Φρούραρχος της πόλης. Όλοι τους εγκαταστάθηκαν στο Ναύπλιο
αλλά έφυγαν αναγκαστικά στις 13 Ιουνίου 1824 λόγω του εμφυλίου. Η Μπουμπουλίνα,
η Ελένη και ολόκληρη οικογένεια μετεγκαταστάθηκαν στην Τρίπολη. Εκεί τους
επισκέπτεται συχνά ο Πάνος Κολοκοτρώνης.
Η
δολοφονία του Πάνου Κολοκοτρώνη και οι φήμες
Στις 13
Νοεμβρίου 1824 (κατ' άλλους 21 Νοεμβρίου 1824) ο Πάνος Κολοκοτρώνης πέφτει σε
ενέδρα και δολοφονείται με μια σφαίρα στο κεφάλι. Όπως αναφέρουν στα
απομνημονεύματά τους ο Κανέλλος Δεληγιάννης και ο Θεόδωρος Ρηγόπουλος, ο οποίος μάλιστα ήταν
αυτόπτης μάρτυς, οι δολοφόνοι του λαφυραγώγησαν τη σορό του Πάνου Κολοκοτρώνη
και την εγκατέλειψαν. Του αφαίρεσαν ακόμη και τα εσώρουχά του και άφησαν το νεκρό
σώμα του γυμνό. Θάφτηκε την επομένη στο γειτονικό χωριό Σιλίμνα, οπού βρισκόταν
ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Ο γιός του
Γέρου του Μοριά ήταν 24 ετών όταν δολοφονήθηκε και η Ελένη έμεινε χήρα μόλις στα
18 της. Δεν πρόλαβαν να αποκτήσουν παιδιά. Μετά τη δολοφονία του συζύγου της
επιστρέφει στις Σπέτσες, ενώ μια φρικτή φημολογία οργιάζει στην Πελοπόννησο.
Σύμφωνα με
αυτήν, η Ελένη έχει παράνομο δεσμό με τον Θεοδωράκη Γρίβα, στενό συνεργάτη του
Πάνου Κολοκοτρώνη. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο Γρίβας ήταν αυτός που οργάνωσε την
ενέδρα.
Τη φήμη
ενισχύει, αν δεν επιβεβαιώνει μερικώς τουλάχιστον, το γεγονός ότι έξι μήνες
μετά τη δολοφονία του Κολοκοτρώνη, η 18χρονη Ελένη, με τη συγκατάθεση της
μητέρας της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, παντρεύεται το Γρίβα, ο οποίος τότε ήταν 28 ετών.
Ο Νικόλαος
Κασομούλης περιγράφοντας την υπόθεση γράφει: «Ο Θεόδωρος Γρίβας, πολιορκημένος
ων εις Τριπολιτσάν από τα Διοικητικά στρατεύματα (κατά το 1824) ευρίσκετο μαζί
με τον Κολοκοτρώνην. Φονευθέντος του Πάνον υιού του Κολοκοτρώνη, ερωτεύθη (ο
Γρίβας) με την σύζυγόν του θυγατέρα της Μπουμπουλίνας. Ο Κολοκοτρώνης θέλων να
την έχει ως θυγατέραν του, επιθυμούσε να την βαστάξει εις την οικίαν του και να
φροντίσει με καιρόν να την υπανδρεύσει με όποιον ήθελεν. Η Μπουμπουλίνα (κόρη)
τα συμβίβασεν μυστικά με τον Θεόδωρον Γρίβαν και φεύγει κρυφά διά τις Σπέτσες
και αφήνει εις την οικίαν του όλα τα προικιά της. Συγχύζεται ο Κολοκοτρώνης,
θέλει να εκδικηθεί, πλην και οι δύο ήσαν φυλακωμένοι εις Ύδραν.
Φαίνεται, ο
Γρίβας πήγε στην Ύδρα, όπου τον αντάμωσε η νεαρή Ελένη χήρα, κι εκεί αν και η
αστυνομία τους έπιασε, στεφανωθήκαν».
Η προίκα της
Ελένης
Ο γάμος του
Γρίβα με την πρώην νύφη του εξοργίζει τον Κολοκοτρώνη και η κατάσταση γίνεται
πολύ χειρότερη όταν ο Γρίβας ζητά από τον Γέρο την προίκα της Ελένης. Δεν είναι
ξεκάθαρο τι είχε πάρει ως προίκα ο Πάνος Κολοκοντρώνης αλλά υπάρχουν αναφορές
για ένα σημαντικό ποσό και πολύτιμα αντικείμενα. Ο Γάλλος Μαξιμ Ρεμπό, που ήταν
παρών στον αρραβώνα της Ελένης με τον Πάνο Κολοκοτρώνη, γράφει χαρακτηριστικά: «Έλεγαν
πως η προίκα της νύφης ήταν τεράστια. Δεν κόστισε, άλλωστε, τίποτα στους γονιούς
της. Κι αν οι σκιές των θυμάτων που πλήρωσαν τα έξοδα μπορούσαν να παρευρεθούν
στα στεφανώματα, η γαμήλια πομπή θα ήτα φρικαλέα και πολυάριθμη».
Ο Θεόδωρος
Κολοκοτρώνης αρνήθηκε να επιστρέψει την προίκα αλλά ο Γρίβας επέμενε. Σε μια
επίσκεψη του «Γέρου» στο Ναύπλιο ο Γρίβας ουσιαστικά τον παγίδεψε στο Παλαμίδι
και μέσω του Αναστασάκη (Εμμ. Παπά) του διεμήνυσε να στείλει τα προικιά και τις
προγαμιαίες δωρεές της Ελένης. Ο Κολοκοτρώνης υποστήριξε πως έχει μόνο μια
διαμαντένια καρφίτσα μικρής αξίας και δυο δακτυλίδια.
Για να
σιγουρευτεί ο Γρίβας ανάγκασε την Ελένη να ορκιστεί στο όνομα της Αγίας Τριάδος για το τι
περιελάμβανε η προίκα της. Ο Κασομούλης, ο οποίος αναφέρει ότι ήταν παρών,
γράφει ότι η Ελένη έγραψε έναν μεγάλο κατάλογο με κοσμήματα, υφάσματα, λάφυρα
από την Τριπολιτσά και ένα μεγάλο ποσό σε γρόσια. Ο Κολοκοτρώνης όταν είδε τον
κατάλογο, ενώ ήταν σε περιορισμό στο φρούριο, απάντησε πως είναι ψέματα και
πρότεινε να ορίσει η κάθε πλευρά ανθρώπους να συνδιαλλαγούν.
Οι διαπραγματεύσεις
Ο Γρίβας (φωτο) όρισε το Γ. Βαλτινό και τον Ν.
Κασομούλη, ενώ ο Κολοκοτρώνης τον Γ. Αγαλόπουλο και τον Αναγνωστάκο
Παπαγιαννόπουλο. Οι τέσσερις εκπρόσωποι και οι δύο αντίδικοι συναντήθηκαν. Ο Βαλτινός
πρότεινε ο Κολοκοτρώνης και Γρίβας να βάλουν στην άκρη τη διαφορά για το
συμφέρον της πατρίδας. Παίρνοντας τον λόγο ο Γρίβας είπε: «Εγώ, κανένα πάθος
δεν έχω με τον Γέρον. Γνωρίζει πόσον τον εβοήθησα εις την ανάγκην του και τον
εβάσταξα. Δεν τον έφερα καμίαν ατιμίαν πριν, όταν ήμουν εμπιστευμένος το παν
εις την οικίαν τον, εις Τριπολιτσάν, ώστε να έχει τώρα παράπονον. Τον εσύντρεξα
ως άλλος υιός τον εις τον εμφύλιον πόλεμον. Εφονεύθη ο υιός του, αγαπήσαμεν να
συζευχθώμεν με την χήραν τον Πάνου, με την συναίνεσιν της μητρός της. Την έλαβα
διά γυναίκαν. Τί έπταισεν λοιπόν ή αυτή ή εγώ ώστε να κατακρατεί ο Γέρος τα
ειδίσματά της και να μην ησυχάζω νύχτα ημέρα, ζητούσα αυτή το δίκαιόν της; Ας
τα δώσει λοιπόν και τίποτες πάθος αναμεταξύ μας δεν έχομεν. Διότι ούτε
εφονεύσαμεν ένας με τον άλλον, ούτε εζημιώσαμεν».
Ο
Κολοκοτρώνης, του απαντά: «Βρε παιδί μου Θοδωράκη, πιστεύεις την γυναίκα σου,
διότι σε είπεν ότι είχεν τόσα;» Και άρχισε να ορκίζεται. «Πού τα ηύρεν, βρε,
όλα αυτά; Ό, τι και αν είχεν, και φορέματα και διαμαντικά, ήταν τον υιού μου,
και, πίστευσέ με, είναι τόσοι μάρτυρες. Ας διορισθεί μια επιτροπή ας συνάξη τας
μαρτυρίας και ό,τι εύρει και ειπούν ότι είχε η νύφη μου να το πληρώσω διπλά. Τί
είχε πραγματικώς; Έναν λαιμοδέτην (γκιουρδάνι) με ολίγες πέτρες και ένα
δακτυλίδι. Τα άλλα όλα ήτον αρματωσιά (νυφική στολή) των συγγενών».
Η συζήτηση
συνεχίστηκε και κατέληξε στην απόφαση να δοθεί άδεια στον Κολοκοτρώνη να φύγει
από το Παλαμίδι και αυτός να πάει στη Ζάκυνθο και να φέρει από εκεί την προίκα
της Ελένης.
Προσβεβλημένος ο Κολοκοτρώνης για το γεγονός ότι ουσιαστικά τον κράτησαν αιχμάλωτο στο Ναύπλιο δεν επέστρεψε
ποτέ την προίκα της Ελένης. Στην υπόθεση δεν ενεπλάκη καθόλου η Μπουμπουλίνα
που είχε άριστες σχέσεις με τον «Γέρο».
Σύμφωνα με
κάποιες αναφορές ο Γρίβας εξοργισμένος από το γεγονός ότι δεν πήρε την προίκα,
πήγε στις Σπέτσες και πήρε από το σπίτι της Μπουμπουλίνας (η οποία είχε στο μεταξύ δολοφονηθεί) ό,τι πολύτιμο βρήκε. Ο Γρίβας κατηγόρησε τα αδέλφια της Ελένης
γιατί δεν διεκδίκησαν την προίκα της, ως όφειλαν.
Στα άκρα…
Μετά το
περιστατικό με την προίκα της Ελένης, δημιουργείται εχθρικό κλίμα μεταξύ
Κολοκοτρώνη και Γρίβα. Κατά τις συζητήσεις για τη σύσταση του ελληνικού κράτους
ο Κολοκοτρώνης επέμενε να γίνει έδρα του Κράτους το Ναύπλιο. Μια τέτοια απόφαση
θα υποχρέωνε τον Γρίβα να φύγει από την πόλη. Με διάγγελμά του ο Γέρος ζητά από τους Πελοποννήσιους να διώξουν τον
Γρίβα από το Ναύπλιο γιατί όπως τονίζει το έχει καταντήσει λησταρχείο. Ο Γρίβας
αρνείται και ακολουθεί απόπειρα δολοφονίας του, ενώ κατεβαίνει από το Παλαμήδι
στο Ναύπλιο.
Με την
Εθνοσυνέλευση να ορίζει πλέον επίσημα την πόλη ως πρωτεύουσα του ελληνικού
κράτους ο Κολοκοτρώνης ζητά από τον Γρίβα να αποχωρήσει και να γίνουν οι
ετοιμασίες για την έλευση του Καποδίστρια. Ο Γρίβας απαντά ότι κανείς δεν
μπορεί να τον διώξει. Η ομάδα Κολοκοτρώνη προσπαθεί να καταλάβει το φρούριο του
Ναυπλίου πληρώνοντας ένα μεγάλο ποσό για να προσεταιριστεί ανώτατα μέλη της
φρουράς του Ναυπλίου. Μάλιστα για την συγκέντρωση των ποσών που είχαν
συμφωνηθεί, ο Κολοκοτρώνης πούλησε και τις ασημένιες πιστόλες του.
Η κατάσταση
γίνεται εκρηκτική και ο Κασομούλης γράφει: «Εμβαίνοντες εις Ναύπλιον είδα, από
το Σιντριβάνι κ’ εκείθεν προς την πύλην της Ξηράς, όλους τους δρόμους
φραγμένους με οχυρώματα (από) πέτραις ή ξύλα. Τα παράθυρα των σπιτιών παρομοίως
κτισμένα και με σκοπιαίς… Και ενώ συνεδριάζει η Βουλή…μία σφαίρα από το
Παλαμήδι διευθυνθείσα επί του θόλου του καταστήματος και πεσούσα κατακάθετον,
τρυπά τον θόλον, πίπτει εντός του Βουλευτικού, και τα τρίμματα των πετρών
κτυπούν (δύο βουλευτές) τον μεν (Γεροθανάσην) θανατηφόρα (και απέθανεν μετά
τρεις ημέρας) του δε (Γιαννάκην Χατζηπέτρου) τσακίζεται η χείρα, (και μένει έως
την σήμερον σημειωμένος)».
Το σχέδιο
του Κολοκοτρώνη αποτυγχάνει και ο Γρίβας συλλαμβάνει τους αποστάτες. Η
Αντικυβερνητική Επιτροπή, κλεισμένη στο Μπούρτζι εξ αιτίας των ταραχών αυτών
και του κανονιοβολισμού της πόλης από το
Παλαμήδι και το Ιτς Καλέ, αποφασίζει με τη συγκατάθεση της Βουλής τη μεταφορά
της «καθέδρας» στην Αίγινα. Φεύγουν λοιπόν για την Αίγινα για την υποδοχή του
Ιωάννη Καποδίστρια. Η διαμάχη Κολοκοτρώνη – Γρίβα ήταν εκείνη που κατέστησε την
Αίγινα πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδος, παρά την απόφαση της Γ’ Εθνοσυνέλευσης που
όριζε το Ναύπλιο.
Ο Γρίβας
αποθρασύνεται και έρχεται σε ανοιχτή σύγκρουση τόσο με την Επιτροπή όσο και με
τους κατοίκους των Σπετσών από τους οποίους ζητά υπέρογκα ποσά. Αυτό έχει ως
αποτέλεσμα η Ελένη να φύγει από το νησί και να μετεγκατασταθεί στην Ακαρνανία,
στο σπίτι του συζύγου της.
Όταν ο
Καποδίστριας φτάνει στο Νάυπλιο, ο Γρίβας του παραδίδει τα κλειδιά του φρουρίου
αλλά η διαμάχη δεν έχει λήξει. Το 1832 πολιορκεί την πόλη και την
καταλαμβάνει. Ο Κολοκοτρώνης αντιδρά και μόνο χάρη στην παρέμβαση τρίτων
αποφεύγεται η μάχη μεταξύ των δύο στρατών.
Το τέλος της
Ελένης
Μέχρι το
τέλος της ζωής του το 1862 ο Θεοδωράκης Γρίβας θα εμπλακεί σε πολλές
μηχανορραφίες και θα επιχειρήσει να ρίξει και τον βασιλιά Όθωνα. Σύμφωνα με
κάποιες αναφορές ο Γρίβας δεν πέθαινε από φυσικά αίτια αλλά δηλητηριάστηκε από
Άγγλους πράκτορες γιατί θεωρήθηκε εστία αποσταθεροποίησης. Γι' αυτόν έχει
γραφτεί το γνωστό δημοτικό τραγούδι «Γρίβα μ’ σε θέλει ο βασιλιάς».
Η Ελένη
Μπούμπουλη απέκτησε δύο παιδιά με τον Θεοδωράκη Γρίβα, τον Δημήτριο και τη
Λασκαρίνα. Αφότου έφυγε από τις Σπέτσες έζησε στο χωριό Περατειά της Βόνιτσας.
Εκεί πέθανε το 1850.
Ο Γρίβας δεν
επέτρεπε να εξετάζει γιατρός τη γυναίκα του χωρίς τη δική του παρουσία. Η Ελένη
τον φοβόταν τόσο πολύ που δεν τον παράκουσε ακόμα και όταν την δάγκωσε οχιά
στον μηρό. Μέχρι δε να επιστρέψει ο Γρίβας, να ερωτηθεί και να συγκατατεθεί να
εξεταστεί από γιατρό, η γυναίκα πέθανε. Ήταν 43 ετών. Μετά το θάνατο της
Ελένης, ο Γρίβας παντρεύτηκε την Πηνελόπη Στάικου.