Οι λόφοι που ειναι διάσπαρτοι σε όλη την Αθήνα έχουν μια μοναδική ιστορία, ενώ ο τρόπος που έχουν αποκτήσει το όνομά τους έχει τεράστιο ενδιαφέρον
Η αττική γη δεν ήταν ποτέ μια από τις πιο εύφορες που
μπορούσε να βρει κανείς στην ελληνική επικράτεια. Ήδη από την αρχαιότητα, η
Αθήνα ήταν μια περιοχή με λίγο πράσινο και ελάχιστες καλλιεργήσιμες εκτάσεις
ειδικά εντός του κλεινού άστεως. Όπως μάλιστα σχολιάζει ο Πλάτων στο έργο του
«Κριτίας» ύστερα από μεγάλους κατακλυσμούς που έγιναν σε διάρκεια εννέα
χιλιάδων ετών «το χώμα […] απομακρυνόταν από τα υψώματα και δεν συγκεντρωνόταν
πάνω στο έδαφος, όπως συμβαίνει σε άλλους τόπους, αλλά πάντοτε γλιστρούσε σε
μεγάλες ποσότητες και εξαφανιζόταν στα βάθη της θάλασσας. Έτσι, όπως συμβαίνει
στα μικρά νησιά, αυτό που έχει απομείνει, συγκρινόμενο με εκείνο που υπήρχε στο
παρελθόν, μοιάζει με σκελετό άρρωστου κορμιού, αφού το χώμα, όσο ήταν εύφορο
και μαλακό, παρασύρθηκε μακριά κι απέμεινε μόνο ο ρηχός φλοιός της γης».
Κι όμως όσο και αν η Αττική ήταν ανέκαθεν ένας «ξερότοπος»,
μικρά εξογκώματα γης – οι λόφοι της- στέκουν πράσινοι (αν και όχι πάντα από την
αρχαιότητα) και αγέρωχοι διάσπαρτοι σε όλη την έκτασή της. Οι αρχαίοι Αθηναίοι
εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο αυτούς τους λόφους, κυρίως για στρατηγικούς λόγους,
και η ιστορία τους συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Ποιοι είναι όμως αυτοί οι λόφοι και πώς απέκτησαν τα ονόματά
τους;
Ακρόπολη
Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για τον λόφο της Ακρόπολης.
Όπως και σε κάθε πόλη-κράτος της αρχαιότητας, έτσι και στην Αθήνα υπήρχε η
ακρόπολη, ένας οχυρωμένος λόφος που βρισκόταν στην άκρη της πόλης – εξ ου και
το όνομα- από τον οποίο μπορούσαν οι κάτοικοι να ελέγχουν αν ερχόταν κάποιος
εχθρός από στεριά ή θάλασσα. Ο λόφος της Ακρόπολης, αν και δεν είναι ο πιο
ψηλός της Αθήνας (έχει ύψος 157μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και 70μ. από
το επίπεδο της πόλης, ενώ τον ξεπερνούν ο Λυκαβηττός και τα Τουρκοβούνια) φαίνεται
να επιλέχθηκε ως ακρόπολη καθώς ήταν προσβάσιμος μόνο από ένα σημείο του λόφου
(τα Προπύλαια), ενώ ήταν πιο κοντά στην θάλασσα για απρόσκοπτη θέα σε τυχόν
εχθρικά καράβια.
Οι αρχαιολόγοι θεωρούν ότι κατοικούνταν ήδη από την τρίτη χιλιετία π.Χ., ενώ αρχικά εκεί ήταν οικισμός και το παλάτι του τοπικού άρχοντα. Σύμφωνα με τον μύθο εκεί έμενε ο Θησέας, ο βασιλιάς της Αθήνας, ο οποίος συνένωσε ειρηνικά όλους τους κατοίκους της Αττικής σε μια πόλη. Η Ακρόπολη οχυρώθηκε με ένα τείχος από μεγάλους λαξεμένους λίθους, το γνωστό «Κυκλώπειο Τείχος», ενώ αργότερα και όταν πλέον εγκαθιδρύθηκε η δημοκρατία στην Αθήνα, εκεί στεγαζόταν ο κεντρικός ναός της θεάς Αθηνάς, προστάτιδας της πόλης, καθώς και άλλα ιερά.
Στην βάση του λόφου της Ακρόπολης είναι και ο μικρός λόφος
του Αρείου Πάγου, εκεί που είχε την έδρα του το δικαστήριο του Αρείου Πάγου
στην αρχαία Αθήνα, οι αρμοδιότητες του οποίου μετά το 462 π.Χ. ήταν η εκδίκαση
υποθέσεων φόνων εκ προμελέτης, εμπρησμών και ιεροσυλιών. Το όνομά του προέρχεται
είτε από τον θεό Άρη, ο οποίος σύμφωνα με την μυθολογία δικάστηκε εκεί από τους
Θεούς του Ολύμπου για τον φόνο του γιου του Ποσειδώνα Αλιρρόθιου, είτε από τις
«Αρές Ερινύες» τις λεγόμενες και «Σεμνές» που ήταν χθόνιες θεότητες της
τιμωρίας και της εκδίκησης (αρά στα αρχαία σημαίνει κατάρα).
Λυκαβηττός
Ο Λυκαβηττός είναι ο άλλος λόφος που δεσπόζει στο κέντρο της
Αθήνας καθώς στέκεται στα 277 μέτρα πάνω από τη θάλασσα, ξεπερνώντας κατά πολύ
την Ακρόπολη. Σύμφωνα με την μυθολογία, ο Λυκαβηττός ήταν ένας βράχος που
κουβαλούσε στα χέρια της η Θεά Αθηνά από την Παλλήνη, απ' όπου είχε ξεκολλήσει
έναν μεγάλο βράχο για να χτίσει τα τείχη της Ακρόπολης και της έπεσε έπειτα από
μια κακή είδηση που της έφερε ένα κοράκι. Από τότε τα κοράκια έγιναν μαύρα, σύμφωνα
με τον μύθο.
Οι απόψεις για την προέλευση της ονομασίας του είναι πολλές
καθώς η λέξη «Λυκαβηττός» χάνεται στα βάθη της ιστορίας. Ο Ησύχιος ο
Αλεξανδρεύς, ο λεξικογράφος του 5ου αιώνα π.Χ., ανέφερε ότι η ονομασία του
Λυκαβηττού προήλθε από την έκφραση «λυκοβατίας δρυμός» (λύκος+βαίνω=περπατώ),
λόγω των λύκων που είχαν φωλιές σε πολλά σημεία του λόφου. Άλλη εκδοχή αναφέρει
πως η ονομασία προέρχεται από το λυκόφως και σήμαινε «το βουνό του Λυκαυγούς»
επειδή από τη θέση της αρχαίας Αθήνας προς την κατεύθυνσή του έβλεπαν οι
κάτοικοί της με το χάραμα της αυγής να διαγράφεται το αμυδρό φως τ’ ουρανού
εκείνη την ώρα.
Ο Λυκαβηττός το 1870 |
Ετυμολογικά με τον κίνδυνο να παρετυμολογήσουμε, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι Λυκαβηττός είναι ο βράχος πάνω στον οποίον «βαίνει» και «άττει», δηλαδή ορμά, το φως (λυκ), τη στιγμή που ο ήλιος ανατέλλει.
Ο Κ. Μπίρης υποστηρίζει ότι πιο βάσιμη επιστημονικά είναι η
άποψη ότι πρόκειται για προελληνικό όνομα το οποίο στη γλώσσα των Πελασγών ήταν
«λουκαμπεττού» και σήμαινε «μαστοειδές ύψωμα».
Μετά την Επανάσταση του 1821 ο λόφος του Λυκαβηττού ήταν
τελείως γυμνός από δέντρα και έρημος, ένας βοσκότοπος μακριά από τα λιγοστά σπίτια
της Αθήνας. Από αυτόν κατέβαινε χείμαρρος που χωριζόταν στα δύο, στις σημερινές
οδούς Δημοκρίτου και Λυκαβηττού, με τα δύο αυτά τμήματα να καταλήγουν στο
ποτάμι που έρρεε στην οδό Ακαδημίας, τον περιβόητο «Βοϊδοπνίχτη». Το 1831
ξεκίνησε από τους πρόποδες η συστηματική του λατόμευση και με τις πέτρες του
άρχισαν να κτίζονται τα καινούργια σπίτια της πρωτεύουσας. Ωστόσο, το 1936
απαγορεύτηκε η περαιτέρω λατόμευσή του καθώς ο βράχος είχε υποστεί ήδη μεγάλες
ζημιές. Το 1840 τα λατομεία λειτούργησαν ξανά, για να απαγορευτούν εκ νέου. Το
1861, λόγω των ολοένα αυξανόμενων αναγκών της πρωτεύουσας για πέτρα, δόθηκαν
και πάλι άδειες, ωστόσο αυτό συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις. Έτσι, οι άδειες για
λατόμευση ανακλήθηκαν οριστικά μόλις το 1960.
Από το 1880 έως το 1915 πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά μια
σχεδιασμένη, μεγάλης έκτασης δενδροφύτευση στον λόφο, αν και η περιοχή παρέμενε
βοσκότοπος και τα ζώα συνέχιζαν να τρώνε τα μικρά φυτά του. Τελικά, τη δουλειά
ανέλαβε σοβαρά η Φιλοδασική Ένωση, με την πριγκίπισσα Σοφία να πρωτοστατεί,
ώστε να γίνει η ίδια διαδικασία σε όλους τους λόφους της Αθήνας.
Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου υπάρχει στον Λυκαβηττό από τον
Μεσαίωνα. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα εγκαταστάθηκε σ’ ένα κελί ο ιερομόναχος
Εμμανουήλ Λουλουδάκης που ανακαίνισε την εκκλησία και τον αυλόγυρό της. Το 1901
ο χτίστης Κουκάς που έμενε στην ανατολική πλαγιά του λόφου έχτισε εθελοντικά,
με τη βοήθεια του Δήμου της Αθήνας το ανάλημμα (προστατευτικό τοίχο) της
πλευράς αυτής και επέκτεινε τον αυλόγυρο του ναού. Επίσης ανήγειρε το ψηλό
κωδωνοστάσιο του ναού.
Τουρκοβούνια
Τα Τουρκοβούνια είναι μακράν η πιο ψηλή λοφοσειρά και η
πλέον εκτεταμένη στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Έχουν υψόμετρο 337 μέτρα και
χωρίζουν το λεκανοπέδιο σε ανατολικό και δυτικό.
Η ονομασία τους είναι προφανές ότι δεν είναι αρχαία. Στην
προ Χριστού εποχή, η λοφοσειρά ονομαζόταν πιθανότατα Αγχεσμός. Ένα πολύ
ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ο Αγχεσμός στην πολύ πρώιμη αρχαιότητα ξεκινούσε
από την Πεντέλη και μονοκόμματα κατέληγε στην Ακρόπολη. Ωστόσο, εξαιτίας
γεωλογικών αναταραχών με την πάροδο των αιώνων, χωρίστηκε σε τουλάχιστον τρία
μέρη. Τα Τουρκοβούνια, τον Λυκαβηττό και την Ακρόπολη. Πάντως υπάρχουν αρκετές
απόψεις σχετικά το πού ακριβώς εκτεινόταν ο αρχαίος Αγχεσμός.
Το όνομα Αγχεσμός προερχόταν από το άγαλμα του Αχγεσμίου
Διός το οποίο πιστεύεται ότι βρισκόταν στη βορειοανατολική κορυφή του
Λυκαβηττού. Η ετυμολογία της λέξης φέρεται να σχετίζεται με τη λέξη άγχι (πλησίον,
κοντά) και το εσμός (σμήνος μελισσών). Σύμφωνα με άλλη, εκδοχή ολόκληρη η
λοφοσειρά ονομάστηκε έτσι, λόγω του απόκρημνου σχήματος ορισμένων κορυφών του.
Σε μεταγενέστερα χρόνια, οι λόφοι απέκτησαν το όνομα
Λυκοβούνια είτε επειδή εκεί ζούσαν πολλοί λύκοι είτε επειδή σχετιζόταν με το
φως του λυκαυγούς, το φως του ήλιου όταν ξημερώνει (Λύκη = Φως).
Αργότερα, η ονομασία των λόφων άλλαξε από Λυκοβούνια σε Τουρκοβούνια. Είναι προφανές ότι το όνομα αυτό επικράτησε από την εποχή της τουρκοκρατίας, αν και δεν είναι σίγουρο πώς διαμορφώθηκε. Κατά μια άποψη, στους λόφους βρισκόταν τουρκικό νεκροταφείο. Κατά άλλους ονομάστηκε έτσι γιατί ο Πασά Ομάρ συγκέντρωνε τα στρατεύματα του εκεί πριν την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Τούρκους.
Ο Κ. Μπίρης και ο Γ. Καιροφύλας παραθέτουν μια τελείως
διαφορετική άποψη. Σύμφωνα τους δύο, στα χρόνια της τουρκοκρατίας ίσχυε ότι «σε
όποιο τόπο δεν πιάνει αλέτρι (δεν είναι καλλιεργήσιμος) δεν μπορεί να αποτελεί
ιδιωτική κτήση αλλά ανήκει αποκλειστικά στο κράτος». Συνεπώς θεωρούνταν «τουρκικά
βουνά». Μάλιστα, σε συμβόλαια της τελευταίας περιόδου της τουρκοκρατίας τα γειτονικά
οικόπεδα ιδιωτικών κτημάτων που μεταβιβάζονταν χαρακτηρίζονται ως «τούρκικα»,
ειδικά μάλιστα τα μη καλλιεργήσιμα υψώματα (όπως π.χ. αυτό στα όρια των Δήμων
Νίκαιας και Κερατσινίου) ως Τουρκοβούνι. Η γειτνίαση των Τουρκοβουνίων με την
Αθήνα, η μεμονωμένη έξαρσή τους στην πεδιάδα της Αθήνας μέσα στο πλήθος των
ιδιόκτητων κτημάτων των υψωμάτων της που ήταν «τουρκικά», η συχνή χρήση του
όρου, καθώς και το γεγονός ότι πολλοί Αθηναίοι και αθηναϊκά μοναστήρια είχαν
κτήματα, που συνόρευαν με τα τουρκικά εδάφη των λόφων αυτών συντέλεσαν στην
καθολική επικράτηση του όρου «Τουρκοβούνια» ως τοπωνυμίου.
Αρδηττός
Ο Αρδηττός είναι ο λόφος που βρίσκεται πάνω από το
Παναθηναϊκό Στάδιο και δίπλα στην περιοχή του Μετς. Έχει ύψος 133 μ. και κατά
την αρχαιότητα ήταν ένας εξαιρετικά σημαντικός λόφος καθώς εκεί βρίσκονταν οι
πιο σημαντικοί ναοί μετά από αυτούς της Ακρόπολης. Από τα πολλά ιερά που διέθετε ήταν αυτά της
Τύχης, του Πανός στις πλαγιές του λόφου, της Εκάτης, ο μεγάλος ναός της Ήρας
και ο ναός του Ιλισσού, τα θεμέλια του οποίου βρέθηκαν σε ανασκαφές του 1897. Στην
αρχαιότητα συνδεόταν με τον λόφο της Άγρας, ο οποίος καταλάμβανε τον αριστερό
λόφο του Σταδίου.
Ο Αρδηττός πήρε το όνομά του από τον μυθικό ήρωα Αρδήττη, ο οποίος σ' αυτό το χώρο συμφιλίωσε τους κατοίκους της Αττικής με όρκο, ενώ με τα κηρύγματα του κατόρθωνε να διαλύει τις διχόνοιες των Αθηναίων.
Στον Αρδηττό συνεδρίαζαν οι Ηλιαστές, οι δικαστές που
ασχολούνταν με υποθέσεις φόνων. Στις πλαγιές του λόφου οι 6000 λαϊκοί ένορκοι
έδιναν δια βοής τον «ηλιαστικό όρκο» τους κάθε χρόνο στην αρχή της θητείας τους
και ύστερα γιόρταζαν τα Μικρά Ελευσίνια Μυστήρια πλάι στο Ιλισό.
Παλαιότερα, ο Αρδηττός ονομάζονταν και Ελίκων. Εκεί, αργότερα
ο Ηρώδης ο Αττικός ανήγειρε το Παναθηναϊκό Στάδιο στην Αθήνα.
Στα χρόνια του Όθωνα υπήρχε εκεί ένα καφενείο με το όνομα
«Καφέ Τσουράπ». Η γυναίκα του ιδιοκτήτη καθισμένη στη πόρτα έπλεκε τσουράπια, δηλαδή
κάλτσες. Έτσι επειδή το καφενείο ήταν στέκι αντιπολίτευσης (αντί Οθωνικής)
ενημέρωνε τους θαμώνες αν παρουσιασθεί κίνδυνος.
Η βόρειοδυτική πλευρά του Αρδηττού λέγονταν περιπαικτικά
μετά το 1862 ως «Παντρεμενάδικα». Το προσωνύμιο προήλθε από τα παραπήγματα
παρανόμων ερωτικών συναντήσεων που είχαν στηθεί σε εκείνη τη πλευρά του λόφου.
Λόφος του Φιλοπάππου
Οι αρχαίοι Αθηναίοι ονόμαζαν τον λόφο ακριβώς απέναντι από
την Ακρόπολη «Λόφο των Μουσών». Στους πρόποδες και δυτικά του λόφου υπήρχε ο
μικρός λόφος της Πνύκας, το σημείο στο οποίο συγκεντρώνονταν οι άντρες Αθηναίοι
για να συμμετέχουν στην Εκκλησία του Δήμου. Επίσης συνδεόταν με τον λόφο των Νυμφών,
όπου σήμερα βρίσκεται το Αστεροσκοπείο.
Από το αρχαίο όνομα είναι προφανές ότι ο λόφος ήταν αφιερωμένος στις Μούσες. Αν και υπάρχει η θεωρία ότι ο λόφος πήρε το όνομα αυτό από τον Μουσαίο, ποιητή και μαθητή του Ορφέα ο οποίος σύμφωνα με κάποια ελληνορωμαϊκή παράδοση είχε ενταφιαστεί εκεί, μάλλον δεν ευσταθεί.
Ο λόφος απέκτησε τελικά το σημερινό του όνομα «Λόφος του
Φιλοπάππου», αφού εκεί αναγέρθηκε από τους Αθηναίους μεταξύ 114- 119 μ.Χ. το
μνημείο προς τιμήν της μνήμης του Γάιου Ιούλιου Αντίοχου Φιλοπάππου, ύπατου και
άρχοντα της Αθήνας επί ρωμαιοκρατίας, ο οποίος θεωρούνταν ευεργέτης των Αθηνών.
Το μνημείο στέκει έως και σήμερα στην κορυφή του λόφου.
Την εποχή της Φραγκοκρατίας στην Αθήνα, ο λόφος απέκτησε το όνομα «λόφος Σέγγιο», το οποίο διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Η ετυμολογία της ονομασίας αυτής πιθανότατα προέρχεται από την ιταλική λέξη «σένιο», (segno = σινιάλο, σήμα), ίσως επειδή επί φραγκοκρατίας υπήρχε στη νότια πλευρά της κορυφής του λόφου ένα είδος σηματογραφικού σταθμού που λάμβανε και μετέδιδε σήματα και πληροφορίες με άλλους πύργους παρατηρητήρια, κατά μήκος ακτών και νήσων του Σαρωνικού, που αφορούσαν κυρίως εμφάνιση στόλων ή πειρατικών πλοίων.
Εκτός από το μνημείο αυτό, στον λόφο σώζονται λείψανα πύργου
από τα οχυρά του Δημήτριου του Πολιορκητή (229 π.Χ.), ένας χώρος που θεωρείται
ότι στέγαζε το δεσμωτήριο των Αρχαίων Αθηνών, γνωστό και ως Φυλακές Σωκράτους,
καθώς και πολλά ερείπια κατοικιών, πηγάδια και δεξαμενές σκαλισμένα στον βράχο
της δυτικής πλευράς του λόφου. Απομεινάρια σπιτιών σώζονται και στην ανατολική
πλευρά του λόφου, όπου
Λόφος Στρέφη
Πρόκειται για τον λόφο που βρίσκεται βορειοδυτικά του
Λυκαβηττού στη συνοικία Νεαπόλεως των Εξαρχείων σε μια έκταση περίπου 50
στρεμμάτων. Το όνομά του προήλθε από την οικογένεια Στρέφη, η οποία απέκτησε
τον λόφο στο τέλος της βασιλείας του Όθωνα. Παλαιότερα θεωρείται ότι ήταν μέρος
του Αγχεσμού. Η οικογένεια Στρέφη κατά τον 19ο και 20ο αιώνα λειτουργούσε εκεί
λατομείο, το οποίο αλλοίωσε την μορφή του λόφου. Τότε ο λόφος ονομαζόταν άλσος
Πινακωτών καθώς τα υλικά από το λατομείο χρησιμοποιούνταν για παράγουν σκεύη
όπως τις πινακωτές, όπου τοποθετούσαν τα ψωμιά. Αυτά έδωσαν το όνομά τους και
στις γύρω περιοχές (Πιθαράδικα και Πινακωτά) τη δεκαετία του 1840.
Ο λόφος απαλλοτριώθηκε το 1914 και το λατομείο ανέστειλε την λειτουργία του την δεκαετία του 1920. Από το 1924 μέχρι το 1926 εφαρμόστηκαν διαδοχικές δενδροφυτεύσεις και ο λόφος άρχισε να «πρασινίζει». Σύμφωνα με τον αστικό μύθο ο λόγος που ξεκίνησε η δενδροφύτευση ήταν μια γυναίκα! Ο αδελφός του Στρέφη, του ιδιοκτήτη του λατομείου, ήταν Αξιωματικός του ελληνικού στρατού κι έμενε δίπλα στο λόφο με τη γυναίκα του. Η γυναίκα του είχε απλώσει τα πλυμένα ασπρόρουχα και όταν γύρισε τα βρήκε γεμάτα κόκκινη σκόνη από το λατομείο. Έτσι λέγεται πως ο άντρας της ζήτησε από τους στρατιώτες του να πάρουν δέντρα από την Γεωπονική σχολή και δεντροφύτεψε το λόφο, ώστε η γυναίκα του να βλέπει πράσινο αντί για τη σκόνη του λατομείου. Σύντομα πάντως μέσα στην δεκαετία του 1920 το λατομείο έκλεισε, ενώ αργότερα ο λόφος πέρασε στο ελληνικό δημόσιο και τον Δήμο Αθηναίων.
Λόφος Φινοπούλου
Ο μικρός αυτός λόφος βρίσκεται κοντά στο πεδίο του Άρεως που
περικλείεται από τις οδούς Βαλτινών, Καλλίστης και Μομφεράτου. Το όνομα του
λόφου προήλθε από το επώνυμο παλιού Αθηναίου που αγόρασε κάποτε την περιοχή και
άρχισε να χτίζει στην κορυφή του ηρώο, μιμούμενος αρχαίο ναό.
Λόφος Σκουζέ
Ο λόφος Σκουζέ υψώνεται ανάμεσα στον Κολωνό, τα Σεπόλια και
την Ακαδημία Πλάτωνος. Στην αρχαιότητα, η ονομασία του ήταν λόφος της Ευχλόου
Δήμητρος, αφιερωμένη στην θεά Δήμητρα. Ο λόφος αργότερα ονομαζόταν και λόφος του
Αγίου Αιμιλιανού καθώς στην κορυφή του βρίσκεται ο Ιερός Ναός του Αγίου. Ωστόσο
ήδη πριν από την επανάσταση του 1821 η οικογένεια Σκουζέ απέκτησε μεγάλες
εκτάσεις γης στην περιοχή με αποτέλεσμα ο λόφος και η συνοικία η οποία απλώθηκε
γύρω του, να πάρει το όνομά της.
Χαρακτηριστικό είναι ένα άρθρο από τις 8 Νοεμβρίου του 1922 στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ γραμμένο από τον Δημήτρη Χατζόπουλο, σπουδαίο δημοσιογράφο και συγγραφέα αλλά και περιηγητή. Αναφέρει σχετικά με την ονομασία του λόφου:
«Ο αθηναίος πρόκριτος Παναγής Σκουζές, ανήρ πατριώτης,
δράσας εις τους επί της Ακροπόλεως αγώνας, μετά την αποκατάστασιν του
βασιλείου, είχε βορειοδυτικώς του λόφου κήπον 15 στρεμμάτων, όπου έκτισεν
οικίσκον δια να ξεκαλοκαιριάζη με την οικογένειάν του. Μετά τον θάνατόν του ο
κήπος περιήλθε εις την κόρην του Δρακούλαν Ευθυμίου Καστόρχη, καθηγητού του
Πανεπιστημίου, εις την οικογένειαν δε τούτου, ανήκει και σήμερον.
Το 1844-45 ο υιός του Παναγή Σκουζέ, Γεώργιος, ηγόρασε την
γύρω έκτασιν με τον νοτιοανατολικόν της λόφον, το μανδρωμένον τώρα κτήμα. Ο
λόφος έφερε κυρίως την ονομασίαν άγιος Αιμιλιανός εκ της επί της κορυφής του
ομωνύμου εκκλησίας. Την έκτασιν εκείνην, 80 στρέμματα, ηγόρασεν ο Γεώργιος
Σκουζές παρά διαφόρων ιδιοκτητών, μεταξύ των οποίων ένας ήτο και ο άγγλος
Γκρην, εγκατεστημένος εις τας Αθήνας από τον καιρόν της επαναστάσεως. Μία των
θυγατέρων του ο Γ. Σκουζές ωνόμασε
Αιμιλίαν, εκ της εκκλησίας του κτήματος. Ήτο η κατόπιν σύζυγος του Παχύ.
Πλησίον της εκκλησίας, νοτίως ταύτης, ετάφη ο Παναγής Σκουζές, ανεφέρετο δε ότι
ενεταφιάσθη εις το μέρος δήθεν, του μνήματος του Πλάτωνος.
Ο Γεώργιος Σκουζές εφύτευσεν τον λόφον του Αιμιλιανού με εκλεκτά ελαιόδενδρα, διατηρούμενα, με πεύκα, κυπαρίσσια και τινα οπωροφόρα. Εις την αρχήν ο λόφος περιεκλείετο με «καλούπια», (πλινθότοιχον), βραδύτερον δε εμανδρώθη με πετρότοιχον. Ο ιδιοκτήτης είχε φυτεύσει εντός του κτήματος και σουλτανίναν σταφίδα, προς ποτισμόν της δε άνοιξε μεγάλο φρέαρ ανατολικώς, διότι δεν επήρκει το νερό των δύο άλλων πηγαδιών. παρά το μεγάλον φρέαρ εγκατέστησε ατμομηχανήν, δια της οποίας το νερό ανεβάζετο εις τον λόφον, όπου εκτίσθη δεξαμενή σωζομένη. Εκτίσθη δε επί της εκκλησίας του αγίου Αιμιλιανού, καταρρευσάσης το 1880 εκ σεισμού».
Λόφος του Κυνοσάργους
Ανάμεσα στον Νέο Κόσμο και στη Δάφνη στέκει ένας λόφος, όπου
ξαφνικά ο χρόνος αλλά και η πολύβουη πρωτεύουσα σταματούν. Αν και ο λόφος του
Κυνοσάργους είναι σχετικά παρατημένος, από εκεί η θέα προς την Ακρόπολη, τον
Λυκαβηττό, τη θάλασσα έως και την Πάρνηθα είναι ανεμπόδιστη. Ο λόφος, όπως και
η γύρω περιοχή, πήρε αυτό το όνομα καθώς όταν γίνονταν ανασκαφές σε οικόπεδο
πίσω από τον Ιερό Ναό του Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού που βρίσκεται εκεί κοντά,
διαπιστώθηκε πως στην αρχαιότητα υπήρχε εκεί το Γυμνάσιο Κυνόσαργες, της
ομώνυμης δηλαδή περιοχής του δήμου αυτού της Αθήνας.
Το όνομα Κυνόσαργες έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα προέλευση.
Σύμφωνα με τον μύθο, κάποτε οι Αθηναίοι προσέφεραν θυσία στον Ηρακλή και ένας
σκύλος πήγε και άρπαξε τους μηρούς του θυσίου ζώου. Αφού άρχισαν να το
κυνηγούν, το σκυλί άρχισε να τρέχει μέχρι που έφτασε σε αυτό το σημείο (στο
«κυνός αργού», δηλαδή «του λευκού ή ταχέος σκύλου») και τα εγκατέλειψε.
Οι Αθηναίοι μπροστά σε αυτό το απρόσμενο συμβάν έσπευσαν να
συμβουλευτούν το Μαντείο των Δελφών με ποιον τρόπο έπρεπε να «εξιλεώσουν» τον
ήρωα Ηρακλή. Τότε έλαβαν τον χρησμό να ιδρύσουν «ιερό» εκεί όπου ο σκύλος
μετέφερε τους μηρούς από το θυσίασμα.
Έτσι οι Αθηναίοι ίδρυσαν πράγματι ιερό και το ονόμασαν εκ του «κυνός
αργού», Κυνόσαργες.
Στην περιοχή ιδρύθηκε αργότερα και το Γυμνάσιο του
Κυνόσαργες, όπου φοιτούσαν νέοι που δεν ήταν και οι δύο γονείς τους γνήσιοι
Αθηναίοι. Εκεί μάλιστα δίδασκε ο φιλόσοφος Αντισθένης, o οποίος εκεί ίδρυσε την
περίφημη φιλοσοφική σχολή των Κυνικών από το όνομα του γυμνασίου.
Σήμερα στο λόφο βρίσκεται και ο ναός του Αγίου Γεωργίου
Κυνοσάργους.