Κολοσσός της Ρόδου: Μύθοι και πραγματικότητα


Πώς έμοιαζε, πού βρισκόταν και πόσο μεγάλο ήταν ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου; Ο αρχαιολόγος Αντώνης Μαστραπάς δίνει απαντήσεις και διαλύει τους μύθους για τον Κολοσσό

Η ταύτιση μιας πόλης με το λαμπρότερο και, κυρίως, το μεγαλύτερο σε διαστάσεις μνημείο της είναι το αποτέλεσμα μιας αφαιρετικής αντίληψης που χαρακτηρίζει τις κοινωνίες σ’όλη τους την ιστορική πορεία. Ποιος θα ήταν εκείνος ο αρχαίος που, όταν συζητούσε για την πόλη της Αθήνας, δεν θα έφερνε στο νου του τον Παρθενώνα, ή το ναό της Αρτέμιδος, όταν μιλούσε για την Έφεσο, τον Φάρο, εάν επρόκειτο για την Αλεξάνδρεια, ή το Αμφιθέατρο Κολοσσαίο, εάν αναφερόταν στη Ρώμη; Έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε περισσότερο αυτή την αφαιρετική λειτουργία του νου, που πολλές φορές οδηγεί ακόμα και σε φανταστικές εικόνες για μνημεία που δεν τα έχουμε δει. Πολλές φορές η αίγλη τους, ντυμένη με το θρύλο και την παράδοση, τα διατήρησε ζωντανά στο μυαλό και την καρδιά των ανθρώπων, ακόμα και μετά την καταστροφή τους, δημιουργώντας υποθετικές και παράτολμες εικόνες τους. Κάτι ανάλογο πιστεύω πως συνέβη με τον Κολοσσό της Ρόδου, ένα από τα θεωρούμενα, από τους αρχαίους, «Επτά θαύματα». Ποιος θα αναφερθεί σήμερα στη Ρόδο, και δε θα φέρει στο νου του την εικόνα των μαθητικών βιβλίων, των περιοδικών, των εφημερίδων, αλλά και των επιστημονικών συγγραμμάτων, που παρουσιάζουν το άγαλμα του Θεού Ήλιου στημένο με ανοιχτά πόδια πάνω από το μικρό λιμάνι της Ρόδου (το Μαντράκι), αφήνοντας να περάσουν από κάτω τα πλοία; Την ιστορία αυτού του μνημείου θα προσπαθήσουμε να ανασυνθέσουμε, βασισμένοι στις αρχαίες μαρτυρίες και στις απόψεις που διατυπώθηκαν σε νεότερους χρόνους.

Ο δημιουργός, το μέγεθος και η εμφάνιση

Αναμφισβήτητα την πιστότερη εικόνα για ένα έργο του παρελθόντος μας παρέχουν οι χρονικά πλησιέστερα προς αυτό μαρτυρίες. Οι πληροφορίες των αρχαίων και μεσαιωνικών συγγραφέων, αν και περιορισμένες, είναι σε πολλά σημεία διαφωτιστικές, ως προς τον Κολοσσό. Χρονικά καλύπτουν περίοδο 9 περίπου αιώνων, δηλαδή το χρόνο που ο Κολοσσός, έστω και σε ερείπια, ήταν ορατός. Σειρά από ποικίλα σε περιεχόμενο κείμενα θίγουν το θέμα της εποχής της κατασκευής, του λόγου που ώθησε σ’ αυτήν, των διαστάσεων και της μορφής του, και αναφέρονται στην πτώση και τη μετέπειτα τύχη του. Καλλιτέχνης, σύμφωνα με το σύνολο των μαρτυριών, ήταν ο γλύπτης Χάρης από τη Λίνδο. Αναφέρεται ως μαθητής ενός από τους πιο ονομαστούς γλύπτες του 4ου π.Χ. αι., του Λύσιππου. Η κατασκευή του αγάλματος συνδέεται άμεσα μ’ ένα σημαντικό γεγονός της ιστορίας της Ρόδου, την πολιορκία της από τον Δημήτριο. Η άμυνα των Ροδίων και η βοήθεια που δέχτηκαν από τους συμμάχους τους απέτρεψαν την κατάληψη της πόλης (305/4[;]π.Χ.), παρά την πολύμηνη πολιορκία και τα πολιορκητικά μηχανικά μέσα που χρησιμοποίησε ο Δημήτριος.

Η σωτηρία της πόλης, όπως ήταν φυσικό, αποδόθηκε στον προστάτη της θεό, τον Ήλιο. Το υλικό που άφησε πίσω του ο Δημήτριος ήταν η βασική προϋπόθεση για την κατασκευή του Κολοσσού. Οι ποσότητες του χαλκού και του σιδήρου φαίνεται ότι ήταν τεράστιες. Όπως αναφέρει ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης: «Ο Δημήτριος μετά την αποτυχία από τη θάλασσα αρχίζει τις επιθέσεις από την ξηρά. Από κάθε είδους υλικό έκαμε μηχανή που ονομάστηκε Ελέπολη… σε σχήμα τετράγωνο, που η κάθε πλευρά της είχε μάκρος 50 πήχεις, από τετράγωνα ξύλα δεμένα με σίδερα… Η μηχανή στηριζόταν σε οκτώ μεγάλους τροχούς και όλο το κατασκεύασμα ήταν εννεαώροφο. Οι τρεις εξωτερικές πλευρές της μηχανής ήταν ντυμένες με σιδερένιες λεπίδες καρφωμένες για να μη προσβάλλεται από τα πυρφόρα βέλη. Για το χειρισμό της μηχανής αυτής διαλέχτηκαν απ’όλη την εκστρατευτική δύναμη οι πλέον ρωμαλέοι άνδρες, 3.400… Εκτός απ’αυτή, έκανε και μικρότερες μηχανές και είναι γνωστό βέβαια ότι ο Δημήτριος ήταν υπερβολικά επιδέξιος στο να επινοεί εύκολα (μηχανές) περισσότερο και από τους ειδικούς, γι’αυτό πήρε και την προσωνυμία “πολιορκητής”». Σύμφωνα με μαρτυρία του Πλίνιου, για την κατασκευή του Κολοσσού δαπανήθηκαν 300 τάλαντα και οι εργασίες κράτησαν 12 χρόνια. Πιθανώς το έργο να ήταν έτοιμο γύρω στα 292 π.Χ. Οι διαστάσεις του ήταν τεράστιες, γεγονός που μαρτυρείται από το όνομα “Κολοσσός”, που έλαβε ήδη από την εποχή της κατασκευής του. Όλες οι πηγές συμφωνούν ότι τον «Ήλιου Κολοσσόν… επτάκις δέκα Χάρης έποίει πήχεων». Το ύψος του δηλαδή ήταν 70 πήχεις, που ισοδύναμοί με 31-32 μέτρα. Είναι χαρακτηριστικές οι μαρτυρίες που δείχνουν το θαυμασμό και την εντύπωση των αρχαίων σχετικά με το μέγεθος του, γιατί ήταν το μεγαλύτερο άγαλμα του ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου.  «Έμακύνοντο κολοσσόν πρός ’Όλυμπον», όπως αναφέρει το επίγραμμα που πιστεύεται ότι βρισκόταν χαραγμένο στη βάση του. Ο Λουκιανός, σ’έναν από τους διαλόγους του, παραθέτει τη φανταστική ιστορία τού Μένιππου, που είχε ανέβει στον ουρανό, πάνω στα σύννεφα. Από εκεί ψηλά παρατηρεί: «εάν δεν έβλεπα τον Κολοσσό της Ρόδου και τον πύργο της Φάρου [του νησιού μπροστά στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, επί του οποίου ο ομώνυμος Φάρος], θα μου διέφευγε τελείως από την προσοχή η γη». Αλλά και ο Πλίνιος περιγράφει πως: «δεν μπορεί κανείς να αγκαλιάσει ούτε και το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του. Τα δάχτυλά του είναι μεγάλα σαν αγάλματα. Τεράστιες σπηλιές ανοίγονται εκεί όπου τα μέλη του έχουν σπάσει»…».

Η θέση του αγάλματος και η κατάρρευση

Σημαντικό πρόβλημα, από το τέλος του μεσαίωνα και ως τις ημέρες μας, ήταν η θέση του Κολοσσού. Σήμερα, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε, οι οποίες αποκλείουν βέβαια την περίπτωση του λιμανιού• πάντως το επίγραμμα που σώθηκε στην Παλατινή Ανθολογία προϋποθέτει μία μοναδική βάση και όχι δύο για τη στήριξη των ανοιγμένων σκελών. Στο επίγραμμα αναφέρεται ότι «δεν τον στήσανε θεοκρέμαστο πάνω από τη θάλασσα μονάχα, αλλά και στέρεα πάνω στη γη». Σ’αυτό το στίχο υπάρχει ένδειξη ότι ο Κολοσσός πρέπει να ήταν ορατός σ’αυτούς που έρχονταν από τη θάλασσα και ότι βρισκόταν σε σημείο που ευνοούσε την έδρασή του στη γη. Πουθενά δεν αναφέρεται η τοποθέτησή του στο λιμάνι. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, ο Κολοσσός παρέμεινε όρθιος 66 χρόνια και έπεσε — σύμφωνα με μαρτυρία του Πολύβιου- όταν σεισμός τάραξε το νησί και προκάλεσε ανυπολόγιστες ζημίες στην πόλη. Οι Ρόδιοι όμως χρησιμοποίησαν κατά τέτοιο τρόπο το γεγονός, ώστε η συμφορά να αποβεί σ’αυτούς ωφέλεια παρά βλάβη. Ο γεωγράφος Στράβων αναφέρει για τον Κολοσσό ότι: «κεΐται νύν ύπό του σεισμού πεσών, περικλασθείς άπό των γονάτων» (226 π.Χ.). Ο Πολύβιος με τρόπο παρασταστικό εξηγεί πως «οι Ρόδιοι με τις ενέργειές τους παρουσίαζαν τη συμφορά μεγάλη και φοβερή. Με τις πρεσβείες τους και στις ιδιωτικές τους συνομιλίες υπέβαλλαν τα αιτήματά τους με σεμνότητα και αξιοπρέπεια, ώστε έκαμαν τις πόλεις, και προπάντων τους βασιλιάδες, όχι μόνο να προσφέρουν μεγάλες δωρεές, αλλά επιπλέον και να τους ευγνωμονούν». Μεταξύ των δωρητών ο Πτολεμαίος, ο βασιλιάς της Αιγύπτου. υποσχέθηκε μεγάλη βοήθεια, και για την ανακατασκευή του Κολοσσού προσέφερε τρεις χιλιάδες τάλαντα, εκατό οικοδόμους τριακόσιους πενήντα τεχνίτες και για την τροφή τους κάθε χρόνο δεκατέσσερα τάλαντα.

Ο Κολοσσός όμως δεν ξαναστήθηκε και ο Στράβων εξηγεί ότι τούτο οφείλεται σε κάποιο χρησμό που έλεγε: «μή κινεϊν (κακόν) εύ κείμενον», και που, σύμφωνα με αρχαίο σχολιαστή, οφειλόταν στον: «Βασιλέως βουλομένου αύτόν άναστήναι φοβούμενοι Ρόδιοι μή πόλιν καταπέση» και «έκ τού έν Ρόδφ Κολοσσού, ός πεσών πολλάς οικίας κατέσεισε». Στις αρχές περίπου του 5ου αι.μ.Χ. συντάσσεται κείμενο «περί των Επτά Θαυμάτων», που αποδίδεται σε κάποιον Φίλωνα. Αν και ο συγγραφέας απέχει χρονικά από το έργο επτά περίπου αιώνες, εντούτοις οι πληροφορίες που δίνει είναι διαφωτιστικές. Φαίνεται ότι πρόκειται για άνθρωπο που είχε δει από κοντά τον Κολοσσό. Από την περιγραφή του ξεχωρίζουμε τα σημεία εκείνα που είναι δυνατόν να μας οδηγήσουν σε κάποια συμπεράσματα. Μας γνωρίζει ότι το άγαλμα έφερε τα σύμβολα του θεού Ήλιου και ότι ήταν στημένο πάνω σε μεγάλη λευκή μαρμάρινη βάση. Οι πλέον όμως σημαντικές πληροφορίες αναφέρονται στην κατασκευή του έργου. Σύμφωνα με τον Φίλωνα, ο τεχνίτης-γλύπτης Χάρης χρησιμοποίησε τεχνική διαφορετική απ’αυτή που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε στη χαλκοτεχνία, δηλαδή τη μέθοδο του χαμένου κεριού. Οι διαστάσεις δε του Κολοσσού επέβαλαν την τμηματική του κατασκευή. Πρώτα στήθηκε πάνω στη βάση το κατώτερο τμήμα ώς το ύψος των σφυρών. Απ’εκεί και πέρα, κατασκευάζοντας τμηματικά τα υπόλοιπα μέρη, τα χύτευε και τα προσάρμοζε το ένα πάνω στο άλλο, ενώ συγχρόνως συσσώρευε χώμα καλύπτοντας το κατασκευασμένο μέρος, ώστε οι εργασίες να προχωρούν από την επιφάνεια του εδάφους. Έτσι, θα πρέπει να φανταστούμε ότι συγχρόνως με την κατασκευή του χάλκινου αγάλματος υψωνόταν γύρω του ένας λόφος χώματος που, όταν το έργο ολοκληρώθηκε, πρέπει να ανερχόταν περίπου στο ύψος των 30 μ. Προκειμένου το τεράστιο αυτό άγαλμα να είναι σταθερό, το είχαν «χτίσει» εσωτερικά με ορθογώνιους ογκόλιθους, τους οποίους συνέδεε σιδερένιο πλέγμα. Ήταν δε τόσο προσεγμένη η εσωτερική κατασκευή ώστε ο Φίλων αναφέρει: «Τό κεκρυμμένον τού πόνου τού βλεπομένου μεϊζόν έστι», δηλαδή «ο κόπος που απαιτήθηκε για το μέρος του έργου που δεν φαίνεται είναι μεγαλύτερος απ’αυτόν του φανερού μέρους».

Οι μεταγενέστερες αναφορές

Οι τελευταίες χρονικές μαρτυρίες για τον Κολοσσό είναι του χρονογράφου Θεοφάνη και του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, που αναφέρουν ότι όταν οι Άραβες, με αρχηγό τον Μωαβία, κατέλαβαν τη Ρόδο (653 μ.Χ.) «καθεϊλον τόν έν αύτή Κολοσσόν, όν Ίουδαιός τις ώνησάμενος έμπορος Έδεσσηνός έννεακοσίας καμήλους έφόρτωσεν αύτού τόν χαλκόν». Από το τέλος του Μεσαίωνα, η θέση όπου βρισκόταν ο Κολοσσός ξεχάστηκε, με αποτέλεσμα τη δημιουργία φανταστικών απεικονίσεων του έργου και του περιβάλλοντος του. Ο χρονογράφος Νικηφόρος Γρηγοράς, στα μέσα περίπου του 14ου αι. μ.Χ., προσπάθησε να εντοπίσει έστω και τμήμα του Κολοσσού και τη θέση όπου ήταν στημένος, χωρίς όμως αποτέλεσμα, όπως ο ίδιος αναφέρει στο χρονικό του (1352-1359).

Ο Κολοσσός στη σφαίρα του μύθου

Δυτικοί όμως περιηγητές και χρονικογράφοι, από το τέλος του 14ου αι. και μετά, με οδηγό τη φαντασία τους και χωρίς κανένα δεδομένο, «στήνουν» το άγαλμα στην είσοδο του λιμανιού της Ρόδου. Πρώτος ο Ιταλός συμβολαιογράφος Nicola da Martoni αναφέρει τη θέση του Κολοσσού στο λιμάνι. Την άποψη αυτή υιοθετούν πολλοί Δυτικοί κατά τον 15ο αι. Διαφορετική άποψη παραδίδει ο Buondelmonte, ο οποίος έζησε οκτώ χρόνια στη Ρόδο (1422) και αναφέρει την παράδοση που άκουσε, ότι δηλαδή ο Κολοσσός ήταν στημένος «εν τω μέσω των τειχών». Η εμπειρία που είχε από το χώρο, σε συνδυασμό με τις τοπικές παραδόσεις, κάνουν πιο αληθοφανή την άποψη του Buondelmonte, που φαίνεται να συνάδει με τις αρχαίες μαρτυρίες. Παράλληλα με τις γραπτές μαρτυρίες οι Δυτικοί προχωρούν σε ιχνογραφικές αναπαραστάσεις, από τον 16ο αι. και μετά. Επικρατέστερη είναι αυτή του Bernard Rottiers. Χαρακτηριστικό επίσης είναι και το ιχνογράφημα του Philippo Galle, που αναπαριστά συγχρόνως το έργο και το εργοτάξιο κατασκευής του. Πρόκειται για υποθετικές αναπαραστάσεις επηρεασμένες από το αναγεννησιακό πνεύμα της εποχής, με κύριο στόχο τον εξωραϊσμό και την παράλληλη στροφή προς τον αρχαίο κόσμο.

Εκτός όμως απ’αυτές τις αναπαραστάσεις, θα πρέπει να επισημανθούν και κάποιες άλλες που είναι πολύ πιθανόν να αναπαριστούν τον Κολοσσό και που προέρχονται από τον βυζαντινό κόσμο. Σε ψηφιδωτό του 6ου αι. μ.Χ. από την Κυρήνη (Quars el Lebia) εικονίζεται, μεταξύ των άλλων, ο Φάρος, πάνω στον οποίο είναι στημένο ένα άγαλμα με ακτινωτό στεφάνι και ξίφος στο χέρι. Εδώ μάλλον θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για συμφυρμό απεικόνισης των δύο από τα επτά θαύματα της αρχαιότητας (Φάρος της Αλεξάνδρειας και Κολοσσός της Ρόδου). Άλλη αναπαράσταση προέρχεται από βυζαντινή μικρογραφία σε κείμενο του Ψευδο-Νόννου περί των Επτά Θαυμάτων, όπου ένα μεγάλο άγαλμα στημένο, σύμφωνα με τη βυζαντινή συνήθεια, πάνω σε ψηλό στύλο, απεικονίζεται με δόρυ και ξίφος. Οι αναπαραστάσεις αυτές, πλησιέστερες χρονικά στο κείμενο του Φίλωνος, είναι βέβαια προσαρμοσμένες στη βυζαντινή αισθητική. Η διερεύνηση ενός θέματος, όπως αυτό του Κολοσσού, και, κυρίως, η αποκατάσταση της μορφής ενός από τα Επτά Θαύματα αποτελεί πρόκληση.

Οι σύγχρονες απόψεις

Αν εξετάσουμε τις σύγχρονες απόψεις θα παρατηρήσουμε ότι χωρίζονται σε δύο ομάδες. Στην πρώτη βρίσκονται εκείνες που προσπαθούν, μέσα από έργα μεταγενέστερα (ανάγλυφα ή αγάλματα των ρωμαϊκών χρόνων), να αναγνωρίσουν αντίγραφα του Κολοσσού, τονίζοντας την καλλιτεχνική πλευρά του έργου. (Herbert Maryon), ενώ στη δεύτερη ομάδα περιλαμβάνονται εκείνες οι απόψεις που βλέπουν τον Κολοσσό ως γλυπτό μειωμένης καλλιτεχνικής σημασίας αλλά εξέχουσας τεχνικής κατασκευής. Είναι όμως φρονιμότερο αλλά και επιστημονικά ορθότερο να υιοθετήσουμε τη στάση της αρχαιολόγου Η. Ζερβουδάκη, η οποία, αναφερόμενη στον Κολοσσό της Ρόδου, σημειώνει: «Η φτωχή στην ουσία παράδοση και η ανυπαρξία βέβαιων αντιγράφων του έργου δεν μας βοηθούν να αποδείξουμε ή να υποστηρίξουμε οτιδήποτε…». Από την πλευρά του, ο καθηγητής Π. Μορένο (Ρώμη) «κατασκεύασε» ομοίωμα του Κολοσσού, συνδυάζοντας πήλινη κεφαλή του Μουσείου της Ρόδου που εικονίζει το Θεό Ήλιο με κορμό ρωμαϊκού αγάλματος του Μουσείου της Civitavecchia. Το άγαλμα ετούτο παρουσιάζει το θεό γυμνό με φαρέτρα στον ώμο, το δεξί χέρι υψωμένο να κρατάει τον πυρσό και το αριστερό κατεβασμένο να κρατάει το τόξο. Το αριστερό πόδι είναι προτεταμένο σε σχέση με το δεξί, που πατάει στην άκρη των δαχτύλων. Η όλη στάση φέρνει στο νου, όπως ο ίδιος ο καθηγητής σημειώνει, το άγαλμα της Ελευθερίας της Ν. Υόρκης. Το τεράστιο όμως άγαλμα της Ελευθερίας, για να κρατηθεί όρθιο, χρησιμοποιεί την πλατιά βάση που δημιουργεί ο μακρύς χιτώνας, ενώ εδώ η στήριξη του Κολοσσού γίνεται μέσω του τόξου. Πρόκειται για τελείως αβάσιμη αναπαράσταση. Επισημαίνουμε ότι δεν μπορεί σήμερα να αποτελεί μοναδική επιδίωξη η αποκατάσταση του μνημείου, περισσότερο απ’οτιδή- ποτε άλλο ο απόηχος του θρύλου του θα πρέπει να αποτελεί έναυσμα για διερεύνηση των δεδομένων που συνετέλεσαν στη δημιουργία του.

*Ο Αντώνης Μαστραπάς γεννήθηκε στην Αθήνα στις 1 Μαΐου 1955, σπούδασε στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα τη ζωή και την τέχνη στις προϊστορικές Κυκλάδες. Συμμετείχε σε ανασκαφικές έρευνες σε νησιά των Κυκλάδων και στη Ρόδο, ενώ παράλληλα παρακολούθησε σειρά μεταπτυχιακών σεμιναρίων αρχαιολογικού και ιστορικού περιεχομένου. Διετέλεσε, για πολλά χρόνια, καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας και Κλασικής Αρχαιολογίας της Σχολής Ξεναγών Αθήνας και διδάσκων καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών και Πολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Έχει λάβει μέρος σε πολλά συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, από το 1990, ως καθηγητής, συντάκτης εκπαιδευτικών προγραμμάτων, επιμορφωτής εκπαιδευτικών και ως Σχολικός Σύμβουλος. Είναι συγγραφέας επιστημονικών μονογραφιών, σχολικών εγχειριδίων, άρθρων και μελετών σχετικών με το προϊστορικό Αιγαίο, την Αρχαία Ελληνική Ιστορία και τη διδακτική του μαθήματος της Ιστορίας.