Η «ερωμένη» του Γεώργιου Παπαδόπουλου που έγινε νόμιμη σύζυγος με ένα «αυτόματο διαζύγιο». Η ζωή με τον αρχηγό της Δικτατορίας, η σχέση με το ποδόσφαιρο και η ζωή μετά...
«Πατρίς- Θρησκεία- Οικογένεια».
Το σύνθημα αυτό χρησιμοποίησε η δικτατορία του Γεώργιου
Παπαδόπουλου για να προσπαθήσει να πείσει τον λαό για τις… αγαθές της προθέσεις.
Ωστόσο, ο πρώτος που φαίνεται να μην το τηρούσε ήταν ο ίδιος ο Παπαδόπουλος. Ήταν
κοινό μυστικό ότι παρόλο που ήταν παντρεμένος με τη Νίκη Βασιλειάδη, με την οποία είχαν δύο παιδιά, συζούσε για
περίπου μια δεκαετία με την παράνομη σύντροφό του, Δέσποινα Γάσπαρη-Σερέτη, που ήταν επίσης παντρεμένη.
Η ερωμένη και μετέπειτα σύζυγος του δικτάτορα πέθανε στις 25 Νοεμβρίου 2023 σε ηλικία 93 ετών και μέχρι το τέλος επέμενε ότι δεν είχε καμία σχέση με τα πολιτικά και δεν ήξερε τι ακριβώς συνέβαινε. Αποτελούσε ουσιαστικά το τελευταίο εν ζωή κομμάτι μιας σκοτεινής εποχής που σημάδεψε βαθιά την Ελλάδα.
Η γνωριμία με τον
Παπαδόπουλο
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και η Δέσποινα είχαν γνωριστεί
αρκετά νωρίς. Σύμφωνα με τα όσα είχε δηλώσει η ίδια μιλώντας στον Αλέξη
Παπαχελά και στους Φακέλους το 2007, συναντήθηκαν το 1954 όταν ο ταγματάρχης μετατέθηκε στο ΓΕΣ. Η Δέσποινα
ήταν κόρη του Νίκου και της Υπερμαχείας Γάσπαρη, οι οποίοι είχαν έρθει από τη
Μικρά Ασία. Βρέθηκε στην Εκάλη όταν η οικογένεια μετακόμισε στην πρωτεύουσα το
1940 και εκεί φοίτησε στο Γυμνάσιο, για να δώσει εξετάσεις και να μπει στο Εθνικό
Μετσόβιο Πολυτεχνείο, όπου εισήχθη μεταξύ των πρώτων και αποφοίτησε ως
αριστούχος από τη Σχολή Τοπογράφων. Το 1954 εργαζόταν στην Γεωγραφική Υπηρεσία
Στρατού, όταν το ΓΕΣ ζήτησε για μια άσκηση που ετοίμαζε ο στρατός κάποιον
τοπογράφο, ώστε να σχεδιάσει έναν χάρτη. Έτσι, στάλθηκε η Δέσποινα.
Ο Παπαδόπουλος στάλθηκε στο ΓΕΣ ως νέος
ταγματάρχης. Η πρώτη της εντύπωση για τον μετέπειτα σύζυγό της και δικτάτορα δεν
ήταν πολύ ξεκάθαρη καθώς «Δεν ήταν και πολύ ομιλητικός». Ωστόσο όπως είχε πει η
ίδια στον Αλέξη Παπαχελά άρχισε να βλέπει την ανθρώπινη πλευρά του από την
αγάπη που έδειχνε στην οικογένεια και τα παιδιά του και για τους οποίους έκανε
διάφορα «θελήματα».
Μάλιστα, η ίδια είχε φτάσει να του πει: «Με συγχωρείτε, αλλά
ξέρετε τι λένε για εσάς; Ότι είστε ο μέλλων αρχηγός του ΓΕΣ. Εγώ είμαι της Γεωγραφικής
δεν ξέρω από μάχιμο στρατό, αλλά αν αυτό αληθεύει, αυτές τις λεπτομέρειες να τις
κόψετε γιατί είναι μόνο για ανθρωπάκια, όχι για προσωπικότητες», εννοώντας με τις
«λεπτομέρειες» όλες αυτές που του έδιναν την ανθρώπινη πλευρά.
Τελικά, όταν τελείωσε η δουλειά της στο ΓΕΣ ζήτησε να φύγει
καθώς δεν άντεχε το αυστηρό κλίμα του στρατού. Όμως, ο Παπαδόπουλος έπρεπε να της
υπογράψει το χαρτί της αποδέσμευσης κάτι που εκείνος συνεχώς ανέβαλε μέχρι που της
είπε: «Να μην το πάρεις το χαρτί σου, να μείνεις εδώ-και δεν ξέρω αν θα μείνεις
και εδώ. Είτε σου αρέσει είτε δεν σου αρέσει. Το 1954 αυτό».
Η μυστική σχέση και η
«κοιλιά της Δέσποινας»
Έτσι ανορθόδοξα ξεκίνησε η σχέση τους με την Δέσποινα
Παπαδοπούλου να λέει ότι ο φόβος ήταν κυρίαρχος στη σχέση, φόβος όχι μην πάθει
κάτι αλλά πιο πολύ σαν δέος απέναντι στον άντρα.
«Φόβος. Φόβος από μέρους μου, έμεινε σκέτα το δέος και
έμεινε φόβος, άμα σας λέω φόβος. Μπορώ να σας πω ότι με κυνήγησε μέχρι που
έφυγε από τη ζωή», ανέφερε. Ωστόσο προσθέτει: «Ήταν μια άλλη εποχή. Πολλές φορές
τον φόβο εκείνης της εποχής τον μεταφράζαμε σαν έλξη, σαν πάθος, ό,τι θέλετε,
εκτός από αυτό που ακριβώς ήταν».
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος την εποχή που γνωρίστηκε με τη Δέσποινα ήταν παντρεμένος με την Νίκη Βασιλειάδη ήδη από το 1942 με την οποία είχε δύο παιδιά, τον Χρήστο και την Χρυσούλα, αν και η σχέση του περνούσε κρίση και ήταν σε διάσταση. Παρέμεναν όμως παντρεμένοι καθώς τα διαζύγια εκείνη την εποχή ήταν εξαιρετικά σπάνια. Παράλληλα και η Δέσποινα Γάσπαρη ήταν παντρεμένη με έναν αστυνομικό ονόματι Σερέτη. Έτσι, όταν ξεκίνησε η σχέση τους έπρεπε να μείνει μυστική.
«Μυστική όλα τα χρόνια σχεδόν» λέει αρχικά η ίδια στον
Παπαδόπουλο, αλλά σπεύδει να διορθώσει στη συνέχεια: «Δηλαδή μυστική δεν ήταν
γιατί το 1959 ήρθε στην Υπηρεσία Πληροφοριών [σημ. όπου είχε εν τω μεταξύ
μετατεθεί η Δέσποινα] και αρχίσαμε και μέναμε μαζί, στην Πλατεία Αμερικής, και
εκεί μας βρήκε και η Επανάσταση».
Μάλιστα, όσο η σχέση τους παραμένει μυστική και οι δύο είναι
ακόμα παντρεμένοι επίσημα με άλλους η Δέσποινα μένει έγκυος. Η ίδια αποφασίζει
να κρατήσει το παιδί και όταν η κοιλιά της αρχίζει να φαίνεται, οι συζητήσεις
αρχίσουν να γίνονται πιο έντονες ειδικά στην Υπηρεσία Πληροφοριών όπου εργάζεται.
Έτσι, η ίδια πήγε στον διευθυντή της – τον τότε διοικητή της
ΚΥΠ, Αλέξανδρο Νάτσινα, και του είπε: «Δεν ξέρω αν έχετε ακουστά, δεν μπορώ να
πω ότι δεν ξέρετε για τη σχέση μου, μου συμβαίνει όμως αυτό, θα το κρατήσω το
παιδί, χωρίς αυτό να λέει ότι, αν θέλετε να με διώξετε, διώξτε με μέ
αξιοπρέπεια και μη βάλετε αυτό ως αιτία». Κατά την ίδια, ο διευθυντής της εκτίμησε
την ευθύτητά της και έτσι έμεινε στη δουλειά.
Από αυτήν την εγκυμοσύνη ήρθε στον κόσμο το μοναδικό παιδί
του ζευγαριού, η Υπερμαχεία Παπαδοπούλου. Το παιδί αρχικά έμενε με τους γονείς της
Δέσποινας, καθώς το ζευγάρι ήταν ακόμα παράνομο. Όταν τελικά έγινε η
δικτατορία, οι κύκλοι του Παπαδόπουλου άρχισαν να τον πιέζουν για να χωρίσει τη
Δέσποινα ή να χωρίσει την Βασιλειάδη και να παντρευτεί επίσημα την Γάσπαρη. Την
εποχή εκείνη ήταν ιδιαίτερα κατακριτέες οι εξωσυζυγικές σχέσεις και πολύ περισσότερο
τα παιδιά εκτός γάμου. Έτσι, η παράνομη σχέση του αρχηγού της δικτατορίας που προς
το παρόν «σιγοψιθυριζόταν» θα μπορούσε να προκαλέσει ένα σκάνδαλο μεγατόνων, αν
γινόταν ευρέως γνωστό. Υπήρχε άλλωστε ήδη η φήμη ότι το δημοφιλές τότε τραγούδι
«κυρα- Γιώργαινα, ο Γιώργος σου πού πάει», είχε γραφτεί για την τότε νόμιμη σύζυγο
του Γεώργιου Παπαδόπουλου.
Έτσι, ο Παπαδόπουλος έφτασε στο σημείο να υποβάλει την
παραίτησή του με μια επιστολή από αρχηγός του Επαναστατικού Συμβουλίου και να ορίσει
ως «διάδοχό» του τον Παττακό. Είχε προηγηθεί η δημοσίευση μιας φωτογραφίας του
με την Βασιλειάδη με την λεζάντα να την αναφέρει ως «νόμιμη σύζυγό» του. Ο
αρχηγός της φρουράς του τότε τού είχε ζητήσει να μάθει ποια είναι η «προεδρική
σύζυγος», η κυρία της φωτογραφίας ή η Δέσποινα που συζούσε με τον Παπαδόπουλο. Μάλιστα,
σύμφωνα με την ίδια τη Δέσποινα, τού είχε πει: «Ήρθα να σας πω και ας είναι
μπροστά και η κυρία: ή εγώ ή εκείνη».
Ο Παπαδόπουλος, αφού έστειλε την επιστολή παραίτησης υποδέχτηκε τον Παττακό σε κατάσταση ψυχολογικής απόγνωσης και ο τελευταίος μαζί με τον στρατηγό Οδυσσέα Αγγελή τελικά τον μετέπεισαν ώστε να μην παραιτηθεί. Ο Παττακός του είπε ότι είχε ήδη κάψει την επιστολή, αλλά του τόνισε: «Να διώξεις την φίλη σου και να επανέλθεις στη γυναίκα σου ή να παντρευτείς επισήμως την φίλη σου».
Έτσι, μετά από λίγους μήνες ο Παπαδόπουλος πήρε ένα διαζύγιο – εξπρές. Η Νίκη Βασιλειάδη (φωτό) αποφάσισε να καταθέσει αγωγή διαζυγίου και με τον χρόνο να πιέζει ασφυκτικά τον Παπαδόπουλο, αποφασίζεται να αλλάξει εν μία νυκτί ο νόμος και να εκδίδονται διαζύγια- εξπρές, κάτι αδιανόητο για την εποχή. Ο νόμος του περιβόητου «αυτόματου διαζυγίου», όπως ονομάστηκε, όριζε ότι όποιος ήταν εν διαστάσει για 7 συναπτά έτη μπορούσε να βγάλει διαζύγιο αυθημερόν. Ο νόμος πέρασε το βράδυ και μέσα σε λίγη ώρα έγινε η αίτηση για να βγουν τα δύο διαζύγια και, αφού βγήκε η απόφαση, το επόμενο πρωί, ο νόμος καταργήθηκε!
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και η Δέσποινα τελικά παντρεύονται το 1969 σε κλειστό κύκλο στη Μητρόπολη Αθηνών και τον γάμο τους ευλογεί ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Ά και ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Στην τελετή οι καλεσμένοι ήταν λίγοι καθώς δεν ήθελαν να γίνει ευρέως γνωστή η είδηση. Κουμπάρος ο αξιωματικός Μιχαήλ Ρουφογάλης Και η ίδια η Δέσποινα Παπαδοπούλου πλέον λέει ότι δεν ήθελε να παντρευτεί. «Μου το επιβάλανε. Έπρεπε να είσαι παντρεμένη», τονίζει ωστόσο διευκρινίζει ότι η βέρα της στο εσωτερικό γράφει ημερομηνία «1954», όταν και ξεκίνησε η σχέση τους.
Όπως λέει η ίδια για τρία χρόνια δεν βγήκε από το σπίτι δημόσια,
για να μάθει τη «γλώσσα» της κοινωνίας αυτής που έμπαινε πλέον ως «Πρώτη Κυρία».
Η πρώτη της επίσημη εμφάνιση και μάλιστα τηλεοπτική έγινε τελικά στα εγκαίνια
του Ωνασείου, τον Φεβρουάριο του 1970.
Τα χρόνια της Χούντας
και το ποδόσφαιρο
Το ζευγάρι μετά το γάμο του έμεινε σε βίλα στο Λαγονήσι που
είχε παραχωρήσει ο Αριστοτέλης Ωνάσης και η Δέσποινα θα γνωριστεί με όλη την
επιχειρηματική ελίτ της χώρας, αν και τις πιο στενές σχέσεις είχε με τον Ωνάση,
ο οποίος της είχε παραχωρήσει και μια λιμουζίνα για τις επίσημες μετακινήσεις
της. Μάλιστα, τον Οκτώβριο του 1971 υποδέχθηκε στο Ελληνικό τον ελληνικής
καταγωγής αντιπρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Σπύρο Άγκνιου, ο οποίος πραγματοποίησε
επίσημη επίσκεψη στη χώρα.
Πλέον, στα «Επίκαιρα» της εποχής οι εμφανίσεις της ήταν
συχνές στο πλευρό του Παπαδόπουλου ως καλεσμένη σε βραβεύσεις, εκδηλώσεις,
εγκαίνια. Ωστόσο, πιο συχνά μπορούσε να την δει κανείς στα ποδοσφαιρικά γήπεδα.
Ήταν φανατική με τη μπάλα και φίλαθλος της ΑΕΚ. Μάλιστα, ο αδερφός του πατέρα της
ήταν ο αμυντικός της ΑΕΚ (1936-1950), Γεώργιος Γάσπαρης, μετέπειτα προπονητής
και παράγοντας (ΦΩΤΟ)
Έτσι, δεν έχανε ευκαιρία να βρίσκεται στη θέση των επισήμων σε πολλά αθλητικά γεγονότα και να παρακολουθεί φανατικά ποδόσφαιρο. Η Δέσποινα απολάμβανε από κοντά όλους τους αγώνες των ομάδων, αλλά και της Εθνικής, όπως αυτόν στο Μουντιάλ του Μεξικού, όπου η Ελλάδα αποκλείστηκε λόγω ενός καβγά του Μίμη Δομάζου με τον πανίσχυρο Γενικό Γραμματέα Αθλητισμού της Χούντας, Κωνσταντίνο Ασλανίδη ο οποίος τον τιμώρησε να απέχει από το πιο κρίσιμο παιχνίδι, αυτό που τελικά κόστισε την πρόκριση. Υπήρξαν μάλιστα και φορές που η Δέσποινα είχε και ενεργό ρόλο στον αθλητισμό. Σε μια από αυτές τις περιπτώσεις, το αστέρι της ΑΕΚ Παντελής Νικολάου, κατέληξε στην Ένωση, παρότι είχε κλείσει μεταγραφή στον Παναθηναϊκό, μετά από απαίτηση της Δέσποινας Παπαδοπούλου και του θείου της, όπως έχει πει ο ίδιος ο Νικολάου.
Φυσικά, αυτό που έχει συζητηθεί περισσότερο σχετικά με τη
σχέση της Δέσποινας Παπαδοπούλου με το ποδόσφαιρο είναι τα όσα έχει πει για τον
πορεία του Παναθηναϊκού προς το Γουέμπλεϊ. Η Δέσποινα παρακολουθούσε όλους τους
αγώνες του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Μάλιστα, μετά την πρόκριση του Παναθηναϊκού
έναντι της Έβερτον, ο Μίμης Δομάζος έτρεξε προς τα επίσημα και ο φακός
απαθανάτισε τη Δέσποινα Παπαδοπούλου να σκύβει και να τον φιλάει, με τις
λεζάντες των εφημερίδων της εποχής να γράφουν «Συγχαρητήρια κι ένα θερμό
φιλί…».
Έτσι, παρακολουθούσε και τον κρίσιμο αγώνα πρόκρισης του Παναθηναϊκού στον τελικό με τον Ερυθρό Αστέρα (2 Ιουνίου 1971) και είχε ιδιαίτερη αγωνία για το αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τα όσα είχε δηλώσει η ίδια στην συνέντευξη που έδωσε στον Παπαχελά, δίπλα της βρισκόταν ο Παττακός αλλά και ο Γιουγκοσλάβος πρέσβης, οι οποίοι την διαβεβαίωσαν ότι το παιχνίδι ήταν «αγορασμένο», ώστε να κερδίσει ο Παναθηναϊκός. Συγκεκριμένα, η Παπαδοπούλου είχε πει το 2007:
«Εγώ είμαι ΑΕΚ, αλλά βρέθηκα κοντά στον Παναθηναϊκό στην
πορεία προς το Γουέμπλεϊ. Ήμασταν στην εξέδρα των επισήμων. Ο Γιουγκοσλάβος πρέσβης,
εγώ και ο Παττακός. Μετά το 3-0, ο Παναθηναϊκός προκρινόταν στο Γουέμπλεϊ και
μέχρι να τελειώσει το ματς, η αγωνία είχε φτάσει στο κατακόρυφο να μην μπει
γκολ από τους ξένους. Αισθάνθηκα ότι δεν αισθάνομαι καλά. Με βλέπει ο κύριος
Παττακός που καθόταν δίπλα μου και για να με καθησυχάσει μου λέει: "Τι λύσσαξες
και φοβάσαι; Το πληρώσαμε και θα το πάρουμε το παιχνίδι"! Και του λέω:
"Για τον Θεό, είναι ο πρέσβης δίπλα μου". Και μου λέει ο Παττακός: "Δεν
ξέρει ελληνικά γρι". Και τότε γυρίζει ο Γιουγκοσλάβος πρέσβης και μου
λέει: "Μην στεναχωριέστε, κυρία Παπαδοπούλου. Το πληρώσατε και θα το
πάρετε το παιχνίδι"! Στα ελληνικά μου το είπε αυτό!».
Ο ίδιος ο Παττακός, ωστόσο, είχε διαψεύσει ότι είπε ποτέ κάτι τέτοιο, πολύ περισσότερο ότι συνέβη. Την επόμενη μέρα από την προβολή της συνέντευξης ο Παττακός ρωτήθηκε σχετικά και απάντησε: «Ουδέποτε εδήλωσα ότι επληρώσαμε τον Ερυθρό Αστέρα για να προκριθεί ο Παναθηναϊκός στο Γουέμπλεϊ. Σοβαρά μιλάμε τώρα; Αδύνατον να πιστέψω ότι είπε τέτοιο πράγμα η κ. Δέσποινα Παπαδοπούλου, εκτός εάν έπεσε θύμα παραπληροφόρησης ή κακής μνήμης. Αλλά δεν νομίζω να είναι μεγάλης ηλικίας για να έχει πάθει κάτι η μνήμη της. Πρόκειται ασφαλώς περί παρεξηγήσεως, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Ντροπή να λέμε ότι η Χούντα πλήρωσε ποδοσφαιριστές, οι οποίοι δέχτηκαν να πληρωθούν και να μην στεφανωθούν με τον κότινο της νίκης».
Μετά τη Χούντα
Η Δέσποινα Παπαδοπούλου μετά την πτώση της Χούντας βρέθηκε
κατηγορούμενη, καθώς τον Σεπτέμβριο του 1974 της ασκήθηκε δίωξη για απάτη σε
βάρος του Δημοσίου από κοινού με υπαλλήλους που κατηγορήθηκαν ότι της χορήγησαν
ψευδείς βεβαιώσεις πως εργαζόταν σε δημόσια θέση. Κατηγορήθηκε ότι εισέπραξε
750.000 δραχμές, τις οποίες επέστρεψε, για να αθωωθεί το 1976. Στη συνέχεια
ερευνήθηκαν τα περιουσιακά της στοιχεία για να διαπιστωθεί ότι ο Παπαδόπουλος
είχε αγοράσει τρία ακίνητα και εκείνη το διαμέρισμα έξι δωματίων της οδού
Σορβόλου, για τα οποία δεν προέκυψε κάτι παράνομο και δόθηκαν προίκα στα παιδιά
τους.
Από το καλοκαίρι του 1996, όταν ο δικτάτορας διακομίστηκε
από τις Φυλακές Κορυδαλλού στο «Λαϊκό» Νοσοκομείο, εκείνη ήταν στο πλευρό του
και τα τρία χρόνια της νοσηλείας του μέχρι το τέλος. Μάλιστα, στην κηδεία
παρευρέθηκε μαζί με την πρώτη σύζυγο του Παπαδόπουλου.
Η ίδια μιλώντας στην Espresso είχε αποκαλύψει τα τελευταία λόγια του συζύγου της πριν πεθάνει
στην Εντατική του Λαϊκού Νοσοκομείου, όπου νοσηλευόταν σε ειδική πτέρυγα. «Ήμουν
στο πλευρό του και γύρισε και μου είπε: “Θα σ’ αγαπώ για πάντα”. Με τον σύζυγό
μου ήμασταν ένα αγαπημένο ανδρόγυνο. Για εκείνον ήμουν η σύζυγός του, η μάνα
του, η φίλη του. Τα πάντα. Το ίδιο ήταν και για μένα εκείνος», ανέφερε.
Η Δέσποινα στην κηδεία του Παπαδόπουλου |
Στις συνεντεύξεις που είχε δώσει από τότε επέμενε ότι δεν είχε σχέση με τα πολιτικά. Ωστόσο αποκαλούσε την δικτατορία «Επανάσταση» και δήλωνε ότι δεν είχε ακούσει ποτέ να γίνονται βασανιστήρια, διωγμοί ή εκτελέσεις καθώς κατά τη διάρκεια της Επταετίας δεν είχε γίνει καμία τέτοια καταγγελία! Όπως είχε πει, «τουλάχιστον δεν γίνονταν μαζικά αλλά αν έγιναν μπορεί να συνέβησαν σε προσωπικό επίπεδο και δεν υπήρχαν και στοιχεία ότι γίνονταν αυτά». Μάλιστα, όπως είχε πει στον Παπαχελά είχε ρωτήσει τον άντρα της αν ίσχυαν τα όσα ακούγονταν: «Τον ρώτησα και μού είπε ότι δεν υπάρχουν τέτοια πράματα, έτσι όπως τον βεβαίωναν και εκείνον οι άλλοι, τι να πρωτοπάρει είδηση; Γινόντουσαν όμως κ. Παπαχελά; Κανείς δεν πήγε να πει, «εμένα μου κάναν πράγματα», λένε πράγματα, τα οποία δεν είναι ..χωρίς να έχουν αποδείξεις. Έχουν γίνει; Ενδέχεται να έχουν γίνει σε προσωπικό επίπεδο και δεύτερον πόσο κρατήσανε; Διέλυσε τις εξορίες κ. Παπαχελά, έκλεισε τα νησιά, δεν υπήρχε τίποτα πλέον, σιγά-σιγά το πήγε και έκλεισε και αυτά», δήλωσε το 2007.
Μετά το 1974, η ίδια εξαφανίστηκε από τη δημόσια σφαίρα για
πολλά χρόνια και όπως είπε αργότερα στην Espresso είχε περάσει δύσκολες εποχές. «Ήταν
πάρα πολύ δύσκολη εποχή εκείνη για εμένα. Πολύ δύσκολη. Ό,τι και να σας πω
είναι λίγο. Σαφώς και αντιμετώπισα φτώχεια μετά τον θάνατο του συζύγου μου.
Πάλι καλά που έχω φίλους καλούς και με συντηρούν. Κοιτάξτε, αν θέλετε, εμένα
δεν με ξέχασε ο Θεός ποτέ. Τον είχα πάντα κοντά μου», αναφέρει και σχετικά με
την κόρη της λέει: «Η κόρη μου μού στάθηκε στη ζωή μου όσο κανείς άλλος. Εκείνη
έχω και κανέναν άλλον στον κόσμο».
Τα τελευταία χρόνια ζούσε σε μισθωμένο διαμέρισμα στη Νέα
Ερυθραία και σύμφωνα με την ίδια μπορούσε και επιβίωνε χάρη στη βοήθεια της κόρης
της αλλά και πολύ καλών της φίλων καθώς η ίδια δεν πήρε ποτέ σύνταξη, αν και έλαβε
την σύνταξη χηρείας του Παπαδόπουλου.
Έφυγε από τη ζωή στις 09:30' το πρωί του Σαββάτου 25
Νοεμβρίου 2023 σε ηλικία 93 ετών. Νοσηλευόταν από τις 2 Νοεμβρίου στην Α'
Παθολογική Κλινική του νοσοκομείου «Γεώργιος Γεννηματάς» στην Αθήνα και σύμφωνα
με ιατρικές πηγές αιτία του θανάτου της ήταν το σηπτικό σοκ που προήλθε από
εκκολπωματίτιδα.