«Άνοιξαν ένα συρτάρι και έβγαλαν κατεψυγμένο τον Διομήδη. Γυμνός με ανοιχτά μάτια και στο στήθος η σφαίρα. Ο αστυνομικός μου είπε: Αχ αυτά τα παιδιά δεν ακούνε…»
Η συγκλονιστική μαρτυρία του πατέρα του Γιάννη Κομνηνού, πατέρα του Διομήδη ο οποίος δολοφονήθηκε, με μια σφαίρα στην καρδιά, το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου 1973
Διομήδης Κομνηνός, ετών 17: Το βράδυ
της 16ης Νοεμβρίου 1973, κι ενώ μετέφερε τραυματίες, δέχθηκε μια σφαίρα στην
καρδιά από απόσταση περίπου δέκα μέτρων. Δολοφονήθηκε από μέλος της Μεικτής
Φρουράς που βρισκόταν στη συμβολή των οδών Μάρνης και 3ης Σεπτεμβρίου, σημείο
που τότε βρισκόταν το υπουργείο Δημοσίας Τάξης.
Με μια συγκλονιστική αφήγηση ο πατέρας
του Διομήδη, Γιάννης Κομνηνός εξιστορεί τα γεγονότα εκείνων των ημερών και
απογυμνώνει την κτηνωδία της Χούντας που δεν σεβάστηκε ούτε καν τον
τελευταίο αντίο στον 17χρονο του οποίου τη ζωή στέρησε.
Η αφήγηση του Γιάννη Κομνηνού:
«Ο Διομήδης ήταν τελειόφοιτος του γυμνασίου.
Προπαρασκευαζόταν από την αρχή του 1973 για να δώσει τις εξετάσεις του για το
Πολυτεχνείο. Προπαρασκευαστής του ήταν ένας τελειόφοιτος του Πολυτεχνείου. Το
Πολυτεχνείο λοιπόν ήταν ο χώρος του.
Ο Διομήδης ήταν τύπος αγωνιστικός. Ένα
παιδί προβληματισμένο, ένα παιδί πολιτικοποιημένο. Στα γεγονότα της νομικής
σχολής ο Διομήδης είχε πάρει μέρος. Την ημέρα που μπήκαν μέσα στη Νομική σχολή
και την άδειασαν ο Διομήδης δάρθηκε ανηλεώς και το ίδιο βράδυ κρύφτηκε στο
σπίτι του Γιάννη Κουτσοχέρα που ήταν και ο ίδιος τραυματισμενος.
Ο Διομήδης ήταν προετοιμασμένος για να
είναι στο Πολυτεχνείο. Είχε μια προπαρασκευή εσωτερική. Εξαρτάται πολλές φορές
από την οικογένεια. Τι θα διδάξει, τι θα μάθει, τι θα διηγηθεί. Ήταν λοιπόν
φυσικό να είναι μέσα στο Πολυτεχνείο. Τις ημέρες εκείνες ερχόταν μόνο το πρωί για
κάποια ώρα να πλυθεί, να αλλάξει και να καθησυχάσει τη μητέρα του. Μετά αστραπή
στο Πολυτεχνείο.
Ήταν κάτι το δεδομένο ότι ο Διομήδης
είναι στο Πολυτεχνείο και έξω από το 'πρόσεξε', έξω από 'κοίταξε να γυρίσεις γερός',
κανένας δεν αποτολμούσε να του πει μην πας, απαγορεύεται να πας. Η Νομική σχολή
ήταν το ξεκίνημα για να φύγει ο κόσμος από τα κοινότοπα, τα καθημερινά και για
να βγουν από τον λήθαργο οι πολλοί. Το Πολυτεχνείο ήταν το επιστέγασμα, η
κορύφωση.
Το Πολυτεχνείο για τον Διομήδη και οι
μέρες του Πολυτεχνείου γενικά ήταν μέρες από τις οποίες δεν θα μπορούσε να λείψει. Δεν θα
υπήρχε κανένας τρόπος να τον αποτρέψουμε και τον αφήσαμε. Υπάρχει κι ένα
γνωμικό που λέει: «Αν τα νιάτα ήξεραν και αν τα γηρατειά μπορούσαν» Αποδείχθηκε
εκείνες τις μέρες ότι τα γηρατειά δεν μπορούσαν και κυρίως δεν ήξεραν. Και
αποδείχθηκε ότι τα νιάτα και μπορούσαν αλλά κυρίως ήξεραν.
Ότι κάτι θα συνέβαινε προέκυπτε συμπερασματικά
από το γεγονός ότι δεν είχε επιστρέψει το απόγευμα της Παρασκευής (16/11/73)
σπίτι παρά το γεγονός ότι η Αθήνα είχε γεμίσει δακρυγόνα και ακούγονταν να
πέφτουν σφαίρες παντού. Συνεπώς πολύ γρήγορα η ανησυχία μας έγινε αγωνία. Εγώ
ήμουν στη δουλειά μου, έκανα επανειλημμένα τηλεφωνήματα στο σπίτι στη μητέρα
του, δεν έχει επιστρέψει, κάτι συμβαίνει.
Πράγματι κατέβηκα στο Πολυτεχνείο.
Στον δρόμο ο κόσμος περνούσε για να πάει στα σπίτια του, δεν μπορούσαμε να
περάσουμε, γυρίζαμε πίσω. Γύρω στις δέκα και κάτι κατάφερα να βγω από τη Σκουφά
στη Ναβαρίνου και από εκεί προς τα Εξάρχεια. Έφτασα στο Πολυτεχνείο από την
πίσω πλευρά, Στουρνάρα και Μπουμπουλίνας. Να μπω στο Πολυτεχνείο ήταν αδύνατο.
Υπήρχαν μικρές φωτιές αναμμένες γύρω γύρω στα πεζοδρόμια. Απαγορευόταν να
βγούμε στην οδό Πατησίων.
Η υποψία ότι μπορεί να είναι μέσα στο
Πολυτεχνείο, για κάποιον που θέλει να πιστεύει ότι το παιδί του είναι ζωντανό,
ήταν η καλύτερη που θα μπορούσαμε να έχουμε.
Σύμφωνα με τις μαρτυρικές καταθέσεις ο
Διομήδης είχε ήδη μεταφέρει δύο τραυματίες από την Αβέρωφ στην πλατεία Κάνιγγος.
Ήταν με έναν φίλο του μαζί. Παρέδωσαν τους δύο τραυματισμένους για να τους πάνε
στα νοσοκομεία. Υπήρχαν άνθρωποι με αυτοκίνητα που τους μετέφεραν, διότι τα
αυτοκίνητα των πρώτων βοηθειών δεν επαρκούσαν.
Και κάτι άλλο ως παρένθεση. Τα αυτοκίνητα των πρώτων βοηθειών δεν επαρκούσαν γιατί επάνω σε αυτά υπήρχαν αστυνομικοί. Αυτοί έφεραν βόλτα γύρω γύρω το τετράγωνο του Πολυτεχνείου και έριχναν δακρυγόνα. Μέσα από τα ασθενοφόρα.
Γύρω από το Πολυτεχνείο υπήρχαν ομάδες
αστυνομικών με ή χωρίς πολιτική περιβολή. Μιλάμε γι’ αυτούς που είχαν πολιτική
περιβολή. Αυτοί ήταν στρατοπεδευμένοι εκεί που είναι ο κήπος του Μουσείου.
Έριχναν λοιπόν πυρά προς τον οδό Αβέρωφ. Τα παιδιά ή οι περαστικοί που ήθελαν
να φύγουν έστριβαν προς την οδό Αβέρωφ. Εκεί τους περίμεναν πυρά από τη συμβολή
της Μάρνης και 3ης Σεπτεμβρίου από φρουρούς του υπουργείου Δημοσίας
Τάξης το οποίο τότε βρισκόταν στο συγκεκριμένο σημείο. Είχαν μάλιστα κάνει ένα
ανάχωμα και ήταν κρυμμένοι πίσω του.
Αυτή η περίφημη Μεικτή Φρουρά
αποτελείτο από 40 πρόσωπα. Την έλεγαν μεικτή φρουρά γιατί ήταν αστυφύλακες,
χωροφύλακες και πυροσβέστες. Εκτελούσαν διατεταγμένη υπηρεσία. Εκεί, την ώρα που
ο Διομήδης τραβά τον τρίτο τραυματία με τραύμα διαμπερές στο πόδι, και ορθώνεται
για να τον σηκώσει, από απόσταση 6-7 μέτρων τον πυροβολούν με μια σφαίρα στην
καρδιά και έμεινε άπνοος.
Γύρισα στο σπίτι και εκεί ήταν μαζεμένη
η οικογένεια ολόκληρη αλλά και οι άνθρωποι από πάνω και από κάτω στην πολυκατοικία.
Κρεμασμένοι όλοι στα μπαλκόνια. Η αγωνία παρατάθηκε. Ακούγαμε τον σταθμό του
Πολυτεχνείου. Κάποια στιγμή μετά από άπειρες μεταβάσεις μου προς το πάρκο και προς
το Πολυτεχνείο, με μια τρομοκρατία που μας αγκάλιαζε από παντού, ήρθε η στιγμή
που εσίγησε ο σταθμός του Πολυτεχνείου. Ξέραμε ότι τώρα θα γίνουν συλλήψεις.
Ευχόμασταν να έχει συλληφθεί,
ευχόμασταν να μην έχει τραυματιστεί. Δεν πήγαινε ο νους μας ότι έχει σκοτωθεί.
Πέρασε η νύχτα ξάγρυπνη. Από την άλλη μέρα τα ξημερώματα έτρεχα σε διάφορες
μεριές για να τον βρω. Πριν απ’ όλα στα νοσοκομεία. Στο Ρυθμιστικό Κέντρο,
πλέον Γενικό Κρατικό, δεν με άφησαν να μπω, δεν άφηναν κανέναν να μπει.
Με σελοτέιπ κάτι κόλλες πάνω στον
τηλεφωνικό θάλαμο έγραψαν 187 ονόματα. Ήταν τραυματίες. Απαγορεύτηκε η είσοδος
σε όλους γιατί ήταν γεμάτοι οι διάδρομοι. Μας έλεγαν φύγετε. Δεν υπήρχε τρόπος
να ψάξει κανείς και έφυγα.
Κάποιο δελτίο ειδήσεων, είτε στην τηλεόραση,
είτε στο ραδιόφωνο, ανάγγειλε τα ονόματα των πρώτων νεκρών. Το άκουσαν άλλοι, φίλοι
μου, και με πήραν δύο τηλέφωνο. Ένας από την Αθήνα και ένας από τη Θεσσαλονίκη.
Ο πρώτος με αναφιλητά μου είπε: Κάτσε κάτω θα σου πω μια είδηση φοβερή, φρικτή.
Την επόμενη μέρα άρχισα να τρέχω στις στρατιωτικές
αρχές, ήταν στον σταθμό Λαρίσης. Έφτασα κάποια στιγμή με μια άδεια στα χέρια
στην οδό Μασσαλίας, ήταν εκεί το νεκροτομείο. Ήταν μέσα ο Καψάσκης και μια άλλη
ιατροδικαστής και οι βοηθοί του. Οπότε έπρεπε να γίνει η αναγνώριση του πτώματος.
Με οδήγησαν στο θάλαμο με τα ψυγεία, τράβηξαν ένα συρτάρι και έβγαλαν
κατεψυγμένο τον Διομήδη. Γυμνός με ανοιχτά μάτια και στο στήθος η σφαίρα. Γύρω γύρω
πυρίτιδα. Διατήρησα μια κτηνώδη ψυχραιμία και ζήτησα ένα ψαλίδι.
Τι το θέλετε, με ρώτησαν. Να κόψω μια
τούφα από τα μαλλιά του. Έσκυψα φίλησα τον γιό μου στα μάτια και στην πληγή
του και αποχώρησα. Ένας αστυνομικός μου λέει: Αχ αυτά τα παιδιά δεν ακούνε.
Ήταν δική του έμπνευση.
Έσπευσα στις εφημερίδες και νομίζω είναι η μοναδική περίπτωση νεκρού στην οποία αντί να γράψουν «τον θανόντα κηδεύουμε» κατάφερα και πέρασαν να γράψουν «τον φονευθέντα κηδεύουμε». Τον πήραμε την Τρίτη, πήγα τα ρούχα, έγινε η κηδεία. Κηδεία και ταφή είκοσι λεπτά της ώρας. Ήταν τρομοκρατημένος ακόμα και ο παπάς. Το ερπυστριοφόρο εκεί, η κλούβα εκεί. Πλησίασαν και οι αστυνομικοί. Ένας αξιωματικός τούς είπε καθίστε πιο πέρα. Μεταξύ τους ήταν δύο οπλοφόροι, φαίνονταν οι κουμπούρες. Γρήγορα γρήγορα έγινε η ταφή αφού προηγήθηκε μια νεκρώσιμη ακολουθία εξαιρετικά σύντομη. Μόλις πρόλαβε ο παπάς και είπε ασπαστείτε τον. Μετά πήγαμε προς τον χώρο του ενταφιασμού και ήμασταν καμιά 15αριά άνθρωποι.
Μιλώντας γι' αυτό το γεγονός είναι ένα
μαστίγωμα των νεύρων μου. Για εμένα αλλά και για όσους έχουν χάσει ανθρώπους.
Είναι σχεδόν απάνθρωπο ωστόσο το θεωρώ χρέος να ανταποκριθώ γιατί υπάρχουν νέοι
άνθρωποι που δεν ξέρουν τι ακριβώς έγινε. Είναι καλό να το μάθουν από πρώτο
χέρι γιατί με τα χρόνια έχει γίνει μια σαλαμοποίηση θα έλεγα και παραχαράσσεται
η ιστορία από μερικούς που είτε δεν ξέρουν, είτε με τον καιρό βολεύτηκαν και
δεν ενδιαφέρονται για τα γεγονότα εκείνα που πλέον φαίνονται πάρα πολύ μακρινά.
Η ιστορία δεν γράφεται όσο δεν καταγράφονται τα γεγονότα όπως ακριβώς έγιναν. Η
ιστορία με τη σιωπή ή παραχαράσσεται ή παραγράφεται για μέγιστη ζημιά του τόπου».
Επίλογος
Στην πρώτη επέτειο της δολοφονίας του
Διομήδη, ο Γιάννης Κομνηνός στέλνει ένα ιδιόχειρο σημείωμα για να δημοσιευθεί
στο περιοδικό «Πολιτικά Θέματα». Στο σημείωμα γράφει:
«Διομήδη,
Ο σπαραγμός είναι βύθισμα της λέξης
στο πηγάδι της νύχτας
Ενώ η θυσία σου είναι η ολόφωτη
τοποθεσία της αθανασίας
Δεν έχεις καμία σχέση με φθορά και
στάχτη
Η θυσία σου είναι η φωτεινή πορεία του
ζωντανού πάνω στη γη των πεθαμένων»