Ο δολοφόνος που ενέπνευσε την ταινία Jeepers Creepers

Η δολοφονία μιας γυναίκας και η κινηματογραφική καταδίωξη και σύλληψη του δολοφόνου της


Στις 15 Απριλίου 1990, ο Ρέι και η Μαρί Θόρτντον οδηγούσαν στον ήσυχο δρόμο Snow Perry στην πόλη Κολντγουότερ του Μίσιγκαν. Για να περάσει η ώρα έπαιζαν ένα παιχνίδι που είχαν δημιουργήσει οι ίδιοι: κοιτούσαν τις πινακίδες των αυτοκινήτων που συναντούσαν και προσπαθούσαν να σχηματίσουν λέξεις ή φράσεις από τα γράμματά τους.

Όταν τους προσπέρασε με ταχύτητα ένα πράσινο φορτηγάκι Chevrolet του 1984, η Μαρί κέρδισε αυτόν τον γύρο του παιχνιδιού. Βλέποντας τα γράμματα GZ στην πινακίδα σκέφτηκε την φράση «Geez, he must be in a hurry» (Θεέ μου, πρέπει να βιάζεται).

Το ζευγάρι συνέχισε τη διαδρομή και το παιχνίδι του και μετά από λίγο πέρασαν από ένα παλιό, εγκαταλειμμένο σχολείο. Εκεί είδαν έναν άντρα να προσπαθεί να πετάξει ένα άσπρο σεντόνι που φαινόταν να είναι γεμάτο με αίμα. Η Μαρί είδε ένα αυτοκίνητο να είναι παρκαρισμένο μεταξύ του σχολείου και μιας μεγάλης δεξαμενής και κατάλαβε αμέσως ότι ήταν το ίδιο πράσινο Chevrolet που τους είχε προσπεράσει νωρίτερα.

Το ζευγάρι συνέχισε να οδηγεί μέχρι να βρει ένα τηλέφωνο και η Μαρί έγραψε σε ένα χαρτί ό,τι θυμόταν από την πινακίδα κυκλοφορίας του αυτοκινήτου καθώς κατάλαβαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Σύντομα όμως είδαν από πίσω τους το φορτηγάκι να τους πλησιάζει γρήγορα. Έμεινε πίσω από το αυτοκίνητό τους σε κοντινή απόσταση για μερικά χιλιόμετρα και τελικά έστριψε σε ένα δρομάκι. Ο Ρέι και η Μαρί αποφάσισαν να γυρίσουν προς τα πίσω ώστε να δουν καλύτερα την πινακίδα και να δώσουν στην αστυνομία περισσότερες πληροφορίες.

Καθώς περνούσαν κοντά από το φορτηγάκι ξανά, ένας ψηλός άνδρας με λευκό καπέλο στεκόταν στο πίσω μέρος του οχήματος με τις πόρτες ανοιχτές και άλλαζε τις πινακίδες. Είχε αφήσει επίσης την πόρτα του συνοδηγού μισάνοιχτη και το εσωτερικό φαινόταν να είναι καλυμμένο με μεγάλη ποσότητα αίματος. Ο Ρέι και η Μαρί ειδοποίησαν τις αρχές σύντομα θα μάθαιναν στις ειδήσεις ποιος ήταν αυτός ο άντρας και τι είχε κάνει.

Η αποκάλυψη της δολοφονίας

Νωρίτερα εκείνη την ημέρα, ο 46χρονος Ντένις Ντε Πιού πήγε στο σπίτι της πρώην συζύγου του, Μέριλιν, για να πάρει τα παιδιά τους. Το διαζύγιο είχε δώσει κοινή επιμέλεια και στους δύο και παρόλο που ο Ντένις δεν έμενε πια στο σπίτι, εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί τον ξενώνα ως γραφείο. Είχε καταφέρει επίσης να μπει στο σπίτι ενώ εκεί δεν υπήρχε κανείς, παρόλο που η Μέριλιν είχε αλλάξει τις κλειδαριές. Όπως έλεγε φοβόταν τον πρώην σύζυγό της.

Το διαζύγιο δεν αποτέλεσε έκπληξη για τους συγγενείς και τους φίλους τους, καθώς η Μέριλιν είχε εκμυστηρευτεί στους δικούς της ανθρώπους ότι ο Ντένις ήταν κακοποιητικός. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για το διαζύγιο, ο Ντένις ήταν πολύ ανοιχτός και διαλλακτικός και πρόσφερε στη Μέριλιν ό,τι ήθελε από τον διακανονισμό. Ακόμα κι έτσι, ήταν φανερό ότι υπήρχαν υποκείμενα ζητήματα που παρέμεναν στη σχέση του πρώην πλέον ζευγαριού κάτι που και τα παιδιά τους το καταλάβαιναν.

Τα παιδιά, η Τζούλι, η Τζένιφερ και ο Σκοτ δεν ήθελαν να περνούν χρόνο με τον πατέρα τους και εκείνη την ημέρα του Απριλίου, η νεότερη, η Τζούλι, αρνήθηκε να μπει στο αυτοκίνητό του και αμέσως μετά το ίδιο έκαναν και τα άλλα δύο αδέρφια της.

Δεν άργησε να ξεσπάσει καβγάς μεταξύ των παιδιών και του Ντένις και η Μέριλιν που ήταν παρούσα πήρε το μέρος των παιδιών της. Ο Ντένις κατηγόρησε την πρώην σύζυγό του ότι έστρεφε τα παιδιά του εναντίον του και θυμωμένος, την έσπρωξε με αποτέλεσμα αυτή να πέσει από τις σκάλες. Με τα παιδιά να κοιτούν εμβρόντητα άρχισε να την χτυπάει περισσότερο.

Η Τζένιφερ έτρεξε στο σπίτι της γειτόνισσας για να ζητήσει βοήθεια, αλλά όταν γύρισε σπίτι, ο πατέρας της τής είπε ότι πήγαινε τη Μέριλιν στο νοσοκομείο. Ωστόσο, αυτή ήταν η τελευταία φορά που κάποιος – εκτός από τον Ντένις- είδε την Μέριλιν ζωντανή. Σε όποιο νοσοκομείο της περιοχής και αν έψαξαν οι δικοί της άνθρωποι, η Μέριλιν δεν βρισκόταν πουθενά.

Όταν οι Θόρντονς είδαν τον Ντένις δίπλα στο σχολείο, εκείνος στην πραγματικότητα πετούσε το σεντόνι που είχε χρησιμοποιήσει για να μεταφέρει το νεκρό σώμα της Μέριλιν. Βρήκε μια τρύπα που είχαν ανοίξει ζώα και προσπάθησε να σπρώξει το σεντόνι μέσα σε αυτή. Ωστόσο, η τρύπα δεν ήταν αρκετά μεγάλη και όταν αργότερα ο Ρέι και η Μαρί πήγαν στο σημείο βρήκαν το ματωμένο σεντόνι να εξέχει από το έδαφος.

Όταν η αστυνομία και το εγκληματολογικό έφτασαν στη σκηνή, η αστυνομία του Μίσιγκαν και το γραφείο του Σερίφη είχαν ήδη ξεκινήσει ανθρωποκυνηγητό για να εντοπίσουν τον Ντένις, μετά την πρώτη κλήση της Τζένιφερ. Η περιοχή αποκλείστηκε με ταινία και οι ιατροδικαστές βρήκαν ίχνη ελαστικών και μια λίμνη αίματος. Η αστυνομία δεν άργησε να συνδέσει τα αποτυπώματα με τα λάστιχα από το φορτηγό του Ντένις, ενώ το αίμα επιβεβαιώθηκε ότι άνηκε στη Μέριλιν.

Μια μέρα μετά εντοπίστηκε και το άψυχο σώμα της Μέριλιν. Ήταν αφημένο  δίπλα σε μια σειρά από θάμνους στην άκρη ενός ήσυχου δρόμου στα μισά της διαδρομής μεταξύ του σπιτιού και του σχολείου. Η Μέριλιν είχε δεχθεί έναν μοιραίο πυροβολισμό στο πίσω μέρος του κεφαλιού της σε μια εν ψυχρώ εκτέλεση.

Παρά το ανθρωποκυνηγητό, ο Ντένις δεν εντοπίστηκε πουθενά. Ωστόσο, ο ίδιος δεν ήταν σιωπηλός. Στο επόμενο διάστημα έστειλε μια σειρά από επιστολές στην οικογένεια και τους φίλους του. Συνολικά έστειλε 17 γράμματα με σφραγίδες από διάφορες πολιτείες της Ανατολικής Αμερικής. Στις μακροσκελείς επιστολές του προσπάθησε να δικαιολογήσει τη δολοφονία της Μέριλιν.

«Η Μέριλιν είχε πολλές, πάρα πολλές ευκαιρίες να μου φερθεί δίκαια κατά τη διάρκεια αυτού του διαζυγίου, και επέλεξε να με κοροϊδέψει, να με ξεγελάσει, να μου πει ψέματα και όταν χάσεις τη γυναίκα, τα παιδιά και το σπίτι σου, δεν σου μένουν πολλά. Ήμουν πολύ μεγάλος για να ξεκινήσω από την αρχή».

Τρεις μήνες μετά τη δολοφονία και ενώ παρέμενε εξαφανισμένος, ο Ντένις έστειλε ακόμα ένα γράμμα. Ήταν 13 σελίδες και σ’ αυτό περιείχε στίχους από την Αγία Γραφή κι ακατάσχετες πολυλογίες. Και πάλι κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν.

Έναν χρόνο μετά…

Τον Μάρτιο του 1991, μια γυναίκα από το Ντάλας του Τέξας επέστρεψε σπίτι της και είδε έκπληκτη ότι το όχημα του φίλου της, Χανκ, ήταν στο δρόμο. Καθώς άνοιξε την εξώπορτα, συναντήθηκε με τον Χανκ, ο οποίος της είπε ότι έπρεπε να πάει με το αυτοκίνητο στο σπίτι του, καθώς η μητέρα του ήταν πολύ άρρωστη. Ζήτησε από τη σύντροφό του να του φτιάξει μερικά σάντουιτς για το δρόμο, ενώ εκείνος μάζεψε τα πράγματά του. Στην πραγματικότητα, ο Χανκ προσπαθούσε να την κρατήσει απασχολημένη, ώστε να μην δει τηλεόραση εκείνο το βράδυ.

Στην τηλεόραση έπαιζε η διάσημη εκπομπή Unsolved Mysteries (κάτι σαν το Φως στο Τούνελ). Το θέμα της εκπομπής εκείνο το βράδυ ήταν η δολοφονία της Μέριλιν από τον σύζυγό της, Ντένις Ντε Πιού πριν από περίπου έναν χρόνο.

Ο Χανκ φόρτωσε το πράσινο Chevrolet φορτηγάκι του 1984, έδωσε ένα φιλί στην φίλη του και έφυγε. Η γυναίκα δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ, αλλά σύντομα θα ανακάλυπτε ποιος ήταν ο σύντροφός της.

Ο Χανκ δεν ήταν άλλος από τον Ντένις Ντε Πιου, ο οποίος τον έναν χρόνο μετά την δολοφονία της γυναίκας του αφού πέρασε από πολλά μέρη έμενε πια στον Τέξας, σχεδόν 2.000 χιλιόμετρα μακριά από την πόλη όπου σκότωσε την Μέριλιν. Όταν όμως προβλήθηκε το επεισόδιο της εκπομπής Unsolved Mysteries κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα να μετακινηθεί και πάλι. Πράγματι, μια φίλη της συντρόφου του που έβλεπε εκείνο το βράδυ την εκπομπή κάλεσε την ειδική γραμμή πληροφοριών και κατήγγειλε ότι τον άντρα αυτόν τον ήξερε ως Χανκ. Έδωσε στις αρχές τον αριθμό της πινακίδας του αυτοκινήτου και τους είπε πού πίστευε ότι μπορεί να ήταν. Τέσσερις ώρες μετά οι αρχές τον είχαν εντοπίσει.

Οι αρχές της διπλανής Πολιτείας της Λουιζιάνα ήταν οι πρώτοι που εντόπισαν το φορτηγό. Προσπάθησαν να σταματήσουν το όχημα, αλλά ο Ντένις άρχισε να τρέχει ακόμα πιο γρήγορα και ξεκίνησε μια κινηματογραφική καταδίωξη για πάνω από 30 χιλιόμετρα. Ο σερίφης της κομητείας Γουόρεν, Πολ Μπάρετ, έδωσε εντολή στην ομάδα του να πυροβολήσει τα λάστιχα του φορτηγού αν δεν μπορούσαν να σταματήσουν τον Ντένις. Οι αστυνομικοί τα κατάφεραν χτυπώντας και τους δύο πίσω τροχούς.

Ο Ντένις κατάφερε να οδηγήσει χωρίς λάστιχα και μόνο με τις ζάντες για ένα ακόμα περίπου χιλιόμετρο μέχρι που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το αυτοκίνητο. Βγαίνοντας από αυτό άρχισε να  πυροβολεί εναντίον των αστυνομικών με τις σφαίρες να περνούν τα παράθυρα των περιπολικών. Βλέποντας ότι πλέον δεν υπήρχε δυνατότητα διαφυγής, γύρισε το όπλο στο κεφάλι του και αυτοπυροβολήθηκε.

Έτσι, δεν μπόρεσε ποτέ να αντιμετωπίσει τη δικαιοσύνη για το τραγικό έγκλημά του και στέρησε από τα τρία παιδιά τους και τους δύο τους γονείς. Θάφτηκε σε ένα νεκροταφείο της πολιτείας της Ιντιάνα, πολύ μακριά από τον τελευταίο χώρο ανάπαυσης της συζύγου του στην κομητεία Όκλαντ του Μίσιγκαν.

Jeepers Creepers

Η ιστορία του Ντένις ΝτεΠιού αποτέλεσε τη βάση για την έναρξη της διάσημης ταινίας τρόμου Jeepers Creepers του 2001. Όσοι έχουν δει την ταινία θα θυμούνται ότι στις πρώτες σκηνές βλέπουμε δύο αδέρφια να ταξιδεύουν με το αυτοκίνητό τους ώσπου τους προσπερνά γρήγορα ένα φορτηγάκι. Λίγο παρακάτω συναντούν το όχημα αυτό παρκαρισμένο δίπλα σε μια εγκαταλελειμμένη εκκλησία, ενώ ο οδηγός του ξεφορτώνει κάτι που μοιάζει με πτώματα τυλιγμένα σε σεντόνια γεμάτα αίμα. Ο οδηγός τους βλέπει και τους κυνηγά.


Οι ομοιότητες στην έναρξη της ταινίας με την ιστορία του Ντένις ΝτεΠιού είναι ξεκάθαρες και παρόλο που ο ίδιος ο δημιουργός δεν έχει επιβεβαιώσει ότι έχει εμπνευστεί από την ιστορία αυτή, δεν το έχει διαψεύσει. Ακόμα και αν ο Ντένις ΝτεΠιού δεν επιδόθηκε σε δεκάδες σαδιστικές δολοφονίες όπως ο Jeepers Creepers στην ταινία, η ιστορία του συνεχίζει να αποτελεί μια τραγική υπόθεση δολοφονίας μιας γυναίκας, η οποία δεν μπόρεσε να ξεφύγει από έναν άντρα που νόμιζε ότι είχε κάθε δικαίωμα πάνω της, ενώ ο ίδιος φοβόταν να λογοδοτήσει για όσα έκανε. Και δυστυχώς αυτό δεν συμβαίνει μόνο στις ταινίες…