Πόσοι άνθρωποι ζούσαν εκεί και πόσο εξελιγμένοι ήταν οι πολιτισμοί τους πριν οι Ευρωπαίοι αποφασίσουν να τους κατακτήσουν και να τους «εκπολιτίσουν»
Άδειες, έρημες εκτάσεις, ελάχιστος πληθυσμός και νομαδικοί λαοί που ζούσαν περιφερόμενοι στην φύση και στο άγριο φυσικό τοπίο. Αυτή είναι η εικόνα που παρουσιάζει η αμερικανική ιστορία σχετικά με το πώς ήταν η Αμερική πριν ο Κολόμβος φτάσει σε αυτή το 1492.
Κατά πόσο όμως αυτή ανταποκρίνεται στην αλήθεια; Έρευνες που
έχουν γίνει τις τελευταίες δεκαετίες δείχνουν ότι στην Αμερική πιθανότατα κατοικούσαν
περισσότεροι άνθρωποι απ’ όσους κατοικούσαν στην Ευρώπη την εποχή που ο
Κολόμβος έφτασε στην ήπειρο και οι πιο πολύ ήταν οργανωμένοι σε εξαιρετικά
αναπτυγμένες κοινότητες. Στην πραγματικότητα, οι ιθαγενείς ζούσαν στην Αμερική
για δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν η ήπειρος ανακαλυφθεί από τους Ευρωπαίους,
είχαν αναπτύξει ξεχωριστούς πολιτισμούς και εκατοντάδες διαφορετικές γλώσσες.
Ο Αμερικανός συγγραφέας Τσαρλς Σ. Μανν στο βιβλίο του «1491:
New Revelations of the Americas Before Columbus» (1491: Νέες
αποκαλύψεις για την Αμερική πριν από τον Κολόμβο) παρουσιάζει στοιχεία σχετικά
με το επίπεδο εξέλιξης των πολιτισμών πριν από την έλευση του Ιταλού
εξερευνητή.
Όπως αναφέρει ο Μανν, στην περιοχή της Αποικίας του Πλίμουθ,
την πρώτη αποικία που δημιουργήθηκε το 1620 από Άγγλους «προσκυνητές» στην
σημερινή Μασαχουσέτη, αν πήγαινε κανείς νωρίτερα θα έβλεπε ότι οι ιθαγενείς κάτοικοι
είχαν δημιουργήσει σχεδόν σε όλη την ακτογραμμή φάρμες και καλλιεργήσιμες
εκτάσεις για πολλά χιλιόμετρα, ενώ υπήρχαν πυκνοκατοικημένα χωριά που ήταν
προστατευμένα με ξύλινα τείχη. Στα βορειοανατολικά υπήρχαν ιερατικά αρχηγεία τα
οποία συνήθως τοποθετούνταν σε λόφους και εκεί ζούσαν οι τοπικοί αρχηγοί, απομεινάρια
των οποίων υπάρχουν έως σήμερα.
Πλούσιοι πολιτισμοί
Ήδη πάνω από 3.000 χρόνια πριν την απόβαση του Κολόμβου, οι
κάτοικοι της κεντρικής Αμερικής είχαν αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό την γεωργία-
καλλιεργώντας κυρίως καλαμπόκι- κάτι που τους έδωσε την δυνατότητα να
εγκατασταθούν σε μόνιμες κοινότητες. Είχαν δημιουργήσει τις δικές τους πολυθεϊστικές
θρησκείες, είχαν αναπτύξει ένα μαθηματικό σύστημα, κατασκεύασαν τεράστια
οικοδομήματα και επινόησαν ένα ημερολόγιο που προέβλεπε με ακρίβεια τις
εκλείψεις και τα ηλιοστάσια. Με αυτό το ημερολόγιο, οι ιερείς-αστρονόμοι κατεύθυναν
τους κατοίκους για τη φύτευση και τη συγκομιδή των καλλιεργειών. Μάλιστα,
δημιούργησαν το μοναδικό γνωστό σύστημα γραφής στο Δυτικό Ημισφαίριο και τώρα
οι ερευνητές έχουν αρχίσει να ερμηνεύουν τις επιγραφές στους ναούς και τις
πυραμίδες τους. Ιδιαίτερα αναπτυγμένο ήταν και το εμπόριο για το οποίο
ταξίδευαν σε μεγάλες αποστάσεις κατασκευάζοντας ένα εξελιγμένο σύστημα δρόμων.
Όπλα από οψιανό, κοσμήματα κατασκευασμένα από νεφρίτη, φτερά υφασμένα σε ρούχα
και στολίδια ήταν μερικά μόνο από αυτά που εμπορεύονταν.
Στους πολιτισμούς της Μεσοαμερικής ξεχωρίζει ο πολιτισμός των
Ολμέκων, ο οποίος άνθισε κατά μήκος της ακτής του Κόλπου του Μεξικού από το
1200 πΧ έως περίπου το 400 π.Χ. Οι Ολμέκοι παρήγαγαν μια σειρά από σημαντικά
έργα τέχνης, αρχιτεκτονικής, κεραμικής και γλυπτικής, ενώ κατασκεύασαν
εντυπωσιακά υδραγωγεία για να μεταφέρουν νερό στις πόλεις τους και να ποτίζουν
τα χωράφια τους όπου καλλιεργούσαν καλαμπόκι, κολοκυθάκια, φασόλια και
ντομάτες.
Μετά την παρακμή των Ολμέκων, ένας νέος πολιτισμός αναδύθηκε
στα εύφορα κεντρικά υψίπεδα της Μεσοαμερικής και έφτασε στο απόγειό του περίπου
στο 500μΧ., αυτός της πόλης του Τεοτιουακάν, η οποία βρισκόταν περίπου 50
χιλιόμετρα βορειοανατολικά από την σημερινή πόλη του Μεξικού. Μόνο στην πόλη
αυτή κατοικούσαν περίπου 100.000 άνθρωποι στην ακμή της. Οι κάτοικοι εξέλιξαν
κατά πολύ τη γεωργία, ενώ ασχολήθηκαν με την αρχιτεκτονική κτίζοντας πολυώροφα
κτίρια και εντυπωσιακά μεγάλους ναούς.
Ο πολιτισμός των Μάγια είχε ισχυρούς δεσμούς με το Τεοτιουακάν.
Στο αποκορύφωμά του (200 έως 900 μ.Χ.), ο πολιτισμός των Μάγια αποτελούνταν από
περίπου πενήντα αστικά κέντρα στο σημερινό Μεξικό, Μπελίζ, Ονδούρα και
Γουατεμάλα. Οι αρχιτεκτονικές και μαθηματικές συνεισφορές των Μάγια ήταν
ιδιαίτερα σημαντικές. Οι ελίτ των Μάγια τελειοποίησαν το ημερολόγιο και τη
γραπτή γλώσσα που είχαν αρχίσει οι Ολμέκοι. Επινόησαν το δικό τους γραπτό
μαθηματικό σύστημα, για να καταγράφουν τις αποδόσεις των καλλιεργειών και το
μέγεθος του πληθυσμού και να βοηθούν στο εμπόριο. Έφτιαξαν τις πόλεις-κράτη
Κοπάν, Τικάλ και Τσιτσέν Ίτζα κατά μήκος των μεγάλων εμπορικών τους οδών και
μέσα σε αυτά τα αστικά κέντρα υπήρχαν εντυπωσιακοί ναοί, πυραμίδες, αγάλματα
θεών και αστρονομικά παρατηρητήρια, ενώ ο πληθυσμός τους κυμαινόταν από 5.000
έως 50.000. Ωστόσο για άγνωστους σε εμάς λόγους (μια πιθανή αιτία είναι μια μεγάλη
περίοδος ξηρασίας δύο αιώνων), ο πολιτισμός των Μάγια παρήκμασε περίπου το 900
μ.Χ., αφήνοντας τα μεγάλα πληθυσμιακά τους κέντρα εγκαταλελειμμένα.
Αλλά και στο κέντρο της βορείου Αμερικής, εκεί που σήμερα
βρίσκεται το Σεντ Λούις του Μισούρι απέναντι από τον ποταμό Μισισιπή
αναπτύχθηκε ο πολυπληθής πολιτισμός της πόλης Καχόκια. Η πόλη εκτεινόταν σε 12
τετραγωνικά χιλιόμετρα και έφτασε στην ακμή της γύρω στο 1100 μΧ, όταν ο
πληθυσμός της μέσα σε 50 σχεδόν χρόνια εκτοξεύτηκε από τους 1000 περίπου
κατοίκους σε περισσότερους από 15.000 με κάποιους ερευνητές να μιλούν και για
30.000 ανθρώπους λίγα χρόνια πριν φτάσουν οι Ευρωπαίοι στην ήπειρο. Τόσο μεγάλες
πόλεις στην Αμερική εμφανίστηκαν ξανά μόνο μετά την Αμερικανική Επανάσταση.
Όταν οι Ισπανοί έφτασαν στη δεκαετία του 1520 βρήκαν μια
μικρή οργανωμένη αντίσταση από τους απογόνους των Μάγια. Ανακάλυψαν την ιστορία
των Μάγια καταγεγραμμένη σε μια γλώσσα ιερογλυφικών σε αναδιπλούμενα βιβλία που
ονομάζονται «κώδικες». Όμως, το 1562 ο επίσκοπος Ντιέγκο ντε Λάντα, ο οποίος
φοβόταν ότι οι προσηλυτισμένοι ιθαγενείς είχαν επιστρέψει στις παραδοσιακές
θρησκευτικές τους πρακτικές, συνέλεξε και έκαψε κάθε κώδικα που έβρισκε. Σήμερα
σώζονται ελάχιστα απομεινάρια της γλώσσας των Μάγια και της ιστορίας τους εξαιτίας
της κίνησης αυτής του Ντε Λάντα.
Αν κάποιος περιδιάβαινε στην Κεντρική Αμερική λίγο πριν
φτάσει εκεί ο Κολόμβος, θα συναντούσε την αυτοκρατορία των Αζτέκων, η οποία
είναι επίσης γνωστή και ως «Τριπλή Συμμαχία» καθώς είχε τη βάση της σε τρεις
πόλεις με πρωτεύουσα την Τενοτστιτλάν. Οι φόροι των εκατομμυρίων υποτελών της αυτοκρατορίας
απέφεραν πλούτη στην πόλη, η οποία στην εποχή της ισπανικής κατάκτησης το 1519
κάλυπτε έκταση 40 τχλμ με πληθυσμό περίπου 200.000, πολλαπλάσιο του πληθυσμού
που ζούσε τότε σε πόλεις όπως το Λονδίνο ή το Παρίσι στην Ευρώπη.
Όταν οι Ισπανοί κατακτητές έφτασαν εκεί τον 16ο
αιώνα δεν πίστευαν στα μάτια τους. Η Τενοτστιτλάν ήταν χτισμένη στο κέντρο μιας
τεράστιας λίμνης, της Τεξκόκο, και γύρω της μέσα στο νερό υπήρχε μια σειρά από
τεχνητά νησάκια με πολλές βάρκες στις ακτές τους. η πόλη έμοιαζε πολύ με την
Βενετία.
Ακόμα πιο κάτω στο Νότο, φτάνοντας πλέον στις ακτές του
Ειρηνικού, άρχιζε η Αυτοκρατορία των Ίνκας, η οποία θεωρείται ότι ήταν η πιο
μεγάλη αυτοκρατορία της ηπείρου εκείνη την εποχή. Ο Μανν αναφέρει ενδεικτικά
για να καταλάβουμε το μέγεθός της ότι αν βρισκόταν στην δική μας πλευρά θα
εκτεινόταν από την Σουηδία ως την Αίγυπτο συμπεριλαμβάνοντας κάθε είδους
οικοσύστημα. Μπαίνοντας στον Αμαζόνιο θα μπορούσε κανείς να βρει μεγάλο αριθμό
κοινοτήτων καθώς υπολογίζεται ότι σε μια έκταση από τον Ισημερινό μέχρι τη Χιλή
και την Αργεντινή, ζούσαν πάνω από 200 έθνη που άνηκαν στην αυτοκρατορία των
Ίνκας.
Οι μελέτες των τελευταίων ετών έχουν μάλιστα αποκαλύψει ότι
πριν από την μεγάλη αυτοκρατορία των Ίνκας υπήρχαν και άλλοι εξίσου εξελιγμένοι
πολιτισμοί.
«Αν το 2.500 ή το 3.000 πΧ ήσουν εξωγήινος και ήθελες να
επισκεφτείς κάποιον εξελιγμένο πολιτισμό στη Γη δεν θα είχες πολλά μέρη για να
διαλέξεις. Σίγουρα όμως ένα από αυτά θα ήταν οι ακτές του Περού, όπου βρισκόταν
μια ομάδα 20 ή 30 πόλεων οι οποίες σχημάτιζαν τον μεγαλύτερο οικιστικό
συγκρότημα της Γης εκείνη την εποχή. Μιλάμε για την εποχή που αναπτυσσόταν ο
πολιτισμός των Σουμερίων και των Αιγυπτίων», αναφέρει ο Μανν.
Ωστόσο, δεν είναι πάνω από δύο δεκαετίες που γνωρίζουμε την
ύπαρξη αυτών των πολιτισμών και πολύ λιγότερα χρόνια που μελετώνται κι έτσι
μένουν πολλά ακόμα να μάθουμε γι’ αυτούς.
Ο πόλεμος των
ασθενειών
Παρά την επικρατούσα ως τώρα αντίληψη, νέες έρευνες έχουν
αποδείξει ότι η Βόρεια και Κεντρική- τουλάχιστον-Αμερική ήταν το ίδιο
πυκνοκατοικημένη με την Ευρώπη της εποχής. Εξάλλου το ήπιο κλίμα της περιοχής αυτής
και οι εύφορες εκτάσεις βοηθούσαν στην συντήρηση και την ανάπτυξη των ντόπιων
πληθυσμών. Αν και είναι πολύ δύσκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια ο αριθμός τους,
οι ερευνητές εκτιμούν ότι σε όλη την Αμερική γύρω στο 1500, όταν άρχισαν να
φτάνουν οι πρώτοι Ευρωπαίοι, ο πληθυσμός μπορεί να έφτανε από 50 έως 100
εκατομμύρια άνθρωποι.
Ωστόσο, αμέσως μετά την άφιξη των Ευρωπαίων οι ιθαγενείς
άρχισαν να αφανίζονται με γρήγορους ρυθμούς εξαιτίας των ασθενειών που έφερναν
μαζί τους οι πρώτοι κατακτητές. Υπολογίζεται ότι μέχρι το 1650 οι ιθαγενείς
είχαν μειωθεί μόλις σε έξι εκατομμύρια ανθρώπους. Έτσι, όταν ξεκίνησε και
επίσημα ο αποικισμός, οι Ευρωπαίοι που έφταναν στην Αμερική συναντούσαν
ερημικές, άδειες, αχανείς εκτάσεις και κάπως έτσι δημιουργήθηκε η αντίληψη ότι
η νέα αυτή γη ήταν αραιοκατοικημένη. Ωστόσο, χάρη στα νέα, τεχνολογικά εξελιγμένα
εργαλεία και μεθόδους της αρχαιολογίας που είναι διαθέσιμα τις τελευταίες
δεκαετίες κατέστη δυνατό να καταλάβουμε πόσοι πολλοί άνθρωποι έμεναν στην
Αμερική πριν από την «απόβαση» των Ευρωπαίων.
Είναι ενδεικτικό ότι σε κάποιες περιοχές, όπως στην Νέα
Αγγλία – στο βορειοανατολικό άκρο των ΗΠΑ- οι Ευρωπαίοι δεν μπόρεσαν να
σχηματίσουν αποικίες για περίπου έναν αιώνα καθώς οι περιοχές αυτές παρέμεναν
πυκνοκατοικημένες. Οι ιθαγενείς που έμεναν εκεί υποδέχονταν αρκετά φιλικά τους νέους
επισκέπτες, ωστόσο έκαναν ξεκάθαρο ότι η παραμονή των Ευρωπαίων εκεί δεν θα
έπρεπε να είναι μόνιμη. Για αρκετό καιρό, οι Ευρωπαίοι απλώς επισκέπτονταν αυτά
τα μέρη και έφευγαν ωστόσο αυτό που άλλαξε σιγά σιγά την κατάσταση ήταν οι
ασθένειες.
Έτσι, όταν έφτασαν τελικά οι «προσκυνητές» (Pilgrims) για να
εγκατασταθούν μόνιμα βρήκαν ουσιαστικά άδειες εκτάσεις. Οι πρώτοι 50 άποικοι
που έφτασαν στο Πλίμουθ βρήκαν ερημωμένα χωριά ιθαγενών επειδή όλοι όσοι έμεναν
εκεί είχαν πεθάνει. Διαβάζοντας κανείς κείμενα που έγραψαν οι άποικοι από
εκείνη την εποχή μπορεί να βρει πολλές αναφορές για σκελετούς ανθρώπων που εντοπίζονταν
συνεχώς διασκορπισμένοι στη γη.
Τα στοιχεία αυτά μοιάζουν να αντικρούουν τον ισχυρό μύθο που
κυριαρχεί σχετικά με το ότι οι ιθαγενείς υποτάχθηκαν στους Ευρωπαίους επειδή οι
τελευταίοι ήταν πιο εξελιγμένοι τεχνολογικά, πιο οργανωμένοι πολιτικά ή και ηθικά
ανώτεροι. Το κοινό στοιχείο που εμφανίζεται σε όλες τις αναφορές είναι ότι οι
ιθαγενείς απλώς πέθαναν από τις ασθένειες και πίσω έμεινε ένας μειωμένος και
αποδυναμωμένος πληθυσμός που ήταν πολύ πιο εύκολο να υποταχθεί.
Στην πραγματικότητα, η έρευνα έχει αποδείξει ότι αρκετοί
πολιτισμοί των Ιθαγενών ήταν εξαιρετικά εξελιγμένοι τεχνολογικά αν και πολλές φορές
σε διαφορετικούς τομείς από την Ευρώπη.
Στην γηραιά ήπειρο, η τεχνολογική εξέλιξη βασιζόταν σε ένα
μεγάλο βαθμό στην επεξεργασία του μετάλλου, ενώ αντίθετα στην νότια Αμερική
κυρίαρχο ρόλο έπαιζαν πιο φυσικά υλικά. Για παράδειγμα, οι ιθαγενείς
δημιουργούσαν μεγάλες κρεμαστές γέφυρες που περνούσαν πάνω από τα φαράγγια κάτι
που δεν υπήρχε τότε στην Ευρώπη. Όταν οι κονκισταδόρες (Ισπανοί κατακτητές) τις
είδαν για πρώτη φορά αρνούνταν να τις διασχίσουν καθώς δεν υπήρχε καμία κολόνα
για να τις στηρίζει και φοβούνταν ότι θα πέσουν στο κενό.
Οι Ίνκας παράλληλα είχαν αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό την
μεταλλουργία, αλλά για τους δικούς τους σκοπούς, καθώς τα μέταλλα ήταν πιο
σημαντικά ως μέσο επίδειξης ανάλογα με το χρώμα τους. Έτσι είχαν αναπτύξει μια
σειρά από τεχνικές για να δημιουργούν πολύ λεπτά κράματα, τα οποία
χρησιμοποιούσαν για την επίστρωση αντικειμένων. Ήταν σε θέση να δουλέψουν με
είδη μετάλλων που οι Ευρωπαίοι δεν καταλάβαιναν. Ωστόσο, δεν είχαν εργαλεία από
μέταλλα καθώς δεν ήθελαν να τα χρησιμοποιούν με αυτόν τον τρόπο. Τα χρησιμοποιούσαν
για την ευελιξία τους και την πλαστικότητά τους και όχι για τη σκληρότητά τους.
Ο Νέος Κόσμος χαρακτηριζόταν από τη διαφορετικότητα. Όταν οι
Ευρωπαίοι άρχισαν να διασχίζουν τον Ατλαντικό, οι ιθαγενείς της Αμερικής
μιλούσαν ήδη εκατοντάδες γλώσσες και ζούσαν σε αρμονία με τη φύση της περιοχής τους.
Άλλοι ζούσαν σε πόλεις, άλλοι σε μικρά χωριά. Κάποιοι ήταν νομάδες, άλλοι είχαν
μόνιμο τόπο διαμονής. Όλοι όμως βρίσκονταν σε πολύ στενή επαφή με την φύση και
η πνευματική δύναμη έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο στις ζωές τους σε σημείο που να
μην διακρίνουν πάντα το φυσικό από το υπερφυσικό. Συχνά, οι γυναίκες ασκούσαν τεράστια
επιρροή στις πόλεις τους και η θέση των ανδρών συχνά εξαρτιόταν από τις σχέσεις
τους με τις γυναίκες. Υπήρχε πολύ μεγαλύτερη σεξουαλική και συζυγική ελευθερία σε
σχέση με τους ευρωπαϊκούς πολιτισμούς και οι γυναίκες επέλεγαν συχνά τους
συζύγους τους, ενώ το διαζύγιο συνήθως ήταν μια σχετικά απλή διαδικασία.
Την ίδια στιγμή όμως, όπως και οι άνθρωποι στην Ευρώπη, οι
ιθαγενείς της Αμερικής συγκρούονταν για θέματα σχετικά με την ιδιοκτησία γης
και τα δικαιώματα στη χρήση της. Ομάδες
και άτομα εκμεταλλεύονταν συγκεκριμένα κομμάτια γης και χρησιμοποιούσαν βία ή
διαπραγματεύσεις για να αποκλείσουν άλλους. Όμως το δικαίωμα στη χρήση της γης
δεν συνεπαγόταν το δικαίωμα στη μόνιμη κατοχή της ούτε υπήρχαν σύνορα που να
ορίζουν πού ξεκινά και πού τελειώνει η γη κάποιου.
Έτσι, όταν οι Ευρωπαίοι έφτασαν στη Βόρεια Αμερική δεν
βρήκαν φράχτες και κανένα σημάδι που να δηλώνει την ιδιοκτησία και αποφάσισαν
ότι είχαν δικαίωμα να κάνουν δικό τους ό,τι έβρισκαν εκεί.