Οχτώ ώρες δουλειά, Οχτώ ώρες ψυχαγωγία, Οχτώ ώρες ξεκούραση ήταν το σύνθημα στην αιματοβαμμένη διαδήλωση των εργατών του Σικάγο την 1η Μαΐου 1886. Σχεδόν ενάμιση αιώνα μετά πόσο κοντά έχουμε φτάσει σε αυτό;
Ο 26χρονος Τακασίμα Σίνγκο εργαζόταν ως μόνιμος γιατρός σε νοσοκομείο στο Κόμπε Σίτι στην Ιαπωνία. Ωστόσο, τον περασμένο Μάιο έδωσε τέλος της ζωή του, αφού δούλεψε περισσότερες από 200 ώρες υπερωρίας σε έναν μόνο μήνα. Τώρα η οικογένειά του ζητά την αλλαγή των εξοντωτικών ωραρίων εργασίας, τα οποία αποτελούν μια μάστιγα στην εργασιακή κουλτούρα της χώρας.
Σύμφωνα με τους δικηγόρους της οικογένειας, ο Τακασίμα είχε
εργαστεί περισσότερες από 207 ώρες υπερωρία τον μήνα πριν αυτοκτονήσει και δεν
είχε πάρει άδεια για τρεις μήνες.
Σε συνέντευξη Τύπου, η οικογένεια του Τακασίμα περιέγραψε,
έναν νεαρό άνδρα που βρισκόταν σε απόγνωση. Η μητέρα του, Τζούνκο Τακασίμα,
είπε ότι ο γιος της πριν αυτοκτονήσει της έλεγε ότι «ήταν πολύ δύσκολο» και ότι
«κανείς δεν θα τον βοηθούσε», σύμφωνα με βίντεο που δημοσίευσαν τα τοπικά μέσα
ενημέρωσης της συνέντευξης Τύπου.
«Κανείς δεν με προσέχει, μου έλεγε συνέχεια. Νομίζω ότι οι
συνθήκες της εργασίας του τον οδήγησαν στα άκρα», είπε για το γιο της.
«Ο γιος μου δεν θα γίνει καλός γιατρός, ούτε θα μπορέσει να
σώσει ασθενείς και να συνεισφέρει στην κοινωνία», πρόσθεσε. «Ωστόσο, ελπίζω
ειλικρινά ότι το εργασιακό περιβάλλον για τους γιατρούς να βελτιωθεί ώστε
κανείς άλλος να μην οδηγηθεί στην αυτοκτονία».
Ο αδερφός του Τακασίμα είπε επίσης μιλώντας στη συνέντευξη
Τύπου: «Ανεξάρτητα από το πώς βλέπουμε τις ώρες εργασίας του αδελφού μου, οι
200 ώρες (υπερωρίες) είναι ένας απίστευτος αριθμός και δεν νομίζω ότι το
νοσοκομείο έχει κάνει σωστή διαχείριση των ωρών εργασίας».
Από την πλευρά του, το νοσοκομείο, Konan Medical Center σε
συνέντευξη Τύπου αρνήθηκε αυτές τις κατηγορίες προβάλλοντας ένα απίστευτο
επιχείρημα. «Υπάρχουν πολλές φορές που οι γιατροί αφιερώνουν χρόνο μελετώντας
μόνοι τους και κοιμούνται ανάλογα με τις φυσιολογικές τους ανάγκες», είπε
εκπρόσωπος του Κέντρου. «Λόγω του πολύ υψηλού βαθμού ελευθερίας, δεν είναι
δυνατός ο ακριβής προσδιορισμός των ωρών εργασίας». Ουσιαστικά υπονόησε ότι οι «υπερωρίες»
ήταν χρόνος που ο ίδιος ο γιατρός επέλεξε μόνος του να μελετά.
Σε επικοινωνία του CNN, εκπρόσωπος του νοσοκομείου δήλωσε:
«Δεν αναγνωρίζουμε αυτή την περίπτωση ως υπερωριακή εργασία και θα σταματήσουμε
να σχολιάζουμε αυτό το θέμα».
Όμως, τον Ιούνιο, το κυβερνητικό όργανο επιθεώρησης εργασίας
έκρινε ότι ο θάνατός του σχετίζεται πράγματι με τις υπερβολικές ώρες εργασίας
ενώ υπογράμμιζε τις τεράστιες πιέσεις που ασκούνται στους εργαζόμενους στον
τομέα της υγείας.
Ορισμένες περιπτώσεις υπερκόπωσης λόγω υπερωριών στην
εργασία από την Ιαπωνία έχουν γίνει πρωτοσέλιδα σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο
όλα αυτά τα χρόνια. Για παράδειγμα, Ιάπωνες αξιωματούχοι κατέληξαν το 2017 στο
συμπέρασμα ότι μια 31χρονη πολιτική ρεπόρτερ, η οποία πέθανε το 2013, είχε
υποστεί καρδιακή προσβολή από τις πολλές ώρες στη δουλειά. Είχε δουλέψει 159
ώρες υπερωρίες τον μήνα πριν από το θάνατό της, σύμφωνα με το NHK.
Το 2015, μια άλλη υπάλληλος, η 24χρονη Ματσούρι Τακαχάσι,
είχε βάλει τέλος στη ζωή της με την αυτοκτονία της να συνδέεται με τις υπερβολικές
ώρες εργασίας. Σύμφωνα με τις αρχές, η Τακαχάσι είχε αναγκαστεί να δουλεύει
υπερβολικά πολλές ώρες σε μια διαφημιστική εταιρία φτάνοντας τις 105 ώρες
υπερωρίας μόνο τον μήνα πριν από τον θάνατό της. Τελικά, πήδηξε στο κενό από το
παράθυρο του κοιτώνα της εταιρίας στον οποίο ζούσε. Οι ερευνητές κατέληξαν ότι
η αυτοκτονία της συνδέεται με την υπερεργασία και την συνεχή πίεση που δεχόταν
στην δουλειά της και ο CEO της εταιρίας αναγκάστηκε να παραιτηθεί.
Το πρόβλημα παραμένει ιδιαίτερα οξύ στον τομέα της υγείας.
Μια μελέτη του 2016 διαπίστωσε ότι περισσότεροι από το ένα τέταρτο των
νοσοκομειακών γιατρών πλήρους απασχόλησης εργάζονται έως και 60 ώρες την
εβδομάδα, ενώ το 5% εργάζεται έως και 90 ώρες και το 2,3% εργάζεται έως και 100
ώρες.
Μια άλλη έκθεση, που δημοσιεύθηκε φέτος από την Ένωση
Ιατρικών Κολλεγίων της Ιαπωνίας , διαπίστωσε ότι περισσότερο από το 34% των
γιατρών είναι κατάλληλοι για «ειδικό επίπεδο υπερωριών που υπερβαίνει το
ανώτατο όριο των 960 ωρών ετησίως».
Το φαινόμενο
«karoshi»
Η Ιαπωνία προσπαθεί εδώ και χρόνια να αντιπαλέψει την κουλτούρα υπερβολικής εργασίας που υπάρχει στη
χώρα με τους εργαζόμενους να αναφέρουν ότι εξαναγκάζονται να δουλεύουν επιπλέον
ώρες ως τιμωρία, ενώ δέχονται υψηλή πίεση από τους προϊστάμενους τους, σύμφωνα
με το Υπουργείο Υγείας, Εργασίας και Πρόνοιας.
Αυτές οι συνθήκες στην εργασία προκαλούν όπως είναι
αναμενόμενο υψηλά ποσοστά άγχους και έχουν αντίκτυπο στην ψυχική αλλά και
σωματική υγεία του ατόμου. Μάλιστα, το φαινόμενο αυτό έχει αποκτήσει το δικό
του όνομα στην ιαπωνική γλώσσα και ονομάζεται «karoshi» , το οποίο σημαίνει «θάνατος
από υπερβολική εργασία».
Ο όρος «karoshi»
παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1970 κατά τη διάρκεια της μεγάλης
οικονομικής ανάπτυξης της Ιαπωνίας μετά τον πόλεμο.
«Οι γιατροί τότε άρχισαν να βλέπουν έναν όλο και πιο μεγάλο
αριθμό εργαζομένων, οι οποίοι παρόλο που φαίνονταν υγιείς ξαφνικά πέθαιναν»,
λέει ο Σκοτ Νορθ καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οσάκα. «Συνδύασαν
τις γνώσεις τους για τις καρδιαγγειακές παθήσεις με την κατάσταση που
παρατηρούσαν και συμπέραναν ότι αυτό που σκότωνε αυτούς τους ανθρώπους ήταν οι πολλές
ώρες εργασίας».
Από τη δεκαετία του 1980, δικηγόροι και ομάδες πολιτών
πιέζουν για να υπάρξουν αλλαγές στη νομοθεσία και να αναγνωριστεί το «karoshi» ως ένα σοβαρό
κοινωνικό πρόβλημα. Οι προσπάθειές τους είχαν ως αποτέλεσμα έναν νόμο το 2014
το οποίο όριζε καλύτερες εργασιακές συνθήκες, αλλά δεν ανάγκαζε στην
πραγματικότητα τις εταιρίες να κάνουν κάτι για να τις εφαρμόσουν.
Μια κυβερνητική μελέτη του 2016 είχε μάλιστα καταλήξει στο
συμπέρασμα ότι ένας στους πέντε εργαζόμενους κινδυνεύει να πεθάνει από την
υπερεργασία.
«Η Ιαπωνία είναι σε άρνηση για την ύπαρξη του karoshi επειδή θεωρείται
φυσιολογικό οι εργαζόμενοί σου να δουλεύουν υπερωρίες», ανέφερε ο Τζεφ Κίνγκστον,
διευθυντής των Ασιατικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Τεμπλ του Τόκιο.
Τα τελευταία χρόνια έχουν σημειωθεί όντως σημαντικά βήματα
στην αναγνώριση του προβλήματος και έχει θεσπιστεί επιπλέον νομοθεσία που
αποσκοπεί στην πρόληψη του θανάτου και των τραυματισμών από υπερβολικές ώρες
εργασίας. Ωστόσο, φαίνεται ότι παρά το νομοθετικό πλαίσιο το πρόβλημα
συνεχίζεται.
Η κυβέρνηση δέχεται περίπου 200 αναφορές για karoshi ετησίως, ωστόσο
ανεξάρτητες οργανώσεις υπολογίζουν ότι οι θάνατοι στην πραγματικότητα αγγίζουν τους
10.000. Μια κυβερνητική γραμμή επικοινωνίας για τα θύματα του Karoshi στην
οποία μπορούν να ζητήσουν βοήθεια για θέματα, ασθένειες και αναπηρία που
συνδέονται με την υπερεργασία δέχεται 100 με 300 κλήσεις καθημερινά.
Το 2018 ο τότε πρόεδρος Σίνζο Άμπε είχε παρουσιάσει το
νομοσχέδιο «Αναθεώρηση της Εργασίας», σύμφωνα με το οποίο οι εργοδότες
εξαναγκάζονταν να δίνουν άδειες στους εργαζομένους τους. Ωστόσο και πάλι υπήρξαν
κενά. Ορίστηκε για πρώτη φορά ο ανώτερος αριθμός υπερωριών στις 80 ώρες τον
μήνα, οι οποίες και πάλι ωστόσο ήταν πολλές.
Η κυβέρνηση της Ιαπωνίας αναγνωρίζει ότι οι 80 ώρες
υπερωριών το μήνα είναι κίνδυνος για karoshi, αλλά θεώρησε νόμιμο να εργάζεται κανείς ως αυτό το χρονικό πλαίσιο. Κι όχι μόνο αυτό. Πρόσθεσε
και την εξαίρεση των «ειδικών μηνών» κατά τους οποίους κάποιος μπορεί να κάνει
ως και 100 ώρες υπερωρίες με βάση την διακριτική ευχέρεια των εργοδοτών. «Ουσιαστικά
η κυβέρνηση λέει ότι αν εργάζεσαι μέχρι αυτό το όριο μπορεί να πεθάνεις, αλλά
μπορείς να εργάζεσαι τόσο», λέει ο Μακότο Ιγουαχάσι της οργάνωσης POSSE για τα
δικαιώματα των εργαζομένων.
Οι λόγοι που οι Ιάπωνες αναγκάζονται να εργαστούν με τέτοια
εξαντλητικά χρονοδιαγράμματα είναι πολύπλευροι.
Πρώτον, στην χώρα υπάρχει συνεχώς έλλειψη εργατικού
δυναμικού για δεκαετίες. Μετά την κατάρρευση της ιαπωνικής οικονομικής φούσκας
τη δεκαετία του 1990 και την επακόλουθη παγκόσμια ύφεση, οι ιαπωνικές εταιρείες
θέλησαν να μειώσουν το κόστος μέσω απολύσεων και εταιρικής αναδιάρθρωσης. Το
εργατικό δυναμικό συνέχισε να συρρικνώνεται καθώς ο αριθμός του πληθυσμού
μειώθηκε και οι διαθέσιμοι εργάτες γίνονταν όλο και πιο γερασμένοι. Σήμερα, η
Ιαπωνία έχει την υψηλότερη αναλογία ηλικιωμένων στον κόσμο.
Η έλλειψη εργατικού δυναμικού και η συνεχώς μειωμένη
παραγωγικότητα οδήγησαν σε έντονες απαιτήσεις και πιέσεις στους εργαζόμενους
που παρέμειναν. Αυτές οι απαιτήσεις περιελάμβαναν πολλές ώρες, αλλά και μεγάλο
φόρτο εργασίας στοιχεία που οδηγούσαν σε έντονο στρες.
«Στην Ιαπωνία, οι άνθρωποι εργάζονται υπερωρίες επειδή υπάρχει
απλώς πάρα πολλή δουλειά για ένα άτομο», ανέφερε στο The World ο Γιοχέι
Τσουνέμι, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Εμπορίου της Τσίμπα. «Αυτό που πρέπει να
συμβεί είναι ότι πρέπει να περιορίσουμε τον όγκο της εργασίας που πρέπει να διεκπεραιωθεί
και επίσης να βελτιώσουμε τη σχέση εργοδότη-εργαζομένου».
Ένας άλλος σημαντικός λόγος για την υπερεργασία είναι ότι η
ιαπωνική κουλτούρα ανέκαθεν εκτιμούσε τη σκληρή δουλειά και τις πολλές ώρες
εργασίας. Οι εργαζόμενοι που φεύγουν νωρίτερα (ή στην ώρα τους) δεν θεωρούνται
τόσο σοβαροί στη δουλειά τους και θεωρείται ότι δεν έχουν επιμέλεια και πίστη. Την
ίδια στιγμή ακόμη και το να κοιμάται κάποιος δημόσια από εξάντληση - που
ονομάζεται inemuri δηλαδή «ύπνος ενώ είσαι παρών» - μπορεί να ενισχύσει τη φήμη
του στη δουλειά.
Έτσι, οι εργαζόμενοι νιώθουν υποχρεωμένοι να μένουν
περισσότερες ώρες στην εργασία τους, ενώ και οι προϊστάμενοί τους χρησιμοποιούν
αυτή την πολιτισμική αντίληψη, για να εξαναγκάζουν σε υπερωρίες όποιον θέλει να
ανελιχθεί στην εταιρία ή απλώς να μην απολυθεί.
Ένα ιαπωνικό
πρόβλημα;
Επειδή το φαινόμενο εντοπίστηκε για πρώτη φορά στην Ιαπωνία,
το karoshi θεωρείται σε μεγάλο βαθμό - τουλάχιστον στις δυτικές χώρες -
αποκλειστικά ως ένα ιαπωνικό πρόβλημα. Και πράγματι ενώ ορισμένες πτυχές της
ιαπωνικής κουλτούρας φαίνεται να ενισχύουν το φαινόμενο, ωστόσο σίγουρα δεν
είναι πρόβλημα μόνο της Ιαπωνίας.
Τον τελευταίο αιώνα οι ώρες εργασίες στις περισσότερες χώρες
μειώθηκαν σταδιακά. Ωστόσο, πλέον σε πολλές αυτό μοιάζει να έχει σταματήσει,
ενώ σε κάποιες έχει αρχίσει να αντιστρέφεται.
Μια πρόσφατη κοινή μελέτη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας
(ΠΟΥ) και του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ΔΟΕ) εξέτασε τη σχέση μεταξύ της
έκθεσης σε πολλές ώρες εργασίας και των επακόλουθων κινδύνων εγκεφαλικού ή
ισχαιμικών καρδιακών παθήσεων. Οι συνδυασμένες μετα-αναλύσεις και οι
συστηματικές ανασκοπήσεις τους περιλάμβαναν 183 χώρες για τα έτη 2000, 2010 και
2016.
Σύμφωνα με τα στοιχεία τους, το 2016 488 εκατομμύρια
άνθρωποι - ή περίπου το 9% του παγκόσμιου πληθυσμού - εκτέθηκαν σε πολλές ώρες
εργασίας. Οι ερευνητές βρήκαν επίσης επαρκή στοιχεία ότι τέτοια προγράμματα
εργασίας ήταν επιβλαβή και αύξαναν τον κίνδυνο εγκεφαλικού και καρδιακών
παθήσεων.
«Η εργασία 55 ή περισσότερες ώρες την εβδομάδα αποτελεί
σοβαρό κίνδυνο για την υγεία», ανέφερε σε δελτίο τύπου η Μαρία Νέιρα,
διευθύντρια του Τμήματος Περιβάλλοντος, Κλιματικής Αλλαγής και Υγείας του ΠΟΥ.
«Είναι καιρός όλοι, κυβερνήσεις, εργοδότες και εργαζόμενοι, να ξυπνήσουμε και
να καταλάβουμε ότι οι πολλές ώρες εργασίας μπορεί να οδηγήσουν σε πρόωρο
θάνατο».
Οι κίνδυνοι δεν ήταν ομοιόμορφα κατανεμημένοι σε όλο τον
κόσμο. Οι περιοχές του Δυτικού Ειρηνικού και της Νοτιοανατολικής Ασίας είχαν το
μεγαλύτερο ποσοστό εργαζομένων που δούλευαν πολλές ώρες, ενώ η περιοχή της
Ευρώπης κατέγραψε το μικρότερο. Επιπλέον, οι άνδρες και οι πρώιμοι μεσήλικες
ενήλικες ήταν πιο πιθανό να εργάζονται σε τέτοια ωράρια και οι περισσότεροι
θάνατοι συνέβησαν μεταξύ ατόμων ηλικίας μεταξύ 60 και 79 ετών που είχαν
ιστορικό υπερεργασίας. Και φυσικά σε όλα αυτά δεν συνυπολογίζεται ο ψυχολογικός
αντίκτυπος στους εργαζομένους.
Συνολικά, οι ερευνητές υπολόγισαν ότι το 2016, σχεδόν
750.000 θάνατοι παγκοσμίως από εγκεφαλικό και καρδιακές παθήσεις οφείλονταν σε
πολλές ώρες εργασίας, ένας αριθμός αυξημένος κατά 29% από το 2000.
Προειδοποιούν επίσης ότι αλλαγές στην επαγγελματική ζωή από τότε — όπως π.χ. η
άνοδος της εργασίας μέσω διαδικτυακών πλατφορμών, η αβεβαιότητα για την
απασχόληση και οι νέες ρυθμίσεις για τον χρόνο εργασίας που επέφερε η πανδημία
COVID-19 — μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο για περισσότερες ώρες εργασίας για
τους εργαζόμενους.
«Η προηγούμενη εμπειρία έχει δείξει ότι οι ώρες εργασίας
αυξήθηκαν μετά από οικονομικές υφέσεις», γράφουν οι ερευνητές του ΠΟΥ/ΔΟΕ. «Εάν
συνεχιστεί αυτή η τάση, είναι πιθανό ο πληθυσμός που εκτίθεται σε αυτόν τον
παράγοντα επαγγελματικού κινδύνου να αυξηθεί περαιτέρω».
Για πρώτη φορά σε παγκόσμιο επίπεδο οι πολλές ώρες εργασίας
θεωρήθηκαν υπεύθυνες για το ένα τρίτο όλων των θανάτων. Ο Φρανκ Πέγκα, ο
επικεφαλής του ΠΟΥ στην έρευνα, λέει ότι παρόλο που υπήρχαν ξεκάθαρα στοιχεία εδώ
και 20 χρόνια που συνέδεαν την υπερεργασία με αυξημένο κίνδυνο θανάτου είχαμε
παραβλέψει αυτόν τον παράγοντα κινδύνου.
«Θέλουμε πραγματικά οι εργοδότες και οι οργανισμοί να
κατανοήσουν ότι αυτό δεν είναι μόνο ατομικό πρόβλημα. Το εργασιακό άγχος
επηρεάζει τα αποτελέσματα της δουλειάς τους, γιατί επηρεάζει την υγεία και την
παραγωγικότητα των εργαζομένων. Οι άνθρωποι που εγκαταλείπουν τη δουλειά τους
κοστίζουν χρήματα στους εργοδότες επειδή πρέπει να αντικαταστήσουν αυτούς τους
ανθρώπους. Επίσης, οι εργοδότες πληρώνουν τα έξοδα υγειονομικής περίθαλψης και τις
άδειες αναπηρίας», είπε στο Slate η Μαριν Ντόντσον, επιδημιολόγος και
συνδιευθύντρια της εκστρατείας Healthy Work.
«Το karoshi
έχει διαδοθεί παγκοσμίως. Απλώς δεν το λέμε έτσι», ανέφερε στην ίδια συνέντευξη
στο Slate ο Πίτερ Σναλ, επιδημιολόγος και συνδιευθυντής της εκστρατείας Healthy
Work. «Οι στρεσογόνοι παράγοντες που δημιουργούνται από τη σύγχρονη εργασία
βασικά αγνοούνται στην κοινωνία μας και ως εκ τούτου οι περισσότεροι άνθρωποι
δεν γνωρίζουν ποιες είναι οι επιπτώσεις της εργασίας στην υγεία τους».
Τι ισχύει στην Ελλάδα
Στη χώρα μας επίσημα, ένας εργαζόμενος μπορεί να δουλεύει
έως εννέα ώρες την ημέρα για πενθήμερη εργασία (έως 45 ώρες την εβδομάδα) και
ως οχτώ ώρες για εξαήμερη (έως 48 ώρες την εβδομάδα).
Ωστόσο, σύμφωνα με το νομοσχέδιο του 2021, ο εργαζόμενος
μπορεί να εργάζεται έως και 10 ώρες την ημέρα για το διάστημα που οι ανάγκες
της επιχείρησης είναι αυξημένες και επιπλέον εργασία θα «επιστρέφεται» εντός
έξι μηνών με τη μορφή μειωμένου ωραρίου ή ρεπό ή ημερών αδείας.
Όσον αφορά τις υπερωρίες, σύμφωνα με το άρθρο 58 του
Ν.4808/2021, το ανώτατο όριο υπερωριακής απασχόλησης είναι 150 ώρες ετησίως (από
96 που ήταν πριν) στη βιομηχανία και 120 στους υπόλοιπους τομείς, ενώ οι
υπερωρίες δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 3 ώρες ημερησίως, ώρες που αμείβονται
κατά 40% επιπλέον από το κανονικό ωρομίσθιο (αν δεν δίνονται ως ρεπό).
Την ίδια στιγμή, το κράτος ετοιμάζει ένα νέο εργασιακό
νομοσχέδιο που θα αλλάξει σε μεγάλο βαθμό το πλαίσιο για τις ώρες εργασίες.
Μέχρι σήμερα στην Ελλάδα, ένας εργαζόμενος επιτρέπεται να
εργαστεί (νόμιμα) σε δύο εργοδότες μόνο με συμβάσεις μερικής απασχόλησης. Δεν επιτρέπεται
δηλαδή να εργάζεται στη μια εργασία με πλήρη οχτάωρη εργασία και στον άλλο με μερική
απασχόληση.
Σύμφωνα με το νέο νομοσχέδιο που αναμένεται να ψηφιστεί στο
επόμενο διάστημα πλέον ένας εργαζόμενος μπορεί να εργάζεται, εφόσον το
επιθυμεί, σε δύο εργοδότες και να έχει με τον έναν σχέση εργασίας πλήρους
απασχόλησης και με τον δεύτερο σχέση μερικής απασχόλησης. Το νομοσχέδιο
υποστηρίζει πάντως ότι δεν θα πρέπει ωστόσο να αλλάξει ο ελάχιστος χρόνος
ανάπαυσης ανά 24ωρο που είναι 11 συνεχείς ώρες. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί
κάποιος να δουλεύει ως και 13 ώρες την ημέρα και αντίστοιχα 65 ώρες την
εβδομάδα για πενθήμερη εργασία ή 78 για εξαήμερη εργασία, την ώρα που ο ΠΟΥ
τονίζει ότι οι 55 ώρες είναι ήδη επικίνδυνες για την υγεία.
Την ίδια στιγμή το νέο νομοσχέδιο θεσμοθετεί την 6η ημέρα
απασχόλησης σε επιχειρήσεις 24ωρης λειτουργίας αλλά και σε ορισμένες
περιπτώσεις επιχειρήσεις που δεν είναι εκ φύσεως συνεχούς λειτουργίας. Τονίζεται
ωστόσο ότι κατά την 6η ημέρα εργασίας το ωράριο δεν μπορεί να ξεπεράσει τις 8
ώρες.
Φυσικά, όλοι γνωρίζουμε ανθρώπους ή είμαστε ένας από αυτούς που
δουλεύουν πολύ περισσότερες ώρες ώστε να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν οικονομικά στις
όλο και πιο αυξημένες υποχρεώσεις τους. Η μαύρη εργασία που είναι ευρέως
διαδεδομένη στην Ελλάδα βοηθά σε αυτό με πολλούς εργαζόμενους να απασχολούνται
σε δύο και τρεις εργασίες.
Ενδεικτικό είναι ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat που
δόθηκαν στη δημοσιότητα τον Μάιο του 2023, η Ελλάδα το 2022 είχε το μεγαλύτερο
ποσοστό εργαζομένων που εργάζονται περισσότερες από 49 ώρες εβδομαδιαίως σε όλη
την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μάλιστα, στην συγκεκριμένη στατιστική δεν υπολογίστηκαν οι
ώρες εργασίας από πιθανή δεύτερη εργασία.
Συγκεκριμένα, το 12,6% των Ελλήνων εργαζομένων δήλωσαν ότι
εργάζονται πάνω από 49 ώρες την εβδομάδα, ενώ το 2021 το ποσοστό αυτό ήταν πιο
μεγάλο στο 14,3% (επίσης το μεγαλύτερο στην ΕΕ για το 2021). Την Ελλάδα
ακολουθούσε η Γαλλία με 10,2% και η Κύπρος με 9,7%. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος για
τις 27 χώρες –μέλη ήταν 7,3%.