Ο Γάλλος ευγενής που σκότωσε την οικογένειά του και εξαφανίστηκε για πάντα

 


Η συγκλονιστική ιστορια της οικογένειας Ντιπόντ ντε Λιγκονές: Ο πατριάρχης που σχεδίασε το "τέλειο έγκλημα" και παραμένει εξαφανισμένος μέχρι σήμερα

Η οικογένεια Ντιπόντ ντε Λιγκονές ήταν υποδειγματική. Ο Ξαβιέ-Πιέρ Μαρί και η σύζυγός του Ανιές ζούσαν μαζί με τα τέσσερα παιδιά τους σε ένα σπίτι στην Νάντη της Γαλλίας που έμοιαζε λίγο πολύ με τα υπόλοιπα της γειτονιάς. Κανένας απ’ όσους τους γνώριζε δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το 2011 ο Ξαβιέ θα δολοφονούσε όλη την οικογένειά του και τα δύο τους σκυλιά, θα τα έθαβε στον κήπο του σπιτιού και ο ίδιος θα εξαφανιζόταν χωρίς να ξέρει κανείς πού βρίσκεται μέχρι και σήμερα 12 χρόνια μετά. Αυτή είναι η τραγική ιστορία της οικογένειας Ντιπόντ ντε Λιγκονές.

Μια συνηθισμένη οικογένεια με αριστοκρατική καταγωγή

Οι έξι Ντιπόντ ντε Λιγκονές έμοιαζαν με την τέλεια γαλλική, οικογένεια. Ήταν αφοσιωμένοι καθολικοί με ρίζες που πήγαιναν πίσω στην αριστοκρατική κοινωνία της Γαλλίας.

Ο πατέρας της οικογένειας, Ξαβιέ, ήταν απόγονος της παλιάς γαλλικής αριστοκρατίας. Ο πατέρας του Μπερντάρντ-Ουμπέρτ Ντιπόντ ντε Λιγκονές ήταν κόμης και ο Ξαβιέ ένιωθε ιδιαίτερα περήφανος γι’ αυτό. Οι πρόγονοί του ήταν σωματοφύλακες του βασιλιά, είχαν κάστρο στο κέντρο της Γαλλίας και ο ίδιος είχε ένα δαχτυλίδι με το οικόσημο. Φέρεται μάλιστα να είχε πει: «Νομίζω ότι έχω κόμπλεξ ανωτερότητας. Θα μπορούσες να το πεις έτσι. Ανήκω σε μια ομάδα ανθρώπων που είναι έξυπνοι, αποφασιστικοί, ισορροπημένοι με καλή ψυχική και σωματική υγεία. Αυτοί οι άνθρωποι είναι σπάνιοι ανάμεσα στις μάζες».


Παρά την αριστοκρατική καταγωγή, η οικογένεια ζούσε μια μεσοαστική ζωή σε ένα ήρεμο προάστιο της Νάντης.

Ο Ξαβιέ είναι γεννηθεί το 1961 στις Βερσαλλίες σε μια αυστηρή, καθολική οικογένεια της ανώτερης τάξης. Όταν ήταν 10 ετών, ο πατέρας του φαίνεται ότι δεν ήθελε πλέον να ζει σε αυτή την πιεστική κοινωνία και έφυγε από την πόλη αφήνοντας τον μικρό Ξαβιέ με την γιαγιά του.

Όταν ήταν 20 χρονών, ο Ξαβιέ γνωρίστηκε με την 17χρονη Ανιές Χονταγκέρ, ένα άλλο μέλος της υψηλής κοινωνίας των Βερσαλλιών και βαθιά θρησκευόμενη. Παρόλο που οι δυο τους ήταν ερωτευμένοι, ο Ξαβιέ ακολουθώντας πιθανώς τα βήματα του πατέρα έφυγε από την πόλη αναζητώντας την περιπέτεια. Όταν επέστρεψε έναν χρόνο μετά, η Ανιές ήταν έγκυος από άλλον άντρα. Παρ’ όλα αυτά αποφάσισαν να παντρευτούν και ο Ξαβιέ υιοθέτησε το αγοράκι, τον Άρθουρ, μια κίνηση που ήταν πρωτοφανής για τους συντηρητικούς κύκλους των Βερσαλλιών.

Μετά το γάμο τους, ο Ξαβιέ και η Ανιές δεν έμειναν στις Βερσαλλίες. Πέρασαν ένα μεγάλο μέρος της δεκαετίας του ’90 ταξιδεύοντας σε όλη την Γαλλία καθώς η οικογένειά τους μεγάλωνε και έρχονταν στη ζωή τους και τα υπόλοιπα παιδιά τους: ο Τόμας, η Ανν και ο Μπενουά.

Στις αρχές του 2000 προσπάθησαν να μετακομίσουν στην Φλόριντα των ΗΠΑ, αλλά δεν τα κατάφεραν κάτι που φαίνεται ότι τους κόστισε αρκετά χρήματα. Έτσι, αποφάσισαν τελικά να εγκατασταθούν μόνιμα στην Νάντη.


Ο Ξαβιέ ασχολούνταν με επιχειρήσεις, έχοντας προσπαθήσει να ξεκινήσει αρκετές, αν και δεν είναι ξεκάθαρο ακριβώς το αντικείμενο τους. Είναι γνωστό μόνο ότι αφορούσαν πωλήσεις. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι δεν πήγαιναν και τόσο καλά και η οικογένεια είχε οικονομικά προβλήματα, τα οποία ο Ξαβιέ προσπαθούσε επιμελώς να κρύψει.

Το 2011, ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, ο Άρθουρ, ήταν 21 ετών και φοιτούσε σε ένα ιδιωτικό καθολικό κολέγιο. Ο δεύτερος γιος και πρώτο βιολογικό παιδί του Ξαβιέ, ο 18χρονος Τόμας ήταν ένα πολύ ντροπαλό παιδί που ήταν παθιασμένο με τη μουσική και σπούδαζε μουσικολογία. Η Ανν, η μοναδική κόρη της οικογένειας, στα 16 της εκτός από το ιδιωτικό καθολικό σχολείο La Perverie στο οποίο φοιτούσε εργαζόταν και ως μοντέλο για καταλόγους μόδας. Στο ίδιο σχολείο πήγαινε και το μικρότερο παιδί της οικογένειας, ο 13χρονος Μπενουά.


Η Ανιές στα 48 της εργαζόταν και αυτή ως βοηθός στο καθολικό σχολείο και μια από τις αρμοδιότητές της ήταν να διδάσκει στο κατηχητικό.

Η ζωή πίσω από τις κλειστές πόρτες

Το ζευγάρι φαινόταν ευτυχισμένο ζώντας μια αρμονική ζωή, ωστόσο τα προβλήματα κρύβονταν κάτω από την επιφάνεια ήδη από το 2002. Σύμφωνα με τα όσα έγιναν γνωστά αργότερα, η Ανιές είχε γράψει γι’ αυτά τα προβλήματα ανώνυμα σε ένα γαλλικό ιατρικό περιοδικό:

«Μου λείπουν τα πάντα: τρυφερότητα, αγάπη, κοινοί φίλοι, σεξ, τα πάντα. Έχω έναν σύζυγο ο οποίος είναι πολύ παλιομοδίτικος απέναντι στην οικογένειά του: ο πατέρας είναι η κεφαλή, δίνει μια διαταγή και εμείς εκτελούμε χωρίς να κάνουμε ερωτήσεις ή χωρίς να χρειαστεί να καταλάβουμε. Τελεία». Και ακόμα: «Ο Ξαβιέ είναι τόσο επικριτικός, τόσο ευέξαπτος, τόσο αυστηρός, τόσο στρατιωτικός. Δεν υπάρχει πλέον τρυφερότητα μεταξύ μας, προσοχή, σεξ. Όταν τον ρωτάω αν είναι χαρούμενος η απάντησή του είναι πάντα η ίδια: ‘Ναι είμαι, αλλά αν αύριο μπορούσαμε να πεθάνουμε όλοι θα ήταν καλύτερο’».

Τα προβλήματα γίνονταν όλο και χειρότερα. Μάλιστα, το 2005 η Ανιές υπέβαλε αναφορά στην αστυνομία ενάντια του συζύγου της για επίθεση στον μεγαλύτερο γιο της, τον Άρθουρ. Τα οικονομικά προβλήματα γίνονταν ακόμα πιο έντονα. Παρά την αριστοκρατική του καταγωγή και παρά τις συνεχείς προσπάθειες, ο Ξαβιέ δεν είχε καταφέρει να δημιουργήσει μια σταθερή καριέρα. Για να μπορέσουν να συντηρήσουν τον ακριβό τρόπο ζωής τους και τα ιδιωτικά σχολεία των παιδιών τους βασίζονταν κυρίως σε χρήματα που είχε κληρονομήσει η Ανιές από την οικογένειά της, ωστόσο το 2011 τα χρήματα αυτά είχαν αρχίσει να εξανεμίζονται.

Ο Ξαβιέ μπροστά στο οικονομικό αδιέξοδο γινόταν όλο και πιο απεγνωσμένος. Μάλιστα είχε μια ερωμένη στο Παρίσι, από την οποία είχε δανειστεί 50.000 ευρώ. Σε ένα email που της είχε στείλει το 2010 δήλωνε: «Είμαι κατεστραμμένος. Έχω πιάσει πάτο, όπως ποτέ πριν. Ξυπνάω σχεδόν κάθε βράδυ κάνοντας νοσηρές σκέψεις. Να κάψω το σπίτι αφού δώσω σε όλους υπνωτικά χάπια ή να αυτοκτονήσω ώστε η Ανιές να πάρει 600.000 ευρώ (από την ασφάλεια). Σε κάθε περίπτωση η ζωή μου θα τελειώσει τους επόμενους μήνες, αν δεν βρω αμέσως 25.000 ευρώ. Τις περισσότερες φορές δεν βρίσκομαι σε όνειρο, αλλά σε εφιάλτη και δεν μπορώ να δραπετεύσω εκτός φυσικά κι αν κάνω κάτι δραστικό και τελειωτικό».

Τον Ιανουάριο του 2011, τρεις μήνες πριν από τους φόνους, ο κόμης πατέρας του Ξαβιέ έφυγε από τη ζωή. Περιμένοντας μια μεγάλη κληρονομία, ο Ξαβιέ έπεσε βαθύτερα σε απόγνωση όταν ανακάλυψε ότι ο πατέρας του είχε επίσης οικονομικά προβλήματα και προς το τέλος της ζωής του ήταν βυθισμένος στην φτώχεια. Το μόνο που κληρονόμησε από τον πατέρα του ήταν μια καραμπίνα .22 χιλιοστών. Παρόλο που ο Ξαβιέ δεν ασχολιόταν ποτέ στο παρελθόν με τα όπλα πήρε άδεια για το όπλο του και ξεκίνησε μαθήματα σκοποβολής με την καραμπίνα του πατέρα του.

Σύμφωνα με τα αρχεία, ο Ξαβιέ τον Μάρτιο αγόρασε ένα σιγαστήρα ενώ πραγματοποίησε και μια σειρά από άλλες «περίεργες» αγορές με βάση αποδείξεις που βρέθηκαν στο σπίτι: τσιμέντο,  σφαίρες, καθαριστικά, σακούλες απορριμμάτων, ένα φτυάρι και τρόλεϊ.

Απρίλιος 2011

Στις αρχές Απριλίου, ο Ξαβιέ πλήρωσε τα υπολειπόμενα δίδακτρα στα ιδιωτικά σχολεία των παιδιών του, ενώ στη συνέχεια έκλεισε όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς της οικογένειας. Πρόσφατα είχε τερματίσει την ενοικίαση του σπιτιού τους.

Στις 2 Απριλίου, ο Ξαβιέ αγόρασε τέσσερα τσουβάλια ασβέστη, 10 κιλά το καθένα, από τέσσερα διαφορετικά μαγαζιά στη Νάντη.

Στις 3 Απριλίου, μια γειτόνισσα της οικογένειας βλέπει για τελευταία φορά την Ανιές, ενώ λίγο μετά βλέπει τον Ξαβιέ να βάζει πράγματα στο αυτοκίνητό του. Το ίδιο βράδυ, το ζευγάρι και τρία από τα παιδιά- ο Άρθουρ, η Ανν και ο Μπενουά- πηγαίνουν σινεμά και στη συνέχεια δειπνούν σε ένα εστιατόριο. Ο Ξαβιέ καλεί αργά την αδερφή του, Κριστίν, και δεν την βρίσκει, αλλά της αφήνει μήνυμα στον τηλεφωνητή το οποίο ολοκληρώνεται με την φράση: «Πάρε με αν δεν είναι αργά για σένα. Πάω να βάλω τα παιδιά για ύπνο. Δώσε χαιρετίσματα σε όλους. Θα σε δω σύντομα! Ίσως…».

Στις 4 Απριλίου, ημέρα Δευτέρα, η Αν και ο Μπενουά δεν εμφανίζονται στο σχολείο τους «εξαιτίας ασθένειας». Οι φίλοι των παιδιών ανησυχούν επειδή δεν μπορούν να τους βρουν και αρχίζουν να συζητούν μια φήμη που ήθελε τον πατέρα των παιδιών να έχει βρει δουλειά στην Αυστραλία. Ωστόσο, δεν πιστεύουν ότι οι φίλοι τους θα έφευγαν χωρίς να τους ειδοποιήσουν.

Το καθολικό σχολείο που εργάζεται η Ανιές ενημερώνεται ότι κι αυτή δεν θα πάει στην δουλειά καθώς έχει γαστρεντερίτιδα.

Την ίδια μέρα, ο Ξαβιέ μιλά για περίπου 20-30 λεπτά με την αδερφή του στο τηλέφωνο. Η ίδια θα πει αργότερα ότι η συζήτησή τους ήταν απόλυτα φυσιολογική.

Το βράδυ δειπνεί με τον γιο του, Τόμας, στο καλό εστιατόριο La Croix Cadeau στην πόλη Αβριλ. Ο Τόμας έλειπε στη σχολή του και βρισκόταν στο σπίτι ενός φίλου του, όταν ο πατέρας του τον πήρε για να επιστρέψει εσπευσμένα. Του είπε ότι η μητέρα του είχε ατύχημα με το ποδήλατο και ήταν στο νοσοκομείο σε κώμα. Οι δυο τους έφτασαν στο εστιατόριο περίπου στις 21.00. Ο Ξαβιέ παρήγγειλε ένα μενού των 35 ευρώ και μισό μπουκάλι κόκκινο κρασί. Ο Τόμας πήρε ένα πιάτο με λαβράκι και τοματοχυμό. Το κόστος του δείπνου ήταν 72.55 ευρώ. Οι σερβιτόροι του μαγαζιού θα πουν αργότερα  ότι οι δυο τους δεν μιλούσαν ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του δείπνου, ενώ ο Τόμας προς το τέλος της βραδιάς φαινόταν να μην νιώθει πολύ καλά. Ο φίλος του Τόμας του έστειλε μήνυμα και πήρε ως απάντηση ότι είναι άρρωστος και δεν μπορεί να πάει για μάθημα. Δυο μέρες μετά του έστειλε ξανά μήνυμα λέγοντας ότι έχει χαλάσει η μπαταρία στο κινητό του και ο πατέρας του ψάχνει καινούργιο φορτιστή. Αυτό ήταν και το τελευταίο μήνυμα του Τομας.

Παρόλο που υπάρχουν αναφορές μαρτύρων που λένε ότι είδαν την Ανιές στο δρόμο στις 5 ή στις 7 Απριλίου, οι ερευνητές πιστεύουν ότι ο Ξαβιέ είχε δολοφονήσει την σύζυγό του και τα τρία του παιδιά το βράδυ της 3ης προς 4ης Απριλίου, ενώ δολοφόνησε τον Τόμας το βράδυ της 5ης Απριλίου.

Τα γράμματα

Στις 11 Απριλίου, το σχολείο της Ανν και του Μπενουά, το La Perverie έλαβε ένα γράμμα από τον Ξαβιέ, ο οποίος τους ενημέρωνε ότι τα παιδιά θα σταματήσουν την φοίτησή τους επειδή η οικογένεια πρέπει να μετακομίσει ξαφνικά στην Αυστραλία για δουλειά.

Ο εργοδότης της Ανιές λαμβάνει την παραίτησή της για τον ίδιο λόγο. Όταν προσπαθεί να την εντοπίσει στο τηλέφωνο μετά το σοκ της ξαφνικής παραίτησης, δεν μπορεί να την βρει.

Την ίδια μέρα οι συγγενείς της οικογένειας λαμβάνουν ένα δακτυλογραφημένο γράμμα, το οποίο υποτίθεται ότι είναι από τον Ξαβιέ. Ωστόσο, το γράμμα είναι ανυπόγραφο και έχει αρκετά τυπογραφικά λάθη κάτι που ο Ξαβιέ δεν συνήθιζε. Στις τέσσερις σελίδες της επιστολής, ο Ξαβιέ τους ενημερώνει ότι είναι μυστικός πράκτορας που δουλεύει για την αμερικανική κυβέρνηση στο τμήμα της Δίωξης Ναρκωτικών. Γι’ αυτό ο ίδιος και όλη η οικογένειά του έπρεπε να μετακομίσουν στις ΗΠΑ και να μπουν στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων. Πλέον θα άλλαζαν όνομα και για την ασφάλειά τους δεν θα μπορούσαν να έχουν καμία επικοινωνία ούτε καν μέσω social media για απροσδιόριστο χρόνο.


Η επιστολή περιελάμβανε επίσης λεπτομερείς οδηγίες για τη διαχείριση των υπολοίπων περιουσιακών στοιχείων της οικογένειας, καθοδηγώντας για το ποια θα έπρεπε να δοθούν, ποια θα έπρεπε να πουληθούν και ποια να πεταχτούν στα σκουπίδια.

Ο Ξαβιέ υποστήριξε επίσης ότι έδωσε το αυτοκίνητό του σε έναν οικογενειακό φίλο, μια λεπτομέρεια που αποδείχθηκε αναληθής όταν αργότερα η αστυνομία ανακάλυψε το αυτοκίνητο εγκαταλελειμμένο έξω από ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στη νοτιοανατολική Γαλλία. Ο Ξαβιέ τους τόνισε στο γράμμα να μην επέμβουν καθόλου στην πίσω βεράντα του σπιτιού και τους ζήτησε να συνεχίσουν να λένε την ιστορία με τη μετακόμιση της οικογένειας στην Αυστραλία.

Όλη η επιστολή έχει αναρτηθεί από τη Le Figaro ΕΔΩ

Οι γείτονες της οικογένειας αρχίζουν να παρατηρούν ότι το σπίτι μένει ασυνήθιστα κλειστό χωρίς καμία κίνηση σε αυτό. Στο γραμματοκιβώτιο υπάρχει το μήνυμα «Όλα τα γράμματα να επιστραφούν στον αποστολέα», ενώ το αυτοκίνητο της Ανιές είναι πάντα παρκαρισμένο στο ίδιο σημείο. Στις 13 Απριλίου, μια γειτόνισσα ανέφερε τις υποψίες της στις αρχές και οι αστυνομικοί ήρθαν να ελέγξουν το σπίτι. Ωστόσο, όλα έμοιαζαν φυσιολογικά. Κάποια από τα κρεβάτια δεν είχαν σεντόνια και κάποιες φωτογραφίες έλειπαν, αλλά η αστυνομία θεώρησε ότι η οικογένεια είχε μαζέψει τα πράγματα και είχε φύγει οικειοθελώς.

Ωστόσο, η οικογένεια της Ανιές δεν είχε πιστέψει τα γράμματα που έλαβε σύμφωνα με τα οποία η οικογένεια είχε μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς ήταν σίγουροι ότι η Ανιές δεν θα είχε φύγει χωρίς να τους αποχαιρετίσει. Συνέχισαν να επιμένουν ότι κάτι περίεργο υπήρχε σχετικά με την εξαφάνιση της οικογένειας και η αστυνομία επέστρεψε για να ερευνήσει το σπίτι. Συνολικά, η αστυνομία επισκέφτηκε το σπίτι έξι φορές.

Στις 19 Απριλίου, η αστυνομία ανακαλύπτει μέσα στο σπίτι τις αποδείξεις για τις αγορές στα διάφορα υλικά, όπως ο ασβέστης και το φτυάρι. Στις 21 Απριλίου, κατά την τελευταία επίσκεψη της αστυνομίας στο σπίτι έγινε η σοκαριστική ανακάλυψη. Οι αστυνομικοί βρήκαν κάτω από το μπαλκόνι στον πίσω κήπο του σπιτιού δύο τάφους. Ο ένας περιείχε τα πτώματα της Ανιές, της Ανν, του Άρθουρ και του Μπενουά και ο άλλος τη σορό του Τόμας. Τα πτώματα θάφτηκαν τυλιγμένα μέσα σε κουβέρτες, ενώ δίπλα τους βρέθηκαν μικρές θρησκευτικές εικόνες. Κοντά στα πτώματα ήταν θαμμένα και τα δύο λαμπραντόρ της οικογένειας. Το ίδιο βράδυ, το Citroën C5 της οικογένειας εντοπίζεται παρατημένο στο πάρκινγκ ενός ξενοδοχείου που βρίσκεται 10 ώρες μακριά από την Νάντη. Το άλλο αυτοκίνητο της οικογένειας, μια Pontiac, δεν θα βρεθεί ποτέ.

Στις 22 Απριλίου διενεργήθηκε νεκροψία-νεκροτομή στα πτώματα. Η αυτοψία αποκάλυψε ότι όλα τα παιδιά είχαν ναρκωθεί με υπνωτικά χάπια και στη συνέχεια πυροβολήθηκαν δύο φορές στο πίσω μέρος του κεφαλιού με ένα τουφέκι 0.22, αυτό που ο Ξαβιέ είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Η Ανιές είχε επίσης πυροβοληθεί δύο φορές, αλλά δεν υπήρχαν ίχνη ναρκωτικών στο σύστημά της. Ωστόσο, οι ερευνητές σημείωσαν ότι η Ανιές χρησιμοποιούσε ένα μηχάνημα άπνοιας ύπνου, το οποίο είχε σταματήσει ξαφνικά κάποια στιγμή στη μέση της νύχτας, οπότε πιθανότατα εκτελέστηκε στον ύπνο της. Παρά τις πέντε δολοφονίες, δεν είχαν βρεθεί πουθενά ίχνη αίματος στο σπίτι.

Ακόμη και τα δύο σκυλιά της οικογένειας, που είχαν ακουστεί για τελευταία φορά να γαβγίζουν το βράδυ της Τρίτης 5 Απριλίου, πυροβολήθηκαν και θάφτηκαν. Έλειπε όμως ένα σώμα: αυτό του Ξαβιέ.

Αμέσως, έγινε ο νούμερο ένα ύποπτος της αστυνομίας. Την επόμενη κιόλας μέρα εκδόθηκε διεθνές ένταλμα σύλληψης για τον Ξαβιέ, ωστόσο είχε ήδη ένα προβάδισμα τριών εβδομάδων.

Η εξαφάνιση

Παρόλο που ο Ξαβιέ είχε καταβάλει ιδιαίτερα επιμελείς προσπάθειες, για να καθαριστεί ο τόπος του εγκλήματος, δεν προσπάθησε ιδιαίτερα να κρύψει τη φυγή του. Εξάλλου κανείς δεν τον έψαχνε τις πρώτες τρεις εβδομάδες.

Η αστυνομία μπόρεσε εύκολα να ανακαλύψει τις τελευταίες κινήσεις του Ξαβιέ. Όπως φαίνεται, είχε μείνει στο σπίτι του στη Νάντη για μια ολόκληρη εβδομάδα μετά τους φόνους πιθανότατα για να θάψει την οικογένειά του και να καθαρίσει τα πάντα. Οι γείτονες ανέφεραν ότι τον είδαν να μπαίνει και να βγαίνει αρκετές φορές από το σπίτι την εβδομάδα μετά τους φόνους, ενώ την Παρασκευή, 8 Απριλίου, έκανε κάποιες αναρτήσεις στο διαδίκτυο και έστειλε email στα μέλη της οικογένειάς του από τον υπολογιστή του σπιτιού του.

Τελικά έφυγε από το σπίτι του τη Δευτέρα, 11 Απριλίου, και άρχισε να ταξιδεύει νότια με το αυτοκίνητό του. Μάλιστα, τον κατέγραψε μια κάμερα ελέγχου ταχύτητας. Εκείνο το βράδυ, έκανε check in σε ένα ξενοδοχείο στην πόλη Μπλανιάκ, στη νοτιοδυτική Γαλλία. Έμεινε για μια νύχτα και πλήρωσε με την πιστωτική του κάρτα πριν συνεχίσει το ταξίδι του, μετακινούμενος ανατολικά προς το Βοκλούζ, ενώ το βράδυ της 12ης Απριλίου έμεινε σε ένα ξενοδοχείο κάνοντας όμως check in με ψεύτικο όνομα, αλλά πληρώνοντας με την πιστωτική του. Ο Ξαβιέ συνέχισε να ταξιδεύει νοτιοανατολικά την επόμενη μέρα, περνώντας τη νύχτα της 13ης Απριλίου σε ένα ξενοδοχείο δυτικά της Τουλόν στην πόλη Βαρ, όπου είχε περάσει ένα μέρος από τα παιδικά του χρόνια. Μια πρώην φίλη του που έμενε εκεί ανέφερε αργότερα ότι της τηλεφώνησε εκείνη την ημέρα, αλλά δεν κατάφεραν να συναντηθούν.


Στις 14 Απριλίου, ο Ξαβιέ κάνει ανάληψη 30 ευρώ από ένα ΑΤΜ στην πόλη Βαρ (ΦΩΤΟ πάνω) και το βράδυ κοιμάται σε ένα άλλο ξενοδοχείο της πόλης. Εκεί, η κάμερα ασφαλείας καταγράφει τον Ξαβιέ. Είναι η τελευταία καταγραφή του που υπάρχει ως σήμερα (ΦΩΤΟ κάτω). Το πρωί της Παρασκευής 15 Απριλίου , ο Ξαβιέ έκανε check out από το ξενοδοχείο, εγκατέλειψε το αυτοκίνητό του και εξαφανίστηκε κρατώντας μόνο ένα σακίδιο στην πλάτη του.


Ήταν φανερό ότι ο Ξαβιέ αυτές τις πρώτες μέρες της εξαφάνισής του δεν προσπαθούσε να κρυφτεί. Γι’ αυτό η αστυνομία πίστευε ότι ο Ξαβιέ ήθελε να κάνει ένα τελευταίο ταξίδι στη νότια Γαλλία στην περιοχή Ροκερμπρούν-σουρ-Αρζένς, όπου είχε χαρούμενες αναμνήσεις, και στη συνέχεια να αυτοκτονήσει κάπου στη γύρω περιοχή.

Στα τέλη Απριλίου, η αστυνομία άρχισε να ψάχνει στην περιοχή το σώμα του Ξαβιέ. Ωστόσο, η Ροκερμπρούν-σουρ-Αρζένς περιβάλλεται από γκρεμούς, βουνά και χαράδρες όπου θα ήταν εύκολο να εξαφανιστεί ένα σώμα.  Παρά την εξαντλητική έρευνα δεν βρέθηκε τίποτα και η αστυνομία άρχισε να πιστεύει ότι ίσως όλο αυτό το διάστημα ο σκοπός του Ξαβιέ ήταν να εξαφανιστεί και να ξεκινήσει μια νέα ζωή.

Ατέρμονη έρευνα

Οι αρχές όλα αυτά τα χρόνια έχουν προσπαθήσει πάρα πολλές φορές να βρουν τα ίχνη του Ξαβιέ, νεκρού ή ζωντανού. Έχουν πραγματοποιήσει ξανά έρευνες στην περιοχή όπου εξαφανίστηκε και ίσως αυτοκτόνησε. Αρκετές φορές έχουν βρεθεί οστά, τα οποία μετά από ανάλυση προέκυψε ότι δεν άνηκαν στον Ξαβιέ. Στο «κυνήγι» έχουν μπει και πολλοί χρήστες του διαδικτύου, οι οποίοι προσπαθούν να ανακαλύψουν τυχόν ηλεκτρονικά ίχνη του.

Τον Ιούλιο του 2015 ένας δημοσιογράφος στη Νάντη έλαβε μια φωτογραφία που απεικόνιζε τον Άρθουρ και τον Μπενουά, ενώ στο πίσω μέρος είχε γραμμένο: «Είμαι ακόμα ζωντανός. Από τότε μέχρι αυτή την ώρα». Ως υπογραφή είχε το όνομα του Ξαβιέ και ημερομηνία 11 Ιουλίου 2015. Ο δημοσιογράφος παρέδωσε αμέσως την φωτογραφία στην αστυνομία, ωστόσο οι ερευνητές δεν μπόρεσαν ποτέ να εντοπίσουν ποιος την έστειλε και μέχρι σήμερα δεν είναι σίγουροι αν όντως στάλθηκε από τον Ξαβιέ.


Το 2018, η αστυνομία έλαβε μια πληροφορία ότι ο Ξαβιέ κρυβόταν σε ένα μοναστήρι στο Ροκερμπρούν-σουρ-Αρζένς, μεταμφιεσμένος σε μοναχό. Ωστόσο, μετά από αστυνομική έφοδο στο μοναστήρι διαπιστώθηκε ότι ο εν λόγω μοναχός δεν είχε καμία σχέση με τον Ξαβιέ.

Το 2019, ένας άνδρας συνελήφθη στο αεροδρόμιο της Γλασκώβης της Σκωτίας με την υποψία ότι ήταν ο Ξαβιέ. Αν και τα δακτυλικά του αποτυπώματα αρχικά φαινόταν να ταιριάζουν, η εξέταση DNA απέδειξε ότι επρόκειτο για άλλη μια περίπτωση εσφαλμένης ταυτότητας.

Από τότε δεν έχει υπάρξει καμία καινούργια εξέλιξη στην υπόθεση παρόλο που η προβολή της μέσα από τη σειρά Unsolved Mysteries του Netflix το 2020 προκάλεσε αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος. Ορισμένοι έχουν υποστηρίξει ότι ο Ξαβιέ ισως έχει διαφύγει στις ΗΠΑ με την βοήθεια μια επιχείρησης που είχε στήσει στη Φλόριντα, η οποία βοηθούσε Γάλλους μετανάστες να προσαρμοστούν στη χώρα. Ωστόσο, ούτε αυτό έχει καταφέρει να αποδειχθεί. Μέχρι σήμερα, ο Ξαβιέ αποτελεί έναν από τους πλέον καταζητούμενους στη Γαλλία και κανείς δεν ξέρει αν είναι ζωντανός ή νεκρός.

Η άλλη πλευρά

Αξίζει να σημειωθεί ότι η οικογένεια του Ξαβιέ μέχρι σήμερα υποστηρίζει ότι ο ίδιος είναι αθώος, ενώ αμφισβητούν το αν τα πτώματα που βρέθηκαν κάτω από το μπαλκόνι άνηκαν όντως στην Ανιές και τα παιδιά. 

Η αδερφή του, Κριστίν, αν και αρχικά αμφέβαλλε για την αυθεντικότητα της επιστολής της 11ης Απριλίου 2011, τον Μάρτιο του 2012 άρχισε να δηλώνει στα μέσα ενημέρωσης ότι «βασικά, ο Ξαβιέ και η οικογένειά του έφυγαν για τις ΗΠΑ επειδή απειλήθηκε η ασφάλειά τους στη Γαλλία. Τα πτώματα που βρέθηκαν κάτω από το μπαλκόνι δεν μπορεί να είναι της Ανιές και των παιδιών». Όπως ανέφερε, πιστεύει ότι «οι πληροφορίες που διέρρευσαν στα μέσα ενημέρωσης προέρχονται από πηγές που ήθελαν να εξαφανιστεί η οικογένεια». Το 2013, στο μπλογκ που δημιούργησε με τον σύζυγό της, Μπερτράμ ντε Βαρντούν, παραθέτει ένα email που έγραψε ο αδερφός της σε δύο φίλους τον Ιούλιο του 2010 στο οποίο αναφερόταν σε πιθανά «ατυχήματα» που μπορεί να πλήξουν την οικογένειά του και έκλεινε γράφοντας: «Ελπίζω λοιπόν ότι, ακόμη και μετά από αστυνομική έρευνα, οι γονείς, τα αδέρφια και οι αδερφές μου δεν θα οδηγηθούν ποτέ να πιστέψουν ότι προκάλεσα σκόπιμα αυτά τα ατυχήματα (ακόμα και αν τα στοιχεία είναι ισχυρά)».

Σε δήλωση του δικηγόρου κ. Γκολντενστάιν που εκπροσωπεί την μητέρα του Ξαβιέ, Ζενεβιέβ, την αδερφή του Κριστίν και τον σύζυγό της, Μπερντράμ αναφέρεται:

«Δεν γνωρίζουμε καν πότε σκοτώθηκαν τα θύματα. Η νεκροψία δείχνει ότι πέθαναν μεταξύ 10 και 21 ημερών πριν από την ανακάλυψή τους. Αυτή η ανακρίβεια είναι πραγματικά εκπληκτική. [...] Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν είναι σίγουρο σε αυτή την υπόθεση, εκτός από το γεγονός ότι κάποια πτώματα βρέθηκαν στη λεωφόρο Ρόμπερτ Σούμαν 55 (σημ. η διεύθυνση του σπιτιού) [...] Έγιναν έρευνες, αλλά το μόνο που μας επέτρεψαν να εξακριβώσουμε είναι ότι τα πτώματα μοιράζονταν το ίδιο DNA. Καμία ανάλυση δεν έχει συγκρίνει αυτό το κοινό DNA με αυτό της Ανιές Χοντανγκέρ. Επιπλέον, ο πελάτης μου επιβεβαιώνει ότι τα ύψη και τα βάρη των σωμάτων δεν αντιστοιχούν στις γνωστές διαστάσεις των μελών της οικογένειας. Κατά τη γνώμη μου, αυτό συνιστά αμέλεια κατά τη διάρκεια της αυτοψίας. [...] Αυτό που ξέρω επίσης είναι ότι ένας άνθρωπος μόνος του δεν μπορεί να σκάψει αυτήν την τρύπα κάτω από το πάτωμα, ακόμη και ένας άντρας τυφλωμένος από την οργή και το μίσος: 2,5 κυβικά μέτρα γης σκάφτηκαν. Η υπόθεση βασίζεται στην ιδέα ότι ο Ξαβιέ Ντιπόντ σκότωσε την οικογένειά του πριν την θάψει. Δεν έχει διερευνηθεί καμία άλλη υπόθεση. Δεν ξέρω ποιος σκότωσε αυτή την οικογένεια. Τίποτα σχετικά με τη ζωή τους δεν θα με έκανε να πιστέψω ότι κάποιος θα μπορούσε να τους κάνει κάτι τέτοιο. Αυτό είναι το συμπέρασμα των πελατών μου. Εφόσον κανείς δεν θα μπορούσε να τους σκοτώσει, το συμπέρασμα είναι ότι δεν είναι νεκροί».

Η Κριστίν παράλληλα στο μπλογκ σχολιάζει τις δυσκολίες που θα είχε ένα άτομο που θα ήθελε να θάψει μόνο του πέντε άτομα κάτω από το μπαλκόνι του κήπου. Όπως λέει το σημείο κάτω από το μπαλκόνι όπου ανακαλύφθηκαν τα πτώματα έχει ύψος από το έδαφος 1,2 μέτρα. Αυτό, σύμφωνα με την αδερφή του Ξαβιέ, σημαίνει ότι ο δράστης θα έπρεπε να δουλεύει με τα χέρια και τα γόνατά του, χωρίς μακριά εργαλεία, όπως το φτυάρι που ειχε αγοράσει ο αδερφός της. Η Κριστίν αναφέρει επίσης ότι δεν βρέθηκε εκτοπισμένο χώμα στον κήπο, οπότε ο δράστης θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιήσει μουσαμά, να εκτοπίσει 5 τόνους χώμα με το χέρι και μετά να μην αφήσει κανένα απολύτως ίχνος. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι ο Ξαβιέ είχε προβλήματα στον αυχένα και την πλάτη και δεν θα ήταν σωματικά ικανός να κάνει όλη αυτή τη δουλειά. Τέλος, υποθέτει ότι λόγω του χαμηλού ύψους κάτω από το μπαλκόνι, ο δράστης πιθανότατα θα είχε χτυπήσει το κεφάλι του επανειλημμένα, ωστόσο δεν βρέθηκαν κύτταρα ανθρώπινου δέρματος, αίμα ή DNA εκεί.

Χωρίς να έχει ανακαλυφθεί ποτέ κανένα ίχνος του Ξαβιέ η υπόθεση παραμένει ανοιχτή και είναι αβέβαιο αν θα ανακαλυφθεί ποτέ κάποιο σίγουρο στοιχείο. Οι υποθέσεις συνεχίζονται και η μοίρα του Ξαβιέ ίσως δεν γίνει ποτέ γνωστή…