Τζιν τόνικ: Η «τρελή» ιστορία του πιο αγαπημένου κοκτέιλ του καλοκαιριού

Έχετε ποτέ αναρωτηθεί πώς δημιουργήθηκε το τζιν και πώς το τόνικ και γιατί συνδυάστηκαν; Ίσως εκπλαγείτε αλλά όλα ξεκίνησαν ως φάρμακα!

Αν θα έπρεπε κανείς να επιλέξει ένα μόνο ποτό που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει καλύτερα τα ζεστά βράδια του καλοκαιριού, οι περισσότεροι θα επέλεγαν πιθανότατα το τζιν τόνικ. Σερβιρισμένο σε ένα ψηλό ποτήρι γεμάτο πάγο συνδυάζει τη γλυκάδα του τζιν με την πικρή και ανθρακούχα επίγευση του τόνικ τονισμένη με ένα κομμάτι λάιμ ή λεμόνι, το οποίο έχει αφήσει λίγο από το χυμό του μέσα στο ποτό. Μια σχετικά απλή μίξη που δροσίζει όποιους το επιλέγουν. Ωστόσο, το τζιν τόνικ εκτός από πλούσια γεύση έχει και πλούσια ιστορία τόσο για το πώς δημιουργήθηκε το κάθε υλικό του ξεχωριστά όσο και για το πώς φτάσαμε να τα συνδυάσουμε δημιουργώντας το αγαπημένο αυτό κοκτέιλ.

Η εφεύρεση του τζιν

Τον 17ο αιώνα στην Φλάνδρα (σημερινή Ολλανδία και Βέλγιο) βγήκε στην κυκλοφορία ένα φαρμακευτικό λικέρ υπό το όνομα «Jenever». Κάποιοι αποδίδουν την δημιουργία του στον χημικό και γιατρό Φρανσίσκους Σίλβιους, ωστόσο μάλλον αυτό δεν επιβεβαιώνεται καθώς υπάρχουν προγενέστερες αναφορές για το ποτό.

Στην πραγματικότητα ο πρόγονος του Jenever δημιουργούνταν για χρόνια- ήδη από τον 13ο αιώνα- από αλχημιστές και μοναχούς σε πολλά μοναστήρια της Ευρώπης. Οι μοναχοί έφτιαχναν ένα «aqua vitae»- «νερό της ζωής»- το οποίο ήταν ένα απόσταγμα κυρίως από σίκαλη ή κριθάρι με ελαφριά συγκέντρωση αλκοόλ και αρωματισμένο με βότανα, τα οποία υποτίθεται ότι έκαναν καλό στην υγεία. Ένα βασικό βότανο που χρησιμοποιούσαν ήταν ο άρκευθος, ένα φυτό γνωστό στην Ελλάδα επίσης ως αγριοκυπαρίσσι. Το φυτό χρησιμοποιούνταν ήδη από την εποχή των Ρωμαίων αλλά και στο Μεσαίωνα καθώς θεωρούσαν ότι θεραπεύει σχεδόν… τα πάντα: από βήχα και κρυολόγημα μέχρι πόνους, καταπονήσεις και κράμπες. Με την έγχυση αρκεύθου στο aqua vitae τους, οι πρώτοι αλχημιστές και μοναχοί πίστευαν ότι το ποτό τους θα μπορούσε να προσφέρει καλή υγεία και να προστατεύσει όσους το έπιναν από διάφορες ασθένειες. Φυσικά, οι άνθρωποι δεν άργησαν να αρχίσουν να το πίνουν απλώς για να… περάσουν καλά.

Στην Φλάνδρα ωστόσο τον 17ο αιώνα δημιουργήθηκε το ποτό Jenever (τζενίβερ). Επρόκειτο για ένα απόσταγμα βύνης αρωματισμένο με καρπούς από το φυτό άρκευθο. Άλλωστε και το όνομά του Jenever προέρχεται από την ολλανδική λέξη για το φυτό άρκευθο. Αρχικά ήταν ένα φαρμακευτικό απόσταγμα με 50% περιεκτικότητα σε αλκοόλ. Ο αρωματισμός με άρκευθο γινόταν κατά κύριο λόγο για να καλυφθεί η πικρή και άσχημη γεύση που προκαλούνταν από την κακής ποιότητας απόσταξη της εποχής.

Παραδοσιακά το σέρβιραν σε θερμοκρασία δωματίου, με λίγη ζάχαρη και ένα μικρό κουτάλι για ανακάτεμα. Στα μέσα του 17ου αιώνα, άρχισε να πωλείται στα φαρμακεία για τη θεραπεία προβλημάτων όπως πέτρες στα νεφρά, οσφυαλγία, πέτρες στη χολή και ουρική αρθρίτιδα. Το λικέρ μέχρι τα μέσα του αιώνα είχε γίνει διάσημο στην Ολλανδία και μάλιστα είχαν κατασκευαστεί περίπου 400 αποστακτήρια μόνο στο Άμστερνταμ.

Αυτό το φλαμανδικό «Jenever» χρησίμευσε τελικά ως πρότυπο για το αγγλικό τζιν έναν αιώνα αργότερα, το ποτό που όλοι ξέρουμε σήμερα.

Κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου (1618 – 1648), οι Βρετανοί στρατιώτες που πολεμούσαν στα ολλανδικά εδάφη ανακάλυψαν το «Jenever» και το μετέφεραν στην Αγγλία. Μάλιστα, ονόμαζαν το ποτό «Ολλανδικό θάρρος» καθώς έβλεπαν ότι οι Ολλανδοί στρατιώτες πριν βγουν στην μάχη έπιναν όλοι από ένα σφηνάκι του ποτού.

Φτάνοντας στην Αγγλία, το ποτό έγινε αμέσως διάσημο και για ευκολία άρχισε να αποκαλείται απλώς «τζιν». Οι Άγγλοι μπορούσαν να φτιάχνουν μόνοι τους το ποτό στο σπίτι και έγινε μια δημοφιλής εναλλακτική του πιο ακριβού μπράντι. Το τζιν έγινε ακόμα πιο δημοφιλές όταν η κυβέρνηση επέβαλε πολύ υψηλούς δασμούς στα εισαγόμενα ποτά και παράλληλα επέτρεψε την παραγωγή του τζιν χωρίς άδεια σε όλη τη χώρα. Μέχρι το 1720 υπολογίζεται ότι το ένα τέταρτο των νοικοκυριών στο Λονδίνο έφτιαχνε το δικό του τζιν, ενώ ταυτόχρονα ο νόμος βοήθησε τα βρετανικά αποστακτήρια έναντι των διεθνών ανταγωνιστών τους.

Στις αρχές του 18ου αιώνα, άνοιξαν χιλιάδες μαγαζιά τζιν και η χώρα μπήκε σε μια περίοδο που ονομάστηκε «η τρέλα του τζιν» (gin craze). Σε αντίθεση με το ακριβό γαλλικό μπράντι που έπινε η καλή κοινωνία, το τζιν θεωρήθηκε ένα «προτεσταντικό» ποτό τόσο για τους πλούσιους όσο και για τους φτωχούς και ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο  εξαιτίας της πολιτικής και θρησκευτικής σύγκρουσης μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας.

Φυσικά, σύντομα η παραγωγή του τζιν χωρίς άδεια και χωρίς καμία ασφάλεια μέσα στα σπίτια σύντομα οδήγησε την κατάσταση να ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Μέχρι το 1730 μόνο στο Λονδίνο υπήρχαν περίπου 7.000 μπαρ που πουλούσαν μόνο τζιν, ενώ υπολογίζεται ότι παράγονταν περίπου 35 εκατ. λίτρα του ποτού κάθε χρόνο. Πολύ απλά, όλοι έπιναν τζιν πολλές φορές μάλιστα χωρίς κανένα μέτρο. Σε όλη την επικράτεια επικράτησε μια τρέλα για το ποτό άνευ προηγουμένου που οδηγούσε από τη μια σε αύξηση της βίας από τους μεθυσμένους, αλλά και πολύ σοβαρά προβλήματα υγείας κυρίως λόγω της χαμηλής ποιότητας του ποτού που μπορούσε να βρει κανείς παντού ή ακόμα και να φτιάξει μόνος του

Έτσι, το τζιν κατηγορήθηκε ως η αιτία πίσω από μια σειρά κοινωνικών προβλημάτων, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης των ποσοστών θανάτων στο Λονδίνο. Μέσα σε έναν περίπου έναν αιώνα, το τζιν από «Θάρρος των Ολλανδών» απέκτησε πλέον το προσωνύμιο «Mother’s Ruin» κυρίως επειδή πάρα πολλές νέες γυναίκες εθίζονταν σε αυτό και συνέχιζαν να το πίνουν ακόμα και αν έμεναν έγκυες. Αυτό οδηγούσε φυσικά στη γέννηση παιδιών με προβλήματα. Παράλληλα, την εποχή αυτή η παιδική θνησιμότητα σε παιδιά έως 5 ετών αυξήθηκε κατακόρυφα και γι’ αυτό θεωρήθηκε υπαίτιο και πάλι το τζιν. Μάλιστα, μητέρες έδιναν στα παιδιά τους λίγο τζιν για να τα ηρεμήσουν κατι που είχε καταστροφικές συνέπειες γι’ αυτά.

Το γεγονός που προκάλεσε σοκ και έκανε την κοινωνία να αφυπνιστεί ήρθε το 1734. Μια γυναίκα ονόματι Τζούντιθ Ντούφουρ στραγγάλισε τον δύο ετών γιο της και πούλησε τα ρούχα του ώστε να μπορέσει να αγοράσει τζιν.

Το 1736, οι δικαστές του Μίντλσεξ κήρυξαν το τζιν ως «την κύρια αιτία όλων των κακών και της ακολασίας που διαπράττονται μεταξύ των ανθρώπων των κατώτερων τάξεων» και ο διάσημος καλλιτέχνης Γουίλιαμ Χόγκαρθ προώθησε αυτή την αντίληψη δημιουργώντας το περίφημο χαρακτικό του «Beer Street and Gin Lane» (1751) που απεικόνιζε μεθυσμένους άνδρες και γυναίκες να τσακώνονται, να παραμελούν τα παιδιά τους, να πεθαίνουν από την πείνα εξαιτίας του ποτού.


Έτσι, οι αρχές της Βρετανία άρχισαν να περνούν μια σειρά από νόμους, ώστε να θέσουν υπό έλεγχο την «τρέλα του τζιν». Μεταξύ άλλων επέβαλαν υψηλούς φόρους στους λιανοπωλητές και ανάγκασαν τους οινοπνευματοποιούς να πωλούν μόνο σε εξουσιοδοτημένους λιανοπωλητές. Παράλληλα, οι νόμοι ουσιαστικά απαγόρευαν την δημιουργία κακής ποιότητας ποτού.

Με τα χρόνια η ποιότητα του τζιν άρχισε να βελτιώνεται όλο και περισσότερο φτάνοντας στο σημερινό ποτό που απολαμβάνουν όλοι. Ωστόσο, και πάλι κάτι έλειπε για να… απογειώσει την απόλαυση του τζιν.

Είχε πλέον έρθει η ώρα για το τόνικ!

Η εφεύρεση του τόνικ

Τον 17ο αιώνα οι Ισπανοί κονκισταδόρες ανακάλυψαν ότι οι ιθαγενείς που ζούσαν στο σημερινό Περού χρησιμοποιούσαν τους φλοιούς ενός δέντρου, για να θεραπεύσουν πολλούς από τους «πυρετούς» τους. Οι ιθαγενείς έκοβαν τους φλοιούς, τους αποξήραιναν, τους έτριβαν και δημιουργούσαν μια πικρή σκόνη που κατανάλωναν. Το δέντρο αυτό δεν ήταν άλλο από την Κιγχόνη (Cinchona), ένα δέντρο που φύεται κυρίως στις Άνδεις, ενώ η σκόνη που παράγεται από τους φλοιούς του είναι η γνωστή σε όλους μας πλέον κινίνη ή κινίνο.

Οι Ευρωπαίοι σύντομα διαπίστωσαν ότι η σκόνη αυτή βοηθούσε ιδιαίτερα και στην ελονοσία, την ασθένεια που μάστιζε τον Παλιό Κόσμο και οι Ιησουίτες μοναχοί που είχαν πάει στο Περού προσηλυτίζοντας τους ντόπιους έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να ξεκινήσει η μαζική εξαγωγή του φλοιού της κιγχόνης στην Ευρώπη. Φυσικά, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό σήμαινε περισσότερη σκλαβιά και εκμετάλλευση για τους ιθαγενείς, αλλά και αποψίλωση των εδαφών.

Έτσι, η παραγωγή του κινίνου δεν ήταν ιδιαίτερα ακριβή, ενώ ως φάρμακο ήταν δραστικό, με ελάχιστες παρενέργειες συγκριτικά με άλλα σκευάσματα και γιατροσόφια της εποχής για την αντιμετώπιση της ελονοσίας. Σύντομα έγινε το πιο διαδεδομένο φάρμακο κατά της ασθένειας, ενώ χρησιμοποιούνταν και προληπτικά.

Το 1858 η βρετανική αυτοκρατορία κινήθηκε ανατολικά και πήρε υπό την εξουσία της την Ινδία. Πολλοί Βρετανοί άρχισαν πλέον να μεταβαίνουν στις Βρετανικές Ινδίες, όπου έβρισκαν ένα πιο θερμό και υγρό κλίμα και η ελονοσία απειλούσε συχνά όσους ζούσαν εκεί. Γι’ αυτό θεωρήθηκε απαραίτητο να λαμβάνουν όλοι προληπτικά δόσεις κινίνου καθημερινά. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι η σκόνη του κινίνου ήταν εξαιρετικά πικρή και γι’ αυτό η λύση που δόθηκε ήταν να αραιώνεται σε νερό μέσα στο οποίο πρόσθεταν και λίγη ζάχαρη. Με αυτό τον τρόπο δημιούργησαν μια πρώιμη, χειροποίητη εκδοχή του νερού τόνικ.

Το 1858 ο Βρετανός Έρασμος Μποντ κατοχύρωσε μια πατέντα για το πρώτο επίσημο τονωτικό νερό μαζικής παραγωγής, αφού εμπνεύστηκε από την κίνηση των Βρετανών στην Ινδία. Μάλιστα, τα πρώτα τονωτικά νερά ονομάζονταν γι’ αυτό το λόγο Indian tonic water, κάτι που το συναντάμε στις συσκευασίες ως σήμερα. Στο tonic water του συνδύασε το ανθρακούχο νερό με κινίνο ώστε να παρέχει έτοιμο το προϊόν στους πελάτες του. Αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετά χρόνια νωρίτερα ο Γερμανός Johann Jacob Schweppe (ιδρυτής της γνωστής εταιρίας Schweppes) ήταν ο άνθρωπος που κατάφερε να δημιουργήσει το πρώτο μη φυσικό ανθρακούχο νερό. Έπειτα από προσπάθειες έντεκα ετών κατάφερε να το πετύχει εισάγοντας ένα μείγμα κιμωλίας και θειικού οξέος σε φυσικό μεταλλικό νερό και δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο τεχνητό ανθρακικό.

Έτσι, ο Μποντ είχε στη διάθεσή του ως βάση αυτό το ανθρακούχο νερό για να δημιουργήσει το tonic water. Φυσικά, τα πρώτα tonic water περιείχαν μεγάλη ποσότητα κινίνου καθώς ως σκοπός τους ήταν κυρίως φαρμακευτικός. Περνώντας τα χρόνια η ποσότητα του κινίνου σε αυτό μειώθηκε, για να μην είναι τόσο πικρό ενώ προστέθηκαν και άλλα αρωματικά συστατικά. Έτσι, αν σήμερα θέλετε να προφυλαχθείτε από την ελονοσία θα πρέπει να πίνετε δεκάδες λίτρα tonic water κάθε μέρα, γι’ αυτό θα είναι καλύτερο να προτιμήσετε άλλα πιο αποτελεσματικά φάρμακα που υπάρχουν πλέον για το λόγο αυτό! Από το 2006 εξάλλου ο ΠΟΥ έχει αποσύρει επίσημα το κινίνο ως προληπτικό/θεραπευτικό μέσο για την ελονοσία και το έχει αντικαταστήσει με άλλα φάρμακα.

Η εφεύρεση του τζιν τόνικ

Φτάνοντας τελικά στη δημιουργία του ξεχωριστού αυτού κοκτέιλ θα πρέπει να ταξιδέψουμε και πάλι ως τις Βρετανικές Ινδίες. Οι Βρετανοί στρατιώτες προσπαθώντας να κάνουν ακόμα πιο εύκολη την κατάποση του κινίνου δεν αρκέστηκαν μόνο στην ανάμειξή του με νερό και ζάχαρη. Κάποιοι το πήγαν ακόμα πιο πέρα και πρόσθεσαν σε αυτό και λίγο τζιν, το αγαπημένο ποτό πλέον των Βρετανών που τους παρεχόταν από τον ίδιο τον στρατό. Έτσι, διαπίστωσαν ότι το ποτό εξομάλυνε ακόμα περισσότερο την πικράδα του κινίνου.

Το τζιν τόνικ μόλις είχε γεννηθεί. Όταν ο Μποντ δημιούργησε το πρώτο tonic water έκανε την διαδικασία ακόμα και πιο εύκολη και σύντομα το νέο κοκτέιλ ταξίδεψε ως την Βρετανία ενθουσιάζοντας τους πάντες. Πλέον το τζιν τόνικ ήταν το αγαπημένο ποτό των Βρετανών, ενώ το κοκτέιλ «κατέκτησε» και την άλλη πλευρά του Ατλαντικού κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι Αμερικανοί στρατιώτες πολεμούσαν στην Ευρώπη.

Διάσημη έχει μείνει και η φράση του Ουίνστον Τσόρτσιλ με την οποία εξύμνησε το κοκτέιλ: «Το τζιν με τόνικ έχει σώσει περισσότερες ζωές και μυαλά Άγγλων από όλους τους γιατρούς της αυτοκρατορίας».