Τα «ορφανά του Τιτανικού»


Η ιστορία του Μισέλ και του Εντμόντ Ναβρατίλ που επέζησαν από το ναυάγιο. Ο πρώτος θα γινόταν ο μακροβιότερος άντρας επιζών της τραγωδίας

Ο γάμος του Μισέλ Ναβρατίλ με την Μαρσέλα Καρέτο είχε καταρρεύσει. Αυτός ένας Σλοβάκος μετανάστης, ο οποίος εργαζόταν ως ράφτης και αυτή Ιταλίδα. Γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν στο Λονδίνο για να μεταναστεύσουν αργότερα στη Νίκαια της Γαλλίας. Εκεί γεννήθηκε το 1908 ο πρώτος τους γιός, ο Μισέλ τζούνιορ και δύο χρόνια μετά ο δεύτερος, ο Εντμόντ.

Το 1912 το ζευγάρι είχε πάρει και επίσημα διαζύγιο και η επιμέλεια των παιδιών είχε δοθεί προσωρινά στη μητέρα. Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά για τον Μισέλ Ναβρατίλ ο οποίος ήταν έτοιμος να χρεοκοπήσει. Πήρε λοιπόν μια μεγάλη απόφαση, θα έκανε μια νέα αρχή στον… Νέο Κόσμο.

Η απαγωγή

Την Δευτέρα του Πάσχα του 1912 τα παιδιά πέρασαν τη μέρα με τον πατέρα τους. Δεν τα επέστρεψε όμως ως όφειλε στη μητέρα τους. Είχε ήδη αγοράσει στο Μόντε Κάρλο τρία ακτοπλοϊκά εισιτήρια και ήταν αποφασισμένος να πάρει τα παιδιά μαζί του στην Αμερική. Η ιστορία τους δεν θα γινόταν γνωστή αν τα εισιτήρια αυτά δεν ήταν της εταιρίας White Star Line και αν το καράβι δεν ήταν ο Τιτανικός.

Στις 10 Απριλίου ο Μισέλ Ναβρατίλ και τα δύο αγόρια πήγαν στο λιμάνι του Σαουθάμπτον και επιβιβάστηκαν στη δεύτερη θέση του καραβιού. Ο Ναβρατίλ ταξίδευε με κλεμμένο διαβατήριο και το όνομα Λούις Μ.Χόφμαν. Τα παιδιά εγγράφηκαν ως Τζον και Φρεντ και ο Ναβρατίλ έλεγε πως είναι χήρος.

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού πατέρας και γιοί χωρίστηκαν μόνο μια φορά. Ήταν όταν ο Ναβρατίλ έπαιξε για λίγες ώρες χαρτιά και τα αγόρια πρόσεχε μια γυναίκα επ ονόματι Μπέρθα Λέμαν, η οποία μιλούσε γαλλικά.

«Δεν θυμάμαι να φοβάμαι»

Στις 23:40 της 14ης Απριλίου 1912 ο Τιτανικός συγκρούστηκε με παγόβουνο. Ο Ναβρατίλ, μαζί με έναν άλλο άντρα, μπαίνει στην καμπίνα και ξυπνά τα παιδιά. Καταφέρνει να βάλει τον Μισέλ και τον Εντμόντ στην τελευταία σωσίβια λέμβο που καθελκύσθηκε επιτυχώς.

«Δεν θυμάμαι να φοβάμαι. Θυμάμαι ότι ήμουν χαρούμενος που μπήκα στη βάρκα. Καταλήξαμε με την κόρη ενός Αμερικάνου τραπεζίτη που είχε καταφέρει να σώσει και το σκυλί της. Κανείς δεν έφερε αντίρρηση. Αργότερα συνειδητοποίησα ότι αν δεν ήμασταν στην δεύτερη θέση θα είχαμε πεθάνει» θα πει ο Μισέλ τζούνιορ.

Το τέλος του Μισέλ Ναβρατίλ

Ο πατέρας τους δεν μπήκε στη βάρκα. Το παγωμένο πτώμα του βρέθηκε αργότερα από το πλοίο «Mackay-Bennett». Στην τσέπη του είχε ένα περίστροφο και το κλεμμένο διαβατήριο. Λόγω του εβραϊκού επιθέτου τον έθαψαν σε ένα εβραϊκό νεκροταφείο στο Χάλιφαξ στη Νόβα Σκότια του Καναδά. Ο Μισέλ τζούνιορ, ο οποίος τότε ήταν περίπου τεσσάρων ετών, υποστηρίζει ότι ο πατέρας του του έδωσε ένα μήνυμα πριν τους αποχαιρετήσει. «Μου είπε: Παιδί μου όταν η μητέρα σας έρθει για εσάς, όπως σίγουρα θα κάνει, πες της ότι την αγάπησα πολύ και ακόμα την αγαπώ. Πες της ότι ήθελα να μας ακολουθήσει ώστε να ζήσουμε όλοι μαζί ευτυχισμένοι στην ειρήνη και την ελευθερία του Νέου Κόσμου» θα υποστηρίξει ο Μισέλ τζούνιορ.

«Τα παιδιά απαντούν μόνο oui»

Ενώ βρίσκονταν στη σωσίβια λέμβο ο επιβάτης της πρώτης θέσης, Χιου Γούλνερ έδινε στα παιδιά μπισκότα για να μην πεινούν. Τελικά τη βάρκα βρήκε το πλοίο «Καρπάθια» και όλοι οι επιβαίνοντες διασώθηκαν. Τα παιδιά όμως δεν μιλούσαν αγγλικά και δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν. Τα αποκαλούσαν τα «ορφανά του Τιτανικού». Η Μάργκαρετ Χέις, η οποία ταξίδευε στην πρώτη θέση και διασώθηκε, πήρε τα παιδιά στο σπίτι της καθώς μιλούσε γαλλικά.

Στις 22 Απριλίου 1912 η εφημερίδα Evening World δημοσίευσε άρθρο με την ιστορία των παιδιών και φωτογραφία τους. Στο κείμενο τονίζεται ότι τα παιδιά απαντούν μόνο με ένα «oui» (ναι) και δεν μπορούν να δώσουν πληροφορίες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στο να εντοπιστούν συγγενείς τους. Επισημαίνεται επίσης ότι ήδη κάποιες οικογένειες είχαν εκφράσει την επιθυμία να υιοθετήσουν τα αγόρια καθώς η Μάργκαρετ Χέις τα κρατούσε προσωρινά με την ελπίδα να βρεθούν οι δικοί τους. Σε φωτογραφία που κυκλοφόρησε στον Τύπο της εποχής αναφέρονται, προφανώς λανθασμένα, τα ονόματα Λούις και Λόλα.

Η επανένωση

Στη Γαλλία η Μαρσέλα Καρέτο αναζητούσε τα παιδιά της. Δεν γνώριζε φυσικά ότι είχαν επιβιβαστεί στο μοιραίο πλοίο. Η ιστορία όμως των «ορφανών του Τιτανικού» πέρασε τον Ατλαντικό και δημοσιεύθηκε και στον γαλλικό Τύπο. Η Μαρσέλα είδε τη φωτογραφία και αναγνώρισε τους γιούς της. Στις 16 Μαΐου 1912, στη Νέα Υόρκη, τα παιδιά βρέθηκαν και πάλι με τη μητέρα τους και η επανένωση της οικογένειας φυσικά έγινε θέμα στον Τύπο. Επέστρεψαν στη Γαλλία με ένα άλλο πλοίο της White Star Line, τον «Ωκεανικό».

Ο τελευταίος επιζών

Ο Εντμόντ Ναβρατίλ εργάστηκε ως αρχιτέκτονας και οικοδόμος. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου κατατάχθηκε στον γαλλικό στρατό και αιχμαλωτίστηκε από τις γερμανικές δυνάμεις. Παρότι κατάφερε να δραπετεύσει «κληρονόμησε» πολύ σοβαρά προβλήματα υγείας και πέθανε το 1953 σε ηλικία 43 ετών. Η μητέρα των αγοριών θα πεθάνει το 1974.

Ο Μισέλ σπούδασε φιλοσοφία και το 1933 παντρεύτηκε την συμφοιτήτρια του Σαρλόt Λεμποντί-Μπλενκ με την οποία απέκτησε δύο κόρες. Το 1987 επέστρεψε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ μετά το 1912 για να συμμετέχει σε τελετή μνήμες για τα 75 χρόνια από το ναυάγιο. Το 1996, μαζί με άλλους επιζώντες, ταξίδεψε στο σημείο που βυθίστηκε ο «Τιτανικός» και την ίδια περίοδο επισκέφθηκε τον τάφο του πατέρα του στο Χάλιφαξ. Το 1997 είδε την ταινία του Τζέιμς Κάμερον για την ιστορία του «Τιτανικού» και όπως θα πει η κόρη του Ελίζαμπεθ «συγκινήθηκε αλλά και ενθουσιάστηκε γιατί θυμήθηκε εικόνες από το ταξίδι». Βλέποντας τις σκηνές με τους επιβάτες να πεθαίνουν στο παγωμένο νερό είπε: «Ελπίζω ο πατέρας μου να μην υπέφερε για πολύ πριν πεθάνει».

Ο Μισέλ Ναβρατίλ έζησε στο Μονπελιέ ως το τέλος της ζωής του. Πέθανε στις 30 Ιανουαρίου 2001 σε ηλικία 92 ετών και ήταν ο τελευταίος άντρας επιζών του ναυαγίου του «Τιτανικού».