Όταν ο Χουάν Ολγάδο βρέθηκε άγρια δολοφονημένος μέσα στο πρατήριο καυσίμων που εργαζόταν, ο πατέρας του ορκίστηκε να βρει τους δράστες. Τελικά έφτασε σε απίστευτα άκρα, όπως θα δηλώσει ο ίδιος
Ήταν 04:30 το πρωί της 22ας Νοεμβρίου
1995 όταν ένας οδηγός ταξί σταμάτησε σε ένα πρατήριο καυσίμων στην γειτονιά Λα
Κοστάνσια του Χερέθ. Σταμάτησε στην αντλία νούμερο ένα και έβαλε το ακροφύσιο
στο αυτοκίνητο του. Η αντλία όμως δεν ενεργοποιήθηκε από τον υπάλληλο. Τον
αναζήτησε και είδε πως η πόρτα του κτιρίου ήταν σπασμένη. Το πάτωμα ήταν γεμάτο εφημερίδες και περιοδικά. Στους τοίχους υπήρχαν σημάδια από αίμα. Έτρεξε
σε ένα καρτοτηλέφωνο και ειδοποίησε τις αρχές.
Όταν η αστυνομία έφτασε εντόπισε ένα…
μονοπάτι αίματος που οδηγούσε σε ένα γραφείο. Η πόρτα όμως δεν άνοιγε και αναγκάστηκαν
να τη σπάσουν. Μέσα βρήκαν έναν νεαρό άντρα. Πεσμένος στο πάτωμα αιμορραγούσε αλλά ανέπνεε ακόμα.
Το ασθενοφόρο έφτασε λίγα λεπτά μετά. Το ιατρικό προσωπικό προσπάθησε να
κρατήσει τον νεαρό στη ζωή όμως στις 04:45 ο Χουάν Ολγάδο ήταν νεκρός.
Λίγο μετά τις 05:00 ο Μανουέλ Μπουιτραγό
έφτασε στο σημείο. Ο 41χρονος ήταν ο υπεύθυνος της βάρδιας και τέθηκε
επικεφαλής της έρευνας παρότι δεν είχε αναλάβει ξανά υπόθεση δολοφονίας. Τα πρώτα
ευρήματα ήταν ένα ματωμένο κουτί χυμού, ένα κουμπί από αδιάβροχο και ένα μενταγιόν
με το ζώδιο της Παρθένου. Η σήμανση συνέλεξε 23 δαχτυλικά αποτυπώματα.
Ο άπειρος Μπουιτραγό δεν απομόνωσε το
σημείο της δολοφονίας και μέσα σε λίγη ώρα κυριαρχούσε μια κατάσταση απολύτως
χαώδης. Αστυνομικοί, νοσοκόμοι, δημοσιογράφοι και υπάλληλοι της σήμανσης. Οι ερευνητές
συνέλεξαν κάποια από τα στοιχεία χωρίς καν να φορούν γάντια.
30 μαχαιριές
Στις 17:50 ιατροδικαστής έκανε την
πρώτη αυτοψία στο σώμα του θύματος. Διαπίστωσε ότι είχε συνολικά 30 τραύματα
από μαχαίρι. Κάποια επιφανειακά στα χέρια και το πρόσωπο αλλά και κάποια βαθιά
στο στήθος και στους μηρούς. Αποφάνθηκε ότι τον είχαν δολοφονήσει με μαχαίρι 18
εκατοστών σαν αυτό που στην Ισπανία χρησιμοποιούν για να κόψουν αλλαντικά.
O Μπουιτραγό έκρινε ότι οι δράστες πρέπει να ήταν δυο ή περισσότεροι και σίγουρα άντρες. Η ταμειακή μηχανή έδειξε ότι κάποιος είχε αγοράσει
τον χυμό και ένα πακέτο τσιγάρα στις 04:02, περίπου μισή ώρα πριν βρεθεί ο
Χουάν Ολγάδο. Δεν υπήρχαν κάμερες ασφαλείας ή μάρτυρες.
Με δεδομένο ότι ο Χουάν είχε τραύματα (και)
στο πίσω μέρος των ποδιών του οι αρχές έφτασαν στο συμπέρασμα ότι οι δράστες
τον περικύκλωσαν και τον έριξαν στο πάτωμα. Ο Χουάν κατάφερε να μπει στο γραφείο
αλλά οι δράστες τον ακολούθησαν και συνέχισαν να τον μαχαιρώνουν. Δεν υπήρχε κάποιο
προφανές κίνητρο. Ο 26χρονος δεν έχει απασχολήσει ποτέ τον νόμο. Η ειρωνεία της
τύχης είναι ότι ο Χουάν είχε αλλάξει βάρδια εκείνο το βράδυ με έναν συνάδελφο
του.
Ο Μπουιτραγό πίστευε ότι ο νεαρός
έπεσε θύμα ομάδας τοξικομανών που ήθελαν να τον ληστέψουν. Ο τρόπος που είχαν κινηθεί
και το γεγονός ότι δεν είχαν καταφέρει να ανοίξουν το χρηματοκιβώτιο έδειχνε
ερασιτέχνες. Είχαν πάρει κάποια πράγματα και μόλις 70.000 πεσέτες (περίπου 500
ευρώ) από το ταμείο.
Έπρεπε να περάσουν πάνω από 40 μέρες
για να συλληφθούν οι πρώτοι ύποπτοι. Ήταν τρεις σεσημασμένοι για ληστείες τοξικομανείς. Μήνες μετά θα ακολουθούσε η σύλληψη κι ενός τέταρτου.
Όλοι υποστήριξαν ότι δεν έχουν καμία ανάμειξη στην υπόθεση. Στις 15 Φεβρουαρίου
1996 οι αρχές υποστήριξαν πως πλέον η υπόθεση έχει λυθεί.
«Η δολοφονία του Χουάν θα με οδηγούσε σε απίστευτα άκρα».
«Ποτέ δεν περίμεναν ότι θα συμβεί κάτι
τέτοιο σε εμένα» λέει ο πατέρας του Χουάν, Φρανθίθκο Ολγάδο και θα συνεχίσει: «Ήμουν
ένας απλός άνθρωπος με μια κλασική μεσοαστική οικογένεια. Με την Αντόνια είχαμε
τρεις παιδιά και εργαζόμουν σε τράπεζα. Η δολοφονία του Χουάν θα με οδηγούσε σε
απίστευτα άκρα».
Με τις ισπανικές αρχές να μην μπορούν
να λύσουν τελικά την υπόθεση ο Ολγκάδο ξεκίνησε τον προσωπικό του αγώνα να
εντοπίσει τους δολοφόνους του γιού του. Για περίπου δύο δεκαετίες αυτό το
κυνήγι για δικαιοσύνη θα κυριαρχούσε απόλυτα στη ζωή του.
Εβδομάδες μετά τη δολοφονία η
οικογένεια ήταν οργισμένη και απογοητευμένη από το γεγονός ότι η αστυνομία
αδυνατούσε να τους δώσει απαντήσεις. Στις 21 Δεκεμβρίου 1995 οργάνωσαν μια πορεία
στο Χερέθ. Πάνω από 3.000 άτομα συγκεντρώθηκαν ζητώντας δικαιοσύνη. Οι
συλλήψεις άλλαξαν για λίγο το κλίμα αλλά όταν οι ύποπτοι αποφυλακίστηκαν με
εγγύηση η οργή επέστρεψε.
Άρχισε να γίνεται φανερό ότι η έρευνα
για τον φόνο ήταν ουσιαστικά μια καταστροφή. «Μπήκαν στην σκηνή του εγκλήματος
σαν ταύροι σε υαλοπωλείο» θα παραδεχθεί αργότερα ο διοικητής της αστυνομίας του
Χερέθ, Φερνάντεθ Μοντερούμπιο.
Τον Φθινόπωρο του 1996 ερευνητές από τη Σεβίλλη ήρθαν για να βοηθήσουν στην υπόθεση. Διαπίστωσαν ότι τα λάθη που είχαν γίνει ήταν τεράστια. Το κουτί του χυμού με το αίμα είχε χαθεί ενώ πολλές από τις καταθέσεις μαρτύρων έγιναν υπό απειλή.
Η υπόσχεση
«Με όλα όσα διάβαζα και μάθαινα είχα
χάσει την εμπιστοσύνη μου στις αρχές. Πήγα στον τάφο του παιδιού μου και του έδωσα μια υπόσχεση. Του είπα ότι θα φροντίσω να βρεθούν οι ένοχοι ό,τι και αν
χρειαζόταν να κάνω, όποιες και αν ήταν οι συνέπειες» λέει ο Φρανθίθκο Ολγάδο.
Θα κρατούσε αυτή την υπόσχεση…
Από τις αρχές του 1997, δύο χρόνια
μετά τον φόνο, θα ξεκινούσε η διπλή ζωή του. Όταν επέστρεφε από την τράπεζα
άλλαζε ρούχα και περιφερόταν στην Ρομπετσαπίνες, στην πλέον κακόφημη γειτονιά
του Χερέθ. Μέχρι τα ξημερώματα θα πήγαινε σε μπαρ και πορνεία και θα μιλούσε με
εμπόρους ναρκωτικών και προαγωγούς.
Όσο περνούσε ο καιρός γινόταν πιο οργανωμένος
και «κυνηγούσε» στοιχεία που είτε διάβαζε στον Τύπο, είτε έπαιρνε από φίλους
του αστυνομικούς. «Μιλούσα με ναρκομανείς και τους έδινα τσιγάρα ή ηρεμιστική
χάπια που μου είχε γράψει ο γιατρός μου μετά τη δολοφονία του Χουάν. Είχα μαζί
μου μια πλαστική σακούλα με ένα μικρό μαγνητόφωνο Sanyo και
κατέγραφα τα πάντα» λέει ο Ολγάδο. Πολλές φορές τον αναγνώριζαν, κάποιες άλλες βρέθηκε
σε κίνδυνο όπως στην περίπτωση που ένας έμπορος ναρκωτικών τον απείλησε με ένα
τρυπάνι για να σταματήσει να κάνει ερωτήσεις.
Τα Σαββατοκύριακα τα περνούσε ακούγοντας
τις ηχογραφήσεις του. Δεν περνούσε πλέον καθόλου χρόνο με την οικογένεια του.
Μεταμφιεσμένος στον υπόκοσμο
Ένα απόγευμα στα τέλη του 1997, σε ένα
καφέ στην περιοχή Ασουνθιόν, τον πλησίασε έναν ψηλόλιγνος άντρας. Του συστήθηκε
ως Πέπε ελ Χιτάνο (ο τσιγγάνος) και του είπε ότι έχει σημαντικές πληροφορίες
για τη δολοφονία του Χουάν. Του ζήτησε να συναντηθούν κάπου άλλου. Ο Ολγάδο πήγε στο ραντεβού αλλά ο Πέπε δεν εμφανίστηκε.
«Αυτή η υπόθεση με έκανε να σκεφτώ ότι στον υπόκοσμο οι άνθρωποι εμφανίζονται
και εξαφανίζονται ξαφνικά» λέει.
Στα τέλη Μαρτίου του 1998 πήγε σε μια
κλινική μεθαδόνης. Με δερμάτινο μπουφάν, γυαλιά ηλίου και μια φτηνή περούκα
παρουσιάστηκε ως Πέπε και άρχισε να λέει στους τοξικομανείς ότι προσφέρει 50.000
πεσέτες σε όποιον βρει τον σκύλο του Ρούφο που έχει χαθεί. Ήθελε έτσι να βρει
στοιχεία για τους τέσσερις υπόπτους που είχαν συλληφθεί και θα δικάζονταν. «Δεν
εμπιστευόμουν την αστυνομία και πίστευα ότι δεν μπορεί να βρει τα στοιχεία για
να τους καταδικάσει» τονίζει.
Δύο από τους υπόπτους παρέμεναν στη
φυλακή για άλλα εγκλήματα και ο ένας είχε εξαφανιστεί. Ο Ολγάδο εστίασε στον Πέδρο
Ασένσιο ο οποίος έμενε με τον τυφλό πατέρα του στην Ασουνθιόν του Χερέθ. Ο 35χρονος
είχε μεγάλο μητρώο με μικροκλοπές και όσοι τον γνώριζαν μιλούσαν για έναν
άνθρωπο απρόβλεπτο και βίαιο.
Ο Ολγάδο εντόπισε τον 35χρονο Ασένσιο
στην κλινική μεθαδόνης. «Έτρεμε από το στερητικό σύνδρομο και του πρόσφερα
τσιγάρο κι ένα χάπι. Πιάσαμε κουβέντα και του είπα ότι μπορώ να του βρω
ναρκωτικά αν ήθελε» θυμάται ο Ολγάδο.
Έχτισε μια σχέση με τον Ασένσιο ο
οποίος δεν υποπτευόταν κάτι. Όπως θα πει ο ίδιος αργότερα «ο Πέπε μού προσέφερε
ακριβώς αυτό που έψαχνα». Ο Ολγάδο (σαν Πέπε) του είπε ότι έχει επαφές με μια
ισχυρή συμμορία που διακινεί κοκαΐνη. Πλήρωσε μάλιστα έναν ναρκομανή για να
παριστάνει τον σύνδεσμό του Πέπε με τη συμμορία.
Δύο μήνες μετά την πρώτη του συνάντηση
ο Ασένσιο αποκάλυψε στον Ολγάδο ότι πίστευε πως οι συγκατηγορούμενοι του,
Ντομίνγο Γκόμεθ και Φρανθίθκο Εσκαλάντε εμπλέκονταν στην δολοφονία του Χουάν. Ο
Ασένσιο υποστήριξε πως, λίγες μέρες μετά τον φόνο, είχε δει τον Γκόμεθ να δίνει κάποια ματωμένα
ρούχα στον Εσκαλάντε για να τα πετάξει. «Όταν ο Εσκαλάντε είδε την σακούλα
τρόμαξε και άρχισε να φωνάζει στον Γκόμεθ να την ξεφορτωθεί» θα ακουστεί να
λέει ο Ασένσιο σε μια από τις ηχογραφήσεις.
Μέχρι τα μέσα του 1998 ο «Πέπε» και ο
Ασένσιο είχαν φτάσει στο σημείο να συναντιούνται 2-3 φορές την εβδομάδας. «Μια
μέρα ήρθε και μου είπε ότι θα σκότωνε τον πατέρα του Χουάν Ολγάδο, δηλαδή
εμένα. Μου είπε ότι άκουσε μια φήμη πως ο Φρανθίθκο Ολγάδο είχε αγοράσει όπλο
και τον κυνηγούσε να τον σκοτώσει. Ήθελε να τον προλάβει. Του πρότεινα να το
κάνω εγώ για να μην ενοχοποιηθεί περισσότερο. Έσωσα τη ζωή μου με το να προσφερθώ
να με σκοτώσω» θυμάται ο Φρανθίθκο Ολγάδο.
Ο Ολγάδο παραιτήθηκε από την τράπεζα
καθώς το κυνήγι για τους δράστες της δολοφονίας του γιού του τού είχε γίνει
εμμονή. Η οικογένεια του διαλυόταν και έπαιρνε μόνιμα αντικαταθλιπτικά. Ο μόνος
που γνώριζε τη δράση του, πέραν της συζύγου και των παιδιών του, ήταν ο δικηγόρος του Πέδρο Κοσάνο.
Η δίκη
Πριν ξεκινήσει η δίκη ο Ολγάδο κάθισε
με τον Κοσάνο και άκουσαν όλες τις ηχογραφήσεις εντοπίζοντας τα στοιχεία που περιείχαν
και θα μπορούσαν να συμβάλουν στην καταδίκη των ενόχων.
Στις 11 Ιανουαρίου 1999 οι τέσσερις
κατηγορούμενοι κάθισαν στο εδώλιο του δικαστηρίου στο Κάντιθ. Ο Ασένσιο δήλωσε
αθώος και ο Κοσάνο τον ρώτησε: «Γνώριζες το πρόσωπο με το όνομα Πέπε το οποίο
στην πραγματικότητα είναι ο πατέρας του
Χουάν Ολγάδο;»
Ο Ασένσιο πάγωσε αλλά είπε ότι δεν τον
γνώριζε. Ο Κοσάνο όμως αποκάλυψε ότι υπάρχουν ηχογραφημένες συζητήσεις τους. Οι
κασέτες έγιναν ζήτημα διαμάχης και κρίσιμο στοιχείο της δίκης. Οι κατήγοροι
γνώριζαν ότι τα στοιχεία που είχαν ελλιπέστατα και η υπεράσπιση πως οι
ηχογραφήσεις ιδιαίτερα επιβαρυντικές για τους πελάτες της. Την τέταρτη μέρα της
δικής ο πρόεδρος ανακοίνωσε ότι οι κασέτες δεν θα γίνουν δεκτές ως στοιχείο.
Όταν οι λεπτομέρειες έγιναν γνωστές η
εφημερίδα «El Mundo» έγραψε ένα άρθρο για τον Ολγάδο με τίτλο «Padre Coraje». Μέσα σε
λίγες ώρες είχε γίνει ένας ήρωας για την Ισπανία. Η δημοσιότητα φάνηκε να
επηρεάζει τον Ολγάδο που δεν μπορούσε να διαχειριστεί το γεγονός ότι όλοι
ζητούσαν μια συνέντευξη του.
Η δίκη όμως προχωρούσε και 9
Φεβρουαρίου 1999 η ετυμηγορία ανακοινώθηκε. Όλοι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν
αθώοι.
Ρήξη στην οικογένεια
Ο Φρανθίθκο Ολγάδο αντέδρασε με οργή. Στις
20 Φεβρουαρίου κλείστηκε μέσα στο πρατήριο καυσίμων που δολοφονήθηκε ο Χουάν
και απείλησε να βάλει φωτιά. Στη συνέχεια έβγαινε με σπρέι στους δρόμους του
Χερέθ και έγραφε συνθήματα ζητώντας δικαιοσύνη. Η ίδια η σύζυγος του στράφηκε
εναντίον του και άρχισε να λέει πως η δημοσιότητα τον οδήγησε στην παράνοια.
Η οριστική ρήξη ήρθε στις αρχές του
2000 όταν ο Ολγάδο υπέγραψε με το κανάλι Antena 3 για να κάνει μια σειρά με θέμα τον θάνατο
του Χουάν. Πήρε 7εκατ. πεσέτες (36.000 ευρώ) με την Αντονία (φωτό πάνω) να λέει: «Εκπόρνευσε
τον θάνατο του ίδιου του γιου».
Το 2000 το ανώτερο δικαστήριο της Ισπανίας
έκανε δεκτό το αίτημα της οικογένειας Ολγάδο για επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Αυτή τη φορά οι ηχογραφήσεις έγιναν δεκτές. Η δική ξεκίνησε τον Οκτώβριο του
2003 στην ίδια αίθουσα που είχε πραγματοποιηθεί και η πρώτη. Οι κατηγορούμενοι
αθωώθηκαν και πάλι καθώς οι ηχογραφήσεις δεν κατάφεραν να προσφέρουν κάποιο
συμπαγές ενοχοποιητικό στοιχείο.
Το 2004 ο Φρανθίθκο και η Αντόνια
Ολγάδο χώρισαν και επίσημα. Τα παιδιά στάθηκαν δίπλα στη μητέρα τους και έκοψαν
τις επαφές τους με τον πατέρα τους. Το 2006 το ανώτατο δικαστήριο απέρριψε νέο
αίτημα για δίκη και η Αντόνια έκανε για ένα διάστημα απεργία πείνας.
Επιμονή και μερική δικαίωση
Σταδιακά ο Τύπος έχασε το ενδιαφέρον
του για την υπόθεση και ο Ολγάδο έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατηθεί κάτω από
τα φώτα της δημοσιότητας. «Είναι πλέον εθισμένος» θα πουν κάποιοι, «Δεν ήθελα
να ξεχάσουν το παιδί μου» θα υποστηρίξει ο ίδιος.
Στις 13 Δεκεμβρίου 2008 στάθηκε με ένα
πανό στις σιδηροδρομικές γραμμές σε έναν περιφερειακό σταθμό της Βαρκελώνης.
Έμεινε εκεί για 40 λεπτά. Έναν μήνα
μετά εισέβαλε στο παιχνίδι της Πριμέρα μεταξύ Χερέθ και Τενερίφη. Κρατούσε το
ίδιο πανό και ένα λευκό γαρύφαλλο.
Τον Μάιο του 2009 η υπόθεση της δολοφονίας
έκλεισε την υπόθεση του Χουάν λόγω έλλειψης νέων στοιχείων. Ο Φρανθίθκο Ολγάδο όμως
συνέχισε. Το 2015 έκανε μια πορεία 600χλμ προς τη Μαδρίτη φορώντας ένα
μπλουζάκι με το πρόσωπο του γιού του. Ήταν πλέον 71 ετών και αντιμετώπιζε
προβλήματα με την καρδιά του. Η υπόθεση πλέον πλησίαζε τον χρόνο παραγραφής των
20 ετών και ο Ολγάδο ήξερε ότι τα περιθώρια είχαν στενέψει.
Τον Οκτώβριο του 2015 ο υπουργός
δικαιοσύνης, Ράφαελ Καταλά τον δέχθηκε στον γραφείο του. Συμφώνησε να δώσει την
υπόθεση στην ομοσπονδιακή αστυνομία για να την ερευνήσει. Μέσα σε λίγες μέρες
κατάφεραν να βρουν το στοιχείο που οι υπόλοιποι δεν είχαν εντοπίσει για
δεκαετίες. Ένα αποτύπωμα στο ματωμένο κουτί του χυμού, το οποίο ήταν «ορφανό»,
αποδείχθηκε ότι ανήκει στον Αγκουστίν Μοράλες, ο οποίος είχε εκτενέστατο
ποινικό μητρώο και έμενε κοντά στο πρατήριο καυσίμων. Ο Μοράλες όμως είχε
πεθάνει το 2006.
Όλα τα αποτυπώματα και το αίμα που
είχε βρεθεί στη σκηνή του εγκλήματος αναλύθηκαν ξανά. Τα ρούχα που φορούσε ο
Χουάν είχαν πλέον χαθεί. Στο τέλος του 2016 ανακοινώθηκε ότι η νέα έρευνα δεν οδήγησε
κάπου.
Παρά το νέο αδιέξοδο ο Φρανθίθκο Ολγάδο
αρνείται να συμβιβαστεί. «Πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος και θα τον βρω» λέει
παρότι ξέρει ότι το τέλος είναι κοντά. Η υγεία του είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένη.
Σκοπεύει να τηρήσει την υπόσχεση που έδωσε στον νεκρό γιό του μέχρι την
τελευταία μέρα της ζωής του, ακόμα και αν δεν αποδοθεί στο τέλος δικαιοσύνη.
Επίλογος
Ο Χουάν Ολγάδο ήταν 26 ετών όταν
δολοφονήθηκε άγρια ενώ εργαζόταν. Όσοι τον γνώριζαν μιλούν για έναν εργατικό
και χαρούμενο νέο, με μεγάλο ταλέντο στο ποδόσφαιρο και ιδιαίτερη σχέση με τη θρησκεία.
Σχεδίαζε να παντρευτεί τη σύντροφο του και έκανε σχέδια για το μέλλον. Σε
ημερολόγιο που κρατούσε είχε γράψει «αγάπα τον συνάνθρωπο σου τόσο ώστε να
είσαι έτοιμος να πεθάνεις γι’ αυτόν».