Πώς η Ρωσία πούλησε την Αλάσκα στις ΗΠΑ

Μια μέρα σαν σήμερα το 1867 οι ΗΠΑ αγόρασαν την Αλάσκα από τους Ρώσους για 7,2εκατ. δολάρια

Πριν από 156 χρόνια, στις 30 Μαρτίου 1867, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Γουίλιαμ Σιούαρντ και ο Ρώσος απεσταλμένος βαρόνος Εντουάρτ ντι Στόεκλ συναντήθηκαν στην πόλη Σίτκα της Αλάσκας, η οποία ήταν τότε γνωστή ως «Νέος Αρχάγγελος». Σε μια εποχή που ακόμα ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν ακόμα μια άγνωστη λέξη, Ρωσία και ΗΠΑ έδωσαν τα χέρια και υπέγραψαν τη διάσημη «Συμφωνία της Παραχώρησης». Η Αλάσκα μόλις είχε πουληθεί από τον Τσάρο Αλέξανδρο τον  Β’ στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, χωρίς φυσικά κανείς να ρωτήσει τους ντόπιους πληθυσμούς.

Οι ΗΠΑ δαπάνησαν γι’ αυτήν την αγορά 7,2 εκατ. δολάρια, ένα ποσό που σήμερα θα αντιστοιχούσε περίπου σε 113 εκατ. δολάρια και ουσιαστικά αντιστοιχούσε τότε σε 2 σεντς για κάθε έικρ (μονάδα μέτρησης εμβαδού που αντιστοιχεί περίπου σε 4,047 χλμ). Με αυτόν τον τρόπο έληξε η κυριαρχία 125 ετών των Ρώσων στα εδάφη της Αλάσκας και η προσπάθειά τους να επεκταθούν πέρα από την θάλασσα της Βεριγγείου στο πλαίσιο της οποίας είχαν φτάσει κάποτε μέχρι και το Φορτ Ρος στην Καλιφόρνια, 100 χιλιόμετρα από τον Κόλπο του Σαν Φρανσίσκο.

Η εποχή των Ρώσων

Η Αλάσκα είχε ανακαλυφθεί το 1732 στη διάρκεια των ρωσικών εξερευνήσεων. Το 1581 η Ρωσία είχε κατακτήσει την περιοχή Χανάτο στη Σιβηρία, η οποία ως τότε ελεγχόταν από έναν απόγονο του Τζέκινς Χανς και αυτό σήμανε την έναρξη της εγκαθίδρυσής της στην περιοχή από την οποία πλέον μπορούσε να εξορμήσει και πέρα από την Βερίγγειο θάλασσα. Έτσι, ο γεωλόγος Μιχαήλ Γκβοζντεφ και ο εξερευνητής Ιβάν Φεοντόροφ έφτασαν στην Αλάσκα κατ’ εντολή του τσάρου Πέτρου του Μεγάλου, ο οποίος ήθελε να μάθει πόσο μακριά εκτείνονται τα ασιατικά εδάφη.

Σε μια ακόμα αποστολή του 1741, ο Βίτους Μπέριγνκ έφτασε στην Αλάσκα και την κήρυξε ρωσικό έδαφος και παρόλο που ο ίδιος πέθανε εκεί από σκορβούτο, το υπόλοιπο πλήρωμα της αποστολής επέστρεψε στη Σιβηρία με τα πλοία τους γεμάτα γούνες από θαλάσσιες ενυδρίδες και αλεπούδες και δέρματα από φώκιες. Αυτό εντυπωσίασε τους Ρώσους που θεώρησαν τη νέα γη μια ευκαιρία πλουτισμού και σύντομα εκεί εγκαταστάθηκαν ιδιωτικές εταιρίες και βιομηχανίες.

Στις αρχές πλέον του 19ου αιώνα, η Αλάσκα έφερνε ένα σταθερό εισόδημα στη Ρωσία κυρίως στη βιομηχανία της πώλησης γούνας. Στάλθηκαν επίσης μέλη της Ρωσικής Εκκλησίας ώστε να εκχριστιανίσουν τους ντόπιους πληθυσμούς και να ιδρύσουν εκκλησίες.

Ωστόσο, η Αλάσκα παρέμενε ένα μακρινό μέρος. Οι Ρώσοι που διέμεναν μόνιμα στις Αλεούτιες Νήσους και στην Αλάσκα (έφταναν το πολύ περίπου τους 800) βρίσκονταν πολύ μακριά από την Αγία Πετρούπολη και η επικοινωνία ήταν πάντοτε ένα μεγάλο πρόβλημα. Οι δύσκολες συνθήκες επίσης έκαναν αδύνατο την πιθανότητα της καλλιέργειας της γης κάτι που θα βοηθούσε να εγκατασταθεί εκεί μεγαλύτερη ρωσική κοινότητα. Όταν πια το 1853 ξέσπασε στην Ευρώπη ο Κριμαϊκός Πόλεμος με τον Τσάρο να βρίσκεται αντιμέτωπος με τους Άγγλους, τους Γάλλους και την Οθωμανική Αυτοκρατορία τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα. Η Ρωσική Αυτοκρατορία, η οποία βγήκε η μεγάλη ηττημένη του πολέμου, αποδυναμώθηκε οικονομικά ενώ ήταν πλέον φανερό ότι θα έπρεπε να εστιάσει πλέον περισσότερο στα όσα συνέβαιναν στην Ευρώπη. Εξάλλου, στον γειτονικό Καναδά οι βρετανικές αποικιακές δυνάμεις απειλούσαν ανά πάσα στιγμή να εισβάλουν και να κατακτήσουν την Αλάσκα και η Ρωσία το τελευταίο που ήθελε εκείνη τη στιγμή ήταν ένας ακόμα πόλεμος με τη Βρετανική Αυτοκρατορία και μάλιστα σε μια τόσο απομακρυσμένη περιοχή.

Η παγωμένη Αλάσκα δεν έμοιαζε πια τόσο ελκυστική και προσοδοφόρα, ενώ οι πληθυσμοί των θαλάσσιων ενυδρίδων είχαν αρχίσει πλέον να εξαφανίζονται εξαιτίας της υπεραλίευσης. Παράλληλα, ενώ ο ντόπιος λαός των Αλεούτιων Νήσων δεν δημιουργούσε ιδιαίτερο πρόβλημα στους Ρώσους (αντίθετα είχαν υποταχθεί διά της βίας στις περισσότερες περιπτώσεις και αναγκάζονταν να κάνουν το επικίνδυνο ψάρεμα των ενυδρίδων στον ωκεανό), άλλοι ιθαγενείς, όπως Τλινγκιτ έκαναν συχνά εξεγέρσεις και επιθέσεις εναντίον των αποίκων.  Ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι η Ρωσία έπρεπε να την πουλήσει, μια ιδέα που προώθησε ιδιαίτερα ο αδερφός του Τσάρου Αλέξανδρου, Κονσταντίν Νικολάγιεβιτς.

Οι ΗΠΑ φάνηκαν από την αρχή πρόθυμες να αγοράσουν τη νέα γη. Ήδη από το 1840 είχαν διευρύνει τα εδάφη τους προς το Όρεγκον, είχαν προσαρτήσει το Τέξας και μετά από πόλεμο με το Μεξικό είχαν κατακτήσει την Καλιφόρνια. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Γουίλιαμ Σιούαρντ, έγραφε το 1848: «Ο λαός μας είναι προορισμένος να κατακλύσει κατά κύματα τα παγωμένα σύνορα του βορρά και να συναντήσει τον ανατολίτικο πολιτισμό στις ακτές του Ειρηνικού». Χρειάστηκε 20 περίπου χρόνια μέχρι τελικά η πρόβλεψή του να βγει αληθινή. Αν και οι δύο πλευρές είχαν συζητήσει αρκετές φορές για την αγοραπωλησία της γης, αυτή καθυστέρησε καθώς μεσολάβησε ο Αμερικανικός Εμφύλιος. Οι συζητήσεις ξεκίνησαν επί προεδρίας του Αβράαμ Λίνκολν, ωστόσο ολοκληρώθηκαν όταν πλέον πρόεδρος ήταν ο Άντριου Τζόνσον.

Οι Αμερικάνοι στην Αλάσκα είδαν μια ακόμα ευκαιρία για να βρουν περισσότερο χρυσό – είχε ήδη ξεκινήσει ο «πυρετός του χρυσού»- γούνες και ψάρια, ενώ θα τους έδινε την ευκαιρία για να αναπτύξουν περισσότερο το εμπόριο με την Κίνα και την Ιαπωνία. Όπως και οι Ρώσοι, έτσι και οι Αμερικανοί ανησυχούσαν ότι οι Βρετανοί θα καταλάβουν κάποια στιγμή την περιοχή δίνοντάς τους προβάδισμα σε όλη την βόρεια ήπειρο.


Έτσι, τον Δεκέμβριο του 1866 προηγήθηκε με άκρα μυστικότητα μια συνάντηση στην Αγία Πετρούπολη παρουσία του ίδιου του Τσάρου Αλέξανδρου του Β’ όπου συμφωνήθηκε η πώληση πριν τελικά υπογραφεί επίσημη η συμφωνία στις 30 Μαρτίου του επόμενου χρόνου. Αν και αρχικά η αξία της περιοχής είχε εκτιμηθεί περί τα 10 εκατ. δολάρια, τελικά συμφωνήθηκε το ποσό των 7,2 εκατ. για το 1.519.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα της Αλάσκας. Ενδεικτικά, η έκταση αυτή είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από την Γαλλία και τρεις φορές μεγαλύτερη από την Τουρκία. Το ποσό πληρώθηκε σε δόσεις και όλα τα εδάφη – με εξαίρεση τις εκκλησίες- πέρασαν στην αμερικανική δικαιοδοσία. Επίσημα, η Αλάσκα πέρασε στην κατοχή των ΗΠΑ στις 18 Οκτωβρίου 1867.

Η εποχή των ΗΠΑ

Οι νέοι ιδιοκτήτες έδωσαν στην περιοχή το όνομα «Αλάσκα», το οποίο πήραν από την λέξη των Αλεούτιων alashka or alaesksu, η οποία σημαίνει «μεγάλη γη» ή «ηπειρωτική χώρα». Στην εποχή της ρωσικής κυριαρχίας το όνομα ήταν παρόμοιο και ονομαζόταν Αλιάσκα ("Аляска") ή Αλιέσκα.

Για περίπου τρεις δεκαετίες, οι ΗΠΑ δεν φάνηκε να εκμεταλλεύονται ιδιαίτερα την περιοχή της Αλάσκας. Μάλιστα ορισμένα μέσα της εποχής κατηγορούσαν την κυβέρνηση για την αγορά υποστηρίζοντας ότι σπατάλησε τα χρήματα του αμερικανικού λαού για μια παγωμένη γη που δεν μπορούσαν να εκμεταλλευτούν. Η συμφωνία μάλιστα άρχισε να χαρακτηρίζεται ως «Seward’s Icebox» και «Seward’s Folly» δηλαδή «Κατάψυξη του Σιούαρντ» και «Ανοησία του Σιούαρντ» από το όνομα του υπουργού Εξωτερικών. Ωστόσο, έμελλε να αποδειχθούν τελείως λάθος.

Σατιρικό σκίτσο της εποχής

Όταν τελικά οι ΗΠΑ άρχισαν να ασχολούνται με τις ΗΠΑ ανακάλυψαν ότι έκρυβε ένα πραγματικό χρυσωρυχείο. Στην κυριολεξία. Το 1896 ανακαλύφθηκαν μεγάλα κοιτάσματα χρυσού και πλήθος χρυσοθήρων άρχισε να κατακλύζει την περιοχή. Από τότε, το αμερικανικό κράτος κέρδισε υπέρογκα ποσά από την πώληση γούνας, χαλκού, λαδιού φάλαινας, χρυσού, ξυλείας, ψαριών, πλατίνας, ψευδάργυρου, μόλυβδου και πετρελαίου, τα οποία ανακαλύφθηκαν άφθονα κάτω από το παγωμένο υπέδαφος. Υπολογίζεται ότι ακόμα στην Αλάσκα περιμένουν να εξορυχτούν δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου. Η περιοχή παράλληλα έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τις μάχες με τους Ιάπωνες και τελικά το 1959 έγινε και επίσημα πολιτεία των ΗΠΑ.

Με την πάροδο του χρόνου και την ανακάλυψη όλου αυτού του πλούτου στο υπέδαφος της Αλάσκας, ο Ρώσος τσάρος κατηγορήθηκε για την πώληση των εδαφών καθώς στέρησε από την Ρωσική Αυτοκρατορία και μετέπειτα τη Σοβιετική Ένωση τη δυνατότητα κυριαρχίας και στην αμερικανική ήπειρο. Ωστόσο πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι με τα δεδομένα της εποχής, η πώλησή της ήταν μονόδρομος, ενώ πράγματι θα ήταν ίσως αδύνατο να μπορέσει να διατηρήσει τα εδάφη αυτά για πολύ ακόμα καιρό χωρίς να εμπλακεί σε κάποιον αιματηρό πόλεμο.

Η πλευρά των ιθαγενών

Όταν Μπέρινγκ και οι σύντροφοί του εγκαταστάθηκαν τελικά στην Αλάσκα το 1741, στην περιοχή έμεναν περίπου 100.000 άνθρωποι από διάφορες φυλές ιθαγενών όπως Ινουίτ, Αθαμπασκάν, Γιουπίκ, Ουνανγκάν και Τλίνγκιτ. Μόνο στις Αλεούτιες  Νήσους έμεναν 17.000 άνθρωποι.

Παρόλο που ο αριθμός των Ρώσων εποικιστών ήταν σχετικά μικρός και έμεναν κυρίως στις Αλεούτιες Νήσους, το Κόντιακ, στη Χερσόνησο Κενάι και την Σίτκα, κυριάρχησαν έναντι όλων των ιθαγενών πληθυσμών με σιδερένια πυγμή. Πολύ συχνά έπαιρναν δια της βίας τα παιδιά ως ομήρους, κατέστρεφαν τα καγιάκ τους και τον κυνηγετικό εξοπλισμό τους για να ελέγχουν και να εξουσιάζουν τους άντρες δείχνοντας υπερβολή δύναμη όταν ήταν απαραίτητο.

Οι Ρώσοι ήταν εξοπλισμένοι με οπλισμό, όπως τουφέκια, σπαθιά, κανόνια, μπαρούτι, κάτι που τους βοήθησε να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους στην Αλάσκα κατά μήκος όλης της νότιας ακτής.

Χρησιμοποίησαν τη δύναμη των όπλων και κατασκόπους για να εξασφαλίσουν τα οχυρά τους και να διατηρήσουν την ασφάλεια και επέλεξαν εκχριστιανισμένους τοπικούς ηγέτες για να πετύχουν τους σκοπούς τους. Ωστόσο, συνάντησαν και αντίσταση από τους ντόπιους, κυρίως τους Τλίνγκιτ, οι οποίοι ήταν ικανοί πολεμιστές, κάτι που έκανε φανερό ότι η επικράτησή τους στα εδάφη αυτά ήταν επισφαλής.

Όταν τελικά η Ρωσία πούλησε την Αλάσκα στις ΗΠΑ, υπολογίζεται ότι είχαν απομείνει μόνο 50.000 αυτόχθονες πληθυσμοί, καθώς και 483 Ρώσοι και 1.421 Κρεολοί (απόγονοι Ρώσων ανδρών και ιθαγενών γυναικών).

Μόνο στις Αλεούτιες Νήσους, οι Ρώσοι υποδούλωσαν ή σκότωσαν χιλιάδες Αλεούτιους. Ο πληθυσμός τους μειώθηκε κατακόρυφα στους 1.500 ανθρώπους τα πρώτα 50 χρόνια της ρωσικής κατοχής, ένα αποτέλεσμα των μαχών, των ασθενειών και της υποδούλωσης.

Όταν στην περιοχή ανέλαβαν οι Αμερικανοί, στις ΗΠΑ βρίσκονταν ακόμα σε εξέλιξη οι πόλεμοι εναντίων των ιθαγενών φυλών. Οπότε οι Αμερικάνοι είδαν και αυτοί τους αυτόχθονες κατοίκους της Αλάσκας ως πιθανούς αντιπάλους. Τις πρώτες δεκαετίες μάλιστα, η περιοχή ήταν στρατιωτικό έδαφος υπό τις εντολές του Οδυσσέα Γκραντ με τον στρατηγό Τζέφερσον να αναλαμβάνει ως τοπικός διοικητής.

Άνθρωποι χωρίς εθνικότητα και χωρίς δικαιώματα

Από την πλευρά του οι γηγενείς της Αλάσκα υποστήριξαν ότι ακόμα έχουν την κυριότητα της περιοχής ως οι πρώτοι κάτοικοι. Τόνιζαν ότι η κυριότητα δεν χάθηκε καθώς δεν έγινε πόλεμος ούτε εκχωρήθηκε η Αλάσκα σε άλλη χώρα. Τεχνικά οι ΗΠΑ είχαν αγοράσει το δικαίωμα να διαπραγματευτούν με τους πληθυσμούς που έμεναν ήδη στην περιοχή. Όμως οι ιθαγενείς δεν πήραν καν αμερικανική υπηκοότητα έως το 1924.

Μέχρι τότε δεν είχαν δικαιώματα ως πολίτες, δεν ψήφιζαν και δεν είχαν άδειες ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης. Μάλιστα το διαβόητο Γραφείο Ινδιάνικων Υποθέσεων έκανε ό,τι μπορούσε για να εξαφανίσει τη γλώσσα, τη θρησκεία και την κουλτούρα των ιθαγενών.

Έπρεπε να φτάσουμε στο 1936 ώστε οι ιθαγενείς να έχουν το δικαίωμα να συστήσουν τοπικές διοικήσεις και στο 1945 για να απαγορευθούν δια νόμου οι διακρίσεις εναντίον τους. Αυτό βέβαια στην πράξη βελτίωσε ελάχιστα τις ζωές τους.

Το 1959 η Αλάσκα έγινε και επίσημα πολιτεία των ΗΠΑ. Στα έγγραφα που υπέγραψε ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ αναφερόταν ο όρος ότι οι κάτοικοι της περιοχής χάνουν κάθε δικαίωμα ιδιοκτησίας γης που τους έδιναν οι λεγόμενο τίτλοι των ιθαγενών. Έτσι τεράστιες εκτάσεις πέρασαν σε κρατικό έλεγχο. Tελικά το 1971 o πρόεδρος Νίξον εκχώρησε 44εκατ. εκτάρια κρατικής γης στον πληθυσμό της πολιτείας που τότε έφτανε τις 75.000.

Σήμερα στην Αλάσκα μένουν 740.000 άνθρωποι εκ των οποίων οι 120.000 είναι ιθαγενείς.