Υπόθεση Λουίζης Ριανκούρ: Φιάσκο με σκοτεινές προεκτάσεις. Όταν η αστυνομία έχασε μέσα από τα χέρια της την «17 Νοέμβρη»
Την 27η Μαρτίου 1992 οι ελληνικές αρχές «άγγιξαν» την τρομοκρατική οργάνωση. Οι ερασιτεχνικοί χειρισμοί οδήγησαν σε ένα ιστορικό φιάσκο και γέννησαν εύλογα ερωτήματα. Η «Άννα», η ΕΥΠ και τα μυστικά κονδύλια
Δέκα χρόνια πριν ο αυτοσχέδιος
εκρηκτικός μηχανισμός σκάσει στα χέρια του Σάββα Ξηρού, η ελληνική αστυνομία
είχε μια μοναδική ευκαιρία να συλλάβει ηγετικά στελέχη της «17 Νοέμβρη» και ουσιαστικά
να την εξαρθρώσει. Στην οδό Λουίζης Ριανκούρ (Γαλλίδα
θαυμάστρια της Ελλάδας με έντονα φιλελληνικά αισθήματα), στους Αμπελόκηπους, οι
αρχές βρέθηκαν τετ α τετ με τους τρομοκράτες με το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης
να αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα φιάσκο στην ιστορία της ελληνικής αστυνομίας.
Λίγους μήνες μετά, στις 14 Ιουλίου 1992, ο Θάνος Αξαρλιάν θα γινόταν …
παράπλευρη απώλεια για τη «17 Νοέμβρη» ενώ θα ακολουθούσαν τέσσερις ακόμα
δολοφονίες (Βρανόπουλος, Σιπαχιόγλου, Περατικός, Σόντερς) πριν την οριστική
εξάρθρωση.
Το τηλεφώνημα της
«Άννας»
Το 1991 η «17 Νοέμβρη» ήταν ιδιαίτερα
ενεργή με περίπου είκοσι βομβιστικές επιθέσεις και τρείς δολοφονίες (Στιούαρτ,
Βαρής και Τσετίν). Την επόμενη χρονιά τη διοίκηση της ΕΛΑΣ αναλαμβάνει ο
Στέφανος Μακρής (απεβίωσε το 2018). Σε κατάθεση του τονίζει ότι στις αρχές του
τρίτου δεκαημέρου του Μαρτίου (γύρω στις 20 Μαρτίου θα πει σε τηλεοπτική του
συνέντευξη) δέχεται ένα τηλεφώνημα από
μια γυναίκα η οποία χρησιμοποίησε το όνομα «Άννα». Του δηλώνει ότι έχει μια
σημαντική πληροφορία για την «17 Νοέμβρη». Ο Μακρής της δίνει το προσωπικό του
τηλέφωνο και στη δεύτερη συνομιλία τους, του αποκαλύπτει ότι η «17 Νοέμβρη»
ετοίμαζε χτύπημα εναντίον βοηθού εισαγγελέα στις 27 Μαρτίου 1992. Αν η επιχείρηση
αποτύγχανε, τα μέλη της οργάνωσης θα συγκεντρώνονταν στην οδό Λουίζης Ριανκούρ «μπροστά
σε ένα παλιό κίτρινο κτίριο όπου υπάρχει κι ένα πάρκινγκ». Η «Άννα» μάλιστα
υποστηρίζει ότι θα βρίσκεται κι αυτή στην περιοχή και τα μέλη της «17Ν» θα
έφταναν είτε με ασθενοφόρο, είτε με περιπολικό.
Η εμπλοκή του
ονόματος της Μαρίας Τσιντέρη
Στην κατάθεση του στη δίκη της «17 Νοέμβρη»
ο Μακρής κατονόμασε την πληροφοριοδότη. Υποστήριξε ότι είναι η Μαρία Τσιντέρη,
υπάλληλος μικροβιολογικού εργαστηρίου και σύζυγος αξιωματικού της αστυνομίας. Σύμφωνα
με τον κ.Μακρή, η κ.Τσιντέρη πήρε 13εκατ. δραχμές για την πληροφορίες που έδωσε
και στη συνέχεια εξαφανίστηκε. Ο πρώην αρχηγός της ΕΛΑΣ κατέθεσε ότι πήγε ο ίδιος
τα χρήματα σε ερημική τοποθεσία που του υπέδειξε η «Άννα» ώστε να του δώσει
περαιτέρω πληροφορίες. Τόνισε επίσης ότι η «Άννα» αναγνωρίστηκε ως Μαρία
Τσιντέρη μετά από επιχείρηση παρακολούθησης στη Δροσιά το 1993.
Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι η ΕΛΑΣ
δεν προσπάθησε να εντοπίσει άμεσα την πληροφοριοδότη, ερώτημα που τέθηκε πολλές
φορές στον κ.Μακρή. Η απάντηση ήταν πως απλά αποδέχθηκαν την άρνηση της να
δώσει τα στοιχεία της. Ακούγοντας στη δίκη την εξήγηση του κ.Μακρή, όταν πήρε
τον λόγο, ο Δημήτρης Κουφοντίνας αναρωτήθηκε: «Δεν θα έπρεπε να εφαρμόσετε τις
μεθόδους που ξέρετε; Τις μεθόδους που εφαρμόστηκαν και στο Σάββα; Οι μυστικές
υπηρεσίες και η αστυνομία που τόσο ήθελαν να πιάσουν τη 17Ν, όταν η γυναίκα
τους είπε δεν θέλω, της είπαν καλά μη μας πείτε, δεν χάλασε και ο κόσμος. Ας είμαστε
σοβαροί».
Ο πρώην αρχηγός της ΕΛΑΣ υποστήριξε
μάλιστα πως η «Άννα» τον πήρε τηλέφωνο ξανά τον Μάρτιο του 2002 ζητώντας να
μάθει πού πήγαν τα υπόλοιπα χρήματα καθώς ο Τύπος έγραφε ότι δόθηκαν 200
εκατομμύρια. Το ίδιο πρόσωπο φέρεται να τηλεφώνησε και σε δύο δημοσιογράφους. Η
ίδια η Μαρία Τσιντέρη διέψευσε πως είναι η γυναίκα που έδωσε την πληροφορία και
υποστήριξε ότι δεν έχει καμία ανάμειξη στην υπόθεση. Οι Αρχές δεν προσκόμισαν
ποτέ φωτογραφικό υλικό από την επιχείρηση αναγνώρισης του 1993 ενώ η
πραγματογνωμοσύνη που έγινε στις τηλεφωνικές συνομιλίες του 2002 απέκλεισε το
ενδεχόμενο η φωνή να είναι της κ.Τσιντέρη.
Ζήλια ή σκοτεινό
παιχνίδι της ΕΥΠ;
Το όνομα της κ.Τσιντέρη προέκυψε εκ
των υστέρων. Τα πρώτα χρόνια μετά το φιάσκο, η θεωρία κυριαρχούσε ήθελε την «Άννα»
να διατηρεί σχέση με μέλος της οργάνωσης.
Όταν έμαθε ότι την απατά αποφάσισε να τον εκδικηθεί. Ενημέρωσε την αστυνομία
και έλαβε το ποσό της επικήρυξης.
Ένα σενάριο εμπλέκει μέλη της ΕΥΠ τα
οποία θέλησαν να εκμεταλλευτούν τα
μυστικά κονδύλια του υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή
πράκτορες της Υπηρεσίας είχαν την πληροφορία για την επικείμενη επίθεση της «17
Νοέμβρη» και τη συνάντηση στη Λουίζης Ριανκούρ. Αντί να τη μεταφέρουν απευθείας
στην ΕΛΑΣ χρησιμοποίησαν μια συνάδελφο τους η οποία παρουσιάστηκε ως η πληροφοριοδότης.
Έτσι καρπώθηκαν τα χρήματα από τα ειδικά κονδύλια. Ουσιαστικά δηλαδή πούλησαν
την πληροφορία στην Αστυνομία. Η προέκταση αυτής της θεωρίας «εξηγεί» το γιατί
δεν έγιναν συλλήψεις. Τονίζεται πως άτομα σε ισχυρές θέσεις στην ΕΥΠ και την
ΕΛΑΣ ουσιαστικά δεν ήθελαν την εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη» για να συνεχίζουν να
εκμεταλλεύονται τα μυστικά κονδύλια το οποία ήταν τεράστια ποσά τόσο από τον
ελληνικό προϋπολογισμό, όσο και από ξένες μυστικές υπηρεσίες.
Το απόλυτο φιάσκο
Μετά το τηλεφώνημα ενημερώνεται η
πολιτική ηγεσία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης και οργανώνεται επιχείρηση. Ομάδα
υπό τον διοικητή των ΕΚΑΜ, Μιχάλη Μαυρουλέα αναλαμβάνει την υπόθεση της Λουίζης
Ριανκούρ. Στόχος η παρακολούθηση της περιοχής, η φωτογράφιση υπόπτων και τελικά
η σύλληψη τους. Το βράδυ της 26ης προς 27η Μαρτίου ο Μαυρουλέας
μαζί με συνεργάτη του πήγαν στην περιοχή και έκαναν αυτοψία.
Σύμφωνα με καταθέσεις την Παρασκευή 27
Μαρτίου 1992 στη Λουίζης Ριανκούρ βρίσκονται τρεις αστυνομικοί σε ένα Fiat και
ένας που προσποιείται τον εργάτη.
Εστιάζουν σε ένα λευκό βαν το οποίο στάθμευσε
στην περιοχή και τους φαίνεται ύποπτο. Όταν ο Σάββας Ξηρός κατεβαίνει και είναι
φανερό ότι φορά περούκα ο Μαυρουλέας πηγαίνει σε κοντινό περίπτερο ώστε να
επικοινωνήσει με τα κεντρικά. Θέλει να μάθει σε ποιον ανήκει το λευκό βαν και
δίνει την πινακίδα ΥΒΝ- 5926. Τον ενημερώνουν ότι είναι κλεμμένο.
Για εκείνες τις στιγμές κυκλοφορούν τρεις
ιστορίες που δεν είναι ξεκάθαρο αν ευσταθούν ή αποτελούν μύθο. Σύμφωνα με τη
μια ο άντρας με την περούκα ακολούθησε τον Μαυρουλέα στο περίπτερο για να
ακούσει τι θα πει στο τηλέφωνο. Η δεύτερη θέλει τον τρομοκράτη και τους αστυνομικούς
να κάθισαν για λίγο στο ίδιο παγκάκι και να αντάλλαξαν βλέμματα και η τρίτη την
ομάδα των αστυνομικών να μην έχει φωτογραφίσει το βαν και τον ύποπτο γιατί
τελείωσε το φιλμ στη μηχανή τους.
Η διήγηση του Κουφοντίνα
Στο βιβλίο του «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» (Εκδόσεις
Μονοπάτι) ο Δημήτρης Κουφοντίνας περιγράφει τα όσα συνέβησαν αφού οι
αστυνομικοί εντόπισαν το βαν τους. Χαρακτηριστικά γράφει:
«Έφτασε ο οδηγός της καμιονέτας (άσπρο
βαν), κατέβηκε και πήγε να καθίσει σε ένα κοντινό παγκάκι. Εμείς μέσα στο χώρο
φόρτωσης είδαμε από το κουρτινάκι που κάλυπτε το πίσω τζάμι της ένα Φιατ,
ασφαλίτικο, με τρεις κλασικούς ασφαλίτες όρθιους απ΄ έξω. Είχαν κάνει πηγαδάκι,
πίνοντας καφέ από τα αιώνια πλαστικά ποτηράκια τους. Τότε ο ένας ξεκίνησε, αργά
και βαριεστημένα, με το κυπελλάκι τον καφέ στο χέρι, να έρχεται προς την
καμιονέτα. Ταυτόχρονα ο ένας από τους άλλους δυο, έδειξε με τα μάτια τον οδηγό
μας που μόλις είχε καθίσει στο παγκάκι. Ο πρώτος ασφαλίτης είχε φτάσει ήδη στην
καμιονέτα. Είχε κολλήσει το πρόσωπό του στο πίσω τζάμι προσπαθώντας να δει
μέσα. Σαραντάρης, γεμάτος δεν φαινόταν εκπαιδευμένος εκαμίτης. Δεν το ήξερε,
αλλά από την άλλη πλευρά στο τζάμι ακουμπούσε η κάννη ενός αυτόματου όπλου,
οπλισμένου, δίχως ασφάλεια, με δυο γεμάτους γεμιστήρες. Ένα άλλο σημάδευε
σταθερά τους άλλους δυο ασφαλίτες. Έφυγα από το πίσω μέρος της καμιονέτας και
πήγα μπροστά. Ζήτησα από τον οδηγό να ξεκινήσει ήρεμα. Πίσω μας οι τρεις
ασφαλίτες μπήκαν στο Φιατ και μας ακολούθησαν. Ίσως κατάλαβαν τη σοβαρότητα της
κατάστασης και δεν πλησίασαν πολύ. Δυο αυτόματα τους είχαν κάτω από την κάννη
τους, τρεις χειροβομβίδες είχαν βγει από τη θήκη τους».
Το φιάσκο ολοκληρώνεται όταν το Fiat με
τους αστυνομικούς χάνει το βαν στην περιοχή του «Ερυθρού Σταυρού». Σύμφωνα με
την εκδοχή της ΕΛΑΣ το βαν εκμεταλλεύτηκε την κίνηση στη διασταύρωση της οδού
Λάμψα με τη λεωφόρο Κηφισίας. Χαρακτηριστικό είναι πως στη δίκη της «17Ν», όταν ακούστηκαν οι λεπτομέρειες της υπόθεσης,
ο πρόεδρος του δικαστηρίου Μιχάλης Μαργαρίτης, απευθυνόμενος στον Στέφανο Μακρή
θα πει: «Απορώ με τον τρόπο που δουλέψατε και αφήνει και σε μένα πολλά
ερωτηματικά».
Η προκήρυξη της «17Ν»
Στις 8 Μαΐου 1992 η «17 Νοέμβρη»
με προκήρυξη της αναφέρεται στην υπόθεση της «Ριανκούρ» τονίζοντας:
«Μπροστά στο νέο ρεσιτάλ από
ψευδολογίες, κωμικά και συνάμα αντιφατικά σενάρια, στα οποία επιδίδεται η
Αστυνομία μέσω των δημοσιογράφων της. Μπροστά στη σύγχυση που καλλιεργεί
εσκεμμένα, για το τι συνέβη την Παρασκευή 27 Μάρτη στην οδό Ριανκούρ και τις
γελοίες ενέργειες που έκανε, από τη Δευτέρα 30 Μάρτη μέχρι και την Παρασκευή 3
Απρίλη, για να καλύψει την πλήρη ανικανότητα της και να δικαιολογήσει τα δις
που καταβροχθίζει, αφού πια είχε ανακαλύψει το περίστροφο, είμαστε πια
υποχρεωμένοι να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα και να αποκαλύψουμε, τι πραγματικά
συνέβη.
Η αστυνομία δεν ειδοποιήθηκε από
πληροφοριοδότη της, μέσα ή κοντά στην οργάνωση μας, όπως ισχυρίζεται, κάτι που
θα αντιληφθεί οποιοσδήποτε διαβάσει τα πάρα κάτω.
Στο σημείο της Ριανκούρ δεν πήγαμε
μόνο την Παρασκευή 27-3 αλλά και την Τρίτη 24 και την Πέμπτη 26-3. Κάποιος
γείτονας 60άρης — ίσως και πρώην μπάτσος — που εκινείτο μεταξύ του ΟΤΕ, του
καφενείου, της φαρμακαποθήκης και της απέναντι ταβέρνας, μας αντιλήφθηκε,
θεώρησε ύποπτες τις κινήσεις μας, μας είδε να μπαίνουμε στο φορτηγό, να
ερχόμαστε την άλλη μέρα, μας πήρε μάλλον για ληστές και ειδοποίησε την ασφάλεια.
Εδώ η Αστυνομία αποφάσισε να στείλει, την άλλη μέρα, την ομάδα του Μαυρουλέα,
για να εξακριβώσει, τι συμβαίνει, μη ξέροντας περί τίνος πρόκειται.
Αυτό αποδεικνύεται από τα εξής
ατράνταχτα στοιχεία:
1) Η ομάδα του Μαυρουλέα ήταν τρεις
μπάτσοι με ένα φίατ παρκαρισμένο στη γωνία Λασκαρίδου και Ριανκούρ συν ένας που
έκανε τον εργάτη. Σημειωτέον ότι οι μπάτσοι έπιναν καφέ σε πλαστικά κυπελάκια
καθισμένοι μέσα στο αυτοκίνητο! Αν είναι δυνατόν να είναι αυτή ενέδρα. Μόλις
είδαν το φορτηγάκι μας να παρκάρει, ο Μαυρουλέας κατέβηκε, πήρε τον αριθμό του
και πήγε στο απέναντι περίπτερο, όπου τηλεφώνησε στο κέντρο (διενήργησε ένα
δεκατρία, όπως λένε τα σαΐνια), για να μάθει αν αυτός απασχολούσε, δηλαδή αν
ήταν κλεμμένος, πράγμα που σημαίνει ότι δεν το ήξερε από τα πριν.
2) Μόλις χάσανε το φορτηγάκι μας,
ειδοποίησαν και πάλι το κέντρο, το οποίο επικοινώνησε, μέσω του ασυρμάτου από
την κοινή συχνότητα, με όλα τα περιπολικά και τους ζητάδες, για να το
εντοπίσουν, λέγοντας τους ότι ο αριθμός απασχολεί και να προσέχουν γιατί
επιβαίνουν τρεις, ενώ είμαστε πέντε υπεροπλισμένοι. Πράγμα που δεν θάκαναν αν
ήξεραν περί τίνος πρόκειται, γιατί τότε σιωπούν και περνάνε σε άλλες ειδικές
και κρυφές συχνότητες, για να μην τους ακούνε τρίτοι, όπως έκαναν άλλωστε και
από τη Δευτέρα 30-3, όταν πια έστησαν την «ενέδρα».
3) Σε όλη τη διαδρομή μας, Ριανκούρ
και Λάμψα προς τα πάνω, δεν υπήρχε κανένα απολύτως αυτοκίνητο της ασφάλειας,
για να μας κόψει, όπως θα έπρεπε να υπάρχει αν ήταν ενέδρα.
4) Η «ενέδρα», αν μπορεί να ονομαστεί
αυτό το καραγκιοζιλίκι ενέδρα, στήθηκε εκ των υστέρων, τη Δευτέρα 30 Μάρτη κι
αφού βέβαια είχαν ανακαλύψει το περίστροφο κι αντιληφθεί τη μνημειώδη γκάφα
τους. Και δεν στήθηκε για να μας πιάσουν αλλά για άλλους λόγους. Για να
καλύψουν την ανικανότητα τους, για να μπορούν σήμερα να διαδίδουν τα παραμύθια
τους παίζοντας με τις ημερομηνίες, λόγω του πανικού τους, γιατί δεν ήξεραν το
στόχο μας αλλά και για να βάλουν στα σκαριά τη νέα σκευωρία που ετοιμάζουν, με
τα δήθεν στοιχεία, τα βίντεο, τις δήθεν φωτογραφίες.
Την ημέρα λοιπόν εκείνη, την Παρασκευή
27 Μάρτη, έγιναν τα εξής: Μόλις φτάσαμε και παρκάραμε, τους είδαμε, τους
αντιληφθήκαμε αμέσως και αποφασίσαμε να φύγουμε. Οι μπάτσοι μας ακολούθησαν,
όντας μόνο τρεις μέσα στο φίατ, από κάποια απόσταση, μην τολμώντας να μας πλησιάσουν.
Φαίνεται ότι ο Μαυρουλέας, στο σύντομο χρόνο των λίγων λεπτών, άρχισε να
αναρωτιέται και να συνειδητοποιεί τι ακριβώς συμβαίνει και κράτησε μακριά το
φίατ. Έτσι ενήργησε πολύ σωστά και ψύχραιμα, με αποτέλεσμα ν' αποφευχθεί άσκοπη
αιματοχυσία, η οποία θάταν μάλλον μοιραία γι' αυτούς. Πράγματι μέσα στο φίατ
δεν είχαν καμία τύχη, δεν θα προλάβαιναν να ρίξουν ούτε δυο σφαίρες, αφού απ το
πίσω μέρος του φορτηγού τους σημάδευαν δυο σύντροφοι μας με αυτόματα, έτοιμοι
να τους πυροβολήσουν στην παραμικρή τους κίνηση, ενώ συνολικά ήμασταν πέντε με
μεγάλο οπλισμό.
Οι μπάτσοι φαίνεται ότι το
αντιλήφθηκαν και έμειναν τελείως ακίνητοι. Επιβεβαιώθηκε λοιπόν κι εδώ αυτό που
έχουμε πει κι άλλοτε. Όσοι μπάτσοι δεν μας ρίχνουν δεν θα τους ρίχνουμε, όσοι
τραβάνε πιστόλι θα τους πυροβολούμε χωρίς δισταγμό. Οι επόμενες δυο μέρες,
Σάββατο και Κυριακή, ήταν μέρες αργίας για τους σούπερ αστυνομικούς μας, που
είναι επιφορτισμένοι με την προστασία του πολιτεύματος κι έτσι δεν έκαναν
απολύτως τίποτε στο παραπάνω σημείο.
Εν τω μεταξύ ανακάλυψαν το περίστροφο.
Εδώ ας μας επιτραπεί να μην πούμε, γιατί αφέθηκε. Απλώς να παρατηρήσουμε, ότι
και μόνο αυτό το γεγονός δείχνει το μέγεθος του οπλισμού που υπήρχε μέσα στο
φορτηγό. Έτσι αποφάσισαν, για τους λόγους που είπαμε, να στήσουν την «ενέδρα»
τους, από την Δευτέρα 30 Μαρτίου, δηλαδή τρεις μέρες μετά το συμβάν.
Κινητοποίησαν δεκάδες αυτοκίνητα κάθε μάρκας, Άουντι, Μπε Εμ Βε, Φίατ Τιπο,
Τογιότα, Ρενό, Άλφα Ρομέο, δεκάδες μπάτσους, μηχανάκια με μπάτσους που τόπαιζαν
φρικιά κλπ., για να αντιληφθούν όλοι οι γείτονες, ότι κάτι έκαναν. Απ' την άλλη
ο πανικός κι ο φόβος τους, επειδή δεν ήξεραν ούτε στόχο ούτε πού ακριβώς θα
γίνονταν η ενέργεια, ήταν τέτοιος ώστε έφτασαν στο σημείο να ελέγχουν το φανάρι
Πανόρμου-Κηφισίας —μπας και γίνει εκεί η ενέργεια — ανάμεσα σ' άλλα μ' ένα
Σουζούκι Σουίφτ μαύρο, που πάρκαραν στο πεζοδρόμιο της γωνίας
Πανόρμου-Κηφισίας, με δύο παρδαλούς μέσα, που σημείωναν τους αριθμούς όσων
αυτοκινήτων σταμάταγαν εκεί και τα πήγαιναν σε έναν επικεφαλής, ονόματι Γιώργο,
που περιφέρονταν γύρω, μέσα σε ένα Άλφα Ρομέο.
Περιττό βέβαια να πούμε ότι, παρ' ότι
η οπερέτα της κάθαρσης έχει πείσει και τον τελευταίο Έλληνα ότι οι δικαστές
είναι όλοι εξωνημένοι και αργυρώνητοι, πράγμα άλλωστε που τους οδήγησε στο
συμπέρασμα ότι ο στόχος μας ήταν δικαστικός, δυστυχώς γι' αυτούς δεν ήταν. Με
συνέπεια όλη η σύγχυση που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν στην οργάνωση μας, με
τα παραμύθια τους για πληροφοριοδότες, να πέφτει στο κενό.
Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι
ξεκάθαρο και απλό. Αφού έκαναν τη μνημειώδη γκάφα, σκέφτηκαν ότι μπορούν να
ξεκινήσουν μια καινούργια σκευωρία, εκμεταλλευόμενοι, όσο μπορούν πια, την
αποτυχία τους. Εδώ βέβαια μπλέκονται και οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι. Είναι
γνωστό, ότι εδώ και καιρό Αμερικάνοι ειδικοί του FBI εργάζονται πάνω σε
στοιχεία που είχε η ασφάλεια από παλιές ιστορίες, άσχετες με την 17Ν. Με την
καθοδήγηση και έμπνευση των Αμερικανών, σκέφτηκαν ότι, για όποιον εντοπιστεί,
πραγματικά ή όχι, από τα παλιά στοιχεία, θα υπάρχουν εναντίον του και οι
σημερινές συντριπτικές αποδείξεις. Ότι αναγνωρίζονται από τους μπάτσους της
Ριανκούρ, ότι βρέθηκαν τα αποτυπώματα τους στο φορτηγάκι κι όχι στην τάδε παλιά
γιάφκα και κυρίως ότι φωτογραφήθηκε.
Νέα λοιπόν προβοκάτσια ετοιμάζεται.
Αυτός είναι ίσως ο κυριότερος λόγος για τον οποίο στήθηκε η δήθεν «ενέδρα» της
Ριανκούρ, κατόπιν εορτής και γιατί η Αστυνομία την έβγαλε σήμερα, μέσω των
πρακτόρων της δημοσιογράφων και δεν ήταν διαρροή από τους δημοσιοσχεσίτες, όπως
θεατρινίζει ο υπουργός.
Περιττό να πούμε, ότι την ίδια την
Παρασκευή 27 Μάρτη, όπως δεν είχανε στήσει καμιά ενέδρα έτσι δεν είχανε και
καμιά κάμερα. Γιατί, αν είχανε πράγματι φωτογραφήσει κάποιον, αν είχανε
αποτυπώματα κάποιου, τα σαΐνια των αμερικάνικων μυστικών υπηρεσιών θα τον είχαν
εντοπίσει, μετά από 40 μέρες και θάχε συλληφθεί, ιδιαίτερα σήμερα που γνώριζαν
ότι προετοιμάζαμε ενέργεια.
Είναι λοιπόν ολοκάθαρο, γιατί
χρειάζονται τόσο χρόνο. Τα παλιά στοιχεία πρέπει να κολλάνε κάπως με τα
χαρακτηριστικά όσων ήταν στη Ριανκούρ.
Τέλος ας προσθέσουμε, ότι η πράξη των
γραικύλων Μητσοτάκη και Αναγνωστόπουλου, να παραδώσουν τα αποτυπώματα και τα στοιχεία
όλων των Ελλήνων στους Αμερικανούς του FBI και της CIA, αποτελεί πράξη έσχατης
εξαχρείωσης του ελληνικού κράτους, κυβερνώντων κράτους μπανανιάς, που
ισοδυναμεί με εσχάτη προδοσία, ενέργεια για την οποία κανένας πολιτικός και
κανένα έντυπο δεν λέει λέξη».
Ο εντοπισμός του βαν
Την Κυριακή 29 Μαρτίου 1992 οι αρχές
βρίσκουν παρατημένο το βανάκ πίσω από το Γηροκομείο Αθηνών. Τα μέλη της «17Ν»
έχουν ξεχάσει μέσα ένα 38άρι περίστροφο. Όπως αποδεικνύεται πρόκειται για όπλο
που έχει κλέψει η οργάνωση από το αστυνομικό τμήμα Βύρωνα. Η προκήρυξη αφήνει
να εννοηθεί ότι το περίστροφο ξεχάστηκε γιατί το μέγεθος του οπλισμού που
υπήρχε στο βαν ήταν μεγάλος. Την επόμενη ημέρα (30/3/92) η περιοχή της Λουίζης
Ριανκούρ γεμίζει από αστυνομικούς, μέλη της ΕΥΠ και υπαλλήλους της σήμανσης. Σε
κατάθεση του ο Σάββας Ξηρός θα υποστηρίξει ότι στη «Ριανκούρ» πήγαιναν για 15-16
μέρες πριν τη… συνάντηση με την αστυνομία. Μόνο την 27η Μαρτίου
εντόπισαν αστυνομικούς ενώ σύμφωνα με όσα θα πει και στις 28-29 Μαρτίου οι
αστυνομικές δυνάμεις ήταν ελάχιστες. '«Αυτό που περιέγραψε ο κ. Μακρής, η
κοσμοσυρροή δηλαδή, ήταν πλέον τη Δευτέρα 30 Μαρτίου. Έστησαν την ιστορία τη
Δευτέρα, σαν εμποροπανήγυρη ήταν. Αυτό αποδεικνύει ότι το κύκλωμα δεν φτιάχτηκε
τότε, προϋπήρχε και εκμεταλλεύτηκε την υπόθεση για να βγάλει περισσότερα λεφτά»
θα υποστηρίξει στο δικαστήριο.
Το φιάσκο αποκαλύπτεται περίπου έναν
μήνα μετά. Την Τρίτη 5 Μαΐου ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης Θανάσης Αναγνωστόπουλος
παραχωρεί συνέντευξη Τύπου και υποστηρίζει ότι η «17 Νοέμβρη» έχει πρόσβαση
στην ΕΛΑΣ. Τονίζει ότι η οργάνωση είχε πληροφόρηση εκ των έσω και έτσι απέφυγε
τη σύλληψη. Τα στοιχεία δεν τον δικαιώνουν.
Επίλογος
Πέραν από σενάρια και εικασίες, η
υπόθεσης της Λουίζης Ριανκούρ δεδομένα αποτελεί ένα ιστορικό φιάσκο για τις ελληνικές
αρχές. Οι αστυνομικοί που βρέθηκαν στην περιοχή εκείνη την ημέρα «άγγιξαν» τους
τρομοκράτες και κατάφεραν να μην τους συλλάβουν. Ανικανότητα, φόβος, ίσως και
τα δύο.
Την εποχή που αποκαλύφθηκε η υπόθεση
κάποιοι υποστήριξαν ότι η «17 Νοέμβρη» δεν συνελήφθη γιατί αποτελεί το «μακρύ σκοτεινό
χέρι του κράτους». Ήταν τόσο μεγάλο το φιάσκο που δικαιολογούσε τέτοιες θεωρίες
καθώς όλοι αναρωτιούνταν «πώς γίνεται να μην τους συνέλαβαν;». Η εξάρθρωση της οργάνωσης
απέδειξε ότι κάτι τέτοιο δεν ευσταθούσε.
Με δεδομένο ότι ο κ.Μακρής τονίζει πώς
έλαβε την πληροφορία στις 20 Μαρτίου γεννούνται μεγάλα ερωτηματικά αναφορικά με
το γιατί η αστυνομία δεν κινήθηκε νωρίτερα και γιατί την 27η Μαρτίου
1992 δεν είχε περικυκλώσει την περιοχή. Ο Μαυρουλέας (ο οποίος στη συνέχεια
αποτάχθηκε) υποστηρίζει ότι η αυτοψία έγινε λίγες ώρες πριν τη… συνάντηση με τους
τρομοκράτες και ο Ξηρός πως όσες φορές πήγαν στην Ριανκούρ δεν είδαν
αστυνομικούς. Ανικανότητα, γραφειοκρατική δυσκαμψία ή κάτι άλλο;
Η επίσημη εκδοχή, ότι την 27η
Μαρτίου 1992 στην περιοχή βρίσκονταν συνολικά 60 αστυνομικοί, δεν
επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα. Δεν υπήρξε κινητοποίηση δυνάμεων μέσω ασυρμάτου
όταν το βαν άρχισε να κινείται. Σύμφωνα με κατάθεση στα επίσημα αρχεία βρέθηκε
μόνο μια εξασέλιδη αναφορά για την υπόθεση που μιλούσε για εντοπισμό ύποπτου αυτοκινήτου.
Όλα συνηγορούν ότι η «μεγαλειώδης» αντιτρομοκρατική επιχείρηση της 27ης
Μαρτίου 1992 δεν έγινε ποτέ και… δημιουργήθηκε μετά το φιάσκο. Αφού όμως η πληροφορία
θεωρήθηκε αξιόπιστη γιατί δεν υπήρξε μεγαλύτερη κινητοποίηση και καλύτερη
οργάνωση;
Αναφορικά τώρα με την «Άννα» ή Μαρία
το σενάριο της εκμετάλλευσης της πληροφορίας για οικονομικό όφελος δεν μπορεί σε
καμία περίπτωση να αποκλειστεί. Άλλωστε ίδιος ο Θανάσης Αναγνωστόπουλος, υπουργός
Δημόσιας Τάξης εκείνη την εποχή, θα δηλώσει: «Μέσα και σε εμένα έχει μείνει μια
μεγάλη απορία για την ιστορία της Ριανκούρ. Περί τίνος επρόκειτο…».