Πριν την Πτώση η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου έδωσε ένα αποχαιρετιστήριο κονσέρτο. Το κοινό έλαβε ως δώρο από μια κάψουλα με κυάνιο
Στα τέλη Μαρτίου του 1945 οι
σοβιετικές δυνάμεις βρίσκονταν μερικά χιλιόμετρα έξω από το Βερολίνο. Ο Τζόσεφ Γκέμπελς
είχε αναλάβει την οργάνωση της υπεράσπισης της πόλης και είχε διατάξει τη
στρατολόγηση κάθε ατόμου που ήταν ικανό να πολεμήσει. Οι μουσικοί δεν εξαιρούνταν
από αυτή τη διαταγή. Τα μέλη της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Βερολίνου όμως είχαν
έναν πολύ ισχυρό φίλο. Ήταν ο Άλμπερτ Σπέερ, ο οποίος είχε πέσει μεν σε
δυσμένεια προσπαθώντας να πείσει τον Χίτλερ πώς όλα είχαν χαθεί, αλλά διατηρούσε
επαφές σε καίριες και ισχυρές θέσεις.
Ο Σπεερ εξαφάνισε τα επίσημα έγγραφα
των μελών της ορχήστρας για να καθυστερήσει την στρατολόγηση τους. Γνώριζε πως η
αντίστροφη μέτρηση για την οριστική πτώση του ναζιστικού καθεστώτος είχε
ξεκινήσει και κερδίζοντας χρόνο για τους μουσικούς ίσως να τους έσωζε τη ζωή.
Με την παρότρυνση του Σπέερ, η
Ορχήστρα αποφάσισε να δώσει ένα τελευταίο κονσέρτο πριν οι συμμαχικές δυνάμεις
καταλάβουν τη χώρα. Το πρωινό της 28 Μαρτίου 1945 φορτηγά μετέφερα τα όργανα
και τα κοστούμια των μουσικών από το Βερολίνο στο ασφαλέστερο Πλάσενμπουργκ,
κοντά στο Μπαϊρόιθ. Οι πληροφορίες ανέφεραν ότι τη συγκεκριμένη περιοχή θα την
καταλάμβαναν οι Αμερικάνοι και όχι οι Σοβιετικοί.
Στο Πλάσενμπουργκ το κτίριο «Μπετόβεν
Ζάλε» είχε μείνει ανέπαφο από τους βομβαρδισμούς και ανακοινώθηκε ότι στις πέντε
το απόγευμα της 28ης Μαρτίου 1945 (κάποιες αναφορές μιλούν για 11,
12 ή 16 Απριλίου) η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου θα έδινε κονσέρτο υπό τη
διεύθυνση του Ρόμπερτ Χέγκερ. Το πρόγραμμα περιείχε ένα κονσέρτο του Μπετόβεν
για βιολί, το οποίο έπαιξε ο Γκέρχαρντ Τάσνερ, και την Τέταρτη Συμφωνία του
Μρίκνερ.
Η αίθουσα ήταν κατάμεστη παρά τον φόβο
για βομβαρδισμό και το γεγονός ότι δεν υπήρχε θέρμανση. Με εντολή του Σπέερ η
ηλεκτροδότηση του κτιρίου δεν είχε διακοπεί, όπως συνέβαινε σε όλες τις πόλεις
μετά τη δύση του Ηλίου. Η αίθουσα ήταν σκοτεινή και έλαμπαν μόνο τα φώτα στα
σταντ των μουσικών.
Το κονσέρτο ολοκληρώθηκε και το κοινό
ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Η τελευταία πράξη όμως δεν είχε παιχτεί ακόμα.
Παιδιά, τα οποία φορούσαν στολές της Χιτλερικής Νεολαίας και κρατούσαν καλάθια,
εμφανίστηκαν μέσα στην αίθουσα. Προσέφεραν στους παραβρισκόμενους μια διέξοδο
από την επόμενη μέρα. Τους έδιναν κάψουλες κυανίου για να αυτοκτονήσουν πριν
εισβάλουν οι Σοβιετικοί. Είναι άγνωστο πόσοι από εκείνους που παρακολούθησαν το
κονσέρτο πήραν το χάπι. Τα στοιχεία δείχνουν πάντως πως γενικότερα περίπου
6.500 κάτοικοι του Βερολίνου επέλεξαν την αυτοκτονία πριν ή λίγο μετά την άφιξη
των Σοβιετικών.
Το πλάνο ήθελε την Ορχήστρα να μεταφέρεται
άμεσα στο Μπαϊρόιθ αλλά τα μέλη της αποφάσισαν να μην φύγουν. Μόνο ο Τάσνερ, η οικογένεια
του, και η κόρη ενός από τους μουσικούς έφυγαν με ιδιωτικό αυτοκίνητο που
οδηγούσε ο προσωπικός σοφέρ του Σπέερ.
Μετά το πόλεμο ο Τάσνερ επέστρεψε στο
Βερολίνο και συνέχισε την καριέρα του ως μουσικός. Πέθανε το 1976 σε ηλικία 54
ετών. Ο διευθυντής της Ορχήστρας, Ρόμπερτ Χέγκερ συνέχισε επίσης το έργο του
και πέθανε στο Μόναχο το 1978. Η Φιλαρμονική του Βερολίνου επανασυστάθηκε και
λίγους μήνες μετά το τέλος του πολέμου έπαιξε και πάλι.
Το τελευταίο κονσέρτο της Φιλαρμονικής
Ορχήστρας του Βερολίνου και το μακάβριο δώρο είναι ένα χαρακτηριστικό
περιστατικό του κλίματος που επικρατούσε στη ναζιστική Γερμανία λίγο πριν την
πτώση. Ο λαός, ο οποίος στην συντριπτική του πλειονότητα είχε υποστηρίξει με
πάθος το ναζιστικό καθεστώς. Ο λαός που σκόρπισε θάνατο και καταστροφή γιατί
θεωρούσε ότι είχε δικαίωμα να το κάνει θα πλήρωνε πλέον το τίμημα.