O δημοσιογράφος Γκαΐθ Αμπντούλ-Αχάντ, με κείμενο του στην Guardian, αφηγείται το πώς βίωσε την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ και τα όσα ακολούθησαν. Το σχέδιο για την επόμενη μέρα που δεν υπήρχε και οι μεσαιωνικές πεποιθήσεις που κατέστρεψαν τελικά την χώρα
Στις 9 Απριλίου 2003 στεκόμουν στην ταράτσα
του σπιτιού μου στη Βαγδάτη κοιτάζοντας τον καθαρό ουρανό. Η πόλη ήταν ήρεμη, οι
Αμερικάνοι είχαν σταματήσει τον βομβαρδισμό νωρίτερα εκείνο το πρωί. Στον ορίζοντα
είδα ένα ελικόπτερο να πετά πάνω από τα κτίρια. Σε αντίθετα με τα χοντροκομμένα
ρωσικά, τα οποία είχαμε συνηθίσει και πετούσαν αριστερά και δεξιά σαν τεράστια
ιπτάμενα κριάρια, αυτό ήταν ευέλικτο σαν μια θυμωμένη σφήκα.
Τριάντα πέντε χρόνια διακυβέρνησης του
Σαντάμ Χουσεΐν είχαν διαλυθεί σε μια νύχτα, κατέρρευσαν χωρίς ίχνος. Η Βαγδάτη,
αυτή η πόλη του φόβου και της καταπίεσης, ήταν για μια ώρα ελεύθερη. Στον χρόνο μεταξύ της αναχώρησης του δικτάτορα και της
άφιξης των κατακτητών.
Στα χρόνια που προηγήθηκαν του πολέμου
ζούσα σε ένα μικρό δωμάτιο, το οποίο μετά βίας χωρούσε ένα μονό κρεβάτι, ένα γραφείο
και ένα μπαούλο. Σε μια γωνία υπήρχε ο νεροχύτης, μια σόμπα και η τουαλέτα. Για
διακόσμηση, είχα βάψει έναν τοίχο με ένα έντονο πορτοκαλί-κόκκινο, το οποίο
ενίσχυε και ακτινοβολούσε το καυτό φως της Βαγδάτης. Το παλιό κλιματιστικό είχε
πεθάνει και δεν είχα χρήματα να το φτιάξω. Το καλοκαίρι του 2002, το δωμάτιο
ήταν αποπνικτικό και ένιωθα οι τοίχοι να κλείνουν γύρω μου. Δεν είχα πληρώσει
το ενοίκιο για έξι μήνες. Ως αρχιτέκτονας στον ιδιωτικό τομέα, πληρωνόμουν 50 δολάρια
κάθε λίγους μήνες. Στα χρόνια των κυρώσεων, έκανα μια άσχημη δουλειά για
άσχημους ανθρώπους που είχαν τα χρήματα να αντέξουν οικονομικά τα άσχημα σπίτια
τους. Ήθελα να φύγω από τη χώρα, να ταξιδέψω και να περπατήσω στους δρόμους άλλων
πόλεων. Όμως ήμουν στρατιωτικός λιποτάκτης και χωρίς έγγραφα δεν μπορούσα να
βγάλω διαβατήριο.
Δεν με είχε βασανίσει η μουχάραμπατ, η
υπηρεσία πληροφοριών του καθεστώτος, ούτε η οικογένεια μου είχε εξαφανιστεί σε
κάποιον ομαδικό τάφο. Όμως, όπως και το υπόλοιπο έθνος, ήμουν παγιδευμένος
χωρίς ελπίδα και χωρίς προοπτικές. Τι θα συμβεί, σκεφτόμασταν, αν μια μέρα ο Ηγέτης
πεθάνει από κάποια ασθένεια. Πώς θα αλλάξουν οι ζωές μας μετά τον θάνατο του;
Θα μας κυβερνήσει ένας από τους γιούς; Θα είναι καλύτερα ή χειρότερα;
Τα χρόνια πριν την εισβολή ένιωθα ότι
η ζωή μου χανόταν σιγά σιγά σε αυτό το καυτό και καταπιεστικό μέρος που
αποκαλούσα πατρίδα. Τώρα στα 28 μου φαινόταν ότι μια διαφορετική ζωή ίσως είναι
πιθανή. Μπήκα στο δωμάτιο μου να ακούσω τις ειδήσεις όταν ένας γείτονας ήρθε και
μου χτύπησε την πόρτα. «Οι Αμερικάνοι είναι εδώ» μου είπε με ενθουσιασμό. «Ναι,
άκουσα στο ράδιο ότι έφτασαν στην Χιλάλ» του απαντήσαν αναφερόμενος σε μια πόλη
100χλμ νότια της Βαγδάτης.
«Στη Χιλάλ;» είπε ο γείτονας χαμογελώντας.
«Είναι εδώ, κάτω στον δρόμο».
Κατέβηκα και είδα τεθωρακισμένα αμφίβια οχήματα στη διασταύρωση κοντά στο διαμέρισμα. Ήταν σαν οι ακτές της Νορμανδίας να είχαν έρθει έξω από τα κτίρια. Τα οχήματα ήταν καλυμμένα με τα τεράστια σακίδια των στρατιωτών. Ξαφνικά είδα να κατεβούν Αμερικάνοι στρατιώτες, σαν αυτούς που είχα δει στην τηλεόραση. Ήταν εδώ στην πόλη μου, στον δρόμο μου.
Οι στρατιώτες διασκορπίστηκαν σε όλο
τον δρόμο, κάθισαν στο ένα γόνατο και μας σημάδευαν με τα όπλα τους. Σημάδευαν τους
ανθρώπους που είχαν συγκεντρωθεί και τους κοιτούσαν. Πίσω από τους στρατιώτες
εμφανίστηκαν άντρες ντυμένοι με μπλε γιλέκα οι οποίοι κρατούσαν μεγάλες κάμερες.
Στα κράνη τους έγραφε «TV».
Κάθισα στο κράσπεδο και παρακολουθούσα
καθώς οι στρατιώτες σάρωναν με τα όπλα τους τα κτίρια γύρω τους. Ένας από τους
άντρες με τα μπλε, ψηλός και φαλακρός με δύο κάμερες με μεγάλο ζουμ, κινούνταν
με λαχτάρα προς το μέρος μας. Σαν φωτογράφος άγριας ζωής που πλησίαζε ένα
κοπάδι άγριων ζώων, χωρίς να θέλει να τα τρομάξει και αβέβαιος αν θα του
επιτεθούν.
Έκατσε οκλαδόν λίγα μέτρα μπροστά μου και
με σημάδεψε με έναν μακρύ λευκό φακό.. Άντε γαμήσου, του φώναξα. Δεν ήθελα να
γίνω ένα αντικείμενο για τις ειδήσεις, ένα ακόμα πρόσωπο ενός ηττημένου έθνους.
Οι στρατιώτες ανέβηκαν ξανά στα
θωρακισμένα φορτηγά τους και ξεκίνησαν. Πέρασαν από το εθνικό θέατρο και κατέβηκαν
την οδό Sadoon. Ένα μικρό πλήθος ανδρών και παιδιών τους
ακολουθούσε.
Τα θωρακισμένα οχήματα και το πλήθος
κινούνταν αργά. Πέρασαν μπροστά από την πρεσβεία του Βατικανού όπου στεκόταν ένας
παπικός διπλωμάτης με μαύρο ράσο και μοβ ζώνη. Παρακολουθούσε τον στρατό που
εισέβαλε και κουνούσε το κεφάλι του. Στην άλλη πλευρά του δρόμου ένας παχουλός μεσήλικας
Ιρακινός καθόταν μπροστά στην είσοδο του καταστήματος του και έβριζε. Οι περισσότεροι
όμως απ’ όσους ακολουθούσαν τους Αμερικάνους ήταν ενθουσιασμένοι. Το παλιό και παρηκμασμένο καθεστώς είχε πέσει. Η θωρακισμένη στήλη σταμάτησε μπροστά στα ξενοδοχεία
Meridian και
Sheraton, όπου είχε την βάση της η πλειονότητα των
διεθνών ΜΜΕ. Μπροστά από τα ξενοδοχείο στεκόταν ένα μεγάλο άγαλμα του Σαντάμ με
το δεξί χέρι απλωμένο στον ουρανό. Το πλήθος από κάτω το χτυπούσε και το έφτυνε
σαν να ήταν κάποιος απρόσκλητος σε ένα πάρτι.
Στάθηκα εκεί και παρακολουθούσα, μαζί με μερικούς άλλους Ιρακινούς και ένα μεγάλος πλήθος ξένων δημοσιογράφων. Μια χούφτα ενθουσιώδεις άνδρες άρχισαν να χτυπούν με σφυριά και μεταλλικές ράβδους τη βάση του αγάλματος. Κατάφεραν μόνο να σπάσουν τη μαρμάρινη επένδυση. Τους έπαιρνε πολλή ώρα και οι δημοσιογράφοι είχαν αρχίσει να βαριούνται, όταν ένα από τα τεθωρακισμένα οχήματα, με ένα μεγάλο γερανό, άρχισε να κινείται με όπισθεν στη μέση της πλατείας. Ένας πεζοναύτης ανέβηκε στην κορυφή και έριξε ένα χοντρό σχοινί γύρω από το λαιμό και μετά έβγαλε μια αμερικανική σημαία. Όχι, όχι, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, σκέφτηκα. Τουλάχιστον άφησε αυτή την επίφαση της απελευθέρωσης να κρατήσει μια μέρα. Όμως όχι, με όλη την αλαζονεία κάθε στρατιώτη κατοχής στην ιστορία, κάλυψε το πρόσωπο του ηττημένου δικτάτορα με τη σημαία του νικηφόρου έθνους του. Για λίγο, αλλά αρκετά για να σφραγίσει τη μοίρα της εισβολής στα μάτια πολλών.
Από την άλλη γιατί να μην σήκωνε την
αμερικάνικη σημαία; Ίσως απ’ όλες τις δηλώσεις και τις δικαιολογίες των ηγετών
και των διοικητών που μιλούσαν για απελευθέρωση και δημοκρατία, η πράξη αυτή
του πεζοναύτη ήταν η πιο ειλικρινής. Καταλάβαινε ότι ο πόλεμος ήταν μια σύγκρουση
μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράκ, μια σύγκρουση που αυτός και οι συμπατριώτες του
κέρδισαν. Ήταν δικαίωμα του να βάλει μια σημαία.
Το θωρακισμένο όχημα τράβηξε, το
άγαλμα αντιστάθηκε λίγο και μετά υποχώρησε. Έπεσε στην πλατεία με έναν υπόκωφο
θόρυβο. Όπως και το κράτος του έτσι και το άγαλμα του Ηγέτη ήταν μόνο ένα άδειο
καλούπι με μια μόνο μεταλλική κολόνα μέσα που το στήριζε. Μια ντουζίνα περίπου
άντρες πήδηξαν πάνω στο άγαλμα χτυπώντας το με αλυσίδες και παπούτσια. Αυτή η
εμβληματική εικόνα έχει παίξει ξανά και ξανά σε κάθε αναφορά για το Ιράκ από
τότε. Σαν αυτοί οι άνδρες να αντιπροσώπευαν όλο το έθνος. Η χαρά τους ήταν μια
δικαίωση, έστω και για λίγο, για την τρέλα που θα ακολουθούσε. Το κεφάλι του
αγάλματος σύρθηκε στους δρόμους όπου ακόμα περισσότεροι το έφτυναν και το
έβριζαν.
Συνάντησα έναν φίλο, ο οποίος επίσης στεκόταν
στην πλατεία. Περπατήσαμε στα γύρω τετράγωνα και σκεφτόμασταν τι θα ακολουθήσει.
Οι ελπίδες, το μέλλον και οι αγωνίες. Ήδη γινόταν πλιάτσικο στο κτίριο της Unicef, 50 μέτρα από την πλατεία.
Συναντήσαμε μια ηλικιωμένη γυναίκα να
σέρνει ένα χαλί από τη διεύθυνση φραγμάτων και ύδρευσης. «Αυτά είναι τα λεφτά
μου, ο Σαντάμ μου τα έκλεψε» είπε. Το χαλί ήταν παλιό και φθαρμένο και δεν
άξιζε τίποτα όμως ίσως ένιωθε ότι ήταν ένα κομμάτι από το καθεστώς, ένα κομμάτι
από την τυραννία του Σαντάμ. Παίρνοντας το ίσως την έκανε νιώσει ότι θα έσβηνε δια
μαγείας όσα υπέφερε τις περασμένες δεκαετίες.
Το επόμενο πρωί βρήκα το γκαράζ του
κτιρίου μου γεμάτο με σκουπίδια: μια αναποδογυρισμένη καρέκλα γραφείου, μια
παλιά μονάδα κλιματισμού, πύργοι υπολογιστών και μερικές οθόνες στοιβαγμένες η
μία πάνω στην άλλη. Όλα κλεμμένα από τα γραφεία της εφημερίδας του κόμματος
Μπάαθ που βρίσκονταν κοντά. Μια γειτόνισσα και οι δύο γιοι της επιθεώρησαν με
χαρά τα κλοπιμαία. Ο θυρωρός μπήκε στο γκαράζ κουβαλώντας ένα ακόμα πύργο
υπολογιστή.
Αποφάσισα να πάω με τα πόδια στο
προεδρικό παλάτι. Ήθελα να δω που ζούσε ο Ηγέτης. Σκέφτηκα πως θα ήταν οι τοίχοι, τα
δωμάτια και οι διάδρομοι που περπατούσε. Εκεί που συσκεπτόταν με τους κοντινότερους
συνεργάτες τους, εκεί που έδινε τις εντολές για την καταστροφή δεκάδων χιλιάδων
ανθρώπων από τον λαό του. Ίσως έτσι ερχόμουν πιο κοντά του, ίσως αυτό με βοηθούσε
να καταλάβω τι ήταν και γιατί διαμόρφωσε τις ζωές μας και την ιστορία μας όπως το
έκανε. Ίσως από την άλλη να ήταν δική μου πράξη βεβήλωσης αυτού του ιερού άβατου
της εξουσίας, μια πράξη θρασύτητας όπως το πλιάτσικο που έκαναν τόσοι άνθρωποι.
Ήταν ακόμα νωρίς και οι δρόμοι ήταν
άδειοι. Γλώσσες μαύρου καπνού έβγαιναν από τα παράθυρα των κτιρίων που είχαν
λεηλατηθεί κατά τη διάρκεια της προηγούμενης νύχτας. Υπήρχαν αμερικανικά μπλόκα
με νεαρούς στρατιώτες και αγκαθωτό σύρμα. Πέρασα λέγοντας τους ότι είμαι
Βρετανός δημοσιογράφος και η ιρακινή αστυνομία είχε πάρει τα έγγραφα μου.
Ο συνδυασμός του σακιδίου στην πλάτη
μου και η προσποιητή βρετανική μου προφορά δούλεψε. Έφτασα στη γέφυρα Τζιμχουρίγια
και διέσχισα τον Τίγρη. Στην είσοδο του προεδρικού παλατιού πέρασε ένα θωρακισμένο
όχημα. Ρώτησαν τον εξαντλημένο στρατιώτη που καθόταν πάνω του αν μπορώ να μπω
μέσα και μου έγνεψε να περάσω.
Αφού πέρασα κάτω από τις αψίδες της εισόδου
περπάτησα στον δρόμο με τα δέντρα και τις τριανταφυλλιές. Στα μισά τις διαδρομής
είδα ένα μαυρισμένο και πρησμένο πτώμα στην άκρη του δρόμου. Δίστασα, δεν είχα
δει ξανά νεκρό, αλλά συνέχισα.
Το προεδρικό μέγαρο φαινόταν από
μακριά. Γιγαντιαίες χάλκινες προτομές του Ηγέτη κοσμούσαν τις τέσσερις γωνίες
του. Το κεφάλι του με το μουστάκι, φορώντας κράνος στο σχήμα του Θόλου στον Βράχο
στην Ιερουσαλήμ, κοίταζε από ψηλά με σιωπηλή και σοβαρή μεγαλοπρέπεια. Αγνοώντας
τους αυθάδεις στρατιώτες που είχαν καταλάβει το παλάτι του συνέχιζε να ατενίζει
τον μακρινό ορίζοντα.
Μέσα, ένας νεαρός Αμερικανός
αξιωματικός μου έκανε μια ξενάγηση σε μια τεράστια τραπεζαρία, με μια όμορφη
ξύλινη οροφή, που έχει μετατραπεί σε μεγάλο κοιτώνα με δεκάδες μεταλλικά
κρεβάτια στοιβαγμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Ήθελα να περπατήσω πιο πέρα προς
το αρχηγείο πληροφοριών, ένα ακόμα σύμβολο του καθεστώτος.
Όμως ο Αμερικάνος μού είπε ότι οι
μάχες συνεχίζονταν. Έτσι επέστρεψα προς την είσοδο όπου και συνάντησα τον
Βρετανό δημοσιογράφο Τζέιμς Μίικ. Με προσέλαβε ως μεταφραστή.
Στη Βαγδάτη του 2003 επικρατούσε το
χάος. Όλα ήταν επιτρεπτά και όλα ήταν πιθανά. Μπύρα και ουίσκι πωλούνταν στα
πεζοδρόμια ή από τα πορτμπαγκάζ παρκαρισμένων αυτοκινήτων. Όχλοι λεηλάτησαν
κυβερνητικά γραφεία και υπουργεία, εκτός από το Υπουργείο Πετρελαίου, το οποίο
προστάτευαν αμερικανικά τανκς. Κατέστρεψαν εργοστάσια, έβγαλαν πόρτες από τους
μεντεσέδες και αφαίρεσαν τις ηλεκτρικές καλωδιώσεις από τους τοίχους και στη
συνέχεια πούλησαν τον λεηλατημένο εξοπλισμό.
Στην ανοιχτή αγορά διακινούνταν όπλα
και πυρομαχικά από λεηλατημένα στρατόπεδα και αποθήκες. Μέσα στους επόμενους
μήνες και χρόνια, αυτά τα οπλοστάσια θα συντηρούσαν εμφύλιους πολέμους στο Ιράκ
και τη Συρία, με μερικά να μεταφέρονται λαθραία για να τροφοδοτήσουν μακρινούς
πολέμους στην Υεμένη και τη Σομαλία. Σοβιετικά μαχητικά τζετ, κρυμμένα στις
ερήμους έξω από τις στρατιωτικές βάσεις για να τα σώσουν από τις αμερικανικές
επιθέσεις, κείτονταν μισοθαμμένα στην άμμο σαν σκελετοί φαλαινών στην παραλία. Τους
είχαν αφαιρέσει τα όπλα και τη μεταλλική επένδυση. Όμως δεν υπήρχε τίποτα πιο
οδυνηρό και καταστροφικό από τη λεηλασία του ιρακινού μουσείου. Σχεδόν 15.000
αντικείμενα λεηλατήθηκαν, τα περισσότερα εξαφανίστηκαν για πάντα.
Ομάδες ενόπλων τριγυρνούσαν στην πόλη
αναζητώντας λάφυρα. Έβαζαν φωτιά σε ό,τι δεν μπορούσαν να πάρουν το έκαιγαν,
όπως την εθνική βιβλιοθήκη, ή τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά αρχεία που καίγονταν
για μέρες. Στο κέντρο της Βαγδάτης, είδα τον καπνό να υψώνεται από τα παράθυρα
της εθνικής διεύθυνσης: τα αρχεία και τα ληξιαρχεία ενός αιώνα καίγονταν. Ναι,
καταστρέψτε τα πάντα, σκέφτηκα αφελώς μέσα μου.
Γιατί χρειαζόμαστε καν την εθνική διεύθυνση;
Ο Σαντάμ δεν χειραγωγούσε τα πάντα για δικό του συμφέρον; Δεν απέλασε δεκάδες
χιλιάδες, δεν αφαίρεσε από εκατομμύρια τη θέληση για ζωή; Δεν ήταν όλη η
πολιτεία μας ένα κατασκεύασμα της θέλησής του; Γιατί λοιπόν να μην
καταστρέψουμε τα πάντα, και από το μακελειό να γεννηθεί μια νέα χώρα, χωρίς
φόβο ή καταπίεση, όπου όλοι θα είναι ίσοι και θα ευημερούν;
Ο «Μεγάλος Ηγέτης» είχε κυριαρχήσει
στη ζωή μας και διαμόρφωσε ολόκληρο το έθνος πάνω στην εικόνα του για δεκαετίες.
Έτσι, όταν το άγαλμά του έπεσε και οι άνθρωποι ζητούσαν εκδίκηση για τα χρόνια
της καταπίεσης, όχι μόνο κατέστρεψαν τα σύμβολα της εξουσίας του, τα ανάκτορά
του, τα αγάλματα και τις τοιχογραφίες του, έστρεψαν επίσης την οργή τους σε
οτιδήποτε συμβόλιζε το κράτος. Επειδή το κράτος ήταν ο Σαντάμ και ο Σαντάμ ήταν
το κράτος, όπως έλεγε. Ακόμα και λέξεις όπως υπηκοότητα, αλληλεγγύη,
πατριωτισμός λερώθηκαν γιατί συνδέονταν με την κυριαρχία του. Σε αυτή την
καταστροφική ατμόσφαιρα, πολλοί, ξένοι και Ιρακινοί, ήταν πρόθυμοι να διαλύσουν
εντελώς την ίδια την έννοια του ιρακινού κράτους.
Οι φτωχοί έφυγαν από τις άθλιες, πυκνοκατοικημένες
γειτονιές τους και άρχισαν να χτίζουν σε στρατιωτικά στρατόπεδα και
κυβερνητικές εκτάσεις. Αυτές οι νέες φτωχογειτονιές από μονώροφες τσιμεντένιες
παράγκες με ρυάκια από λαδοπράσινα λύματα και σωρούς σκουπιδιών ονομάστηκαν Hawassim, από το όνομα των τελευταίων μαχών του Ηγέτη.
Το ίδιο όνομα δόθηκε σε όσους απέκτησαν στη συνέχεια κολοσσιαίο πλούτο.
Ήταν επίσης μια εποχή ζοφερής
αποκάλυψης της φρίκης που διέπραξε το καθεστώς και οι άνδρες του. Μαζικοί τάφοι
ανακαλύφθηκαν κοντά σε φυλακές ή σε απομακρυσμένες οδούς, όπου χιλιάδες άνδρες
είχαν ταφεί μετά την αποτυχημένη εξέγερση του 1991.
Οι μπουλντόζες ξέθαψαν ό,τι είχε
απομείνει από τα σώματα μέσα στην ξερή κιτρινο-γκρίζα γη. Γυναίκες ντυμένες στα μαύρα έκλαιγαν και έγδερναν
τα πρόσωπά τους με θλίψη πάνω σε σωρούς οστών και κρανίων που ήταν ξαπλωμένα σε
πλαστικά σεντόνια, καθώς φυσούσε ένας ζεστός, ξηρός και σκονισμένος άνεμος.
Μερικοί κατάφεραν να αναγνωρίσουν τον άνθρωπος τους από μια φωτογραφία κρυμμένη
σε μια τσέπη ή μια ταυτότητα. Άλλοι μάζεψαν βιαστικά κόκαλα, όποια κόκκαλα
έβρισκαν, για να τα θάψουν και επιτέλους να έχουν έναν τάφο όπου θα θρηνούν για
τα χαμένα παιδιά τους. Στα σπίτια τους, οι οικογένειες κρεμούσαν φωτογραφίες
συγγενών που είχαν εκτελεστεί ή εξαφανιστεί εδώ και καιρό από το καθεστώς. Μπόρεσαν τώρα να δείξουν την περηφάνια τους για ανθρώπους τους οποίους, μέχρι
πριν από λίγες εβδομάδες προσπαθούσαν να κρύψουν και να αποκηρύξουν. Σε άλλα
σπίτια, ένα λευκό ορθογώνιο εμφανίστηκε σε βρώμικους τοίχους. Εκεί που μέχρι
πρόσφατα κρεμόταν το πορτραίτο του Ηγέτη.
Η ιστορία που είχε γραφτεί από τον Ηγέτη ξετυλίγονταν και ο κόσμος ζήτησε να διορθωθούν τα ψέματα. Ήθελαν αποζημίωση για την καταπίεση, επανόρθωση των αδικιών που διαπράχθηκαν εναντίον τους για δεκαετίες. Και τη στιγμή που αυτοί οι ομαδικοί τάφοι ξεθάφτηκαν, οι τοπικές συγκρούσεις, η έχθρα και οι κόντρες έβγαιναν στην επιφάνεια μετά από δεκαετίες που είχαν θαφτεί κάτω από τη μονολιθική εξουσία του καθεστώτος. Στα τέλη Απριλίου 2003, παρακολούθησα χιλιάδες ανθρώπους να παρελαύνουν προς την πόλη της Καρμπάλα. Να σηκώνουν ένα πυκνό σύννεφο σκόνης με τα πόδια τους. Τίμησαν τη μνήμη του Arba'een, σηματοδοτώντας 40 ημέρες μετά την ημέρα της Ashura, όταν ο Ιμάμ Χουσεΐν είχε σκοτωθεί 12 αιώνες πριν. Παραδοσιακά είναι μια μέρα θλίψης και πένθους, οι άνθρωποι κλαίνε και χτυπούν το στήθος τους, αλλά με την ευκαιρία αυτή ήταν επίσης μια μέρα χαράς, γιατί για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες επιτράπηκε στους Σιίτες να εκφράσουν ελεύθερα μια θρησκευτική και πολιτιστική ταυτότητα που ο Ηγέτης είχε καταστείλει για πολύ μεγάλο διάστημα. Ήταν μια ακραία αντίθεση με το πώς είχε εορταστεί η ημέρα της Αshura λίγες εβδομάδες νωρίτερα, λίγο πριν τον πόλεμο. Eίχα καθίσει στο Khadimiya, το μεγαλύτερο ιερό των Σιιτών στη Βαγδάτη, και έβλεπα λίγους ανθρώπους να μπαινοβγαίνουν γρήγορα.
Τον Μάιο του 2003, συνάντησα έναν
ηλικιωμένο άνδρα σε ένα φτωχό και γεμάτο κόσμο προάστιο της ανατολικής
Βαγδάτης. Καθόταν σε ένα άδειο τσίγκινο κουτί, με ένα πλατύ χαμόγελο στο
πρόσωπό του. Είπε ότι οι Αμερικανοί που είχαν φέρει όλα αυτά τα τανκς και τα αεροπλάνα
θα τα φτιάξουν όλα μέσα σε λίγες εβδομάδες.
Θα φέρουν ρεύμα και θα μετατρέψουν την
κατεστραμμένη γειτονιά του σε παράδεισο. Μιλούσε λες και μπορούσε ήδη να δει μεταμορφωμένο
τον δρόμο του. Τα λύματα που έτρεχαν δίπλα του να ειχαν εξαφανιστεί, τα σπίτια
καθαρά και βαμμένα, την φτώχεια να έχει ηττηθεί. Όμως εβδομάδες και μήνες πέρασαν
και η κατάσταση γινόταν μόνο χειρότερη. Η μαζική μέθη των Ιρακινών για το τέλος
του καθεστώτος έφθινε γρήγορα και οι άνθρωποι στη Βαγδάτη πέρασαν από την
ευφορία στην απογοήτευση και μετά στην οργή.
Όταν ήθελαν να πάνε στα νοσοκομεία τα
βρήκαν λεηλατημένα. Τα σχολεία είτε είχαν καεί είτε είχαν καταληφθεί από
καταληψίες. Δεν υπήρχε κανείς έλεγχος και οι δημόσιες υπηρεσίες είχαν
καταρρεύσει. Ουρές πολλών χιλιομέτρων είχαν σχηματιστεί έξω από πρατήρια υγρών
καυσίμων, επειδή οι πετρελαιοπηγές και τα διυλιστήρια είχαν υποστεί ζημιές στη
λεηλασία. Το ηλεκτρικό ρεύμα είχε πέσει από τη μια γιατί δεν υπήρχαν καύσιμα
για τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής και από την άλλη επειδή οι πύργοι και τα
καλώδια υψηλής τάσης είχαν απογυμνωθεί και πουληθεί ως σκραπ. Χωρίς ρεύμα, οι
αντλίες νερού και οι εγκαταστάσεις καθαρισμού σταμάτησαν να λειτουργούν και τα
ακατέργαστα λύματα έπεφταν στα ποτάμια. Οι γιατροί και οι νοσοκόμες κουβαλούσαν
όπλα και φρουρούσαν τα λίγα νοσοκομεία που δεν είχαν ήδη λεηλατηθεί.
Οι Αμερικάνοι στρατιώτες, ζαλισμένοι
από τη ζέστη της Βαγδάτης, στέκονταν να παρακολουθούν αμήχανοι το χάος. Οι
Ιρακινοί, συνηθισμένοι σε δεκαετίες συγκεντρωτικής γραφειοκρατίας, ήταν
μπερδεμένοι από τον τρόπο που διοικούσαν τη χώρα οι Αμερικάνοι. Τα πάντα
αποφασίζονταν επί τόπου.
Κάποιες φορές οι στρατιώτες προσπαθούσαν
να σταματήσουν τη λεηλασία αλλά τις περισσότερες απλά παρακολουθούσαν. Κάποιες φορές
προσπαθούσαν να ελέγχουν την απίστευτη κίνηση, κάποιες άλλες έβαζαν τα τανκ τους
σε κεντρικούς δρόμους και δημιουργούσαν ακόμα μεγαλύτερο χάος. Οι Ιρακινοί δεν μπορούσαν
να πιστέψουν ότι οι νέοι αποικιοκράτες αφέντες δεν είχαν κάνει καμία
προετοιμασία για το τι θα γινόταν μετά την εισβολή. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι
όλη αυτή η… περιπέτεια ήταν βασισμένη μόνο στη δύναμη και στις μεσαιωνικές πεποιθήσεις
του Μπους και των συνεργατών του. Όταν ο μύθος της αμερικανικής ευημερίας
συγκρούστηκε με την πραγματικότητα της κατοχής, ακολούθησε το χάος και η
καταστροφή. Όλη η καταπιεσμένη οργή των προηγούμενων δεκαετιών εξερράγη.
Παράτησα την προηγούμενη ζωή μου ως
αρχιτέκτονας και δούλεψα ως μεταφραστής και «φίξερ». Στη συνέχεια πήρα προαγωγή
στη θέση του βοηθού ειδήσεων, ουσιαστικά η ίδια θέση αλλά με καλύτερες συνθήκες.
Αυτό οδήγησε σε μια συνεχή περιπλάνηση. Για χρόνια πήγαινα από το ένα
ξενοδοχείο στο άλλο και ταξίδευα σε κάθε γωνιά της χώρας μου με ξένους
δημοσιογράφους. Το μοναδικό μου πλεονέκτημα ήταν ότι
μιλούσα τη γλώσσα.
Με την ημερήσια αμοιβή μου, μια
τεράστια περιουσία σε σύγκριση με τον πενιχρό μισθό που έπαιρνα ως
αρχιτέκτονας, αγόρασα μια φωτογραφική μηχανή και άρχισα να βγάζω φωτογραφίες
από το χάος που εκτυλισσόταν γύρω μου. Μια φωτογραφία δημοσιεύτηκε, μετά μια
άλλη, και το 2004 προσλήφθηκα από ένα πρακτορείο.
Εκείνη την εποχή δημοσίευσα το πρώτο
μου άρθρο στον Guardian. Έγραψα πώς και
ο Σαντάμ και εγώ περάσαμε την πρώτη μας νύχτα σε ένα κελί αμερικανικής φυλακής.
Ο Ηγέτης είχε συλληφθεί νωρίτερα εκείνη την ημέρα, και οι Αμερικανοί
δημοσιογράφοι για τους οποίους έκανα μετάφραση διερμήνευα θεώρησαν ότι δεν ήταν
συνετό να εμφανιστούν στην πόλη καταγωγής του Ηγέτη την ημέρα που είχε
συλληφθεί από την κυβέρνησή τους. Γι' αυτό προσφέρθηκα εθελοντικά να πάω και να
κάνω μερικά κλιπάκια. Κατά την επιστροφή μου εκείνο το βράδυ, μας σταμάτησαν σε
ένα σημείο ελέγχου βόρεια της Βαγδάτης, και ο Αμερικανός αξιωματικός θεώρησε
ότι ο οδηγός κι εγώ φαινόμαστε ύποπτοι. (είναι που είχα γένια). Μια ώρα αργότερα
μας έδεσαν τα μάτια και μας πήγαν σε μια αμερικανική στρατιωτική βάση και μας
έκλεισαν σε ένα κελί. Κοιμηθήκαμε στο κρύο τσιμεντένιο πάτωμα και την επόμενη
μέρα, όταν μας οδήγησαν έξω, γέλασα με την ειρωνεία όλων αυτών: Βρισκόμασταν σε
μια πρώην ιρακινή στρατιωτική βάση, την οποία χρησιμοποιούσαν οι Αμερικανοί.
Εγώ που περήφανα για χρόνια απέφευγα την ιρακινή στρατιωτική θητεία και τη
σύλληψη, τελικά κλείστηκα σε μια ιρακινή στρατιωτική φυλακή από τους υποτιθέμενους
«απελευθερωτές» μου.
Μας είπαν, πολύ αργότερα, ότι η
περιπέτεια του πολέμου στο Ιράκ βασίστηκε στο μυωπικό όραμα μιας ομάδας
Αμερικανών νεοσυντηρητικών. Στην επιθυμία τους να προβάλουν την αμερικανική
ισχύ σε έναν μονοπολικό κόσμο–υποστήριξαν ότι η αλλαγή καθεστώτος στο Ιράκ θα
έφερνε τη δημοκρατία όχι μόνο στη χώρα αλλά σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, φέρνοντάς τελικά
την περιοχή πιο κοντά στις ΗΠΑ. Ο πετρελαϊκός πλούτος του Ιράκ, πίστευαν, θα
πλήρωνε την ανοικοδόμησή του. Κάποιοι εξακολουθούν να χρησιμοποιούν το ίδιο
επιχείρημα για να προωθήσουν το αφήγημα της ανάγκης πολέμου και με το Ιράν.
Τον Μάιο του 2003, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών παραχώρησε… μεταθανάτια νομιμότητα στον παράνομο πόλεμο. Έδωσε στους Αμερικανούς «καθεστώς κατοχικής δύναμης» με όλες τις «χαρούμενες» συνδηλώσεις που έχει η λέξη «κατοχή» στη Μέση Ανατολή. Έπειτα από μερικές εβδομάδες φασαρίας, ιδρύθηκε μια νέα αμερικανική διοίκηση, με επικεφαλής τον Πολ Μπρέμερ, στενό σύμμαχο των νεοσυντηρητικών στην Ουάσιγκτον. Έγινε αντιβασιλέας και ηγεμόνας της χώρας και του δόθηκαν σαρωτικές νομοθετικές και εκτελεστικές εξουσίες που θύμιζε Βρετανό ανθύπατο στην Ινδία. Η νέα κατοχική αρχή - που ονομάζεται Προσωρινή Αρχή Συνασπισμού, η CPA - στελεχώθηκε από νέους, αφελείς φανατικούς που είχαν αδιαμφισβήτητες εξουσίες για να αναδιαμορφώσουν το Ιράκ όπως ήθελαν οι αφέντες τους. Αντιπροσώπευαν τον χειρότερο συνδυασμό αποικιακής ύβρεως, ρατσιστικής αλαζονείας και εγκληματικής ανικανότητας. Πολλοί θα έγραφαν αργότερα βιβλία για τον ηρωικό τους αγώνα στα εδάφη των Αράβων. Μερικοί από αυτούς τους αξιωματούχους της CPA τέθηκαν επικεφαλής των υπουργείων, εν αναμονή των υφιστάμενων διοικητικών συστημάτων. Άλλοι διοικούσαν ολόκληρες πόλεις ή επαρχίες.
Στη Βαγδάτη, το προεδρικό μέγαρο, τα
πρώην κυβερνητικά κτίρια και οι γειτονικοί δρόμοι έγιναν η πράσινη ζώνη, το
κέντρο της γεμάτης ψευδαισθήσεις διοίκησης. Η πρόσβαση στους Αμερικανούς σε
αυτές τις χαοτικές μέρες που μοιράστηκαν μπλοκ δολαρίων χωρίς επίβλεψη
καθιέρωσε το μοντέλο διαφθοράς στο οποίο θα βασιζόταν το νέο κράτος. Οι
συμβάσεις διογκώθηκαν για έργα που δεν κατασκευάστηκαν ποτέ, και σε ορισμένες
περιπτώσεις, υπήρχε διαφθορά εντός της ίδιας της CPA. Δημιουργήθηκαν περιουσίες, θεσμοθετήθηκε η
διαφθορά. Σχηματίστηκαν μεγάλες ουρές έξω από τις πύλες της πράσινης ζώνης.
Ουρές με ειλικρινείς που επιθυμούσαν την αμερικανική βοήθεια για τη σύσταση
μιας ΜΚΟ, άτακτους σεΐχηδες των φυλών που ήθελαν αναγνώριση και οικονομικές
επιδοτήσεις και καιροσκόπους που αναζητούσαν όποια θέση θα μπορούσαν να
εκμεταλλευτούν.
Στα χρόνια που πέρασαν, πολλοί δυτικοί
συγγραφείς και δημοσιογράφοι υποστήριξαν ότι οι δύο πρώτες μοιραίες αποφάσεις
του Μπρέμερ - η διάλυση του ιρακινού στρατού και όλων των μηχανισμών ασφαλείας
και η απαγόρευση των μελών του κόμματος Μπάαθ από δημόσιες θέσεις εργασίας, που
άφησαν εκατοντάδες χιλιάδων ανδρών χωρίς σύνταξη ή μισθό – βοήθησε στην
υποκίνηση της εξέγερσης που θα κατέστρεφε τη χώρα. Αυτές οι δυτικές αυθεντίες
θρηνούσαν για τη βλακεία του Μπους και
των νεοσυντηρητικών. Αν μόνο, είπαν, είχαν προετοιμαστεί και είχαν
σχεδιάσει το μετά της εισβολής στο Ιράκ, τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν τόσο
διαφορετικά. Αλλά η αλήθεια είναι ότι ήταν βέβαιο ότι η κατοχή θα καταρρεύσει
και θα αποτύχει. Γιατί ένα έθνος δεν μπορεί να βομβαρδιστεί, να ταπεινωθεί και να
του επιβληθούν κυρώσεις, μετά να βομβαρδιστεί ξανά και μετά να γίνει αμέσως
δημοκρατία. Κανένας σχεδιασμός δεν θα μπορούσε να μετατρέψει μια παράνομη
κατοχή σε απελευθέρωση.
Ο πόλεμος που βασίστηκε σε ένα ψέμα
όχι μόνο κατέστρεψε το Ιράκ και εξαπέλυσε έναν σεχταριστικό πόλεμο που θα
έπνιγε την περιοχή, αλλά ακρωτηρίασε οριστικά τη δημοκρατία στη Μέση Ανατολή.
Έτσι, η δημοκρατία ήταν άλλο ένα θύμα της εγκληματικά ανίκανης διοίκησης.
«Θέλετε δημοκρατία; Δεν είδατε τι έκανε η δημοκρατία στο Ιράκ; έγινε το
επαναλαμβανόμενο ρεφρέν των δικτατόρων και των εξουσιαστών σε όλη την περιοχή.