Η συγκλονιστική αφήγηση ενός ανθρώπου που έζησε επί 15 χρόνια στις φυλακές του Γκουαντάναμο χωρίς να του απαγγελθεί ποτέ καμία κατηγορία
Την Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2023 έκλεισαν 21 χρόνια από τη
στιγμή που άνοιξε τις πύλες της μια από τις χειρότερες ίσως φυλακές του
σύγχρονου δυτικού κόσμου, οι φυλακές του Γκουαντάναμο. Από τότε σε αυτό το
κέντρο εξωδικαστικής κράτησης με τα τουλάχιστον οχτώ γνωστά στρατόπεδα έζησαν
φρικτές στιγμές συνολικά 779 άνδρες τις περισσότερες φορές χωρίς να δικαστούν
ποτέ.
Μέσα σε δύο δεκαετίες, το Γκουαντάναμο εξελίχθηκε από ένα
μικρό, αυτοσχέδιο στρατόπεδο με κλουβιά δεμένα με αλυσίδες, σε μια εγκατάσταση
υψίστης ασφαλείας, με τσιμεντένιες κατασκευές που μοιάζουν με καταφύγια, ενώ η
λειτουργία της κοστίζει σχεδόν 540 εκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Είκοσι ένα χρόνια είναι μεγάλο χρονικό διάστημα – μια
ολόκληρη γενιά γεννήθηκε και ενηλικιώθηκε σε αυτό το διάστημα. Τέσσερις
Αμερικανοί πρόεδροι υπηρέτησαν τις ΗΠΑ. Το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου
ανοικοδομήθηκε.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο αμερικανικός στρατός,
η CIA και άλλες υπηρεσίες πληροφοριών πειραματίστηκαν με βασανιστήρια και άλλες
παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στρατιώτες, ακόμη και ηγέτες διέπραξαν
εγκλήματα πολέμου. Το αμερικανικό Κογκρέσο ερεύνησε και στη συνέχεια έγραψε και
δημοσίευσε μια έκθεση, όπου καταγράφει τα βασανιστήρια, τις κακοποιήσεις και
την απάνθρωπη μεταχείριση των κρατουμένων στο Γκουαντάναμο και σε «μαύρους
τόπους» σε όλο τον κόσμο, ενώ παράλληλα ήταν αδύνατο να κλείσει το κολαστήριο.
Από αυτούς τους 779 κρατούμενους που κρατούνταν στο
Γκουαντάναμο, γνωρίζουμε ότι εννέα πέθαναν εκεί, 706 έχουν αφεθεί ελεύθεροι ή
μεταφερθεί, 20 έχουν προταθεί για να μεταφερθούν αλλού αλλά παραμένουν εκεί, 12
έχουν κατηγορηθεί για εγκλήματα, δύο έχουν καταδικαστεί και τρεις θα κρατούνται
επ’ αόριστον, βάσει του Δικαίου του Πολέμου, μέχρι κάποιος να απαιτήσει την
απελευθέρωσή τους.
Την ιστορία του από το Γκουαντάναμο διηγήθηκε στον Guardian ένας άνθρωπος
που το έζησε από «μέσα». Ο Μανσούρ Ανταγιάφι, ένας καλλιτέχνης από την Υεμένη,
ήταν ένας από τους 779 κρατούμενους και έμεινε στο κολαστήριο του Γκουαντάναμο επί 15 χρόνια χωρίς να του
απαγγελθεί ποτέ επίσημη κατηγορία και φυσικά χωρίς να δικαστεί.
«Ήμουν 19 ετών όταν με έστειλαν στο Γκουαντάναμο. Έφτασα
στις 9 Φεβρουαρίου 2002, με δεμένα μάτια, κουκούλα, χειροπέδες και αφού με
είχαν δείρει. Όταν οι στρατιώτες αφαίρεσαν την κουκούλα μου, το μόνο που είδα
ήταν κλουβιά γεμάτα με πορτοκαλί φιγούρες. Με είχαν βασανίσει. Ήμουν χαμένος,
φοβισμένος και μπερδεμένος. Δεν ήξερα πού βρισκόμουν ή γιατί με είχαν μεταφέρει
εκεί. Δεν ήξερα πόσο καιρό θα ήμουν φυλακισμένος ή τι θα μου συνέβαινε. Κανείς
δεν ήξερε πού βρισκόμουν. Μου έδωσαν έναν αριθμό και τα πάντα σταμάτησαν εκεί
μεταξύ ζωής και θανάτου.
Δεν ήξερα πολλά για την Αμερική. Ήξερα ότι υποτίθεται πως ήταν μια χώρα με νόμους και γεμάτη ευκαιρίες. Όλοι ήθελαν να ζήσουν εκεί. Όλοι πιστεύαμε ότι η κράτησή μας θα ήταν σύντομη. Δεν είχαμε κάνει τίποτα. Δεν θα μπορούσαν να μας κρατήσουν για πολύ χωρίς κάποιος να νοιαστεί.
Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα περνούσα οκτώ χρόνια
στην απομόνωση, ότι θα με κρατούσαν για 15 χρόνια και θα με άφηναν ελεύθερο χωρίς
ποτέ να μου απαγγελθεί κατηγορία για έγκλημα.
Πρόσφατα έκλεισα τα 40, και παρόλο που είμαι ενήλικας,
εξακολουθώ να νιώθω σαν τον 19χρονο εαυτό μου που έφτασε για πρώτη φορά στο
Γκουαντάναμο. Κατά μία έννοια, ενηλικιώθηκα εκεί – μαθαίνοντας πώς να
διαμαρτύρομαι για την κράτησή μου, πώς να χρησιμοποιώ το σώμα μου για να κάνω
απεργία πείνας, πώς να αντιστέκομαι.
Σκέφτομαι πολύ τον χρόνο που πέρασα εκεί. Ενώ οι παιδικοί
μου φίλοι πήγαιναν στο πανεπιστήμιο, παντρεύονταν, έπιαναν δουλειά και ξεκινούσαν
τη ζωή τους, εγώ πάλευα με τους δεσμοφύλακες που με παρενοχλούσαν, ενώ
προσπαθούσα να προσευχηθώ.
Τις πρώτες ημέρες του Γκουαντάναμο, όταν ακόμα ήταν μια μη οργανωμένη φυλακή, ένα «μωρό» στην πραγματικότητα, όλοι είχαμε ερωτήματα: πότε θα αποφυλακιστούμε; Γιατί οι ανακρίσεις χειροτέρευαν; Γιατί κανείς δεν πίστευε αυτά που τους λέγαμε; Αλλά δεν ήμασταν οι μόνοι με απορίες. Οι νεαροί φρουροί ήθελαν να μάθουν τι έκαναν εκεί, ποιοι ήμασταν και γιατί κάποιοι έλεγαν ότι ήμασταν οι «χειρότεροι των χειρότερων» τρομοκρατών, ενώ άλλοι μάς αποκαλούσαν ένα «τίποτα» ή «βρώμικους χωριάτες». Νομίζω ότι και το ίδιο το Γκουαντάναμο είχε τις ίδιες ερωτήσεις. Νομίζω ότι το Γκουαντάναμο ήθελε να μάθει τι είδους μέρος θα γινόταν, πόσο καιρό θα το χρησιμοποιούσαν, αν θα ήταν χρήσιμο.
Όλοι περιμέναμε αυτές τις απαντήσεις, χρόνο με το χρόνο,
καθώς μεγαλώναμε. Άφησα μούσι και τα μαλλιά μου άρχισαν να γίνονται γκρι. Το
Γκουαντάναμο σκούριασε, ξεφλούδισε, αποσυντέθηκε. Το στρατόπεδο X-Ray, το πρώτο
στρατόπεδο, γέμισε αγριόχορτα και χόρτα.
Οι φρουροί άλλαζαν, το ίδιο και οι επικεφαλής των
στρατοπέδων. Οι φρουροί, που ήταν ευγενικοί μαζί μας, συχνά υποβιβάζονταν,
τιμωρούνταν ή έφευγαν από το Γκουαντάναμο, μπερδεμένοι από τη σύγκρουση ανάμεσα
στο επίσημο καθήκον τους και σε αυτό που ήξεραν ότι ήταν σωστό και λάθος.
Ο στρατηγός Μίλερ, ο αρχιτέκτονας αυτού που οι ΗΠΑ αποκαλούν
«ενισχυμένη ανάκριση» και όλοι οι άλλοι βασανιστήρια, πήγε στο Ιράκ και στο
Αμπού Γκράιμπ. Κάποιοι κρατούμενοι απελευθερώθηκαν. Κάποιοι άλλοι – όπως ο
Γιασίρ (21 ετών), ο Αλί (26 ετών) και ο Μάνι (30 ετών) – πέθαναν βίαια και
μυστηριωδώς κατά τη διάρκεια της κράτησης.
Τα χρόνια περνούσαν σαν κεφάλαια σε ένα βιβλίο, και με κάθε
νέο κεφάλαιο πιστεύαμε ότι οι ερωτήσεις μας θα έπαιρναν απάντηση ή ότι
τουλάχιστον τα κεφάλαια θα άλλαζαν. Υπήρχαν νέα ξεκινήματα και νέες φάσεις,
αλλά η ιστορία παρέμενε η ίδια: οι ανακρίσεις συνεχίζονταν. Το ίδιο και η
απάνθρωπη μεταχείριση και η θρησκευτική μας παρενόχληση.
Κάθε κεφάλαιο γινόταν πιο σκοτεινό, καθώς χάναμε την επαφή
με τις ιστορίες της ζωής μας πριν από το Γκουαντάναμο. Όταν μας μετέφεραν εκεί,
ήμασταν πατέρες, γιοι, αδέλφια και σύζυγοι – είχαμε οικογένειες, όνειρα και
ζωές στον έξω κόσμο.
Αλλά στο Γκουαντάναμο ήμασταν απλώς αριθμοί, ζώα σε κλουβιά,
εντελώς αποκομμένοι από τον κόσμο που ξέραμε – ήμασταν παγιδευμένοι σε έναν
ατελείωτο επαναλαμβανόμενο κύκλο ανακρίσεων, στις οποίες προσπαθούσαν να μας
κάνουν να παραδεχτούμε ότι ήμασταν μαχητές της Αλ Κάιντα ή των Ταλιμπάν. Ζήσαμε
την ανομία και τα βασανιστήρια του Γκουαντάναμο, παρακολουθήσαμε το
Γκουαντάναμο να μεγαλώνει και να εξελίσσεται, ενώ η ιστορία μας παρέμενε
«κολλημένη».
«Γίναμε Γκουαντάναμο»
και το ίδιο έγιναν και οι ιστορίες μας. Αντισταθήκαμε και διαμαρτυρηθήκαμε για
την αυθαίρετη και επ’ αόριστον κράτησή μας, αγωνιστήκαμε και κάναμε απεργίες
πείνας για να μας ακούσει ο κόσμος, για να δει ότι υποφέραμε και να καταλάβει
ότι είμαστε κι εμείς άνθρωποι.
Είχαμε επίσης στιγμές ευτυχίας, δημιουργικότητας και αδελφοσύνης.
Τραγουδήσαμε, χορέψαμε, αστειευτήκαμε και γελάσαμε. Δημιουργήσαμε τέχνη. Γίναμε
αδέρφια και φίλοι, ακόμα και με κάποιους από τους φρουρούς και το προσωπικό τού
στρατοπέδου, που μας αντιμετώπιζαν σαν να ήμασταν άνθρωποι. Σταδιακά, χάσαμε
την επαφή με τον παλιό μας εαυτό, μέχρι που το Γκουαντάναμο έγινε η ζωή μας, ο
κόσμος μας, η μόνη μας ιστορία.
Καθώς το Γκουαντάναμο γινόταν μεγαλύτερο, ισχυρότερο και
μονιμότερο, γινόμασταν κι εμείς μεγαλύτεροι, αλλά πιο αδύναμοι, πιο εύθραυστοι,
καθώς εξακολουθούσαμε να είμαστε δεμένοι μέσα στα κλουβιά του.
Ακούσαμε ότι κάποιοι άνθρωποι από διάφορα μέρη του κόσμου
διαμαρτύρονταν για τη φυλάκισή μας και τα βασανιστήριά μας και έκαναν
εκστρατεία για να κλείσει το Γκουαντάναμο. Αυτό μας έδωσε ελπίδα και μας έκανε
να νιώσουμε ότι δεν είχαμε ξεχαστεί.
Άλλοι όμως, όπως οι πολιτικοί έξω από το Γκουαντάναμο,
έμαθαν να χρησιμοποιούν τη φυλακή για να δημιουργήσουν τις δικές τους ψεύτικες
ιστορίες – ιστορίες που έφτιαχναν πάνω μας, για να δημιουργήσουν φόβο. Κράτησαν
το Γκουαντάναμο ανοιχτό.
Προς το τέλος της κράτησής μου, το Γκουαντάναμο είχε γίνει,
από ορισμένες απόψεις, πιο ώριμο και πιο ανοιχτό. Είχαμε αλλάξει κι εμείς. Είχαμε
επανασυνδεθεί με τον έξω κόσμο. Προσπαθήσαμε να ανακτήσουμε εκείνα τα κομμάτια
του εαυτού μας που μας τα είχαν κλέψει και είχαν χαθεί.
Παρακολούθησα μαθήματα και άρχισα να δημιουργώ τέχνη. Έμαθα
αγγλικά και έγραψα ιστορίες για το Γκουαντάναμο. Μετά από 15 χρόνια εκεί,
ανησυχούσα ότι δεν θα μπορούσα να επιβιώσω στον έξω κόσμο, μόλις έφευγα από εκεί.
Είχα μεγαλώσει και είχα γίνει άντρας εκεί. Το Γκουαντάναμο ήταν αυτό που ήξερα.
Εκεί που ήταν οι φίλοι μου.
Σκέφτηκα ότι φεύγοντας θα μπορούσα επιτέλους να γράψω νέα
κεφάλαια, που θα άλλαζαν και θα είχαν καλό τέλος. Θα τελείωνα την ιστορία με
τον τρόπο που ήθελα: Το Γκουαντάναμο θα γινόταν απλώς μια ανάμνηση. Θα
προχωρούσα, θα πήγαινα σχολείο, θα παντρευόμουν, θα ξεκινούσα τη ζωή μου. Αλλά
η φυλακή δεν ήθελε να με αφήσει να φύγω. Με εξέπληξε με μια νέα ιστορία.
Όπως εγώ, εκατοντάδες άνδρες έχουν αποφυλακιστεί από το
Γκουαντάναμο. Κάποιοι επέστρεψαν στις χώρες τους και στις οικογένειές τους.
Πολλοί στάλθηκαν σε μέρη που δεν γνωρίζουν – Ουρουγουάη, Καζακστάν, Σλοβακία.
Εγώ στάλθηκα στην Σερβία, όπου δεν είχα φίλους ή οικογένεια
και δεν μιλούσα τη γλώσσα. Προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε τις δικές μας
ιστορίες σε αυτά τα νέα μέρη, χωρίς πλέον το Γκουαντάναμο. Αλλά το Γκουαντάναμο
δεν μας αφήνει να φύγουμε. Ζούμε με το στίγμα ότι κρατηθήκαμε εκεί.
Τριάντα πέντε άνδρες παραμένουν εκεί. Ο πρόεδρος Μπάιντεν
εργάστηκε αθόρυβα για να κλείσει το στρατόπεδο φυλακών, αλλά χωρίς τη
συνεργασία του αμερικανικού Κογκρέσου, το Γκουαντάναμο θα παραμείνει ανοιχτό.
Εδώ και χρόνια, πρώην κρατούμενοι, ακτιβιστές, δικηγόροι και
δημοσιογράφοι εργάζονται για να γράψουν το τελευταίο κεφάλαιο του Γκουαντάναμο,
ένα κεφάλαιο που θα τελειώνει με δικαιοσύνη, λογοδοσία, συμφιλίωση και κλείσιμο
της φυλακής.
Ας το πετύχουμε αυτό, ώστε σε ένα χρόνο να μπορέσουμε να
γράψουμε μια νέα ιστορία για τη ζωή μετά το Γκουαντάναμο».
*Ο Μανσούρ Ανταγιάφι είναι καλλιτέχνης, ακτιβιστής και πρώην
κρατούμενος του Γκουαντάναμο. Απελευθερώθηκε το 2016 ύστερα από 15 χρόνια εκεί.
Ποτέ δεν του απαγγέλθηκε κάποια κατηγορία, ούτε δικάστηκε. Έχει γράψει τα
απομνημονεύματά του για τα όσα έζησε εκεί στο βιβλίο του Don’t Forget Us Here:
Lost and Found at Guantánamo