Φρίκη, κανιβαλισμός και θάνατος στο νησί που η Σοβιετική Ένωση επιχείρησε να δημιουργήσει μια αγροτική κοινότητα.
Μια ανοιξιάτικη νύχτα του 1933, οι γονείς της Φεοφίλα
Μπιλίνα δέχθηκαν έναν επισκέπτη. Ήταν μια γυναίκα καταβεβλημένη και φαινόταν
καθαρά ότι πονούσε σε κάθε της βήμα, ενώ τα πόδια της ήταν τυλιγμένα σε βρομερά
κουρέλια. Τους είπε ότι ήταν 40 ετών, κάτι που εξέπληξε την Φεοφίλα και τους
γονείς της καθώς η γυναίκα έμοιαζε να έχει τουλάχιστον την διπλάσια ηλικία.
Η οικογένεια της Φεοφίλα ήταν γέννημα θρέμμα της Σιβηρίας,
γνωστοί και ως Οστιάκ, και ζούσαν σε ένα μικρό και απομονωμένο χωριό στις
όχθες του ποταμού Ομπ, το Ναζίνο. Το μέρος ήταν τόσο απομονωμένο που εύκολα
χανόταν μέσα στις τεράστιες εκτάσεις της Ρωσίας. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα
όλο και περισσότεροι ξένοι περνούσαν από εκεί. Αρχικά, βάρκες είχαν αρχίσει να
πηγαινοέρχονται στο ανώνυμο νησί που κείτεται μέσα σε ένα άνοιγμα του ποταμού
κοντά στο χωριό. Στη συνέχεια όλο και πιο συχνά κραυγές και πυροβολισμοί
ακούγονταν μέσα στη νύχτα και τώρα αυτή η γυναίκα είχε έρθει για να ξεκουραστεί
σπίτι τους.
Υπό το φως μόνο των κεριών, την πήγαν σε ένα πίσω δωμάτιο
του σπιτιού και προσεκτικά αφαίρεσαν τα κουρέλια από τα πόδια της. Αυτό που η
Φεοφίλα είδε την στοίχειωσε για όλη της την ζωή.
Όλο το κρέας από την γάμπα της έλειπε και, όπως τους είπε η
γυναίκα, αυτοί που το είχαν κάνει αυτό, έφαγαν ό,τι έκοψαν. Όλα αυτά συνέβησαν
στο ανώνυμο νησί που η ίδια η γυναίκα αποκάλεσε «Νησί του Θανάτου».
Το νησάκι στον ποταμό Ομπ της Σιβηρίας κοντά στο χωριό
Ναζίνο πέρασε το περισσότερο χρόνο της ανθρώπινης ιστορίας χωρίς κανείς να του
δίνει ιδιαίτερη προσοχή, ενώ οι ντόπιοι δεν το είχαν καν ονομάσει. Ο κόσμος
άκουσε για πρώτη φορά το νησί αυτό, μήκους σχεδόν τριών χιλιομέτρων και πλάτους
μόλις 600 μέτρων στο κέντρο του ποταμού, μόλις το 1988 ενώ στην πραγματικότητα
το ευρύ κοινό έμαθε γι’ αυτό μετά το 2000.
Στο κέντρο του ποταμού το νησάκι |
Αυτό που άργησε περίπου πενήντα χρόνια να αποκαλυφθεί ήταν ένα από τα πιο σκοτεινά μυστικά της ρωσικής ιστορίας που οδήγησε στον θάνατο και τον κανιβαλισμό χιλιάδες ανθρώπους. Αυτή είναι η ιστορία του ανώνυμου νησιού που έγινε γνωστό ως «Νησί των Κανιβάλων».
Το σχέδιο
Τον Φεβρουάριο του 1933, ο Γκένριχ Γιάγκοντα, ο αρχηγός του
Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΣΣΔ και δημιουργός των Γκουλάγκ,
και ο Ματβέι Μπέρμαν, επικεφαλής των Γκουλάγκ, ενημέρωσαν τον Ιωσήφ Στάλιν για
ένα «μεγαλειώδες σχέδιο», όπως το χαρακτήρισαν οι ίδιοι, που είχαν συλλάβει.
Πρότειναν να στείλουν περίπου δύο εκατομμύρια ανθρώπους στην Σιβηρία και την Καζακική
Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία σε «ειδικές εγκαταστάσεις». Οι…
άποικοι όπως τους ονόμαζαν θα οδηγούνταν σε μια τεράστια έκταση περίπου 10.000
τμ παρθένας γης για να δημιουργήσουν την κοινότητα «Nazinsky» και να αρχίσουν να καλλιεργούν
τη γη με σκοπό να γίνουν αυτόνομοι μέσα σε δύο χρόνια. Γι’ αυτό – ιδανικά- οι
άνθρωποι που θα μεταφέρονταν εκεί θα έπρεπε να ήταν αγρότες.
Το σχέδιο φυσικά οργανώθηκε στο πλαίσιο της
κολεκτιβοποίησης, της πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης που είχε σκοπό να
ενθαρρύνει την παραδοσιακή γεωργία στο εσωτερικό της χώρας ως πηγή οικονομικού
πλούτου αλλά και να αποδυναμώσει τους εύπορους αγρότες. Στο πλαίσιο αυτό, οι
αγρότες ήταν υποχρεωμένοι να παραχωρούν την καλλιεργήσιμη έκταση γης τους στο
κράτος και να καλλιεργούν και να εργάζονται σε μεγαλύτερες συλλογικές γεωργικές
εκτάσεις.
Οι αγρότες που είχαν γη στην ιδιοκτησία τους ονομάζονταν
κουλάκοι και θεωρούνταν ως ταξικοί εχθροί της επανάστασης και γι’ αυτό έπρεπε
είτε να παραδώσουν την περιουσία τους είτε να οδηγηθούν στα γκουλάγκ. Θεωρητικά,
οι κουλάκοι ήταν εύποροι γαιοκτήμονες ωστόσο στην πράξη οι περισσότεροι που
λάμβαναν αυτό το προσωνύμιο ήταν απλώς αγρότες που διαφωνούσαν με την
κολεκτιβοποίηση. Ακόμα και αν κάποιος είχε στην κατοχή του ένα ζευγάρι αγελάδες
ή 20 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης θεωρούνταν κουλάκος. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας,
οι κουλάκοι της Ουκρανίας κατέστρεψαν τα εργαλεία τους, έσφαξαν τα ζώα τους και
έκαψαν τις φάρμες τους ώστε να παραδώσουν καμένη γη στους Σοβιετικούς. Ως
απάντηση, ο Στάλιν διέταξε όσοι διαμαρτύρονται να θανατώνονται άμεσα ή να
στέλνονται στα Γκουλάγκ. Αυτό, μεταξύ άλλων, σταδιακά οδήγησε στη διετία 1932-1933 στον καταστρεπτικό
λιμό του Γολοντομόρ στην Ουκρανία και σε μέρη της Ρωσίας. Εκατομμύρια άνθρωποι
πέθαιναν από την πείνα, ενώ τα Γκουλάγκ ήταν γεμάτα με κρατούμενους. Η Σοβιετική
Ένωση βρισκόταν αντιμέτωπη με μια κρίση και η ιδέα της Αποκουλακοποίησης
θεωρήθηκε η λύση. Σύμφωνα με το σχέδιο της Αποκουλακοποίησης οι κουλάκοι δεν θα
οδηγούνταν πλέον στα κλασικά Γκουλάγκ, αλλά σε αραιοκατοικημένα μέρη με
καλλιεργήσιμες εκτάσεις, τις οποίες θα αναλάμβαναν κι έτσι θα μπορούσαν να
επιζήσουν. Ταυτόχρονα όμως ζώντας στην απομονωμένη και παγωμένη Σιβηρία θα
ήταν για αυτούς η τέλεια
τιμωρία.
Η πράξη
Αν και σε θεωρητικό επίπεδο το σχέδιο έμοιαζε πολλά
υποσχόμενο στην πράξη ήταν καταδικασμένο να αποτύχει από την πρώτη στιγμή. Ο Γιάγκοντα
ήταν τόσο ενθουσιασμένος με την ιδέα του που έβαλε το σχέδιο του σε εφαρμογή
πριν καν ο Στάλιν δώσει την τελική έγκριση. Ειδοποίησε τις αστυνομικές αρχές να
συλλάβουν τους Κουλάκους. Κάπου εδώ το σχέδιο άρχισε να «χαλάει».
Με τον γνωστό «υπερβάλλοντα ζήλο» των σοβιετικών αστυνομικών,
οι αρχές άρχισαν να συλλαμβάνουν «αντιφρονούντες» ακόμα και εκεί που δεν
υπήρχαν. Ειδικά στις αστικές περιοχές συλλαμβάνονταν όλοι όσοι δεν είχαν το
περιβόητο εσωτερικό διαβατήριο.
Ο Στάλιν είχε επαναφέρει το εσωτερικό διαβατήριο που ίσχυε
την εποχή της τσαρικής Ρωσίας και το διένειμε μόνο σε αυτούς που έκαναν κάποια
«χρήσιμη» εργασία με απώτερο στόχο να αποτρέπει τους αγρότες να μπαίνουν στις
πόλεις. Η κατοχή ενός εσωτερικού διαβατηρίου σε έκανε ουσιαστικά νόμιμο πολίτη
και υποστηρικτή της επανάστασης, ενώ το αντίθετο σήμαινε ότι ήσουν κάποιο είδος
«εγκληματία», όπως... έμπορος, ιδιοκτήτης, πόρνη, πρώην ιερέας κλπ. Στις πόλεις
υπήρχαν πάντα αρκετοί άνθρωποι χωρίς το εσωτερικό διαβατήριο και έτσι εκεί η
δουλειά των αστυνομικών θα ήταν πολύ πιο εύκολη, για να βρουν ανθρώπους να
συλλάβουν.
Ο Κούσμα Σαλνίκοβ, για παράδειγμα, ήταν ένας παντρεμένος
εργάτης ορυχείου από το Νοβοκουζνέτσκ και ένας παθιασμένος κομμουνιστής.
Ωστόσο, μια μέρα πήγε στην αγορά χωρίς το εσωτερικό του διαβατήριο. Εκείνη όμως
την ημέρα, η αστυνομία σφράγισε το κτίριο προσπαθώντας να βρει τους επόμενους
συλληφθέντες. Ο Σαλνίκοβ συνελήφθη χωρίς καν να έχει την ευκαιρία να
αποχαιρετίσει τη γυναίκα του. Δεν είδε ξανά τα δύο του παιδιά.
Παράλληλα, ένα 12χρονο κορίτσι είχε μείνει μόνο του στην
πλατφόρμα του τρένου για δέκα λεπτά, ενώ η μαμά της είχε πάει να αγοράσει ψωμί.
Όταν η μητέρα επέστρεψε, το παιδί της είχε εξαφανιστεί. Συνελήφθη από τους
αστυνομικούς ίσως με την δικαιολογία ότι ήταν εγκαταλελειμμένη. Ανάλογες
ιστορίες αναφέρουν ένα άντρα 103 ετών που συνελήφθη χωρίς χαρτιά, ενώ είχε βγει
να περπατήσει, ένας οδηγός λεωφορείου που είχε πεταχτεί να πάρει τσιγάρα, ένας
μαθητής που μόλις είχε βγει από το σπίτι της θείας του στη Μόσχα. Ηλικιωμένοι,
έγκυες γυναίκες, παιδιά ακόμα και ο διοικητής ενός αστυνομικού τμήματος στη
Μόσχα ήταν ανάμεσα στους συλληφθέντες. Σε ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση
εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι εξαφανίστηκαν με αυτόν τον τρόπο.
Άστεγοι, κοινοί εγκληματίες, πολιτικοί κρατούμενοι,
κουλάκοι, ηλικιωμένοι, παιδιά, απλοί άνθρωποι συνέθεταν την ετερόκλητη ομάδα
που επρόκειτο να οδηγηθούν στις παγωμένες εκτάσεις της Σιβηρίας για να
ξεκινήσουν τις καλλιέργειες. Το σχέδιο να χρησιμοποιηθούν αγρότες μάλλον δεν τέθηκε ποτέ σε εφαρμογή.
Οι συνθήκες μεταφοράς των συλληφθέντων ήταν τόσο άσχημες που
πολλοί πέθαναν στην διαδρομή για τη Σιβηρία και όπως αποδείχθηκε αυτοί ήταν
μάλλον οι τυχεροί. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού κάθε άτομο είχε στη διάθεσή
του καθημερινά ένα κομμάτι ψωμί 300 γραμμαρίων. Ομάδες εγκληματιών έδερναν τον
υπόλοιπο κόσμο για να κλέψουν τη μερίδα του φαγητού ή τα ρούχα τους. Αυτοί που
επιβίωσαν, αν και δεν το ήξεραν, πήγαιναν σε μέρη όπως το Νησί των Κανιβάλων.
Πρώτη στάση ήταν η περιοχή του Τομσκ στη Σιβηρία. Σε ένα στρατόπεδο που βρισκόταν υπό κατασκευή για να φιλοξενήσει 15.000 ανθρώπους έφτασαν 25.000 συλληφθέντες μέσα σε λίγες μέρες και ενώ ακόμα το στρατόπεδο δεν ήταν ολοκληρωμένο. Στη συνέχεια περίπου 5.000 άνθρωποι μεταφέρθηκαν στο νησάκι κοντά στο χωριό Ναζίνο – 800 περίπου χιλιόμετρα βόρεια του Τομσκ- με ποταμόπλοια που ήταν σχεδιασμένα για να μεταφέρουν ξυλεία. Στο ταξίδι είχαν στη διάθεσή τους καθημερινά 200 γραμμάρια ψωμί, μικρότερη μερίδα και από αυτή που είχαν στη διάθεσή τους οι κρατούμενοι στο Άουσβιτς. Όσοι επέζησαν από το ταξίδι έπρεπε να αντιμετωπίσουν ακραίες συνθήκες.
Οι φρουροί είχαν στη διάθεσή τους 20 τόνους αλεύρι για να μοιράσουν στους χιλιάδες ανθρώπους που είχαν μεταφερθεί στο νησάκι. Ωστόσο, ακόμα και η διανομή ήταν δύσκολη καθώς ξεσπούσαν επιθέσεις από αυτούς που ήθελαν μεγαλύτερη μερίδα. Τελικά, οι φρουροί χώρισαν τον κόσμο σε περίπου 150 ομάδες θέτοντας ορισμένα άτομα ως επικεφαλής αυτών των ομάδων, οι οποίοι με τη σειρά τους θα μοίραζαν το αλεύρι στους υπολοίπους. Η τακτική αυτή αποδείχθηκε καταστροφική. Οι περισσότεροι επικεφαλής ήταν κοινοί εγκληματίες που παρακρατούσαν μεγαλύτερες μερίδες για τους ίδιους με αποτέλεσμα στους περισσότερους να φτάνει μια χούφτα αλεύρι – αν όχι καθόλου.
Ακόμα κι έτσι στο νησάκι δεν υπήρχαν φούρνοι οπότε δεν
υπήρχε τρόπος για να φτιάξει κάποιος ψωμί. Οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να φτιάξουν
ένα είδος χυλού με το αλεύρι και νερό από τον ποταμό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα
να κάνει την εμφάνισή της η δυσεντερία. «Πολλοί προσπάθησαν να φάνε το αλεύρι
όπως ήταν και δεδομένου ότι ήταν σκόνη κάποιοι πνίγηκαν καθώς το έτρωγαν»,
ανέφερε ο Βασίλι Βελίτσκο, ο οποίος ετοίμασε αργότερα μια αναφορά για τον Στάλιν σχετικά
με τα όσα συνέβαιναν εκεί.
Στην πραγματικότητα στο νησί δεν υπήρχε τίποτα: καμία
εγκατάσταση για να μείνουν, καθόλου φαγητό εκτός από το αλεύρι που τους έδωσαν
και καθόλου εργαλεία για να καλλιεργήσουν τη γη. Πολλοί από τους συλληφθέντες
δεν είχαν καν τα κατάλληλα ρούχα, για να αντέξουν το κρύο της Σιβηρίας.
Υπολογίζεται ότι σχεδόν 300 άνθρωποι πέθαναν την πρώτη νύχτα εκεί από την
εξάντληση και το κρύο.
Κάποιοι προσπάθησαν να φύγουν από το νησί φτιάχνοντας
αυτοσχέδιες βάρκες, ωστόσο είτε πνίγηκαν στον ποταμό είτε πέθαναν από τα πυρά των
φρουρών που κυνηγούσαν όσους προσπαθούσαν να ξεφύγουν.
Χωρίς φαγητό και μέρος για να μείνουν οι άνθρωποι στο νησάκι
ήταν σε πραγματική απόγνωση. Και όπως συμβαίνει πάντα σε στιγμές απόγνωσης, τα
πράγματα έγιναν μόνο χειρότερα. Δεν άργησαν να σχηματιστούν οι πρώτες
συμμορίες, κυρίως από εγκληματίες που είχαν μεταφερθεί εκεί, οι οποίοι
κυνηγούσαν τους υπόλοιπους για να τους κλέψουν τις μερίδες τους. Αναφορές
μάλιστα λένε ότι σε πολλές περιπτώσεις έκλεβαν τα χρυσά δόντια από
κρατούμενους, ώστε να τα ανταλλάσσουν με τους φρουρούς για φαγητό ή για
τσιγάρα.
Οι φρουροί στην πραγματικότητα όχι μόνο δεν έκαναν τίποτα για το χάος
που είχε δημιουργηθεί, αλλά το πυροδοτούσαν. Στην προσπάθεια τους να επιβάλλουν την τάξη στόχευαν
κυρίως τους πιο αδύναμους. Δεν δίσταζαν να πυροβολούν και να σκοτώνουν όσους
τολμούσαν να κάνουν κάτι με το οποίο δεν συμφωνούσαν. Και δεν ήταν μόνο αυτό.
Για να διασκεδάσουν, οι φρουροί συνήθιζαν να πετάνε κομμάτια ψωμί στο πλήθος
και στη συνέχεια παρακολουθούσαν τους ανθρώπους να τσακώνονται για το ποιος θα
κερδίσει το κομμάτι. Άφηναν ανθρώπους να δραπετεύσουν, για να τους κυνηγήσουν μετά όπως
κάνει κάποιος με τα άγρια ζώα.
Τα πτώματα άρχισαν να συσσωρεύονται στο νησί από αυτούς που
πέθαναν από τους φρουρούς ή τις συμμορίες, από την πείνα, τις αρρώστιες και το
κρύο.
Οι απεγνωσμένοι «κάτοικοι» του νησιού δεν άργησαν να
στραφούν στον κανιβαλισμό, για να επιβιώσουν ήδη από την πρώτη εβδομάδα. Οι
γιατροί από τις πρώτες μέρες ανέφεραν ότι εντόπισαν πέντε πτώματα με σημάδια
κανιβαλισμού. Τα νέα έφτασαν ως το Τομσκ, ωστόσο η απάντηση ήταν να στείλουν
άλλους 1.200 κρατούμενους στο νησί.
Η κατάσταση ξέφυγε από κάθε λογική. Οι κρατούμενοι δεν
έτρωγαν μόνο αυτούς που ήταν ήδη νεκροί. Κάποιοι σκότωναν όσους έμοιαζαν να
είναι ετοιμοθάνατοι, ενώ σύντομα άνθρωποι άρχισαν να δολοφονούνται με μοναδικό
σκοπό να φαγωθούν.
«Επέλεγα αυτούς που δεν θα ζούσαν πολύ ακόμα, αλλα δεν ήταν ακόμα πεθάνει. Μπορούσες να δεις ότι κάποιος ήταν χαμένος, ότι θα πέθανε ούτως ή άλλως σε μια-δυο μέρες. Οπότε θα ήταν καλύτερο γι’ αυτούς να πεθάνουν τώρα, αντί να υποφέρουν κι άλλο», ανέφερε ένας άντρας ονόματι Ούγκλοβ που κατηγορήθηκε για κανιβαλισμό σε μετέπειτα έρευνες.
Όλη αυτή κόλαση επί της γης κράτησε έναν μήνα πριν οι αρχές
από το Τομσκ αποφασίσουν την διάλυση του στρατοπέδου στο νησάκι. Σύμφωνα με τις αναφορές, ο Στάλιν δεν ενέκρινε τελικά το σχέδιο και γι' αυτό το στρατόπεδο εγκαταλείφθηκε. Από τους 6.200
ανθρώπους που είχαν μεταφερθεί εκεί συνολικά ζούσαν πλέον μόλις 2.856. Αυτοί
μεταφέρθηκαν σε άλλες μικρότερες εγκαταστάσεις, ενώ 157 άνθρωποι έμειναν στο
νησί καθώς δεν μπορούσαν να μετακινηθούν για ιατρικούς λόγους. Ουσιαστικά πέθαιναν.
Εκατοντάδες ακόμα πέθαναν κατά την μετακίνησή τους.
Είναι αδύνατο να γνωρίζουμε πόσοι ακριβώς πέθαναν στο νησί
μέσα σε αυτό το διάστημα ή τι ακριβώς προκάλεσε τον θάνατό τους. Ελάχιστοι κατάφεραν να ξεφύγουν κολυμπώντας στα παγωμένα νερά του Ομπ.
Καθώς το καλοκαίρι ξεκινούσε, το χορτάρι άρχισε να υψώνεται κρύβοντας όλα όσα
είχαν συμβεί.
Αποκάλυψη… για λίγους
Αρχικά μόνο οι φρουροί, οι κρατούμενοι και όσοι έμεναν κοντά
στο νησάκι γνώριζαν τις φρικαλεότητες που συνέβησαν εκεί και η ιστορία του Νησιού
των Κανιβάλων θα είχε ξεχαστεί για πάντα αν δεν υπήρχε ένας άνθρωπος. Ο Βασίλι
Βελίτσκο ήταν ένα μέλος του κομμουνιστικού κόμματος που ζούσε σε μια κολεκτίβα
κοντά στον ποταμό Ομπ. Τον Ιούλιο του 1933 άκουσε τις πρώτες φήμες για την
καταστροφή που είχε σημειωθεί στην φάρμα του Ναζίνο. Χωρίς να ενημερώσει τους ανωτέρους
του, αποφάσισε να ερευνήσει τις πληροφορίες ωστόσο δεν μπόρεσε να φτάσει στο
νησάκι παρά τον Αύγουστο.
Αρχικά, όλα έμοιαζαν φυσιολογικά. Το καλοκαιρινό χορτάρι είχε
ψηλώσει, τα δέντρα βρίσκονταν αραιά στο χώρο, ενώ οι Οστιάκ έκαναν τις δουλειές
τους όπως πάντα. Ανεβαίνοντας στο νησί,ο Βελίτσκο άρχισε να ανακαλύπτει μέσα στο χορτάρι τα
μισοφαγωμένα πτώματα. Μέσα στις επόμενες εβδομάδες μίλησε με τους ντόπιους
χωρικούς και άρχισε να καταλαβαίνει όσα είχαν συμβεί εκεί.
Το φθινόπωρο, ο Βελίτσκο υπέβαλε μια αναφορά 11 σελίδων στη
Μόσχα καταγράφοντας τις φρικιαστικές ανακαλύψεις του. Η αναφορά έφτασε ως τον
Στάλιν και μοιράστηκε στο Πολίτμπορο και έγιναν και άλλες έρευνες με μαρτυρίες
ντόπιων και επιζήσαντων. Ωστόσο τα ευρήματα κρύφθηκαν επιμελώς, αν και 50
φρουροί που ήταν υπεύθυνοι για το στρατόπεδο απολύθηκαν.
Ο Βελίτσκο απολύθηκε και εκδιώχθηκε από το Κομμουνιστικό
Κόμμα, αν και δεν έλαβε κάποια περαιτέρω τιμωρία. Ήταν πολεμικός ανταποκριτής
στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμος και έγραψε πολλά έργα, αλλά ποτέ δεν τόλμησε να
αναφέρει ξανά την ιστορία του Ναζίνο.
Πάντως φαίνεται ότι όσα συνέβησαν στο νησί άλλαξαν την
τακτική των Σοβιετικών σχετικά με την εποίκηση ακατοίκητων εκτάσεων. Η φρίκη
του Ναζίνο οδήγησε στο τέλος των επιχειρήσεων μεγάλης έκτασης για μετοίκιση
εντός της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ σταμάτησαν να χρησιμοποιούν «αστικά υποβαθμισμένα υποκείμενα»
με εγκληματικό παρελθόν στα μελλοντικά πλάνα κολεκτιβοποίησης.
Η ώρα του Γκλασνόστ
Η φρίκη του νησιού στο Ναζίνο είχε κρυφτεί καλά στα
ντουλάπια της Σοβιετικής Ένωσης μέχρι το 1988, όταν ξεκίνησε η περίοδος της Γκλάσνοστ,
της πολιτικής που εισήγαγε ο Γκορμπατσόφ και επέτρεπε για πρώτη φορά την
ανοικτή συζήτηση πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων της Ένωσης.
Έτσι, η αναφορά του Βελίτσκο είδε για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας
και η οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Memorial, άρχισε να συλλέγει μαρτυρίες κυρίως από τους ντόπιους που
ζούσαν στην περιοχή, όπως της Φεοφίλα. Ιστορίες κανιβαλισμού, βιαιότητας και
εγκλημάτων ήρθαν στο
φως.
«Προσπαθούσαν να δραπετεύσουν. Μας ρωτούσαν: ‘Που είναι ο
σιδηρόδρομος’. Εμείς δεν είχαμε δει ποτέ σιδηρόδρομο. Μας ρωτούσαν πού είναι η
Μόσχα, το Λένινγκραντ. Ρωτούσαν όμως τους λάθος ανθρώπους. Εμείς είμαστε Οστιάκ. Οι
άνθρωποι προσπαθούσαν να γλιτώσουν από την πείνα. Τους έδιναν μια χούφτα
αλεύρι. Το ανακάτευαν με αλεύρι και το έτρωγαν και πάθαιναν αμέσως διάρροια. Τα πράγματα που είδαμε! Οι άνθρωποι πέθαναν παντού. Σκότωναν ο ένας τον άλλο. Ένας από τους
φρουρούς είχε ερωτευτεί ένα κορίτσι και το προστάτευε. Μια μέρα έπρεπε να φύγει
και είπε σε έναν συνάδερφο να προσέχει το κορίτσι. Αλλά με όλον αυτόν τον κόσμο
γύρω του, ο συνάδερφός του δεν μπορούσε να κάνει πολλά. Οι κρατούμενοι την έπιασαν, την έδεσαν σε ένα δέντρο, της έκοψαν τα στήθη, τους
μύες της, ό,τι μπορούσαν να φάνε, τα πάντα. Όταν ο φρουρός επέστρεψε, η κοπέλα
δεν είχε ακόμα πεθάνει. Προσπάθησε να την σώσει, αλλά είχε χάσει πολύ αίμα…»,
ανέφερε μια μάρτυρας στο Memorial.
Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η υπόθεση έγινε ακόμα
πιο γνωστή το 1994 όταν ντόπιοι Οστιάκ ζήτησαν να δημιουργηθεί ένα
μνημείο στο νησί, κάτι που συνέβη. Το 2002 το Memorial δημοσίευσε τα αρχεία με τις καταγραφές του και έκανε
γνωστή σε όλο τον κόσμο την υπόθεση, ενώ το 2009 ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο Cannibal
Island παρουσίασε τα όσα έγιναν στο νησί των Κανιβάλων...