Η νέα σειρά του Netflix, The Watcher, έχει τραβήξει όλα τα βλέμματα, ωστόσο οι δυο αληθινές ιστορίες στις οποιες βασίζεται ξεπερνούν κάθε φαντασία
Το πρώτο πράγμα που βλέπουμε όταν ξεκινούν οι τίτλοι αρχής
στη νέα σειρά του Netflix «The Watcher» είναι η σημείωση ότι βασίζεται σε αληθινή
ιστορία. Η αλήθεια όμως είναι ότι η σειρά παρουσιάζει όχι μια άλλα δύο
ξεχωριστές αληθινές ιστορίες που διαδραματίστηκαν στο προάστιο του Γουέστφιλντ
στο Νιού Τζέρσι των ΗΠΑ. Και οι δύο είναι εξίσου τρομακτικές.
Η σειρά του Ράιαν Μέρφι ξεκινά με την οικογένεια των
Μπράνοκ, η οποία μετακομίζει στο σπίτι των ονείρων της στα εύπορα προάστια της
Νέας Υόρκης. Όλα μοιάζουν τέλεια για τον Ντιν, τη Νόρα (τους υποδύονται ο
Μπόμπι Καναβάλε και η Ναόμι Γουοτς) και τα δύο τους παιδιά. Ωστόσο, λίγο μετά
την εγκατάστασή τους αρχίζουν να λαμβάνουν απειλητικές επιστολές από κάποιον
που αυτοαποκαλείται «Ο Παρατηρητής» (The Watcher) και η ζωή τους βυθίζεται στον
τρόμο. Παράλληλα, μια ακόμα ιστορία κάνει την εμφάνισή της ήδη από το τρίτο
επεισόδιο της σειράς: αυτή ενός πατέρα που σκότωσε όλη την οικογένειά του και
εξαφανίστηκε.
Όλα όσα βλέπουμε να εκτυλίσσονται στη σειρά σχετικά με τις επιστολές στην
πραγματικότητα συνέβησαν σε μια άλλη οικογένεια, αυτή των Μπρόαντους. Ο Ντέρεκ
και η Μαρία Μπρόαντους τον Ιούνιο του 2014 έκλεισαν το σπίτι στην Λεωφόρο 657 του
Γουέστφιλντ στο Νιού Τζέρσεϊ για 1,3 εκατ. δολάρια, ωστόσο τρεις ακριβώς μέρες
μετά έλαβαν το πρώτο τους γράμμα και ο εφιάλτης ξεκίνησε. Η ιστορία τους είχε
γίνει γνωστή το 2018 όταν δημοσιεύτηκε στο περιοδικό New York Magazine από τον
δημοσιογράφο Ριβς Γουίντεμαν με τον τίτλο «The Watcher». Σε αυτό ακριβώς το
άρθρο βασίστηκε σε μεγάλο μέρος και η σειρά του Ράιαν Μέρφι.
Ιστορία νο1: Τα
ανατριχιαστικά γράμματα του Παρατηρητή
Ο λευκός φάκελος που άνοιξε ο Ντέρεκ Μπρόαντους, ένα
μεγαλοστέλεχος ασφαλιστικής εταιρίας με
έδρα το Μανχάταν, ανέφερε με μεγάλα γράμματα ως παραλήπτη τον «νέο ιδιοκτήτη»
του σπιτιού με τα έξι υπνοδωμάτια και τα τρία μπάνια που χτίστηκε το 1905 στη λεωφόρο 657.
Μέσα, υπήρχε ένα δακτυλογραφημένο σημείωμα που ξεκινούσε αρκετά εγκάρδια:
«Αγαπημένε μου νέε γείτονα στην Λεωφόρο 657, επιτρέψτε μου να σας καλωσορίσω
στη γειτονιά», έλεγε.
Ωστόσο, ο τόνος του μηνύματος έγινε γρήγορα λιγότερο φιλικός:
«Πώς καταλήξατε εδώ; Μήπως η δύναμη που κατοικεί μέσα στο σπίτι σάς κάλεσε;». Ο
ανώνυμος συγγραφέας υποστήριζε ότι το σπίτι, που βρίσκεται 45 λεπτά έξω από τη
Νέα Υόρκη, «ήταν αντικείμενο της οικογένειάς μου εδώ και δεκαετίες και καθώς
πλησιάζει τα 110α γενέθλιά του, μου ανατέθηκε να το παρακολουθώ και να περιμένω
τη δεύτερη έλευσή του. Ο παππούς μου παρακολουθούσε το σπίτι τη δεκαετία του
1920 και ο πατέρας μου τη δεκαετία του 1960. Τώρα ήρθε η δική μου ώρα».
Και ο «Παρατηρητής συνέχιζε: «Ξέρετε την ιστορία του
σπιτιού; Γνωρίζετε τι κρύβεται μέσα στους τοίχους της Λεωφόρου 657; Γιατί
βρίσκεστε εδώ; Θα το μάθω».
Οι Μπρόαντους είχαν ήδη ξεκινήσει ανακαίνιση του σπιτιού
κάτι που ο άγνωστος αποστολέας δεν φαινόταν να εγκρίνει: «Είδα ότι ήδη
πλημμυρίσατε την Λεωφόρο 657 με εργάτες για να καταστρέψετε το σπίτι. Τς τς τς…
κακή κίνηση. Δεν θέλετε να στενοχωρήσετε το σπίτι της Λεωφόρου 657». Μάλιστα, φαίνεται
ότι ο Παρατηρητής πράγματι τους παρακολουθούσε ήδη καθώς αναφέρθηκε στο
αυτοκίνητο τους, αλλά και στα τρία τους παιδιά, ηλικίας 5, 8 και 10 ετών, με τα
οποία οι Μπρόαντους είχαν πάει να δουν το σπίτι.
«Θέλετε να γεμίσετε το σπίτι με το νέο αίμα που ζήτησα; Καλύτερα για μένα. Το παλιό σας σπίτι ήταν πολύ μικρό για την αυξανόμενη οικογένεια; Ή μήπως ήταν απληστία για να μου φέρετε τα παιδιά σας; Μόλις μάθω τα ονόματά τους θα τα καλέσω και θα τα τραβήξω και αυτά σε μένα».
Κλείνοντας έγραψε: «Ποιος είμαι; Εκατοντάδες αυτοκίνητα περνούν
κάθε μέρα από την Λεωφόρο 657. Ίσως είμαι σε ένα από αυτά. Κοιτάξτε σε όλα τα
παράθυρα που μπορείτε να δείτε από την Λεωφόρο 657. Ίσως είμαι σε ένα από αυτά»
και κατέληξε: «Καλώς ήρθατε φίλοι μου, καλώς ήρθατε. Ας αρχίσει το πάρτι». Η
επιστολή, όπως και στη σειρά, ήταν υπογεγραμμένη με τις λέξεις «Ο
Παρατηρητής», με δακτυλογραφημένη καλλιγραφική γραμματοσειρά.
Ο Ντέρεκ, ο οποίος διάβασε το γράμμα ενώ ήταν μόνος στο
σπίτι περίπου στις 10 το βράδυ μετά από μια μέρα ανακαινίσεων, κάλεσε αμέσως την αστυνομία. Την επόμενη μέρα, ο Ντέρεκ και η Μαρία ανακάλυψαν ότι
και οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες του νέου τους σπιτιού, ο Τζον και η Άντρεα
Γουντς, είχαν λάβει ένα παράξενο γράμμα από κάποιον που αυτοαποκαλείτο «Ο
Παρατηρητής» λίγες μέρες πριν φύγουν από αυτό.
Στο γράμμα που έλαβαν οι Γουντς, ο συντάκτης υπέγραφε πάλι
ως «Παρατηρητής» και ισχυριζόταν ότι παρακολουθούσε στενά το σπίτι. Το ζευγάρι,
που ζούσε εκεί για 23 χρόνια δεν είχε λάβει ποτέ ξανά παρόμοιο γράμμα και ούτε
είχε ακούσει ποτέ ξανά τον Παρατηρητή. Έτσι, υπέθεσε ότι επρόκειτο για φάρσα
και αμέσως πέταξε το γράμμα, χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα. Οι Γουντς και οι
Μπρόαντους πήγαν μαζί στην αστυνομία για να ενημερώσουν και για το δεύτερο γράμμα και οι
αρχές πήραν στα σοβαρά τις απειλές. Συμβούλεψαν τους Μπρόαντους να μην πουν σε
κανέναν άλλον για το σημείωμα, ειδικά στους νέους γείτονές τους καθώς πλέον
όλοι θεωρούνταν ύποπτοι.
Δύο εβδομάδες μετά το πρώτο γράμμα, έφτασε άλλο ένα. Αυτή τη
φορά, ο The Watcher αναφέρθηκε στους Μπρόαντους με το όνομά τους (γράφοντας
λάθος το επώνυμό τους ως «Mr. and Mrs. Braddus» αντί για Broaddus).
«Οι εργάτες ήταν απασχολημένοι και σας παρακολουθούσα να
ξεφορτώνετε αμάξια με τα προσωπικά σας αντικείμενα», έγραψε ο Παρατηρητής. «Ο
κάδος απορριμμάτων είναι μια ωραία πινελιά. Δεν έχουν βρει ακόμα τι υπάρχει
στους τοίχους; Με τον καιρό θα βρουν».
«Χαίρομαι πολύ που ξέρω τα ονόματά σας τώρα και τα ονόματα
του νέου αίματος που έχετε φέρει σε μένα. Σίγουρα λέτε τα ονόματά τους συχνά»,
ανέφερε ενώ αναρωτήθηκε για ένα από τα παιδιά τους αν είναι η καλλιτέχνης της
οικογένειας καθώς την είχε δει να ζωγραφίζει σε ένα καβαλέτο μέσα σε μια
κλειστή αυλή του οικοπέδου.
Το πραγματικό σπίτι της Λεωφόρου 657 |
Ο Ντέρεκ και η Μαρία ανησύχησαν από το πόσες πληροφορίες γνώριζε το άτομο γι' αυτούς και την οικογένειά τους, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων και της σειράς γέννησης των παιδιών τους.
Λόγω κυρίως της ανακαίνισης, η οικογένεια αντίθετα από αυτό
που βλέπουμε στη σειρά «The Watcher»
δεν είχε ακόμη μετακομίσει στο νέο της σπίτι και ο Παρατηρητής έδειχνε
ανυπόμονος να τους δει να το κάνουν.
«Η Λεωφόρος 657 ανυπομονεί να μετακομίσετε. Πάνε πολλά
χρόνια από τότε που νέο αίμα κυριαρχούσε στους διαδρόμους του. Βρήκατε όλα τα
μυστικά που κρύβει; Θα πηγαίνει το νέο αίμα να παίζει στο υπόγειο; Ή μήπως
φοβούνται πολύ να πάνε εκεί κάτω μόνα τους; Εγώ [θα φοβόμουν] πολύ, αν ήμουν
στη θέση τους. Είναι πολύ μακριά από το υπόλοιπο σπίτι. Αν ήσασταν επάνω, δεν θα
τους ακούγατε ποτέ να ουρλιάζουν», έγραψε.
«Θα κοιμούνται στην σοφίτα; Ή θα κοιμάστε όλοι στον δεύτερο
όροφο; Ποιος θα έχει τα υπνοδωμάτια που κοιτούν στο δρόμο; Θα ξέρω μόλις
μετακομίσετε. Θα με βοηθήσει να ξέρω ποιος θα είναι σε κάθε δωματιο. Έτσι, θα
μπορέσω να σχεδιάσω καλύτερα.
»Όλα τα παράθυρα και οι πόρτες στην Λεωφόρο 657 μου
επιτρέπουν να σας βλέπω και να σας παρακολουθώ καθώς κινείστε μέσα στο σπίτι.
Ποιος είμαι; Είμαι ο Παρατηρητής και ελέγχω το σπίτι για σχεδόν δύο δεκαετίες
τώρα. Η οικογένεια Γουντς το παρέδωσε σε εσάς. Ήταν η σειρά τους να μετακομίσουν
και να το πουλήσουν πολύ ευγενικά όταν τους το ζήτησα».
Στο ίδιο σημείωμα, ο Παρατηρητής ενημέρωνε την οικογένεια
ότι «περνάει από εκεί πολλές φορές την ημέρα. Η Λεωφόρος 657 είναι η δουλειά
μου, η ζωή μου, η εμμονή μου. Και τώρα είστε και εσείς οικογένεια Braddus».
Μετά το δεύτερο γράμμα, ο Ντέρεκ και η Μαρία σταμάτησαν να φέρνουν τα παιδιά τους σε αυτό που υποτίθεται ότι θα ήταν το νέο τους σπίτι. Εβδομάδες αργότερα, έλαβαν άλλο ένα γράμμα. «Πού πήγατε;», έγραψε ο Παρατηρητής. «Λείπετε από τη Λεωφόρο 657».
Οι Μπρόαντους άρχισαν να σκέφτονται ότι ο αποστολέας ήταν ίσως κάποιος άλλος πλειοδότης που δυσαρεστήθηκε επειδή δεν πήρε αυτός το σπίτι. Ωστόσο, οι Γουντς τους ενημέρωσαν ότι ο μόνος που ειχε δώσει παραπάνω χρήματα είχε αποσυρθεί λόγω προβλήματος υγείας και άλλος ένας είχε βρει άλλο σπίτι. Έτσι, άρχισαν να σκέφτονται ότι ο «Παρατηρητής» είναι κάποιος που μένει κοντά.
Τα γράμματα είχαν δοθεί στο ταχυδρομείο του Κέρνι, στα
βόρεια του Νιού Τζέρσι και το πρώτο γράμμα είχε ημερομηνία 4 Ιουνίου, πριν καν
η πώληση γίνει γνωστή (οι Γουντς δεν είχαν βάλει ούτε ταμπέλα πώλησης) και μόλις
μια μέρα αφού άρχισαν να φτάνουν οι εργάτες σε αυτό. Οι εργασίες ήταν ακόμα
μόνο εσωτερικές και δεν θα μπορούσε να τις έχει δει κάποιος που απλά περνούσε.
Ακόμα, το σημείο που βρισκόταν το καβαλέτο στο οποίο ζωγράφιζε η κόρη τους ήταν
τελείως κρυμμένο από το δρόμο εξαιτίας ενός πυκνού φυλλώδους φράχτη και ο μόνος
τρόπος να το δει κάποιος ήταν αν βρισκόταν πίσω από το σπίτι ή ήταν γείτονας.
Λίγες μέρες αφού έλαβαν το πρώτο γράμμα, οι Μπρόαντους είχαν
πάει με τα παιδιά τους σε ένα μπάρμπεκιου πάρτι στη γειτονιά για να
καλωσορίσουν κάποιους άλλους γείτονες. Ήταν ήδη αγχωμένοι μετά την πρώτη
επιστολή και φώναζαν συνεχώς τα παιδιά τους όταν έφευγαν λίγο μακριά από
αυτούς. Οπότε ο Παρατηρητής θα μπορούσε να έχει ακούσει εκεί τα ονόματα των
παιδιών και αυτό σήμαινε ότι ήταν παρών στο πάρτι.
Πιθανοί ύποπτοι
Ελέγχοντας την γειτονιά, οι υποψίες έπεσαν στην οικογένεια
Λάνγκφορντ που ζούσε δίπλα στο σπίτι των Μπρόαντους. Η οικογένεια ζούσε εκεί
από τη δεκαετία του '60-οι μόνοι στην γειτονιά που ζούσαν εκεί από τόσο παλιά-
και στο σπίτι έμενε η 90χρονη μητέρα με κάποια από τα παιδιά της που ήταν κοντά
στην ηλικία των 60. Ένα από αυτά, ο Μάικλ Λάνγκφορντ, φαινόταν ο πλέον ύποπτος.
Ο Παρατηρητής υποστήριζε ότι η οικογένεια του παρακολουθούσε το σπίτι και ότι ο
πατέρας του το είχε αναλάβει την δεκαετία του ’60, ενώ ο ίδιος το είχε «αναλάβει» για το
‘μεγαλύτερο μέρος των δυο τελευταίων δεκαετιών’. Ο πατέρας Λάνγκφορντ που είχε
μετακομίσει εκεί είχε πεθάνει 12 χρόνια πριν κάτι που ταίριαζε με αυτά τα
χρονικά περιθώρια. Σύμφωνα με τους άλλους γείτονες, η οικογένεια ήταν λίγο
περίεργη αλλά όχι επικίνδυνη.
Ο Ντέρεκ πίστεψε ότι είχε βρει τον Παρατητηρητή. Όταν
ενημέρωσε τον ντετέκτιβ Λούγκο που είχε αναλάβει την υπόθεση, αυτός του είπε ότι μετά
το πρώτο γράμμα είχε καλέσει τον Μάικλ Λάνγκφορντ για ανάκριση και πολλά από
αυτά που είχε πει ταίριαζαν με τον τρόπο που έγραφε ο «Παρατηρητής». Ωστόσο,
δεν υπήρχε τίποτα χειροπιαστό για να μπορέσει να τον κατηγορήσει και έτσι
αφέθηκε ελεύθερος, ενώ οι Μπρόαντους μετά από δύο εβδομάδες ερευνών
ενημερώθηκαν ότι οι αρχές δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα άλλο. Όταν όμως έφτασε
και το δεύτερο γράμμα, οι Μπρόαντους εξοργίστηκαν με την αδράνεια της
αστυνομίας καθώς θεωρούσαν ότι η οικογένειά τους βρίσκεται σε κίνδυνο.
Έτσι, ξεκίνησαν την δική τους έρευνα, ενώ ο Ντέρεκ
αποφάσισε να γεμίσει όλο το σπίτι με κάμερες. Απευθύνθηκαν σε πολλούς ειδικούς
ερευνητές ακόμα και σε πρώην πράκτορες του FBI, οι οποίοι έλεγξαν το παρελθόν των Λάνγκφορντ χωρίς ωστόσο να
εντοπίσουν κάτι ύποπτο. Μάλιστα, σε συμφωνία με τις αρχές, οι Μπρόαντους
έστειλαν μια επιστολή στους Λάνγκφορντ στην οποία ψευδώς ανέφεραν ότι σκοπεύουν
να γκρεμίσουν το σπίτι για να χτίσουν καινούργιο. Ήλπιζαν ότι θα προκαλέσουν
κάποια αντίδραση καθώς ο «Παρατηρητής» φαινόταν εξοργισμένος με την ανακαίνιση
και τους κατηγορούσε που το άλλαζαν λέγοντας ότι «το σπίτι κλαίει από όλο τον
πόνο που δέχεται». Ωστόσο, οι Λάνγκφορντ δεν αντέδρασαν.
Η αστυνομία κάλεσε για δεύτερη φορά τον Μάικλ Λάνγκφορντ για
ανάκριση, ωστόσο η αδερφή του, Άμπι, τους κατηγόρησε για παρενόχληση. Ένας
δικηγόρος των Μπρόαντους συναντήθηκε με την οικογένεια Λάνγκφορντ και τους
έδειξε τα γράμματα προσπαθώντας να τους κάνει να ομολογήσουν, ωστόσο τα
πνεύματα «άναψαν» με τα μέλη της οικογένειας να φωνάζουν ότι δεν έχουν καμία
σχέση.
Ωστόσο, υπήρχαν και άλλοι γείτονες που φαίνονταν ύποπτοι.
Δύο από αυτούς ήταν καταδικασμένοι παιδόφιλοι, ενώ ο άνθρωπος που έβαφε το
σπίτι παρατήρησε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που έβαζε τις καρέκλες τους στην αυλή
κοιτώντας το σπίτι των Μπρόαντους και κάθονταν εκεί για ώρες.
Ο Ντέρεκ και η Μαρία Μπρόαντους βρίσκονταν ήδη σε οριακή κατάσταση. Παρόλο που δεν είχαν μετακομίσει ακόμα στο σπίτι, έπαιρναν χάπια για να κοιμηθούν, ενώ οι τσακωμοί μεταξύ τους ήταν συνεχείς. Παράλληλα, η έρευνα σταμάτησε καθώς δεν υπήρχαν άλλα στοιχεία να ακολουθήσουν.
Οι ανακαινίσεις ολοκληρώθηκαν μετά από λίγους μήνες, ωστόσο
οι Μπρόαντους δεν αποφάσιζαν να μετακομίσουν εκεί καθώς φοβούνταν για την
ασφάλεια των παιδιών τους. Έξι μήνες αφού αγόρασαν το σπίτι αποφάσισαν να το
πουλήσουν λίγο πιο ακριβά απ’ ό,τι το αγόρασαν ώστε να καλύψουν τα χρήματα για
τις ανακαινίσεις. Ωστόσο, δεν μπόρεσαν να βρουν κανέναν αγοραστή. Παρόλο που ο
Ντέρεκ και η Μαρία δεν είχαν μιλήσει σε κανέναν για τις επιστολές, στην μικρή
κοινωνία του Γουέστφιλντ διάφορες φήμες είχαν κυκλοφορήσει. Οι Μπρόαντους
μάλιστα αποφάσισαν να δείξουν τις επιστολές σε όποιον ερχόταν να δει το ακίνητο
θέλοντας να είναι ξεκάθαροι με τους μελλοντικούς αγοραστές. Ούτε αυτό βοήθησε
ιδιαίτερα.
Παράλληλα, σκεφτόμενοι ότι και οι Γουντς θα έπρεπε να τους
έχουν ενημερώσει για την επιστολή που είχαν λάβει από τον Παρατηρητή αποφάσισαν
να τους μηνύσουν. Παρόλο που η οικογένεια Γουντς επέμενε ότι το γράμμα δεν έμοιαζε
απειλητικό και γι’ αυτό δεν του είχαν δώσει σημασία, οι Μπρόαντους υποστήριζαν
ότι και μόνο το όνομα της υπογραφής θα
έπρεπε να τους βάλει σε υποψίες. Η μήνυση ωστόσο απορρίφθηκε.
Ωστόσο, εξαιτίας αυτής της μήνυσης, η ιστορία των επιστολών
διέρρευσε στον Τύπο και έγινε πρώτη είδηση. Τηλεοπτικά συνεργεία
κατέκλυσαν την περιοχή, ενώ οι «ντετέκτιβ» του διαδικτύου ανέλαβαν να λύσουν το
μυστήριο προτείνοντας ιδέες, όπως να χρησιμοποιήσουν ραντάρ για να βρουν αν
κάτι κρύβεται στον τοίχο, όπως υποστήριζε ο Παρατηρητής. Η αστυνομία είχε
πάντως ελέγξει τους τοίχους για κρυφά σημεία και είχε καταλήξει ότι χρειάζεται
μόνο καλύτερη μόνωση.
Έχοντας περάσει ένας χρόνος από την τελευταία επιστολή κα με τους Μπρόαντους να υποπτεύονται πάντα τον Μάικλ Λάνγκφορντ αποκαλύφθηκε ότι η αστυνομία είχε κάνει τεστ DNA στο γράμμα και είχε εντοπίσει γυναικείο γενετικό υλικό. Οι υποψίες στράφηκαν στην αδερφή του Μάικλ, Άμπι, ωστόσο όταν ελέγχθηκε το δικό της DNA αποδείχθηκε ότι δεν ταίριαζε με αυτό που ειχε βρεθεί. Υπήρξαν έρευνες ακόμα και για την προηγούμενη ιδιοκτήτρια του σπιτιού, την Άντρεα Γουντς. Ωστόσο ούτε αυτή ταυτοποιήθηκε.
Ένας άλλος πιθανός ύποπτος θεωρήθηκε ένας άντρας που
ασχολούνταν με «πολύ σκοτεινά βιντεοπαιχνίδια» και έπαιζε συχνά ως χαρακτήρας
με το όνομα «The Watcher», σύμφωνα με τα όσα είπε η φίλη του. Ο άντρας ζούσε σε
άλλη περιοχή τότε και οι Αρχές τού ζήτησαν να πάει ως εκεί για συνέντευξη δύο
φορές, ωστόσο αυτός δεν εμφανίστηκε, κι έτσι δεν τον έλεγξαν περαιτέρω μιας και
δεν υπήρχαν στοιχεία εναντίον του.
Οι υπόλοιποι γείτονες σε αυτήν την τόσο ήρεμη γειτονιά
προσπάθησαν κι αυτοί να βρουν ποιος θα μπορούσε να στείλει τα γράμματα. Χωρίς
να μπορούν να δώσουν απάντηση κατέληξαν σε μια θεωρία: Το είχαν κάνει οι ίδιοι
οι Μπρόαντους, για να ανατρέψουν την πώληση και να πάρουν πίσω τα λεφτά τους ή
για να στήσουν κάποια ασφαλιστική απάτη ή να πουλήσουν την ιστορία τους για
σενάριο ταινίας. (Οι Μπρόαντους δέχθηκαν όντως προσφορές για ταινίες, αλλά τις
απέρριψαν και έστειλαν επιστολή παύσης και αποχής στη Lifetime, αφού το δίκτυο
κυκλοφόρησε το 2016 μια ταινία με τίτλο «The Watcher», εμπνευσμένη από την
εμπειρία τους). Η αστυνομία εξέτασε το DNA της Μαρίας, αλλά γρήγορα απαλλάχθηκε
από κάθε κατηγορία.
Οι Μπρόαντους επιχείρησαν να πουλήσουν το σπίτι ξανά το
2016, έναντι 1,25 εκατ. δολαρίων, αλλά μόλις οι πιθανοί αγοραστές μάθαιναν για
τις επιστολές, η πώληση «πάγωνε». Ο μεσίτης της οικογένειας πρότεινε να
πουλήσουν το σπίτι σε έναν εργολάβο, που θα το γκρέμιζε ώστε να το χωρίσει σε
δύο οικόπεδα. Ωστόσο, αυτή η κίνηση θα απαιτούσε τη σύμφωνη γνώμη του
Συμβουλίου Πολεοδομίας του Γουέστφιλντ.
Το αίτημα των Μπρόαντους προκάλεσε οργή στην περιοχή και
φούντωσε τις φήμες ότι η οικογένεια βρισκόταν πίσω από τα γράμματα. Έτσι,
απορρίφθηκε ομόφωνα μετά από μια έντονη τετράωρη συνεδρίαση του συμβουλίου,
στην οποία πολλοί ντόπιοι εξέφρασαν τις ανησυχίες τους ότι το γκρέμισμα της
Λεωφόρου 657 θα μείωνε το κόστος των σπιτιών τους και θα κατέστρεφε την
αισθητική της γειτονιάς.
Δεύτερος γύρος
επιστολών
Μήνες αργότερα, οι Μπρόαντους μπόρεσαν να νοικιάσουν το
σπίτι σε ένα ζευγάρι με δύο μεγάλα παιδιά και δύο σκυλιά που δήλωσαν ότι δεν
φοβούνταν τον Παρατηρητή. Ωστόσο, λίγο μετά τη μετακόμιση της νέας οικογένειας,
ο Παρατηρητής έστειλε άλλη μία επιστολή. Είχε ημερομηνία 13 Φεβρουαρίου, δηλαδή
την ίδια ημέρα που οι Μπρόαντους έδωσαν κατάθεση στο πλαίσιο νομικής
καταγγελίας που κατέθεσαν τον Ιούνιο του 2015 εναντίον των προηγούμενων
ιδιοκτητών του σπιτιού, των Γουντς.
«Αναρωτιέστε ποιος είναι ο Παρατηρητής; Γυρίστε πίσω
ηλίθιοι», έγραφε η επιστολή, η οποία έφτασε δυόμισι χρόνια αφότου οι Μπρόαντους
αγόρασαν το σπίτι. «Ίσως μιλήσατε και σε μένα, έναν από τους λεγόμενους
γείτονες, που δεν έχει ιδέα ποιος μπορεί να είναι ο Παρατηρητής. Ή ίσως ξέρετε
και φοβάστε να το πείτε. Καλή κίνηση».
Η νέα επιστολή ήταν πιο επιθετική από τις τρεις προηγούμενες
και ήταν φανερό ότι ο συντάκτης παρακολουθούσε την κάλυψη της υπόθεσης, ενώ
παραπονιόταν για την προσοχή των μέσων ενημέρωσης που είχαν φέρει οι Μπρόαντους
στη «γειτονιά μου», αλλά πανηγύριζε για το πώς οι ντόπιοι είχαν «σώσει την ψυχή
της Λεωφόρου 657 με τις εντολές μου».
Ο Παρατηρητής απείλησε ακόμη και με εκδίκηση τον Ντέρεκ και
τη Μαρία, σχεδιάζοντας, όπως φαίνεται, το θάνατό τους: «Ίσως ένα αυτοκινητικό
ατύχημα. Ίσως μια πυρκαγιά. Ίσως κάτι τόσο απλό όσο μια ήπια ασθένεια που δεν
φαίνεται να περνάει ποτέ, αλλά σε κάνει να αισθάνεσαι άρρωστος μέρα με τη μέρα,
μέρα με τη μέρα, μέρα με τη μέρα. Ίσως ο μυστηριώδης θάνατος κάποιου
κατοικίδου. Αγαπημένοι που πεθαίνουν ξαφνικά. Αεροπορικά, τροχαία ατυχήματα.
Κόκαλα που σπάνε». (Παραδόξως, οι τότε ενοικιαστές δεν έφυγαν από το σπίτι,
αλλά ζήτησαν από τους Μπρόαντους να εγκαταστήσουν πρόσθετες κάμερες ασφαλείας).
Η νέα επιστολή σήμαινε και νέα στοιχεία και ο Ντέρεκ με την
Μαρία την πήγαν αμέσως στην αστυνομία. Ωστόσο, δεν υπήρξε κανένα αποτέλεσμα. Ο
Παρατηρητής θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε.
Η τέταρτη -και τελευταία- επιστολή τελείωνε με τον
Παρατηρητή να δηλώνει: «Σας σιχαίνεται το σπίτι. Και ο Παρατηρητής κέρδισε».
«Είναι σαν καρκίνος», δήλωσε στο New York Magazine ο Ντέρεκ
το 2018 για την όλη δοκιμασία. «Το σκεφτόμαστε καθημερινά».
Το καλοκαίρι του 2019, οι Μπρόαντους πούλησαν τελικά το
σπίτι για 959.000 δολάρια, με συνέπεια να χάσουν 400.000 δολάρια για ένα σπίτι
στο οποίο δεν έζησαν ποτέ. Τον Οκτώβριο, το The Cut του New York Magazine
ανέφερε ότι όταν οι νέοι ιδιοκτήτες μετακόμισαν, οι Μπρόαντους τους έδωσαν ένα
σημείωμα μέσω του δικηγόρου τους: «Δεν σας ευχόμαστε τίποτα άλλο από την ειρήνη
και την ησυχία που κάποτε ονειρευόμασταν σε αυτό το σπίτι». Συμπεριέλαβαν
επίσης μια φωτογραφία του γραφικού χαρακτήρα του Παρατηρητή, σε περίπτωση που
έφταναν νέα γράμματα. Μέχρι σήμερα, κανένα δεν έχει έρθει.
Οι Μπρόαντους, οι οποίοι μετακόμισαν σε ένα μικρότερο σπίτι
στο Γουέστφιλντ, δήλωσαν στη Sun Online τον Οκτώβριο ότι είναι τραυματισμένοι
από την εμπειρία τους με τον Παρατηρητή και «προσπαθούν να συνεχίσουν» τη ζωή
τους. Είπαν ότι η σειρά του Netflix, την οποία δεν σκοπεύουν να
παρακολουθήσουν, δεν τους έκανε πλούσιους, ούτε καν κάλυψε πλήρως τις απώλειες
που προέκυψαν από την πώληση του σπιτιού τους.
Η ταυτότητα του The Watcher παραμένει ένα μυστήριο...
Δύο νέοι ύποπτοι;
Μετά τη δημοσίευση του άρθρου του New York Magazine, το γραφείο του εισαγγελέα της κομητείας Union ζήτησε από όσους ζούσαν κοντά στην Λεωφόρο 657 να υποβάλουν εθελοντικά δείγματα DNA. Κανένας από τους γείτονες δεν ταίριαζε, αν και ένας γείτονας, ονόματι Μάλκολμ Μάνιξ (Malcom Mannix), έστειλε επιστολή διαμαρτυρόμενος για την έρευνα. Όμως, σύμφωνα με το The Cut, δεν υπάρχει κανείς με το όνομα Malcom Mannix που να ζει στο Γουέστφιλντ. Το Mannix ήταν μια τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του '60, στην οποία ένας αστυνομικός, ονόματι Art Malcom, βοηθούσε τον ιδιωτικό ερευνητή Joe Mannix να εξιχνιάσει εγκλήματα.
Η υπόθεση έχει επίσης συνδεθεί με τον συγγραφέα του «Εγώ και
ο Όρσον Γουέλς», Ρόμπερτ Κάπλοου, ο οποίος εργαζόταν ως καθηγητής αγγλικών σε
γυμνάσιο δύο πόλεις πιο πέρα από το Γουέστφιλντ και έχει μιλήσει για την αγάπη
του για την πλούσια πόλη του Νιου Τζέρσϊ, στην οποία μεγάλωσε τη δεκαετία του
'60.
Πρώην μαθητές του ισχυρίστηκαν στο The Cut ότι είχε μιλήσει
στις τάξεις του για την εμμονή που είχε με ένα σπίτι στο Γουέστφιλντ και είχε
γράψει τουλάχιστον 50 επιστολές όχι στους ιδιοκτήτες, αλλά στο ίδιο το σπίτι. Σε
μια άλλη περίεργη σύμπτωση, ο αδελφός του Κάπλοου, ο δικηγόρος Ρίτσαρντ Κάπλοου,
έμενε μισό τετράγωνο μακριά από τη Λεωφόρο 657 και μάλιστα εκπροσώπησε τους Γουντς
στη νομική αγωγή που κατέθεσαν εναντίον τους οι Μπρόαντους.
Μιλώντας στο The Cut, ο Ρόμπερτ Κάπλοου αρνήθηκε ότι ήταν ο
Παρατηρητής. Ισχυρίστηκε ότι οι επιστολές που έγραφε αφορούσαν ένα άλλο σπίτι και
οι ιδιοκτήτες του σπιτιού αυτού τον άφησαν να μείνει μάλιστα για λίγο εκεί λόγω των
ευγενικών, μη απειλητικών επιστολών του. Αν και ο Ρόμπερτ δεν είπε γιατί άρχισε
να γράφει στο συγκεκριμένο σπίτι, το 2009 είπε ότι «το Γουέστφιλντ παραμένει
για μένα η γεωγραφία της νιότης μου. Εξακολουθώ να νιώθω μεγάλη έλξη για το
μέρος».
Η έρευνα παραμένει ανενεργή, σύμφωνα με το γραφείο του
εισαγγελέα και δεν υπάρχουν βασικοί ύποπτοι. Ωστόσο, η υπόθεση δεν έχει
κλείσει.
Οι Αρχές πιστεύουν ότι ο «Watcher» είναι γυναίκα, μεγάλη σε
ηλικία, η οποία ζει κοντά στην Λεωφόρο 657, με βάση τα στοιχεία DNA που βρέθηκαν
στον φάκελο. Όπως λένε ο μόνος τρόπος να διαλευκανθεί η υπόθεση είναι μέσω
ομολογίας ή ταυτοποίησης του DNA.
Ιστορία νο2: Η
πολλαπλή δολοφονία
Στο τρίτο επεισόδιο της σειράς ερχόμαστε αντιμέτωποι με την
ιστορία του Τζον Γκραφ, ενός άντρα που έχει σκοτώσει όλη την οικογένειά του. Και
αυτή η ιστορία που παρουσιάζει η σειρά The Watcher είναι αληθινή, αν και δεν έχει
καμία σχέση με το σπίτι της Λεωφόρου 657.
Πίσω από τον Τζον Γκραφ, τον οποίο υποδύεται ο Τζο Μαντέλο,
κρύβεται ο Τζον Λιστ, ένας υψηλόβαθμος λογιστής σε τράπεζα του Νιου Τζέρσι. Ο Λιστ
στις 9 Νοεμβρίου 1971 σχεδίασε και εκτέλεσε την δολοφονία όλης της οικογένειάς
του μέσα στο σπίτι τους στη συνοικία του Γουέστφιλντ (αλλά όχι στην Λεωφόρο 657)
με ένα ημιαυτόματο πιστόλι και το όπλο του πατέρα του. Όσο τα τρία παιδιά της οικογένειας
ήταν στο σχολείο σκότωσε την 46χρονη σύζυγο του Έλεν πυροβολώντας την πίσω από
το κεφάλι και την 84χρονη μητέρα του, Άλμα, με μια σφαίρα πάνω από το μάτι. Όταν
η 16χρονη κόρη του, Πατρίσια, και ο μικρότερος γιος του, ο 13χρονος Φρέντερικ,
γύρισαν από το σχολείο, τούς πυροβόλησε στο κεφάλι. Στη συνέχεια, μαγείρεψε και
έφαγε, πήγε στην τράπεζα για να κλείσει τους λογαριασμούς της μητέρας του και
μετά πήγε στο σχολείο του 15χρονου γιου του, Τζον Φρέντερικ, και
παρακολούθησε τον αγώνα ποδοσφαίρου στον οποίο έπαιζε. Αφού γύρισε σπίτι με τον
γιο του τον πυροβόλησε επανειλημμένα καθώς σύμφωνα με την νεκροψία, ο 15χρονος
προσπάθησε να αμυνθεί.
Ο Λιστ είχε οργανώσει το έγκλημά του με κάθε λεπτομέρεια ήδη πριν το διαπράξει. Έτσι, τοποθέτησε τα πτώματα της γυναίκας και των παιδιών του σε υπνόσακους, τους οποίους άφησε στο σαλόνι του σπιτιού, ενώ το πτώμα της μητέρας του το άφησε στην σοφίτα. Έγραψε ένα γράμμα πέντε σελίδων στο οποίο απευθυνόταν προς τον πάστορά του και ανέφερε ότι σκότωσε την οικογένειά του για να σώσει τις ψυχές του. Όπως έλεγε, έβλεπε ότι στον κόσμο υπάρχει πολύ κακό και η οικογένειά του είχε αρχίσει να φεύγει από τον δρόμο του Θεού. Έκοψε από όλες τις φωτογραφίες της οικογένειας το πρόσωπό του, άναψε τα φώτα, έβαλε να παίζει μουσική από έναν εκκλησιαστικό σταθμό και εξαφανίστηκε.
Χάρη στον σχεδιασμό του Λιστ, οι δολοφονίες δεν
ανακαλύφθηκαν παρά μόνο σχεδόν έναν μήνα μετά, στις 7 Δεκεμβρίου. Η οικογένεια γενικά
δεν είχε πολλές επαφές με τους γείτονες, ενώ ο Λιστ πριν σκοτώσει τα παιδιά του
είχε στείλει επιστολές στα σχολεία τους υποστηρίζοντας ότι θα λείπουν για μερικές
εβδομάδες καθώς έπρεπε να επισκεφθούν την άρρωστη μητέρα της γυναίκας του στη
Βόρεια Καρολίνα. Είχε επίσης ενημερώσει να μην του αφήνουν τις εφημερίδες, το
γάλα και το ταχυδρομείο λόγω της απουσίας. Κάποια στιγμή όμως οι γείτονες
πρόσεξαν ότι τα φώτα του σπιτιού παρέμεναν αναμμένα νύχτα και μέρα χωρίς να
φαίνεται κάποια κίνηση μέσα στο σπίτι. Όταν οι λάμπες άρχισαν να καίγονται η
μία μετά την άλλη κάλεσαν την αστυνομία. Όταν οι αρχές μπήκαν από ένα ξεκλείδωτο
παράθυρο ανακάλυψαν τα πτώματα, αλλά δεν βρήκαν κανένα ίχνος του Λιστ.
Το γεγονός ότι πλέον δεν υπήρχαν φωτογραφίες του έκαναν τις έρευνες
σχεδόν αδύνατες. Το σπίτι των Λιστ καταστράφηκε μάλιστα εννέα μήνες αργότερα,
τον Αύγουστο του 1972 από μια πυρκαγιά που επίσημα χαρακτηρίστηκε ως εμπρησμός.
Ο Λιστ παρέμενε άφαντος.
Όλα άλλαξαν τελικά μετά από 18 χρόνια. Το 1989, η σειρά του FOX, America’s Most Wanted (Οι πιο καταζητούμενοι της
Αμερικής) πρόβαλε την ιστορία του Λιστ και παρουσίασε ένα γλυπτό με το πώς θα
μπορούσε να είναι σήμερα ο καταζητούμενος βασισμένη στις περιγραφές ανθρώπων που τον ήξεραν. Τη σειρά
παρακολούθησε εκείνο το βράδυ και μια γυναίκα από την Βιρτζίνια των ΗΠΑ, η
οποία αναγνώρισε στο γλυπτό έναν από τους ανθρώπους με τον οποίο πήγαινε στην
εκκλησία, ονόματι Μπομπ Κλαρκ. Ο Κλαρκ συνελήφθη και εκδόθηκε στο Νιου Τζέρσι
αν και αρνούνταν ότι είναι ο Λιστ. Ωστόσο, ο έλεγχος των δακτυλικών του αποτυπωμάτων
και η σύγκριση τους με του Λιστ από την θητεία του στον στρατό
απέδειξαν την ταυτότητά του. Όπως αποδείχθηκε μετά την φυγή του, ο Λιστ είχε
καταλήξει στην Βιρτζίνια, όπου μάλιστα είχε παντρευτεί ξανά.
Ο Λιστ παραδέχθηκε τελικά ότι οδηγήθηκε στους φόνους όταν έχασε τη δουλειά του από την τράπεζα του Νιου Τζέρσι. Δεν αποκάλυψε στην οικογένειά του ότι απολύθηκε και συνέχισε να προσποιείται ότι πηγαίνει καθημερινά στη δουλειά, ενώ φρόντιζε να παίρνει συνεχώς χρήματα από τους τραπεζικούς λογαριασμούς της μητέρας του. Όταν οι οικονομικές δυσκολίες αυξήθηκαν, πίεσε τα παιδιά του να βρουν εργασίες μερικής απασχόλησης υποτίθεται για να μάθουν να δουλεύουν. Την απόφαση του επηρέασε και η κατάσταση της γυναίκας του, η οποία ήταν αλκοολική. Παρόλο που παραδέχθηκε τους φόνους δήλωσε ότι δεν ευθυνόταν γι’ αυτούς λόγω της άσχημης ψυχικής του κατάστασης εκείνη την περίοδο εξαιτίας όσων ζούσε. Τελικά κρίθηκε ένοχος για πενταπλό φόνο πρώτου βαθμού και καταδικάστηκε σε πέντε φορές ισόβια. Πέθανε στις 21 Μαρτίου 2008 στη φυλακή σε ηλικία 82 ετών από πνευμονία.