Επιβίωσε από επίθεση του ISIS, αλλά δεν άντεξε το ψυχικό τραύμα και έκανε ευθανασία

Η τραγική ιστορία μιας 23χρονης νεαρής κοπέλας που επιβίωσε από τζιχαντιστικό χτύπημα, αλλά το ψυχολογικό βάρος  του μετατραυματικού στρες την ισοπέδωσε


Το πρωινό της 22ας Μαρτίου 2016 έμοιαζε σαν όλα τα άλλα. Όμως, όταν το ρολόι στις Βρυξέλλες σήμανε 7:58, μια σφοδρή έκρηξη σημειώθηκε στο αεροδρόμιο Ζάβεντεμ της πόλης. Εννέα δευτερόλεπτα μετά ακούστηκε και μια δεύτερη. Όπως αποδείχτηκε, η έκρηξη προκλήθηκε από δύο βόμβες που έφεραν μαζί τους σε μεγάλες βαλίτσες οι Βέλγοι μαροκινής καταγωγής τρομοκράτες του Ισλαμικού Κράτους, Ιμπραχίμ Ελ Μπακράουι και Νατζίμ Λααχράουι. Ένας τρίτος τρομοκράτης, ο επίσης Βέλγος μαροκινής καταγωγής Μοχάμεντ Αμπρινί μετέφερε μια τρίτη βόμβα που δεν πρόλαβε να ενεργοποιήσει καθώς πετάχτηκε μακριά από το ωστικό κύμα των δύο εκρήξεων. Και οι τρεις βόμβες (η τρίτη βρέθηκε και απενεργοποιήθηκε αργότερα) είχαν ενσωματωμένα καρφιά, για να προξενήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα θύματα. Πράγματι, 15 άνθρωποι σκοτώθηκαν από τις εκρήξεις, ενώ άλλοι 14 σκοτώθηκαν σε μια ακόμα επίθεση που ακολούθησε μια ώρα μετά σε σταθμό του μετρό της πόλης σε μια σειρά επιθέσεων που ήταν η πιο θανατηφόρες από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Συνολικά 32 άνθρωποι σκοτώθηκαν και πάνω από 300 τραυματίστηκαν.

Εκείνο το πρωί στο αεροδρόμιο βρισκόταν και η 17χρονη μαθήτρια Σάντι Ντε Κόρτε. Μαζί με τους συμμαθητές της ετοιμάζονταν να ταξιδέψουν για μια σχολική εκδρομή στην Ιταλία και περίμεναν στο χώρο επιβιβάσεων λίγα μέτρα μακριά από το σημείο που εξερράγησαν οι βόμβες. Όπως για πολλούς ανθρώπους έτσι και για την Ντε Κόρτε, ο χρόνος σταμάτησε εκείνο το πρωινό.

Αν και η ίδια δεν υπέστη κάποιο σωματικό τραυματισμό, ψυχικά έμεινε διαλυμένη. Από τότε υπέφερε από συνεχείς κρίσεις πανικού, ενώ είχε σοβαρή, βαριά κατάθλιψη από την οποία δεν μπόρεσε ποτέ να επανέλθει. Παρόλο που είχε στο πλάι της αρκετούς επαγγελματίες της ψυχικής υγείας και λάμβανε αντικαταθλιπτική αγωγή σε μόνιμη βάση δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει όσα είχε ζήσει.

Τελικά, μην αντέχοντας άλλο αιτήθηκε να υποβληθεί σε ευθανασία, μια διαδικασία που είναι νόμιμη στο Βέλγιο, και έφυγε από τη ζωή στις 7 Μαΐου 2022 σε ηλικία 23 ετών, αφού δύο διαφορετικοί ψυχίατροι συμφώνησαν γι’ αυτό –όπως προβλέπεται.

Γιατί δεν μπορώ απλώς να πεθάνω;

Η τραγική ιστορία της Σάντι ήρθε στο φως αυτήν την εβδομάδα, αφού η μητέρα της η Μαριέλ μίλησε σε μια εκπομπή της δημόσιας βελγικής τηλεόρασης, VRT, για τον πόνο που ζούσε η κόρη της.

«Εκείνη η μέρα πραγματικά την ‘έσπασε’. Δεν ένιωσε ποτέ ξανά ασφαλής μετά από αυτό», ανέφερε. «Δεν ήθελε να πάει σε κανένα μέρος όπου θα βρίσκονταν κι άλλοι άνθρωποι, επειδή φοβόταν. Επίσης είχε συχνές κρίσεις πανικού και ποτέ δεν το ξεπέρασε», τόνισε.

«Η Σάντι ήλπιζε πάντα ότι θα μπορούσε να ζήσει μια ανεκτή ζωή. Αλλά ήταν μια μάχη που δεν μπορούσε να κερδίσει. Περιοριζόταν τόσο πολύ από τον φόβο της που δεν μπορούσε να κάνει όσα ήθελε. Ζούσε σε έναν συνεχή φόβο και έχασε παντελώς το αίσθημα της ασφάλειας. Όποτε έβγαινε έξω ήταν πάντα σε επιφυλακή, μήπως της συμβεί κάτι. Δεν ηρεμούσε ποτέ», ανέφερε.

Όπως η είπε η Μαριέλ, η Σάντι τελικά της εκανε την ερώτηση που φοβόταν: «Μετά από μια σοβαρή απόπειρα αυτοκτονίας που την είχε στείλει στο νοσοκομείο, ήταν η πρώτη φορά που με ρώτησε: ‘Γιατί δεν μπορώ απλώς να πεθάνω;’ Εγώ της είπα ότι δεν ήθελα να την χάσω, αλλά ότι καταλάβαινα την ερώτησή της. Ύστερα αποφάσισε ότι ήθελε να πει αντίο στην οικογένειά της και στους φίλους της και όχι απλώς να αυτοκτονήσει».

«Κάτι τέτοιο είναι πραγματικά πολύ δύσκολο, αλλά σε μια τέτοια στιγμή το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να είσαι εκεί γι’ αυτήν και να προσπαθήσεις να την στηρίξεις. Συνέχεια ελπίζεις ότι θα γίνει καλύτερα και ότι δεν θα θελήσει να το κάνει, αλλά από την άλλη νιώθεις από την αρχή ότι αυτό είναι που πραγματικά θέλει. Συνειδητοποίησα πολύ καλά ότι η ζωή που ζούσε τα τελευταία χρόνια δεν ήταν μια ζωή που θα μπορούσε να συνεχίσει για πάντα», ανέφερε η μητέρα της.

Η Σάντι μιλούσε συχνά για τα όσα περνούσε μέσα από τους λογαριασμούς της στα social media: «Παίρνω μερικά χάπια για πρωινό και μέχρι 11 αντικαταθλιπτικά κατά τη διάρκεια της ημέρας. Δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτά», ανέφερε ενώ από την άλλη σημείωνε: «Με όλα αυτά τα φάρμακα που παίρνω, νιώθω σαν φάντασμα που δεν μπορεί να νιώσει τίποτα πια. Ίσως υπάρχουν κι άλλες λύσεις εκτός από τα φάρμακα».

Σύμφωνα με την σχολική ψυχολόγο που γνώριζε τη 23χρονη από το σχολείο, η κοπέλα υπέφερε από βαριά κατάθλιψη πριν επιλέξει να προχωρήσει σε ευθανασία. Μάλιστα η Ντε Κόρτε πάλευε ήδη με ψυχολογικά προβλήματα πριν από την επίθεση και η κατάστασή της επιδεινώθηκε ραγδαία μετά από το περιστατικό.

«Υπάρχουν κάποιοι μαθητές που αντιδρούν πιο άσχημα σε τραυματικά γεγονότα από άλλους. Είχαμε κάνει μαζί δύο συνεδρίες και μπορώ να σας πω ότι η  Σάντι Ντε Κόρτε ήταν από αυτούς τους ιδιαίτερα εύθραυστους μαθητές», ανέφερε η ψυχολόγος στο τηλεοπτικό δίκτυο RTBF. Η ίδια μάλιστα της είχε συστήσει την ψυχιατρική κλινική στην Αντβέρπη, όπου η Ντε Κόρτε πήγαινε, ακόμα και πριν από την επίθεση.

Ωστόσο, η κατάσταση της νεαρής κοπέλας επιδεινώθηκε ξαφνικά ύστερα από έναν διαπληκτισμό με άλλον ασθενή, ο οποίος της επιτέθηκε σεξουαλικά. Μετά από αυτό ήρθε και η πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας της Ντε Κόρτε το 2018. Το 2020 έκανε μια ακόμα ανεπιτυχή απόπειρα αυτοκτονίας, ενώ αρκετές φορές είχε καταθέσει αίτημα για ευθανασία.

Όλες οι αιτήσεις της είχαν απορριφθεί μέχρι που απευθύνθηκε στον οργανισμό LEIF που υπερασπίζεται το δικαίωμα στο «θάνατο με αξιοπρέπεια». Σύμφωνα με το RTBF τούς ζήτησε να υποβληθεί σε ευθανασία εξαιτίας του «ανυπόφορου ψυχολογικού βασανιστηρίου» που ζούσε.

Η ευθανασία, δηλαδή η μέθοδος του τερματισμού της ζωής ενός ανθρώπου με τη δική του θέληση με σκοπό την ανακούφιση από τον πόνο και την ταλαιπωρία, είναι νόμιμη στο Βέλγιο. Βασική προϋπόθεση ωστόσο είναι το άτομο που θέλει να υποβληθεί σε ευθανασία να είναι σε κατάσταση να καταλάβει αυτό που ζητά, ενώ την ίδια στιγμή να βρίσκεται σε μια ιατρική κατάσταση μόνιμου και αβάσταχτου φυσικού ή πνευματικού πόνου που δεν μπορεί να απαλυνθεί με κανέναν τρόπο και έχει προκύψει από κάποια σοβαρή και ανίατη διαταραχή ύστερα από ασθένεια ή ατύχημα.

Το αίτημα της Σάντι για ευθανασία τελικά εγκρίθηκε στις αρχές του 2022 και η 23χρονη έφυγε από τη ζωή στις 7 Μαΐου 2022, ενώ είχε γύρω της την οικογένειά της.

Λίγες ώρες πριν υποβληθεί στην ευθανασία, η Σάντι σε μια τελευταία ανάρτηση στους λογαριασμούς της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έγραψε: «Γελούσα και έκλαιγα. Μέχρι την τελευταία μέρα. Αγαπήθηκα και μπόρεσα να νιώσω τι είναι η πραγματική αγάπη. Τα δάκρυα της αγάπης κυλούν ήρεμα στο πρόσωπό μου. Τώρα φεύγω ειρηνικά. Να ξέρετε ότι μου λείπετε ήδη».

Αντιδράσεις εκ των υστέρων

Το ζήτημα της ευθανασίας αποτελεί πάντοτε ούτως ή άλλως ένα θέμα αντιπαράθεσης. Όταν έγινε γνωστό ότι η 23χρονη που είχε βιώσει την επίθεση στο αεροδρόμιο υποβλήθηκε σε ευθανασία προέκυψαν μια σειρά από αντιδράσεις, ηθικές και ιατρικές.

Ένας νευρολόγος από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Brugmann των Βρυξελλών, ο Πολ Ντελτένρε, μιλώντας στο RTBF υποστήριξε ότι δεν θα έπρεπε να έχει γίνει ευθανασία καθώς είχαν γίνει κι άλλες προτάσεις θεραπείας στη νεαρή κοπέλα που θα μπορούσαν να ακολουθηθούν.

Παράλληλα, το γραφείο του Εισαγγελέα της Αντβέρπης ξεκίνησε μια έρευνα ώστε να ελέγξει όλη τη διαδικασία ύστερα από μια αναφορά που έγινε. Ωστόσο, η έρευνα ολοκληρώθηκε καταλήγοντας ότι η διαδικασία είχε ακολουθηθεί κατά γράμμα και έτσι –νομικά- η υπόθεση έκλεισε. Σύμφωνα με την κρατική επιτροπή για τον έλεγχο της ευθανασίας, οι υπεύθυνοι σεβάστηκαν τον νόμο καθώς «η νεαρή κοπέλα βρισκόταν σε τόσο μεγάλο ψυχολογικό πόνο που το αίτημα της έγινε λογικά αποδεκτό».