Τα πρόσωπα και η πραγματικότητα πίσω από την εικόνα-σύμβολο όπου μια κυρία χτυπά με την τσάντα της έναν νεοναζί. Οι τραγωδίες και οι αποκαλύψεις
«Στη φωτογραφία υπάρχει μια
πραγματικότητα τόσο εύστοχη που γίνεται πιο πραγματική και από την ίδια την
πραγματικότητα» έχει πει ο Αμερικανός φωτογράφος Άλφρεντ Στίγλιτς. Κάποιες
φορές η εικόνα είναι τόσο δυνατή που λέει από μόνη της μια ιστορία. Στέλνει από
μόνη της ένα μήνυμα χωρίς να έχει την ανάγκη ή την υποστήριξη της ανάλυσης.
Μια τέτοια περίπτωση είναι και η
φωτογραφία της «Κυρίας με την τσάντα». Μια εικόνα-σύμβολο απέναντι στο τέρας
του νεοναζισμού. Μια απλή γυναίκα επιτίθεται με οργή σε έναν νεαρό οπαδό του
εθνικοσοσιαλισμού. Δεν σιωπά, δεν στρέφει το βλέμμα της αλλού, δεν μένει
αμέτοχη. Χρησιμοποιεί το μοναδικό όπλο που διαθέτει, την τσάντα της, για να
καταστήσει σαφές ότι δεν ανέχεται την παρουσία του γιατί ο ναζισμός δεν είναι
ιδεολογία αλλά εγκληματική παράνοια.
Μια τόσο δυνατή εικόνα είναι αναμενόμενο
να δημιουργήσει γύρω της μια ολόκληρη μυθολογία. Η αλήθεια όμως για την ιστορία
και τους πρωταγωνιστές της «Κυρίας με την τσάντα» είναι λιγότερη
«κινηματογραφική» και περισσότερο τραγική.
13 Απριλίου 1985
Στη μικρή πόλη Βέκσο, στην κεντρική
Σουηδία, ο τότε ηγέτης του
σοσιαλιστικού κόμματος της χώρας, Λας Βέρνερ οργάνωσε συγκέντρωση και μίλησε στους
οπαδούς του. Ως «απάντηση» το νεοναζιστικό κόμμα «The Nordic Realm Party» εξασφάλισε
επίσημη άδεια για συγκέντρωση στο κέντρο της πόλης. Έδωσαν το παρών κάποιες
δεκάδες νεοναζί αλλά η παρουσία τους προκάλεσε αναταραχή. Η φωτογραφία
τραβήχτηκε από τον Χανς Ρούνεσον ο οποίος κάλυπτε τα γεγονότα στο Βέκσο. Δημοσιεύθηκε
την επόμενη μέρα (14/9) στο πρωτοσέλιδο της σουηδικής εφημερίδας «Dagens Nyheter»
και στις 15 Απριλίου από τους αγγλικούς Times και
την Daily Express. Την ημέρα εκείνη στο Βέσκο σημειώθηκαν
σοβαρά επεισόδια μεταξύ των νεοναζί και των οπαδών του σοσιαλιστικού κόμματος
και ο Ρούνεσον είχε τραβήξει μια σειρά φωτογραφιών.
Πολίτες του Βέσκο και άτομα που
συμμετείχαν στη συγκέντρωση των σοσιαλιστών απαίτησαν από τους νεοναζί να
διαλυθούν και να φύγουν από την πόλη. Τους φώναξαν συνθήματα και τους πέταξαν
αυγά. Γρήγορα η ένταση κορυφώθηκε και το πλήθος άρχισε να κυνηγά τους εθνικοσοσιαλιστές.
Ένας νεοναζί έπεσε αναίσθητος από τα χτυπήματα και τα πράγματα θα ήταν
χειρότερα αν δεν είχαν παρέμβει κάποιοι ψυχραιμότεροι. Οι νοσταλγοί του Χίτλερ
κυνηγήθηκαν και βρήκαν καταφύγιο σε δημόσιες τουαλέτες στο σιδηροδρομικό σταθμό
της πόλης. Από εκεί έφυγαν με την βοήθεια της αστυνομίας.
Η «Κυρία με την τσάντα» ανακηρύχθηκε
φωτογραφία της χρονιάς στη Σουηδίας. Έγινε ένα σύμβολο αντίστασης κατά του νεοναζισμού
και μέχρι σήμερα κυκλοφορεί σε αφίσες, μπλουζάκια, κούπες κτλ.
Οι πρωταγωνιστές
Για πολλά χρόνια η… μυθολογία
κυριαρχούσε της πραγματικότητας αναφορικά με το ποια είναι η κυρία με την
τσάντα. Είχε κυριαρχήσει η πεποίθηση πως πρόκειται για μια ηλικιωμένη κυρία που
είχε επιζήσει από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί ή είχε χάσει την
οικογένεια της εκεί. Το 2014 όμως αποκαλύφθηκε το πραγματικό όνομα και η
ιστορία της. Η κυρία με την τσάντα ήταν η Ντανούτα Σεν Ντάνιελσον και όταν επιτέθηκε
στον νεοναζί ήταν μόλις 38 ετών. Είχε γεννηθεί τον Μάρτιο του 1947 στο Γκορζόφ της
Πολωνίας και είχε εβραϊκή καταγωγή. Είχε τρία αδέλφια και αναφορές υποστηρίζουν
ότι μητέρα της επιβίωσε από στρατόπεδο συγκέντρωσης (το Άουσβιτς ή το
Μαϊντάνεκ). Το 1981 η Ντανούτα Σεν γνώρισε τον Μπγιόρν «Μπέσον» Ντάνιελσον σε
ένα φεστιβάλ τζαζ μουσικής στην Πολωνία. Παντρεύτηκαν τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς
και τον Οκτώβριο του 1982 μετακόμισαν στην πατρίδα του Ντάνιελσον. Έτσι βρέθηκε
στη Σουηδία και το Βέκσο.
Ο νεοναζί που δέχθηκε την επίθεση με
την τσάντα είναι ο (20χρονος τότε) Σέπο Σέλουσκα (Σουηδός από το Γκέτενμποργκ, πιθανότατα
με φινλανδική καταγωγή). Όσοι τον γνωρίζουν μιλούν για ένα άτομο φανατικό χωρίς
ηθικούς φραγμούς και ικανό για όλα. Τους επιβεβαίωσε με τα όσα έκανε μετέπειτα.
Τόσο η ζωή της Ντάνιελσον όσο και του
Σέλουσκα σημαδεύτηκαν από τραγωδίες. Η «κυρία με την τσάντα» αντιμετώπιζε ψυχολογικά
προβλήματα τα οποία με την πάροδο των χρόνων έγιναν πολύ πιο έντονα. Το 1988, τρία
χρόνια αφού επιτέθηκε στον νεοναζί, έβαλε τέλος στη ζωή της. Πήγε κρατώντας μια
φωτογραφική μηχανή στον Πύργο Νερού του Βέκσο. Προσποιήθηκε ότι θέλει να βγάλει
φωτογραφίες, ανέβηκε στην κορυφή του και πήδηξε.
Ο Σέλουσκα από την πλευρά του ήταν αυτός
που προκάλεσε την τραγωδία. Λίγους μήνες μετά το περιστατικό στο Βέκσο, στις 29
Οκτωβρίου 1985, μαζί με τον 18χρονο ομοϊδεάτη του Τζέιμς Χίλμερσον βασάνισαν με
ξιφολόγχη τον Λούντβιτκ Μπούχβαλντ. Το… έγκλημα του θύματος ήταν ότι είχε
εβραϊκή καταγωγή και ήταν ομοφυλόφιλος. Αφού τον βασάνισαν, τον δολοφόνησαν και
στη συνέχεια έβαλαν φωτιά στο πτώμα για να καλύψουν τα στοιχεία. Η αστυνομία όμως
τους συνέλαβε. Ο Σέλουσκα καταδικάστηκε και φυλακίστηκε. Τα ίχνη του έχουν
χαθεί έκτοτε.
Δεν μίλησε ποτέ
Η πραγματική ταυτότητα της «κυρίας με την τσάντα» έμεινε κρυφή για δεκαετίες κυρίως λόγω των δικών της προσπαθειών. Όποιος
δημοσιογράφος την πλησίασε για συνέντευξη εισέπραξε αρνητική απάντηση και
γενικότερα η Ντάνιελσον θεωρούσε το περιστατικό πολύ αρνητικό για τη ζωή της.
Φοβόταν ότι οι νεοναζί θα ζητήσουν αντίποινα λόγω της έκτασης που είχε πάρει το
ζήτημα και δεν της άρεσε καθόλου η δημόσια έκθεση. Έως το τέλος της ζωής της δεν
μίλησε στον Τύπο για τη φωτογραφία ούτε μοιράστηκε τις σκέψεις για το τι την
οδήγησε να επιτεθεί στον νεονάζι.
«Απλά έτυχε να είμαστε στην πλατεία»
Το 2014 η «κυρία με την τσάντα»
επανήλθε στην δημοσιότητα λόγω ενός αγάλματος. Το φιλοτέχνησε η καλλιτέχνιδα
Σουσάνα Άρβιν με στόχο να τοποθετεί στο Βέκσο. Η πρόταση της όμως συνάντησε
αντιδράσεις τόσο από κάποιους που υποστήριξαν ότι ένα τέτοιο άγαλμα θα
προωθούσε τη βία όσο και από την ίδια την οικογένεια της Ντάνιελσον.
Ο γιός της μίλησε σε σουηδικό ραδιοφωνικό
σταθμό και έδωσε μια νέα διάσταση στην υπόθεση. «Η μαμά μου δεν αξίζει όλο αυτό
που γίνεται ούτε και η οικογένεια της. Ποτέ της δεν θεώρησε ότι όλο αυτό που
έγινε με τη φωτογραφία ήταν κάτι ωραίο και ποτέ δεν θέλησε να βγει να μιλήσει
δημόσια γι’αυτό. Δεν της άρεσε καν που έλεγαν ότι ήταν μια ηλικιωμένη, ενώ ήταν 38
ετών. Εκείνη την ημέρα απλά έτυχε να είμαστε στην πλατεία. Είχαμε κατέβει να
πάρουμε λαχανικά», θα πει και θα υποστηρίξει ότι η μητέρα του είχε ενοχληθεί από
τη διαδήλωση των νεοναζί και τη φασαρία που προκαλούσε στην πόλη. «Δεν είναι όπως
τα παρουσιάζουν. Ήταν μια σύμπτωση και πάνω σε αυτό δημιουργήθηκε μια ολόκληρη
ιστορία που ήταν λανθασμένη. Άνθρωποι που δεν την ήξεραν παρουσιάζουν μια εικόνα
για την μητέρα μου και τη γιαγιά μου που είναι προσβλητική. Η μητέρα μου
δέχθηκε σφυροκόπημα από τον Τύπο απλά γιατί βρέθηκε σε μια φωτογραφία», θα
υποστηρίξει. Ο γιός της Ντάνιελσον, ο οποίος διατήρησε την ανωνυμία του, άφησε
επίσης να εννοηθεί ότι όλη αυτή η πίεση έπαιξε ρόλο στην ψυχολογική κατάρρευση της
μητέρας του.
Μετά και το δικό του αίτημα το άγαλμα της
«κυρίας με την τσάντας» δεν τοποθετήθηκε στον Βέκσο. Σήμερα βρίσκεται στον κήπο
της έπαυλης του επιχειρηματία Λάσε Ντίντινγκ στο Βάμπεργκ. Ένα πανομοιότυπο
άγαλμα τοποθετήθηκε στην πόλη Άλινγκσας.
Η δύναμη της εικόνας επικράτησε
Η Ντανούτα Ντάνιελσον επέλεξε να μην μιλήσει
για τη φωτογραφία κι έτσι δεν θα μάθουμε ποτέ τη δική της εκδοχή και τις δικές της
σκέψεις. Αν αποδεχθούμε τα όσα είπε ο γιός της η επίθεση με την τσάντα ήταν μια
ενστικτώδης αντίδραση λόγω οργής για την κατάσταση στην πόλη. Στην περίπτωση
αυτή όμως η εικόνα επικράτησε πάνω σε οτιδήποτε άλλο. Για πάντα θα βλέπουμε μια
Πολωνίδα εβραϊκής καταγωγής να επιτίθεται σε έναν νεοναζί με την τσάντα της. Άθελα
της ίσως η Ντάνιελσον έμεινε στην ιστορία ως η γυναίκα-σύμβολο που έστειλε το
μήνυμα ότι αυτές οι εγκληματικές ιδεολογίες και οι οπαδοί τους δεν έχουν θέση
στην κοινωνία μας. Αν ο Τύπος δεν την πολιορκούσε με μανία και αν η ψυχολογική της
κατάσταση το επέτρεπε ίσως και αυτή να κατανοούσε τελικά πόσο σημαντικό ήταν
εκείνο το ξέσπασμα της τον Απρίλη του 1985.
*Στην τελευταία εικόνα ο φωτογράφος Χανς Ρούνεσον κρατά τη φωτό-σύμβολο.
**Στο διαδίκτυο δεν υπάρχει άλλη
φωτογραφία της Ντανούτα Ντάνιελσον πέραν αυτής που χτυπά τον νεοναζί. Ένα πορτραίτο
που παρουσιάζεται ότι ανήκει στην Ντάνιελσον πρόκειται για φωτογραφία της
Αμερικανίδας πιλότου Φλόρενς «Πάντσο» Μπάρνς.