Τα Παιδιά του Διαβόλου: Το ελληνικό «exploitation» που ήθελε να ξεπεράσει το Texas Chainsaw Massacre
To εξωφρενικό δημιούργημα του Νίκου Μαστοράκη. Σεξ, δολοφονίες, βιασμοί, ακόμα και κτηνοβασία με στόχο τα πολλά λεφτά
Τον Οκτώβριο του 1974 έκανε πρεμιέρα στις
αίθουσες η ταινία του Τόμπι Χούπερ «The
Texas Chainsaw
Massacre». Πλέον θεωρείται δικαίως ένα από τρομακτικότερα
φιλμ όλων των εποχών και ένα ορόσημο για το σινεμά τρόμου. Πέραν από την καλλιτεχνική
του αξία όμως ο «Σχιζοφρενής Δολοφόνος με το Πριόνι» (όπως μεταφράστηκε στην
Ελλάδα), αποτέλεσε και μια ιστορική εμπορική επιτυχία. Με μπάτζετ περίπου
140.000 δολαρίων απέφερε κέρδη 31 εκατ. Πολλοί ήταν εκείνοι που είδαν μια
ευκαιρία και ένας άτυπος διαγωνισμός για το πιο ακραίο και παρανοϊκό φιλμ
ξεκίνησε. Μοναδικός στόχος του, το εύκολο κέρδος.
O Νίκος Μαστοράκης έκανε τότε τα πρώτα του
βήματα ως σκηνοθέτης ταινιών μεγάλου μήκους. Είχε σκηνοθετήσει μόλις ένα φιλμ,
το «Death has Blue
Eyes» (Το κορίτσι βόμβα) με τη Μαρία Αλιφέρη και
την Τζέσικα Ντάμπλιν. Αποφάσισε λοιπόν η δεύτερη προσπάθεια του να είναι ένα
φιλμ που θα ξεπεράσει σε ακρότητα το «The
Texas Chainsaw
Massacre» με την ελπίδα να το πλησιάσει έστω σε κέρδη
και να ανοίξει τις πόρτες των μεγάλων στούντιο. «Είδα το Texas Chainsaw
Massacre στην
Αθήνα με έναν φίλο μου. Μου είπε ότι την έφτιαξαν με 100.000 δολάρια και έβγαλαν
εκατομμύρια και του απάντησα: Τότε εμείς να φτιάξουμε μια με 30.000 δολάρια και
να βγάλουμε εκατομμύρια» θα πει ο Μαστοράκης.
Με έναν συνδυασμό sexploitation, παράνοιας και ανωμαλίας ο Μαστοράκης επιχείρησε
να προσελκύσει το κοινό στις αίθουσες και ήλπιζε ότι έτσι διάσημοι παραγωγοί θα
του… χτυπήσουν την πόρτα. «Ήθελα να στοιβάξουμε σε αυτή την ταινία κάθε είδος
βίας και ανωμαλίας που μπορείς να φανταστείς», θα πει ο σκηνοθέτης. Έτσι
γεννήθηκε το «Island of Death» ή «Τα Παιδιά
του Διαβόλου» όπως είναι ο τίτλος με τον οποίο κυκλοφόρησε στην Ελλάδα.
Το καστ
Ο Μαστοράκης έγραψε το σενάριο μέσα σε
μια εβδομάδα. «Είχα πάντα στο μυαλό μου ότι ήθελα να είναι αηδιαστικό, να είναι
ανώμαλο και βίαιο» θα πει.
Χτίζοντας το καστ της ταινίας επιστράτευσε
και πάλι την Τζέσικα Ντάμπλιν ενώ για τον ρόλο του πρωταγωνιστή επέλεξε τον
Μπομπ Μπέλινγκ. Από το 1970 ο Αμερικανός-μοντέλο είχε δεσμούς με την Ελλάδα και
θα τους διατηρούσε και μετά το φιλμ του Μαστοράκη. Είχε κάνει πολλά
διαφημιστικά (από τσιγάρα και εσώρουχα έως εξώφυλλα δίσκων) και είχε λάβει μέρος
τουλάχιστον σε δύο φιλμ ελληνικής παραγωγής. Το 1976 ήταν το καλλιτεχνικό του
ζενίθ καθώς, εκτός από «Τα Παιδιά του Διαβόλου» έπαιξε στο «Αγκίστρι» του Ερρίκου
Ανδρέου και το «Η Μάσκα του Διαβόλου» (The Devil’s Men) του Κώστα
Καραγιάννη. Στο έξτρα υλικό του DVD
του «Island of
Death» ο Μαστοράκης αποκαλύπτει ότι λίγα χρόνια
μετά το φιλμ ο Μπέλινγκ αυτοκτόνησε βάζοντας στο στόμα του έναν σωλήνα από
δεξαμενή προπανίου.
Συμπρωταγωνίστρια του Μπέλινγκ ήταν η Τζέιν
Λάιλ, της οποίας η καριέρα περιορίστηκε σε ελάχιστες ελληνικές παραγωγές, όπου
αναγράφεται ως Τζέιν Ράιλ. Το έκανε γιατί ήταν η κόρη του διευθυντή της Black & Decker
στην Ελλάδα. Ο μοναδικός Έλληνας ηθοποιός
που συμμετείχε με σημαντικό ρόλο στο δημιούργημα του Μαστοράκη ήταν ο Νίκος
Τσαχρίδης (ο «Θεός» στις Φυλακές Ανηλίκων). Για να γλιτώσει χρήματα ένα μικρό πέρασμα
κάνει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης, στο ρόλο ενός ντετέκτιβ που παρουσιάζεσαι σαν συγγραφέας.
Τα γυρίσματα έγιναν στη Μύκονο και διήρκησαν λίγες εβδομάδες. Το μπάτζετ ήταν μόλις
35.000 δολάρια και εκτός από τον Μαστοράκη ως παραγωγός αναφέρεται ο Νέστορας
Παβέλλας. Παρ’ όλα αυτά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η ταινία έχει πολύ καλή
φωτογραφία και μοντάζ (Νίκος Γαρδέλης-Βασίλης Συρόπουλος) αλλά και εξαιρετική
μουσική επένδυση. Νίκος Λαβράνος, Μίλλη Καραλλή και Δάκης ερμηνεύουν τα κομμάτια
«Destination Understanding», «Can You Call It Love?» και «Do You Love Me?» στα
οποία τους στίχους έχει γράψει ο ίδιος ο Μαστοράκης.
Το σενάριο (spoiler)
To φιλμ στηρίχτηκε στις ερωτικές σκηνές και το ακραίο
σενάριο. Ο Κρίστοφερ και η Σίλια εμφανίζονται στη Μύκονο ως νιόπαντρο ζευγάρι. Αυτός
είναι ένας ηδονοβλεψίας σαδιστής και αυτή το όργανο του. Από τα πρώτα της λεπτά
η ταινία επιχειρεί να σοκάρει και να προκαλέσει τον θεατή. Ο Κρίστοφερ βιάζει
και σκοτώνει μια κατσίκα και στη συνέχεια το ζευγάρι σταυρώνει έναν Γάλλο ζωγράφο
και τον σκοτώνει πνίγοντας με έναν κουβά ασβέστη. Ακολουθεί η δολοφονία ενός γκέι
ζευγαριού και ενός αστυνομικού.
Σε μια σκηνή που θεωρείται πλέον «κλασική»
στον καλτ κινηματογράφο ο Κρίστοφερ χαρίζει ένα «golden shower» στην
ώριμη-λάγνα κυρία Πατρίσια (Τζέσικα Ντάμπλιν) και στη συνέχεια την αποκεφαλίζει
με μπουλντόζα (!). Αφού δολοφονεί δύο χίπηδες (που τους υποδύονταν τουρίστες
που γνώρισε ο Μαστοράκης στο νησί) και μια μπαργούμαν (της οποίας καίει το
πρόσωπο με σπρέι και ένα κερί) η Σίλια αρχίζει να σκέφτεται πως (ίσως) ο
σύντροφος της το έχει παρακάνει. Βλέπει οράματα με έναν μυστηριώδη άντρα και
φοβάται ότι θα τους συλλάβουν.
Για να γλιτώσει, το ζευγάρι ανεβαίνει στα ορεινά του νησιού και βρίσκει καταφύγιο σε ένα μαντρί. Εκεί η Σίλια διαπιστώνει ότι ο (μουγκός) βοσκός είναι ο άντρας που έβλεπε στα οράματα της. Το μεγάλο plot-twist έρχεται όταν πλέον αποκαλύπτεται ότι ο Κρίστοφερ και η Σίλια είναι αδέλφια και έχουν αιμομικτική σχέση. Το ζευγάρι διανυκτερεύει στο μαντρί αλλά το πρωί ο βοσκός δεν είναι το ίδιο φιλόξενος. Βιάζει τη Σίλια αλλά και τον Κρίστοφερ. Πετά τον νεαρό άντρα σε έναν λάκκο με πέτρες και τον αφήνει να πεθάνει. Απελευθερωμένη πλέον από τον δολοφόνο αδελφό της η Σίλια αποφασίζει να μείνει με τον βοσκό και κάνουν σεξ.
Η αναγνώριση
Η ταινία προβλήθηκε στην Ελλάδα τη
σεζόν 1976-1977 και έκοψε 19.642 εισιτήρια. Ήρθε στην 10η θέση σε συνολικά 17
ταινίες. Φυσικά κρίθηκε ακατάλληλη. Σε όλες τις χώρες λογοκρίθηκε και σε
κάποιες απαγορεύτηκε. Στην Αγγλία αρχικά κυκλοφόρησε στις αίθουσες με τον τίτλο
«A Craving For Lust» και τόσο λογοκριμένο που έλειπαν 13 λεπτά από το αρχικό
φιλμ . Στη συνέχεια μπήκε στη λίστα με τα λεγόμενα video nasties. Το 2002
κυκλοφόρησε σε DVD αλλά και πάλι έλειπαν 4 λεπτά και 9 δευτερόλεπτα. Η πρώτη έκδοση
uncut-uncensored
η οποία συμπεριελάμβανε και τα 108
λεπτά κυκλοφόρησε το 2011 από την εταιρία Arrow DVD
και έγινε ανάρπαστη από τους συλλέκτες
του είδους.
Με την πάροδο του χρόνου το φιλμ απέκτησε μια ξεχωριστή θέση στον καλτ κινηματογράφο. Το ακραίο σενάριο και το γεγονός ότι ήταν δυσεύρετη δημιούργησαν έναν μύθο. Χαρακτηρίστηκε «αριστούργημα του exploitation» και μια ταινία που πάντα θα μνημονεύεται στην ιστορία του καλτ σινεμά και θα κάνει τον θεατή «να αναρωτιέται τι μυαλό συνέλαβε αυτό το σενάριο». Μάλιστα κάποιοι «ανακάλυψαν» και ιδεολογικό υπόβαθρο πίσω από τα όσα διαδραματίζονται. Όταν ρωτήθηκε για το γεγονός ότι πλέον το «Island of Death» θεωρείται ένα κλασικό καλτ φιλμ ο Μαστοράκης δήλωσε: «Ήταν ξεκάθαρο το κίνητρο μου. Το έκανα μόνο για τα χρήματα. Δεν ήθελα να κάνω μια καλτ ταινία, δεν ήθελα να δημιουργήσω την πιο βίαιη και ανώμαλη ταινία, ήθελα μια ταινία που θα βγάλει λεφτά. Ήμουν σωστός που το έκανα αυτό; Λοιπόν οι ταινίες δεν είναι πάντα η καλλιτεχνική έκφραση των δημιουργών τους. Κάποιες φορές το κίνητρο τους είναι να επιβιώσουν, να επιπλεύσουν. Αυτό ήταν για εμένα τότε το Island of Death και δούλεψε. Έβγαλε λεφτά και μου έφτιαξε το όνομα προσελκύοντας επενδυτές που ήταν έτοιμοι να βάλουν χρήματα σε μια παρόμοια ταινία. Δεν θα την έδειχνα όμως στα παιδιά. Είναι ένα φιλμ που όταν το βλέπω δεν το απολαμβάνω. Δεν καταλαβαίνω γιατί ο κόσμος θεωρεί ότι είναι μια καλτ ταινία, δεν καταλαβαίνω γιατί ο κόσμος τη βλέπει. Αποδέχομαι όμως ότι έχει το κοινό της και για λόγους που δεν καταλαβαίνω σε κάποιους αρέσει να τη βλέπουν».