Η εκτέλεση του Ευαγόρα Παλληκαρίδη και ο ρόλος της βασίλισσας Ελισάβετ


Η χάρη που δεν δόθηκε ποτέ. Τα τηλεγραφήματα στο Παλάτι, η έφεση που δεν έγινε και η τακτική «μη επέμβασης» που χαρακτήρισε όλη τη θητεία της βασίλισσας

Για εβδομήντα ολόκληρα χρόνια η Ελισάβετ φόρεσε το στέμμα του Ηνωμένου Βασιλείου. Ένα στέμμα γεμάτο κηλίδες από τα εγκλήματα και την καταπίεση που επέβαλε σε δεκάδες χώρες η αποικιοκρατική υπερδύναμη. Στη μακρόχρονη βασιλεία της η Ελισάβετ επέλεξε το δρόμο της «μη επέμβασης» και της πιστής τήρησης του πρωτοκόλλου. Στο μέτρο του δυνατού κράτησε το παλάτι μακριά από την πολιτική και απέφυγε με μαεστρία τις δύσκολες αποφάσεις που αναπόφευκτα δυσαρεστούν κομμάτι της κοινής γνώμης. Ήταν η Βασίλισσα-σύμβολο και όχι η δυναμική-παρεμβατική μονάρχης. Η στάση αυτή προσέφερε σταθερότητα στη μοναρχία και προσωπικά στη Ελισάβετ ένα «συγχωροχάρτι» για τα εγκλήματα του βασιλείου της. Η βασίλισσα δεν επενέβαινε άρα δεν είχε ευθύνη.

Για τον ελληνισμό η μεγαλύτερη κηλίδα στο στέμμα της Ελισάβετ ήταν η εκτέλεση, δια απαγχονισμού, του Ευαγόρα Παληκαρίδη στις 14 Μαρτίου 1957. Η Ελισάβετ επέλεξε να μην παρέμβει ούτε σε αυτή την περίπτωση. Μέχρι σήμερα στην Κύπρο γίνεται δημόσιος διάλογος για το κατά πόσο η βασίλισσα είχε τη δυνατότητα να το κάνει ή αν η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά την πολιτική ηγεσία.

Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης

Από μικρή ηλικία ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης συμμετείχε σε δράσεις κατά της αγγλικής κατοχής. Μάλιστα το 1953 είχε συλληφθεί κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων. Στις 17 Νοεμβρίου 1955 συλλαμβάνεται και πάλι και πλέον οι αρχές τον θεωρούν «σεσημασμένο». Σε ηλικία 17 ετών εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ. Αποχαιρετά την οικογένεια και τους συμμαθητές του, με το κορυφαίο του ποίημα «θα πάρω μια ανηφοριά».

Στις 18 Δεκεμβρίου 1956, μεταφέρει μαζί με δύο άλλα άτομα, όπλα και τρόφιμα από τη Λυσό. Αγγλική περίπολος τους εντοπίζει. Αντίθετα με τους συντρόφους ο Παλληκαρίδης δεν καταφέρνει να ξεφύγει και πέφτει στα χέρια των Άγγλων. Στην κατοχή του βρέθηκε ένα γρασαρισμένο οπλοπολυβόλο Μπρεν και τρεις γεμιστήρες. Το γρασαρισμένο τονίζεται γιατί σε αυτή την κατάσταση το όπλο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Κατηγορήθηκε για κατοχή και διακίνηση οπλισμού, μεταφέρθηκε στη Λευκωσία και η δίκη ορίστηκε για τις 25 Φεβρουαρίου 1957.

Η δίκη

Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης δηλώνει ένοχος παρά την αντίθετη άποψη των δικηγόρων του που ήταν ο Φοίβος Κληρίδης και ο Λέλλος Δημητριάδης. Πηγαίνει στο δικαστήριο έχοντας αποδεχθεί-αποφασίσει τη μοίρα του. «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο» λέει στον δικαστή Τζάστις Σο. Οι δικηγόροι του ζητούν την απόσυρση τους τονίζοντας ότι είναι ανήμποροι να τον υπερασπιστούν.

Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος από τα πρακτικά της δίκης:

-Κληρίδης: «Καθώς ο κατηγορούμενος αποφάσισε να παραδεχθεί ενοχή, και η μόνη καταδίκη είναι ο θάνατος, δεν υπάρχουν περιθώρια να παρακαλέσουμε οποιαδήποτε επιείκεια εκ μέρους του κατηγορουμένου. Ζητώ την άδεια του συναδέλφου μου, κ. Δημητριάδη και εμού να αποχωρήσουμε».

-Δημητριάδης: «Συμφωνώ με τον κ. Κληρίδη. Συμβουλεύσαμε τον κατηγορούμενο και τους συγγενείς του ότι δεν έχει άμυνα έναντι του νόμου. Ζητήσαμε από τον κατηγορούμενο αν μας ήθελε να πούμε κάτι εκ μέρους του, και είπε ότι θα δήλωνε ένοχος, και ότι δεν πρέπει να εμφανιστούμε στο Δικαστήριο, καθώς θα πει ό,τι θέλει ο ίδιος.... Δεν ξέρω πώς να παρακαλέσω για επιείκεια γιατί μόνο μία ποινή προνοείται. Πριν ξεκινήσει η υπόθεση είχαμε μια μάλλον άτυπη συζήτηση με τον δημόσιο κατήγορο ο οποίος συμφώνησε ότι θα έλεγε ορισμένα πράγματα τα οποία μπορούσαν να θεωρηθούν ως επιείκεια όταν θα αναφερθεί το θέμα».

-Δικαστής Σο: «Κατά τη κρίση μου οι Δικηγόροι που εμφανίζονται για τον Κατηγορούμενο δεν πρέπει να αποσυρθούν με τη δικαιολογία ότι ο Κατηγορούμενος έχει παραδεχθεί ενοχή».

Η ετυμηγορία είναι «εις θάνατον» και ο Παλληκαρίδης ξεκαθαρίζει στους δικηγόρους τους ότι δεν θέλει να ασκήσουν έφεση. Αυτό σημαίνει ότι επισήμως η διαδικασία κλείνει εκεί και ακολουθεί η εκτέλεση της ποινής. Μεγάλη συζήτηση έχει γίνει πάνω στο ζήτημα και κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι δικηγόροι του 19χρονου θα έπρεπε να ασκήσουν αυτοβούλως έφεση η οποία, όπως θα δούμε παρακάτω, ίσως να γλίτωνε τελικά τη ζωή του.

Ο 19χρονος είχε περιθώριο έως τις 6 Μαρτίου 1957 να ασκήσει έφεση πάνω στην πρωτόδικη απόφαση. Αν το έκανε θα ξεκινούσε επισήμως μια δικαστική χρονοβόρα δικαστική διαδικασία. Εκείνο το διάστημα στο Βρετανικό Κοινοβούλιο γίνονταν διαβουλεύσεις για τον τερματισμό της θανατικής ποινής. Μάλιστα από τις 10 Αυγούστου 1955 μέχρι τις 23 Ιουλίου 1957, είχαν ανασταλεί όλες οι εκτελέσεις στη Βρετανία καθώς είχε ψηφιστεί με πλειοψηφία στη Βουλή η κατάργηση της θανατικής ποινής.

Στις 22 Φεβρουαρίου 1957 ο Υπουργός Αποικιών, όταν ρωτήθηκε στη Βουλή ποια βήματα προτίθετο να προτείνει για τον τερματισμό της θανατικής ποινής και στις αποικίες υπό το φως της απόφασης της Βουλής για τερματισμό ή την αναστολή της, απάντησε: «Οι τοπικοί νόμοι και πρακτικές είναι ευθύνη των αποικιακών κυβερνήσεων». Και ότι η κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητας θα κρατούσε ενήμερες τις (αποικιακές) κυβερνήσεις για όποια απόφαση έπαιρνε για το θέμα».

Νομικοί και ιστορικοί υποστηρίζουν ότι αν είχε γίνει έφεση, με δεδομένο το κλίμα της εποχής και τη συζήτηση που γινόταν στην Αγγλία για την κατάργηση της θανατικής ποινής, ο Παλληκαρίδης τελικά δεν θα εκτελούνταν.

Ο αγώνας για να μην γίνει η εκτέλεση

Στις 7 Μαρτίου 1957 (μια μέρα μετά τη λήξη της διορίας για έφεση) το Ανώτατο Δικαστήριο της Λευκωσίας έστειλε αντίγραφα της δικογραφίας και το ιατρικό δελτίο του Ευαγόρα Παλληκαρίδη στον Κυβερνήτη, σερ Χιού Μάκιντος Φουτ μαζί με τις Βασιλικής Οδηγίες της 10ης Μαρτίου, 1925. Αυτός θα επισημοποιούσε την απόφαση για εκτέλεση του 19χρονου.

Ήδη οι αντιδράσεις και οι προσπάθειες να μην πάει στην αγχόνη ο Παλληκαρίδης είναι μαζικές. Οι δικηγόροι του έστειλαν τηλεγράφημα προς τη Βασίλισσα, το οποίο φέρει σφραγίδα παραλαβής από το Παλάτι 13 Μαρτίου 1957. «Εκ μέρους του Ευαγόρα Παλληκαρίδη και του πατέρα του, o οποίος για χρόνια υπηρέτησε πιστά ως αστυνομικός και της μητέρας του, κάνουμε τελευταία έκκληση στη Μεγαλειότητά σας να μην απαγχονιστεί στις Κεντρικές Φυλακές στις 14.3.1957. Ήταν ένοχος μόνο για κατοχή όπλου δίχως σφαίρες και παραδόθηκε δίχως αντίσταση, παρακαλούμε τη Μεγαλειότητά σας να εισηγηθείτε έλεος» αναφέρει το κείμενο το οποίο δεν εισακούστηκε.

Από τις 28 Φεβρουαρίου 1957 στο κυβερνήτη Φουτ είχε φτάσει χειρόγραφη επιστολή του πατέρα του Παλληκαρίδη, Μιλτιάδη Θεοδώρου με την οποία ζητούσε να μην εκτελεστεί η ποινή.

Στις 13 Μαρτίου 1957 (μια μέρα πριν την εκτέλεση) μαθητές του Γυμνασίου Κερύνειας απέστειλαν τηλεγράφημα-έκκληση στο Παλάτι. Χειρόγραφη αναφορά σε έγγραφο Γραφείου Αποικιών ενημερώνοντας τον αξιωματούχο κ.Νιλ αναφέρει:

«Προς κ. Νιλ

Κάποιος από το τηλεφωνικό κέντρο του Παλατιού Μπάκιγχαμ τηλεφώνησε κατά τα μεσάνυχτα με οδηγίες να μου διαβάσει το κείμενο επιστολής/τηλεγραφήματος προς τη Βασίλισσα, που παραδόθηκε στη Λευκωσία στις 17.25. «Κύπριοι μαθητές σάς κάνουν έκκληση με την ελπίδα ότι θα διατάξετε την αναστολή της εκτέλεσης του νεαρού Παλληκαρίδη. Θα απαγχονιστεί αύριο το πρωί. Ενεργήστε αμέσως για χάρη της ειρήνης στην Κύπρο». Ο άνθρωπος στο τηλέφωνο δεν είχε ειδικές οδηγίες ως προς το τι να κάνουμε με το τηλεγράφημα. Δεν είπα τίποτα στο Private Office για το μήνυμα αυτό. 13.3.1957».

Οι προσπάθειες να αποτραπεί η εκτέλεση ήταν δεκάδες και είναι δεδομένο ότι έφτασαν στο ανώτατο επίπεδο. Τόσο η πολιτική ηγεσία όσο και το Παλάτι είχαν ενημερωθεί για την υπόθεση και πολλοί ήταν εκείνοι που προειδοποιούσαν για τον αρνητικό αντίκτυπο που θα είχε η εκτέλεση του Παλληκαρίδη. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η Βασίλισσα δεν γνώριζε προσωπικά το ζήτημα αλλά είναι μάλλον απίθανο να της έχουν (έστω) αποκρύψει ένα τόσο σημαντικό θέμα.

Κανείς δεν επενέβη και ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης εκτελέστηκε τελικά δια απαγχονισμού στις 17 Μαρτίου 1957. Ο ιερέας των Κεντρικών Φυλακών, Παπάντωνης Ερωτοκρίτου ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που είδε ζωντανό τον 19χρονο. Εξιστορεί για εκείνη τη συνάντηση:

«Το βράδυ με πήγαν κοντά στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Τον βρήκα απολύτως ήρεμο χωρίς την παραμικρή εκδήλωση ταραχής ή λιποψυχίας. Τα λόγια του ήταν κοφτά και μετρημένα. Καθόταν στο κρεβάτι του και εγώ σε ένα σκαμνί. Τον ρώτησα αν ήθελε να μου αφήσει τον σταυρό του για να τον έχουμε ως ενθύμιο αλλά μου είπε, όχι πάτερ θέλω να τον πάρω μαζί μου. Του συνέστησα να έχει θάρρος μέχρι τέλους και να μην αφήσει την εντύπωση στους Άγγλους δήμιους ότι δείλιασε. ''Έχω θάρρος και δεν θα δειλιάσω, εύχομαι δε να είμαι ο τελευταίος''. Τα τελευταία του λόγια ήταν. ''Τους χαιρετισμούς μου εις όλους και εύχομαι σύντομα την ελευθερία της Κύπρου».

Η επίσκεψη-φιάσκο

Η Κύπρος δεν ξέχασε τη στάση της βασίλισσας στην υπόθεση Παλληκαρίδη αλλά και στις άλλες εκτελέσεις που έγιναν στο νησί από την αποικιοκρατική κυβέρνηση. Στις 13 Οκτωβρίου του 1993 η Ελισάβετ βρέθηκε στην Κύπρο για την 29η Σύνοδο Κορυφής της Κοινοπολιτείας. Κατά την παραμονή της στο νησί πραγματοποιήθηκαν πολλές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Στη Λεμεσό και τη Λευκωσία οι διαδηλωτές έριξαν φέιγ βολάν με τη φωτογραφία της και τη φράση «καταζητείται για τις κάτωθι δολοφονίες» και τη λίστα των εκτελεσθέντων. Σε μια από τις διαδηλώσεις ο γιατρός Χάρης Αριστείδου έσπασε το τζάμι της βασιλικής λιμουζίνας. Οργισμένος χαρακτήρισε την Ελισάβετ «βασίλισσα-δολοφόνο».

Η επίσκεψη της Ελισάβετ στην Κύπρο εξελίχθηκε τελικά σε φιάσκο για το Παλάτι και ο τότε πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Γλαύκος Κληρίδης προέβη σε επίσημη απολογία για τα γεγονότα.

Επίλογος

Προς υπεράσπιση της βασίλισσας κάποιοι τονίζουν ότι ποτέ δεν υπέγραψε έγγραφο εκτέλεσης και δεν απέρριψε επισήμως αίτημα χάριτος, αναφορικά με την υπόθεση του Παλληκαρίδη. Υποστηρίζουν ότι δεν είχε δικαιοδοσία να επέμβει καθώς στη Βρετανία ο μονάρχης δεν μπορεί να αρνηθεί να υπογράψει τις εντολές τις οποίες παρουσιάζει η εντεταλμένη κυβέρνηση.

Στον αντίλογο όμως είναι δεδομένο ότι η Ελισάβετ είχε το δικαίωμα της «βασιλικής χάριτος». Μπορούσε να μειώσει ποινές και να ακυρώσει εκτελέσεις (για τα χρόνια της βασιλείας της στα οποία ίσχυε ακόμα η θανατική ποινή). Το 2001 μάλιστα η βασίλισσα άσκησε αυτό το δικαίωμα της. Μείωσε την ποινή δύο φυλακισμένων που έσωσαν έναν σωφρονιστικό υπάλληλο από επίθεση αγριόχοιρου, ενώ το 2013 έδωσε μετά θάνατον χάρη στον Άλαν Τούρινγκ.

Η Ελισάβετ λοιπόν είχε το δικαίωμα και μπορούσε να γλιτώσει τον 19χρονο Παλληκαρίδη από την αγχόνη. Το επιχείρημα ότι δεν είχε ενημερωθεί δεν στέκει γιατί το Παλάτι είχε δεχθεί πολλά τηλεγραφήματα για το ζήτημα. Πιθανότατα επέλεξε, όπως στο σύνολο της βασιλείας της, την τακτική της «μη επέμβασης» σε πολιτικά ζητήματα γνωρίζοντας βέβαια ότι η κοινή γνώμη της Βρετανίας θεωρούσε τους μαχητές της ΕΟΚΑ τρομοκράτες και δολοφόνους.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι έως σήμερα η Βρετανία δεν έχει απολογηθεί για τους 14 καταγεγραμμένους βασανισμούς και θανάτους Κυπρίων αγωνιστών κατά την περίοδο 1955-59.

Η συγκλονιστική αποχαιρετιστήρια επιστολή του Παλληκαρίδη προς τους συμμαθητές του που περιέχει το ποίημα «Θα πάρω μίαν ανηφοριά»:

Παλιοί συμμαθηταί,

Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.

Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια

να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.

Θ΄ αφήσω αδέλφια συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα

μεσ' τα λαγκάδια πέρα και στις βουνοπλαγιές.

Ψάχνοντας για τη Λευτεριά θα 'χω παρέα μόνη

κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.

Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα 'ρθει το καλοκαίρι

Τη Λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά.

Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια

να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.

Τα σκαλοπάτια θ΄ ανεβώ, θα μπω σ΄ ενα παλάτι,

το ξέρω θαν απάτη, δεν θαν αληθινό.

Μεσ΄ το παλάτι θα γυρνώ ώσπου να βρω τον θρόνο,

βασίλισσα μια μόνο να κάθεται σ΄ αυτό.

Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου

και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ.

Γειά σας παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο, ας πάρει μιαν ανηφοριά ας πάρει μονοπάτια να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα. Αν ζω, θα με 'βρει εκεί.

Ευαγόρας Παλληκαρίδης