Μια μοναδική ιστορία αγάπης που αποτυπώνει το πνεύμα του φεστιβάλ του Γουντστοκ και συνεχίζει πάνω από μισό αιώνα μετά!
Στις 15 Αυγούστου 1969, ο Νικ Ερκολάιν βρισκόταν σε ένα μπαρ
στην πόλη του, το Μίντλταουν της Νέας Υόρκης. Η φίλη του, Μπόμπι Κέλι, με την
οποία ήταν μαζί δέκα εβδομάδες καθόταν σε ένα σκαμπό πίνοντας την μπύρα της και
ακούγοντας τις ειδήσεις. Τις τελευταίες 30 μέρες, ο γερουσιαστής Τεντ Κένεντι
είχε πέσει με το αυτοκίνητό του από μια γέφυρα στο νησί Τσαπακουίντικ, οι
αστροναύτες του Απόλλο 11 είχαν κάνει τον πρώτο περίπατο στο φεγγάρι και η
οικογένεια Τσαρλς Μάνσον είχε δολοφονήσει οχτώ ανθρώπους στο Λος Άντζελες,
συμπεριλαμβανομένου της ηθοποιού Σάρον Τέιτ. Ωστόσο, στους πράσινους λόφους της
επαρχίας Κατσκιλς, ο κόσμος ήταν πολύ πιο ήρεμος.
Εκείνο το βράδυ Παρασκευής όμως στις 15 Αυγούστου, χιλιάδες
νεαροί Αμερικανοί συνέρρεαν στην γαλακτοκομική φάρμα του Μαξ Γιασγκούρ στο
Μπέθελ, το οποίο βρίσκεται 69 χλμ νοτιοδυτικά της κωμόπολης Γούντστοκ της Νέας
Υόρκης και πολύ κοντά στο Μίντλταουν. Θα βρίσκονταν εκεί για τρεις μέρες για
κάτι που ονομαζόταν «Γιορτή Μουσικής και Τέχνης Γούντστοκ».
Το θρυλικό φεστιβάλ του Γούντστοκ, το οποίο έμελλε να μείνει
στην ιστορία της μουσικής, διεξήχθη από τις
15 ως τις 18 Αυγούστου του 1969 και σε αυτό εμφανίστηκαν μερικά από τα πιο
μεγάλα ονόματα, όπως ο Σαντάνα, η Τζάνις Τζόπλιν, η Τζόαν Μπαέζ και φυσικά ο
Τζίμι Χέντριξ. Οι διοργανωτές του Γούντστοκ αρχικά είχαν προετοιμαστεί για ένα
κοινό 150.000 ατόμων, το οποίο θα έμπαινε μέσα πληρώνοντας εισιτήριο. Ωστόσο,
στο σημείο έφτασαν πάνω από 400.000 άνθρωποι, κυρίως νέοι που ήθελαν να
φωνάξουν κατά του πολέμου, και το φεστιβάλ εξελίχθηκε σε μια μεγαλειώδη δήλωση
αγάπης και ειρήνης, όπου οι περισσότεροι μπήκαν δωρεάν.
Οι εκφωνητές των ειδήσεων εκείνη την ημέρα μιλούσαν για απίστευτα
μποτιλιαρίσματα στους γύρω δρόμους και πλήθος που μπορεί να έφτανε τα 500.000
άτομα.
«Αν είχατε σκοπό να πάτε, καθίστε εκεί που είστε γιατί δεν
πρόκειται να φτάσετε ποτέ από τον πολύ κόσμο», έλεγε ο εκφωνητής.
Όταν οι 20χρονοι Νικ και Μπόμπι άκουσαν αυτές τις ειδήσεις
δεν μπόρεσαν να αντισταθούν και αποφάσισαν να πάνε κι αυτοί. «Σκεφτόμασταν ότι
δεν πρόκειται να δούμε ποτέ ξανά στη ζωή μας κάτι τέτοιο», δήλωσε ο Νικ 40
χρόνια μετά το φεστιβάλ – το 2009- στο περιοδικό Smithsonian Magazine.
Νωρίτερα την ίδια μέρα, ο φωτογράφος Μπερκ Ουζλ, συνεργάτης του
περιοδικού Life και
μέλος του διάσημου πρακτορείου Magnum,
έφτασε με την γυναίκα του και τους δύο τους γιους από το Μανχάταν σε ένα από τα
καμπ του φεστιβάλ. Είχε αποφασίσει να εργαστεί ως ανεξάρτητος φωτογράφος
αναζητώντας την τέλεια λήψη και όχι αυτή που θα του όριζε το περιοδικό του.
Το επόμενο πρωί του Σαββάτου, ο Νικ και η Μπόμπι μαζί με τους
φίλους τους Μάικ Ντούκο, Κάθι Γουέλς και Τζίμι ‘Κόρκι’ Κορκόραν μπήκαν στο
αυτοκίνητο της μητέρα του τελευταίου και ξεκίνησαν για το φεστιβάλ. Γνωρίζοντας
την περιοχή, πήραν τους κατάλληλους δρόμους και πάρκαραν λίγα χιλιόμετρα μακριά
από το Μπέθελ καθώς τα αυτοκίνητα ήταν τόσα πολλά που δεν μπορούσαν να
προχωρήσουν παραπέρα. Έτσι, συνέχισαν με τα πόδια μέχρι τη φάρμα του Γιασγκούρ.
Στην παρέα τους μπήκε και ένας τύπος από την Καλιφόρνια που είχε βρεθεί εκεί, ο
Χέρμπι, ο οποίος κουβαλούσε μαζί του ένα κοντάρι που κατέληγε σε μια πλαστική
πεταλούδα.
«Ήταν μια θάλασσα από ανθρώπους. Κάποιος με μια κιθάρα στην
μια πλευρά, κάποιοι άλλοι που ερωτοτροπούσαν στην άλλη, κάποιος που κάπνιζε
μαριχουάνα πιο πέρα και πίσω από όλα αυτά μπορούσες να ακούσεις τη μουσική. Ένας
βομβαρδισμός των αισθήσεων», θυμάται η Μπόμπι.
Το Γούντστοκ αποδείχτηκε πιο δύσκολη εμπειρία από αυτό που
περίμεναν. Οι εγκαταστάσεις ήταν κατώτερες των περιστάσεων και η διαχείριση από
τους διοργανωτές ήταν μάλλον κακή. Παρόλα αυτά το γεγονός ότι ήταν μέρος μιας
μοναδικής στιγμής στην ιστορία της μουσικής τα έκανε όλα ευκολότερα.
«Το νερό συνεχώς κοβόταν. Το φαγητό είχε τελειώσει από το
βράδυ της Παρασκευής. Ο καιρός ήταν τραγικός. Ωστόσο, 450.000 συγκεντρωθήκαμε
εκεί και δεν συνέβη ούτε ένα περιστατικό βίας. Αυτό ήταν απίστευτο. Ο κόσμος
χρειάζεται περισσότερο Γούντστοκ», λέει η Μπόμπι.
Το πρωί της Κυριακής, ο Ουζλ πέρασε στο λαιμό του τις δύο
Λάικα που είχε και βγήκε από τη σκηνή του αναζητώντας το τέλειο κλικ.
«Τραγουδούσε η Γκρέις Σλικ των Jefferson Airplane συνοδεύοντας το
ξημέρωμα. Και τότε τελείως μαγικά αυτό το ζευγάρι σηκώθηκε και αγκαλιάστηκε. Φιλήθηκαν,
χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο και η γυναίκα έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του
άντρα», θυμάται ο Ουζλ. «Είχα τον χρόνο να τραβήξω μερικές λήψεις σε ασπρόμαυρο
φιλμ και μερικές σε έγχρωμο και μετά το φως και η διάθεση άλλαξε», λέει ο
φωτογράφος ο οποίος χωρίς να το ξέρει ακόμα μόλις είχε τραβήξει την πιο διάσημη
φωτογραφία τόσο του ίδιου όσο και του φεστιβάλ.
Τα «μοντέλα» του δεν είχαν καταλάβει τίποτα απ’ όσα
συνέβησαν λίγα μέτρα πιο πίσω. «Απλώς είχαμε ξυπνήσει το πρωί, σηκωθήκαμε και
έδωσα μια αγκαλιά στο κορίτσι μου», λέει ο Νικ. «Δεν θυμάμαι καθόλου να μας τραβούν
φωτογραφία, ειλικρινά», συμπληρώνει.
Αρκετούς μήνες μετά και ενώ το ημερολόγιο έδειχνε πια 1970, ο
Κόρκοραν αγόρασε το άλμπουμ με τα τραγούδια του Γούντστοκ που μόλις είχε
κυκλοφορήσει και πήγε στο διαμέρισμα του Μπόμπι, για να το ακούσουν. Στο εξώφυλλο
μπορούσε κανείς να δει μια πλαγιά με δεκάδες ανθρώπους να κοιμούνται στο έδαφος
και ένα ζευγάρι στο κέντρο να στέκεται αγκαλιασμένο. Σε μια άκρη φαινόταν μια
πλαστική πεταλούδα. «Αυτή είναι πεταλούδα του Χέρμπι», αναφώνησε ο Νικ και δεν
άργησε να καταλάβει ότι το αγκαλιασμένο ζευγάρι δεν ήταν άλλο από τον ίδιο και
την Μπόμπι.
Ωστόσο, μετά από αυτό το πρώτο ξάφνιασμα το ζευγάρι δεν ασχολήθηκε ξανά με τη φωτογραφία για σχεδόν δύο δεκαετίες. Τελικά, το περιοδικό Life θέλησε να κάνει ένα αφιέρωμα για τα είκοσι χρόνια από το φεστιβάλ το 1989 και αναζήτησε το συγκεκριμένο ζευγάρι, το οποίο ήταν ακόμα μαζί και μάλιστα πλέον ήταν επίσημα παντρεμένοι.
«Αφού άκουσαν την ιστορία μας, μερικοί νομίζω ότι
απογοητεύτηκαν που δεν ήμασταν…», λέει η Μπόμπι, «… τελείως χίπηδες»,
συμπληρώνει ο Νικ.
«Που δεν ήμασταν τελείως παιδιά των λουλουδιών και
επαναστάτες. Εγώ ήμουν ένα κλασικό κορίτσι της επαρχίας και αυτός ήταν ένας φοιτητής
που έκανε δύο δουλειές», λέει από την πλευρά της η Μπόμπι.
Ωστόσο, ο Νικ και η Μπόμπι ίσως εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο το πνεύμα της αγάπης του Γουντστοκ. Αν και τότε ήταν μαζί μόνο λίγους μήνες, παραμένουν μαζί μέχρι σήμερα παντρεμένοι μετά από 51 χρόνια. Έχουν δύο μεγάλους πια γιους και εγγόνια και ζουν στο Πάιν Μπους, το οποίο βρίσκεται 45 λεπτά μακριά από το Μπέθελ, όπου διεξήχθη το φεστιβάλ. Η Μπόμπι εργάστηκε ως σχολική νοσοκόμος, ενώ ο Νικ ως ξυλουργός και επόπτης οικοδομών στην επαρχεία Όραντζ.
Ο Ουζλ, στα 84 του πλέον, έχει επιστρέψει στην περιοχή όπου
μεγάλωσε στη Βόρεια Καρολίνα και συνεχίζει πάντα να φωτογραφίζει, ενώ τα έργα
του βρίσκονται σε μουσεία και γκαλερί σε όλον τον κόσμο. Η εμβληματική του
φωτογραφία από το Γούντστοκ βρίσκεται μεταξύ άλλων πάνω και από το τραπέζι που
ο Νικ και η Μπόμπι συνεχίζουν να παίρνουν το πρωινό τους.
«Την κοιτάζω κάθε μέρα», λέει η Μπόμπι. «Γνώρισα τον Νικ, ερωτευτήκαμε και αυτό ήταν το ξεκίνημα της καλύτερης ζωής μας», αναφέρει.
Ωστόσο, το ζευγάρι μιλώντας ξανά το 2019, 50 χρόνια μετά το φεστιβάλ, στο περιοδικό Time ανέφεραν ότι δεν είναι πια τόσο αισιόδοξοι όταν κοιτούν τη φωτογραφία. «Είναι σχεδόν σα να μην μάθαμε το μάθημά μας, ακόμα συνεχίζουμε με τους πολέμους», λέει ο Νικ.
Ακόμα και αν η ανθρωπότητα όχι μόνο δεν άλλαξε, αλλά ίσως
έγινε χειρότερη, η φωτογραφία του Νικ και της Μπόμπι δίνει μια αχτίδα ελπίδας. Είναι
μια νησίδα ηρεμίας και αγάπης και δίνει σε όλους την βεβαιότητα ότι για κάθε
στιγμή μίσους και θανάτου υπάρχει πάντα η αγάπη ως αντίδοτο.