Μέχρι το τέλος της ζωής του ο Βραζιλιάνος τερματοφύλακας κουβαλούσε τη ρετσινιά του υπεύθυνου για μια εθνική τραγωδία. Το «Μαρακανάζο» τον σημάδεψε για πάντα και το λάθος του δεν συγχωρέθηκε ποτέ
Στο αριστουργηματικό «Το ποδόσφαιρο
στη σκιά και το φως» (Εκδόσεις Πάπυρος),
ο Εδουάρδο Γκαλεάνο γράφει για τον τερματοφύλακα: «Ονομάζεται επίσης και γκολκίπερ και πορτιέρο,
αλλά θα μπορούσε επίσης να ονομαστεί οσιομάρτυρας, κλοτσοσκούφι, αποδιοπομπαίος,
κι εκείνος που πληρώνει τις αμαρτίες των άλλων. Λένε ότι όπου πατεί χορτάρι δε
φυτρώνει.
Είναι ολομόναχος. Είναι καταδικασμένος
να παρακολουθεί το παιχνίδι από μακριά. Μένει καθηλωμένος στη θέση του, στην
ερημιά του ανάμεσα στα τρία δοκάρια, περιμένοντας τον τουφεκισμό του.
Έχει στην πλάτη του πάντα τον αριθμό ένα.
Μήπως είναι ο πρώτος που θα πληρωθεί; Κάθε άλλο. Είναι ο πρώτος που θα
πληρώσει. Το φταίξιμο είναι πάντα δικό του, ακόμα και όταν δεν φταίει.
Οι υπόλοιποι παίκτες μπορούν να κάνουν
κάποιο χοντρό λάθος, μια ή περισσότερες φορές, αλλά εξιλεώνονται με μια
θεαματική προσποίηση, μια πάσα ακρίβειας, ένα εύστοχο σουτ. Εκείνος ποτέ. Το πλήθος δε συγχωρεί τον τερματοφύλακα.
Με ένα μονάχα λάθος του ο
τερματοφύλακας καταστρέφει το παιχνίδι, χάνει το πρωτάθλημα και τότε το κοινό
ξεχνάει μονομιάς όλα του τα κατορθώματα και τον καταδικάζει σε αιώνια
δυσμένεια. Η κατάρα αυτή θα τον κυνηγάει μέχρι το τέλος της ζωής του».
Η… Χιροσίμα της Βραζιλίας
Στις 16 Ιουλίου 1950 στο κατάμεστο από 200.000 άτομα στάδιο του Μαρακανά μια
τέτοια ισόβια ποινή επιβλήθηκε στον Μοασίρ Μπαρμπόζα. Το… έγκλημα του συγκλόνισε
μια ολόκληρη χώρα, τη σημάδεψε για δεκαετίες. «Η κάθε χώρα έχει την
ανεπανόρθωτη εθνική καταστροφή της, κάτι σαν τη Χιροσίμα. Η δική μας καταστροφή,
η δική μας Χιροσίμα ήταν το Μακαρανάζο» θα γράψει ο διάσημος θεατρικός
συγγραφέας Νέλσον Ροντρίγκες.
Η Βραζιλία υποδεχόταν την Ουρουγουάη στον
αγώνα που έκλεινε το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ήταν έτσι η δομή της διοργάνωσης που ακόμα
και με ισοπαλία η Σελεσάο θα στεφόταν, για πρώτη φορά στην ιστορία της,
Πρωταθλήτρια Κόσμου. Το κλίμα πριν το ματς ήταν πανηγυρικό. Οι ιστορικοί λένε
ότι στις εξέδρες του Μαρακανά δεν βρίσκονταν πάνω από 300 οπαδοί της Ουρουγουάης.
Δίπλα στον αγωνιστικό χώρο μια μπάντα
περίμενε το σφύριγμα της λήξης για να τραγουδήσει το κομμάτι «Brasil os vencedores» (Βραζιλία, οι νικητές)
που είχε γραφτεί για την περίσταση. Οι εφημερίδες είχαν ετοιμάσει τα διθυραμβικά
τους πρωτοσέλιδα και περίμεναν απλά αυτό που όλοι θεωρούσαν δεδομένο. Ακόμα και
τα μετάλλια των παικτών της Βραζιλίας ήταν έτοιμα…
Μετά από ένα στείρο πρώτο ημίχρονο, μόλις στο 47’ της επανάληψης ο Φριάνσα έκανε το 1-0 για τη Βραζιλία. Το «Μαρακανά» πήρε φωτιά, η «προφητεία» επιβεβαιωνόταν. Ο αρχηγός της Ουρουγουάης, Οντμπούλιο Βαρέλα προσπαθούσε να εξηγήσει στον διαιτητή ότι ο σκόρερ ήταν σε θέση οφσάιντ αλλά το τέρμα μέτρησε κανονικά. Ο Βαρέλα έστησε την μπάλα στη σέντρα και είπε: «Τώρα είναι ώρα να κερδίσουμε!». Το γκολ του Σκιαφίνο στο 66ο λεπτό πάγωσε το στάδιο αλλά ακόμα και το 1-1 ήταν αρκετό για τη Βραζιλία. Στο 79’ ο Αλσίδες Γκίγια πήρε την μπάλα από δεξιά και μπήκε στην περιοχή. Ο Μπαρμπόζα φάνηκε να καλύπτει τη γωνία του αλλά δεν κατάφερε να σταματήσει το συρτό σουτ του Γκίγια. Βρήκε την μπάλα αλλά δεν την έδιωξε. Τα πλάνα της εποχής συγκλονίζουν. Η μπάλα στα δίχτυα, τραγική φιγούρα ο Μπαρμπόζα προσπαθεί να σηκωθεί έχοντας κατανοήσει το μέγεθος του λάθους του, οι Ουρουγουανοί πανηγυρίζουν και στην εξέδρα μια κοπέλα βάζει τα κλάματα.
Η Ουρουγουάη στέφθηκε Πρωταθλήτρια
Κόσμου μέσα στο Μαρακανά και μια κατάρα θα ακολουθεί τον Μπαρμπόζα για το
υπόλοιπο της ζωής του.
Από τους κορυφαίους στον κόσμο
Ο Μοασίρ Μπαρμπόζα πήγε στο Παγκόσμιο του 1950 με τη φήμη ενός από τους καλύτερους γκολκίπερ στον κόσμο. Αγωνιζόταν στην Βάσκο Ντα Γκάμα και με αυτόν κάτω από τα δοκάρια της η Βραζιλία κατέκτησε το Κόπα Αμέρικα του 1949 πραγματοποιώντας εκπληκτικές εμφανίσεις και διασύροντας με 7-0 την Παραγουάη στον τελικό. Ο Μπαρμπόζα είχε μικρό ύψος για τερματοφύλακας (1,74) και το δυνατό σημείο του ήταν τα αντανακλαστικά του. H Βραζιλία έφτασε αήττητη στο ματς με την Ουρουγουάη. Είχε μόνο μια ισοπαλία με την Ελβετία και είχε δεχθεί πέντε γκολ σε πέντε ματς, αριθμός πολύ μικρός για το ποδόσφαιρο της εποχής
«Κατά την εκλογή του καλύτερου
τερματοφύλακα του Παγκοσμίου Κυπέλλου του ’50, οι δημοσιογράφοι εξέλεξαν
ομόφωνα τον Βραζιλιάνο Μοασίρ Μπαρμπόζα.
Ο Μπαρμπόζα ήταν επίσης, χωρίς καμιά
αμφιβολία, ο καλύτερος τερματοφύλακας της χώρας του, με πόδια σαν ελατήρια,
άνθρωπος γαλήνιος και σίγουρος, που ενέπνεε εμπιστοσύνη στην ομάδα, και
συνέχισε να είναι ο καλύτερος για πολλά χρόνια, μέχρι που αποσύρθηκε από τα
γήπεδα σε ηλικία άνω των σαράντα χρόνων. Όλα αυτά τα χρόνια ο Μπαρμπόσα
απέτρεψε πολλά γκολ, άγνωστο πόσα, χωρίς να τραυματίσει ποτέ αντίπαλο επιθετικό»
γράφει χαρακτηριστικά ο Γκαλεάνο.
Κουβαλώντας την κατάρα
Μετά το «Μαρακανάζο» (σε ελεύθερη μετάφραση
το χτύπημα στο Μαρακανά) ο Μπαρμπόζα συνέχισε να παίζει ποδόσφαιρο. Αγωνίστηκε
στη Βάσκο έως το 1960 με δύο διαλλείματα και τελικά έκλεισε την καριέρα του το
1962 στην Κάμπο Γκράντε. Κατέκτησε τίτλους και είχε μεγάλες επιτυχίες αλλά ήταν
για πάντα «ο τερματοφύλακας του Μαρακανάζο». Τα πρώτα χρόνια ο κόσμος στη
Βραζιλία τον υποδεχόταν με γιουχαΐσματα ενώ στην Εθνική κλήθηκε ελάχιστες φορές
μετά το ματς με την Ουρουγουάη.
Για πολλά χρόνια μετά την ήττα η Σελεσάο
δεν φόρεσε ξανά τη λευκή εμφάνιση ενώ υπήρχε ο αστικός μύθος ότι δόθηκε οδηγία
από την Ομοσπονδία να μην αγωνιστεί πάλι βασικός κάτω από τα δοκάρια ένας μαύρος.
Μπάρμπεκιου με δοκάρια
Στο βιβλίο του « Barbosa, A
Goal Is
Fifty Years
Old» ο δημοσιογράφος Ρομπέρτο Μουιλαέρτ αποκάλυψε
ένα απίστευτο περιστατικό για τον Μπαρμπόζα. Το 1963 κάλεσε φίλους του για μπάρμπεκιου. Όταν οι καλεσμένοι έφτασαν στο σπίτι είδαν ότι
για τη φωτιά δεν χρησιμοποιούσε συνηθισμένα ξύλα. Είχε καταφέρει να πάρει τα
καταραμένα δοκάρια του Μαρακανά. «Ήταν σαν μια λειτουργία καθαγιασμού» γράφει ο
Μουλαέρτ. Ο Μπαρμπόζα προσπάθησε με αυτό τον τρόπο να πετάξει από πάνω του την
κατάρα. Δεν τα κατάφερε.
Μέχρι το τέλος της ζωής του ο
Μπαρμπόζα είχε τη ρετσινιά του ανθρώπου που βύθισε τη Βραζιλία στη θλίψη. «Σκεφτόταν
τι έγινε και πολλές φορές έκλαιγε. Μέχρι το τέλος μου έλεγε: Δεν είμαι ένοχος,
ήμασταν 11 παίκτες» θα αποκαλύψει ένας φίλος του.
Το 1988 το φιλμ μικρού μήκους του
Αντόνιο Φαγκούντες «Barbosa» τον επανάφερέ στο προσκήνιο. Στην
ταινία ένας άντρας πήγαινε πίσω στο παρελθόν με σκοπό να προειδοποιήσει τον
Μπαρμπόζα για το πώς θα σουτάρει ο Γκίγια ώστε να αποφευχθεί η εθνική τραγωδία.
Καταραμένος…
To 1993, κατά την προκριματική φάση του
Παγκοσμίου Κυπέλλου των ΗΠΑ, θέλησε να ενθαρρύνει τους παίκτες της εθνικής
Βραζιλίας. Πήγε να τους επισκεφθεί στη συγκέντρωσή τους, αλλά με εισήγηση των
υπευθύνων και κυρίως του Μάριο Ζαγκάλο δεν του δόθηκε έγκριση. Τον θεωρούσαν
ακόμα καταραμένο και ένα σύμβολο της ήττας.
«Στη Βραζιλία η εσχάτη των ποινών για
ένα έγκλημα είναι τριάντα χρόνια κάθειρξη. Πάνε 43 χρόνια που τιμωρούμαι για
ένα έγκλημα που δε διέπραξα. Όταν ένας εγκληματίας πληρώνει για το έγκλημα του
τον συγχωρούν. Όμως εμένα δεν με συγχώρεσαν ποτέ» θα δηλώσει μετά από αυτό το
περιστατικό.
Ο Μοασίρ Μπαρμπόζα πέθανε στις 7 Απριλίου
2000 από καρδιακή προσβολή. Ήταν 79 ετών. Έως το τέλος της ζωής του ένα
περιστατικό τον είχε σημαδέψει. Μιλώντας σε ντοκιμαντέρ αποκάλυψε: «Ήταν 1970,
είχαν περάσει 20 χρόνια από το παιχνίδι με την Ουρουγουάη. Ήμουν μέσα σε ένα
μαγαζί και μπήκε μια κυρία να αγοράσει. Την κοίταξα και με κοίταξε. Φώναζε ένα
παιδί που περίμενε έξω στο αυτοκίνητο και του είπε: Κοίτα αυτός είναι ο
άνθρωπος που έκανε ολόκληρη τη Βραζιλία να κλαίει».